David Burliuk – Woman With a Mirror” (1915-16)

Απόσπασμα από: «O Georg Friedrich Jünger και η κυριαρχία της τεχνικής»

Προδημοσίευση από το 2ο τεύχος ResPublica / Σημειώσεις εκτός γραμμής για την ριζική κοινωνική αλλαγή(Το νέο τεύχος Κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο 2019)

O Γκέοργκ Φρ. Γιούνγκερ (Georg Friedrich Jünger, Αννόβερο 1898 – Ίμπερλίγκεν 1977) υπήρξε ένας από τους πιο πρωτότυπους και παραγωγικούς γερμανούς στοχαστές του 20ού αιώνα, που όμως είχε την ατυχία να μείνει στην σκιά της δόξας του μεγαλύτερου αδελφού του Έρνστ, του πολεμιστή-συγγραφέα που έμεινε στην ιστορία της λογοτεχνίας για την αξεπέραστη περιγραφή της φρίκης των πεδίων των μαχών των δύο παγκοσμίων πολέμων. Eκτός όμως από το πρόβλημα της συνωνυμίας, το έργο του Γκ. Φρ. Γιούνγκερ υπέφερε κι από μία άλλη, βαθύτερη και γι’ αυτό πιο δισεπίλυτη ακόμα δυσχέρεια, αυτή της γενικότερης πολιτικής τοποθέτησης, τόσο του συγγραφέα όσο και του έργου του. Στα μεταπολεμικά χρόνια, καθώς σύσσωμη σχεδόν η πρωτοπορία της ευρωπαϊκής διανόησης στρεφόταν όλο και περισσότερο στα μαρξιστικά ιδεολογικά σχήματα και σε μια ολοένα και πιο κατεδαφιστική πολιτισμική κριτική, το έργο του Γιούνγκερ, ενός κατεξοχήν συντηρητικού και στα δεξιά του πολιτικού φάσματος τοποθετημένου συγγραφέα, παραδιδόταν στην λήθη. Στην κρίση αυτής της εποχής δεν βάρυνε μόνο το παρελθόν του ίδιου του Γιούνγκερ (τόσο η πρώιμη δημοσιογραφική του δραστηριότητα για λογαριασμό του εθνικιστικού τύπου της εποχής, αλλά και η δηλωμένη αντιπάθειά του για το πολίτευμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης), αλλά και η ιδιότητα του αδελφού του Ερνστ ως αξιωματικού της Βέρμαχτ στον Β’ Π.Π. Ο Γιούνγκερ δεν υπέπεσε βέβαια ποτέ σε ατοπήματα ανάλογα με αυτό του Χάιντεγγερ και απέφυγε, από το 1933 και μετά, να συνδέσει με οποιονδήποτε τρόπο το όνομά του με το ναζιστικό καθεστώς, το οποίο και θεωρούσε αρρωστημένο σύμπτωμα ενός παρακμασμένου τεχνοκρατικού πολιτισμού. Παρόλ’ αυτά, και όπως ήταν ίσως αναμενόμενο, η πρόσληψη της σκέψης του κατέστη κάτι παραπάνω από προβληματική από μια εποχή που θεωρούσε αδιανόητη για έναν διανοούμενο μια μη αριστερή ιδεολογική τοποθέτηση. Σε αυτό όμως το σημείο βρίσκεται για μας ο επίκαιρος χαρακτήρας του έργου του. Όπως ακριβώς και στην περίπτωση του Όσβαλντ Σπένγκλερ, μια σκέψη που δεν δεσμεύεται από τις ιδεολογικές παρωπίδες που κυριαρχούν στην εποχή της, μπορεί, παρά τον στριφνό ή δυσάρεστο καμιά φορά χαρακτήρα της, να αποδειχτεί πολύ πιο ενορατική και διεισδυτική στην ανάλυση κάποιων φαινομένων, που η στομωμένη, κυρίαρχη ιδεολογία αδυνατεί να τα ερμηνεύσει με τρόπο ικανοποιητικό. Αυτή είναι η περίπτωση του κλασσικού πλέον έργου του Γιούνγκερ, Η Τελειότητα της Τεχνικής, αποσπάσματα του οποίου παρουσιάζουμε στο δεύτερο τεύχος του Res Publica. Στο βιβλίο αυτό, που αν και τελείωσε το 1939 κυκλοφόρησε μετά το τέλος του πολέμου, επιχειρείται, για πρώτη ίσως φορά με τόσο ξεκάθαρο τρόπο, η ερμηνεία του μοντέρνου δυτικού πολιτισμού υπό το πρίσμα της τεχνικής οργάνωσης, η οποία δεν θεωρείται πλέον από τον συγγραφέα ως απλό εργαλείο στην υπηρεσία του ανθρώπου, αλλά ως φορέας κυρίαρχης ιδεολογίας και αυτόνομη ιστορική δυναμική που χειραγωγεί και υποδουλώνει τον άνθρωπο. Ο «τεχνικισμός» παρουσιάζεται έτσι ως η κατ’ εξοχήν ιδεολογία του μοντερνισμού, στην οποία υποτάσονται