Benjamin West – Fidelia and Speranza, 1776

Απόσπασμα από: «Βελτιοδοξία και ελπίδα»

Προδημοσίευση από το 2ο τεύχος ResPublica / Σημειώσεις εκτός γραμμής για την ριζική κοινωνική αλλαγή(Το νέο τεύχος Κυκλοφορεί το Γενάρη 2019)

Ενώ η ορθοκρισία βασίζεται στη γνώση που αποκτά κανείς μέσω του εμπειρικού κόσμου, ο υπόγειος νους αφορά κυρίως τον εσωτερικό κόσμο των σκοτεινών παρορμήσεων που δύσκολα μπορούν να ελεγχθούν από αυτό που ο Πλάτωνας αποκαλούσε λογισμικό τμήμα της ψυχής, από τον εμπειρικό νου (στη δική μας ορολογία), που (όπως είδαμε πιο πάνω) μέσω της νόησης  θέτει φραγμούς σε κάθε παρορμητική ἐπιθυμία. Μια πιο σφαιρική κατανόηση του υπόγειου νου μάς οδηγεί στο «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι. Ο ανώνυμος αφηγητής (και πρωταγωνιστής) του έργου παρουσιάζεται απομονωμένος σε ένα σκοτεινό, μοναχικό και υπόγειο κελάρι. Στην πραγματικότητα, το υπόγειο δεν αποτελεί παρά αλληγορία των πιο σκοτεινών πτυχών της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο ήρωας βουτά σε τούτο τον καταχθόνιο κόσμο με στόχο να ανακαλύψει κρυμμένους φόβους και επιθυμίες. Σε αντίθεση με το εμπειρικό (ή λογισμικό) τμήμα του νου, το υπόγειο – μια γλαφυρή απεικόνιση των πιο αφώτιστων πτυχών του υποσυνείδητου – δεν καταπιάνεται με την ηθική γνώση και τις κοινές έννοιες που προέρχονται από τις αισθητικές εντυπώσεις αποσκοπώντας στη χαλιναγώγηση των παθών. Οι κρυφές επιθυμίες του υπογείου αντικατοπτρίζουν τις εγωιστικές μας παρορμήσεις και τα παραβατικά συναισθήματα που όταν εισέρχονται στο συνειδητό, παραλύουν τις ικανότητές μας για ορθοκρισία. Πιο συγκεκριμένα: ο Πλάτωνας στην Πολιτεία κάνει λόγο για το επιθυμητικό τμήμα της ψυχής, που καθιστά τους ανθρώπους «ἄγοντος ὥσπερ θηρίον» («ικανούς να διοικούν όπως τα θηρία)  και οδηγεί σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «θυμό». Στη θεωρία του Πλάτωνα, ο θυμός συνδέεται με το θυμοειδές που – μαζί με το επιθυμητικό – αντικατοπτρίζουν το ανορθολογικό τμήμα της ανθρώπινης ψυχής (πάντα σε αντίθεση με το λογισμικό). Ωστόσο, θα ήταν προτιμότερο αντί για τη λέξη θυμό να καταφύγουμε στον όρο μῆνιν. Πρόκειται για τη μῆνι του Αχιλλέα, (όπως εμφανίζεται στην Ιλιάδα του Ομήρου), μια από τις πιο καταστροφικές εκδοχές του θυμού. Επί της ουσίας, η ταύτιση του θυμού με τον ανορθολογισμό δεν αποτελεί μονάχα σφάλμα που επιφανειακές έρευνες και μελέτες αναπαράγουν· πολλές φορές ένας τέτοιος ισχυρισμός ενδέχεται να εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες, εφόσον η οργή και η αγανάκτηση συγκεκριμένων ομάδων εκλαμβάνεται ως παραλογισμός και μαζική υστερία, ενώ αγνοούνται συστηματικά οι λόγοι που καλλιεργούνται αυτά τα συναισθήματα (όπως, για παράδειγμα, οικονομικές ανισότητες ή καταστρατήγηση πολιτικών ανελευθεριών). Κατά τη διάρκεια του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα στις ΗΠΑ (Civil Rights Movement), ηγέτες με απόλυτα ειρηνικό και συμφιλιωτικό λόγο (όπως ο Martin Luther King Jr), ταυτίστηκαν με τον «ανορθολογισμό των μαζών» και λοιδορήθηκαν ως «ταραχοποιοί», δίχως πραγματικά να στρέφονται ενάντια στην κοινωνία, δίχως να διασαλεύουν την έννομη τάξη, παρά μονάχα απαιτώντας την άρση ρατσιστικών νομοθεσιών που ζημίωναν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Όπως επίσης υποστήριξε και η Arendt, η οργή δεν είναι πάντα «αυτόματη»· δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια ασυνείδητη και παρορμητική εκδήλωση επιθυμιών. Θυμικές αντιδράσεις πολλές φορές καθοδηγούνται από ορθή κρίση. Στην περίπτωση αυτή, το συναίσθημα θυμού κατά της αδικίας δεν φράζει το λογισμικό. Αξίζει στο σημείο αυτό να κάνουμε αναφορά στο συνεταιριστικό κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα σε νότιες και δυτικές πολιτείες των ΗΠΑ.

Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα δημοκρατικά κινήματα της νεώτερης Αμερικανικής ιστορίας μαζί με το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα.  Ως απάντηση στην εξαθλίωση και στον πολιτικό συγκεντρωτισμό,  Αμερικανοί αγρότες υποβαθμισμένων περιοχών ανέπτυξαν συνεταιριστικές κοινοπολιτείες (κοπερατίβες). Με τον τρόπο αυτόν κατάφεραν να αντισταθούν μαζικά στην επέλαση μεγάλων εταιρειών και βιομηχάνων καπιταλιστών οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τα σιδηροδρομικά δίκτυα εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, με βαρύτατες συνέπειες για τους ντόπιους παραγωγούς . Οι ίδιοι εναντιώθηκαν στις πολιτικές εκβιομηχάνισης, στον εκσυγχρονισμό, στην ευνοιοκρατία, στη μεγάλη κατοχή ιδιοκτησίας – η οποία μετατράπηκε σε οικονομικό μονοπώλιο για λίγους – θεωρώντας πως οι ίδιες αυτές πολιτικές απειλούσαν τη δημοκρατία, την πολιτική ισότητα και καταργούσαν τις πολιτικές ελευθερίες. Με την εγκαθίδρυση συστημάτων που θα μπορούσαν να εγγυηθούν μια σχετική οικονομική αυτάρκεια και αυτοδιαχείριση οι αγρότες παρέκαμψαν το σύστημα πιστώσεων που είχε επιβληθεί στις νότιες πολιτείες. Επιστρέφοντας στη συζήτηση αναφορικά με το θυμό και τις ικανότητες του λογισμικού: όπως ειπώθηκε και παραπάνω, συχνά πυκνά θεωρητικοί (ιδίως όσοι προσπαθούν με κάθε μέσο να υπερασπιστούν τις πολιτικές εκμοντερνισμού, όπως αυτές προωθούνται από το λεγόμενο αντιλαϊκιστικό τόξο) ταυτίζουν το θυμό με τον ανορθολογισμό  ο οποίος (για τους ίδιους) εκδηλώνεται σχεδόν πάντα στα πλήθη και στις συλλογικές μορφές δημόσιας δράσης, σε αντίθεση με το άτομο που όταν δρα απομονωμένο καθίσταται ικανό να σκέφτεται και να κρίνει ορθά. Βλέπουμε λοιπόν πως ο θυμός δεν αποτελεί πάντα αντανάκλαση των σκοτεινών πτυχών της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά θα μπορούσε να κινητοποιήσει προς μια περισσότερο δημιουργική κατεύθυνση (όπως το παράδειγμα των αγροτικών συνεταιρισμών μας έδειξε), αρκεί οι αντιδράσεις προς οποιαδήποτε δεδομένη συνθήκη που κρίνουμε «άδικη» να έχουν μια βάσιμη αντιπρόταση, εν ολίγοις, ένα όραμα ελπίδας.

Oλόκληρο το κείμενο στο 2ο τεύχος ResPublica