όλα τα επί μέρους ιδεαλιστικά αφηγήματα, όπως ο καπιταλισμός ή ο κομμουνισμός. Πρόκειται επίσης για μια από τις πρώτες περιπτώσεις όπου ένας διανοούμενος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την επαπειλούμενη οικολογική καταστροφή που η ανεγξέλεκτη εξάπλωση της τεχνολογικής προόδου και η άμετρη εκμετάλλευση των φυσικών πρώτων υλών προκαλεί στον πλανήτη. Κι αυτή η ερμηνευτική προσέγγιση δεν επιχειρείται διά μέσω του γλυκανάλατου συναισθηματικού μοραλισμού που χαρακτηρίζει τα σημερινά ήθη, αλλά μέσω μιας αυστηρής επιστημολογικής κριτικής των θεμελίων του ίδιου του ορθολογισμού και της ματεριαλιστικής προσέγγισης του κόσμου. Γι’ αυτό, και παρά τη δυσμενή θέση του Γιούνγκερ στο πνευματικό τοπίο της μεταπολεμικής Ευρώπης, το ειδικό βάρος της ανάλυσής του δεν πέρασε απαρατήρητο. Όπως σημειώνει ο επιμελητής της νέας γαλλικής έκδοσης, Nicolas Briant, τόσο ο Μάρτιν Χάιντεγγερ όσο κι ο Ζακ Ελλύλ είχαν ήδη διαβάσει το χειρόγραφο της Τεχνικής πριν δημοσιεύσουν, ο πρώτος το Ερώτημα περί της Τεχνικής κι ο δεύτερος το πρώτο μεγάλο βιβλίο του Η Τεχνική ή το Διακύβευμα του Αιώνα. Επίσης, η αγγλική μετάφραση του έργου του 1949 διαβάστηκε σχεδόν αμέσως από τον Λιούις Μάμφορντ και τον Τζέρεμι Ρίφκιν. Όλα αυτά υποδεικνύουν ότι το βιβλίο του Γιούνγκερ άσκησε τελικά μια υπόγεια, αλλά βαθιά και γόνιμη επίδραση σε εκείνους τους στοχαστές που στάθηκαν κριτικά απέναντι στο φαινόμενο της τεχνολογίας και στο αφήγημα του υλιστικού ευδαιμονισμού των μεταπολεμικών δυτικών κοινωνιών. Ως ενδεικτική της οξύνοιας του γερμανού φιλοσόφου και την επικαιρότητας της σκέψης του, αξίζει να μεταφέρουμε την παρακάτω φράση από την Τελειότητα της Τεχνικής: «Η εποχή της τεχνικής διαπρέπει στην δημιουργία οργανώσεων και οργανισμών κάθε είδους, αλλά αποδεικνύεται ανίκανη να εγκαθιδρύσει θεσμούς. Αντίθετα, μετατρέπει τους ήδη υπάρχοντες θεσμούς σε οργανωτικές δομές, οδηγώντας τους να αφομοιωθούν τελικά από το τεχνικό σύστημα». Σε αυτό το σημείο ο Γιούνγκερ προβλέπει όλα αυτά τα συμπτώματα ηθικής διάβρωσης του κοινωνικού συνόλου που οφείλονται στην κυριαρχία της ιδεολογίας του μάνατζμεντ και της σταδιακής μετατροπής όλων των ανθρώπινων αναγκών, ακόμα και των καθαρά άϋλων, σε κερδοσκοπική επιχειρηματική δραστηριότητα και εμπόρευμα. Μια δραστηριότητα, η οποία, με τη σύμπραξη πλέον του σύγχρονου ψηφιακού δυκτίου, καταλήγει σήμερα να στραγγαλίσει και τους τελευταίους ζωτικούς πόρους μιας αυθεντικής ανθρώπινης ύπαρξης, την επαφή με τον ίδιο μας τον εαυτό: «Δεν ζούμε πλέον ούτε σε νησιά ούτε στη ζούγκλα. Ζούμε μέσα σ’ ένα οργανωτικό πλέγμα όπου ανά πάσα στιγμή η Τεχνική μπορεί να μας αδράξει». Για τον Γερμανό στοχαστή, η όλο και μεγαλύτερη επιβολή της τεχνοκρατικής οργάνωσης και της τεχνολογίας δεν προοιωνίζει την έλευση του homo Deus, όπως αφελώς διαλαλούν οι διανοούμενοι του συρμού, αλλά του homo Titanus, δηλαδή ενός τύπου ανθρώπου, ο οποίος, μέσα στην αφροσύνη του εξεγερσιακού του πάθους, θα εξαπολύσει πρωτογενείς στοιχειακές δυνάμεις, την ένταση των οποίων δεν θα μπορέσει να καθυποτάξει και οι οποίες στο τέλος θα τον σαρώσουν ολοκληρωτικά. Στην τελευταία πράξη του δράματος, ο τεχνικός άνθρωπος δεν θα συναντήσει την γαλήνια σοφία του Ενός, αλλά τη Νέμεσι που ο ίδιος προκάλεσε σφετεριζόμενος μια εξουσία που δεν του ανήκει.

Oλόκληρο το κείμενο στο 2ο τεύχος ResPublica