Telemaco Signorini – Mercato Vecchio a Firenze (1882-83)

Απόσπασμα από: «Σκέψεις για τα κινήματα και το Μάη του 1968»

Προδημοσίευση από το 2ο τεύχος ResPublica / Σημειώσεις εκτός γραμμής για την ριζική κοινωνική αλλαγή. (Το νέο τεύχος Κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο 2019)

Παρά το γεγονός ότι κάποιοι τείνουν, λανθασμένα, να εκλαμβάνουν τα τότε γεγονότα ως κάτι το ενιαίο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο «Μάης του 1968», ως προς τις επιμέρους εκφράσεις της εξέγερσης, δεν ήταν καθόλου ενιαίος. Άλλος ήταν ο γαλλικός και άλλος ο ιταλικός Μάης, άλλος ο γερμανικός, άλλος ο βρετανικός και ιδίως άλλος ο αμερικανικός. Όπως διαφορετική ήταν, από χώρα σε χώρα, η έκφραση της βίας, η τρομοκρατία, η ένοπλη και παράνομη δράση -το λεγόμενο «αντάρτικο των πόλεων»- παρομοίως διαφορετική ήταν και η συναίνεση ή η συμμετοχή της κοινωνίας, αλλά και η αντίδραση του κεντρικού πολιτικού συστήματος και της καθεστηκυίας τάξης. Επιπλέον, όπως διαφορετικές ήταν και παραμένουν οι πολιτικές παραδόσεις από χώρα σε χώρα, αυτές δηλαδή που γαλουχούν και διαμορφώνουν πρότυπα και μια συγκεκριμένη συνείδηση, έτσι διαφορετικής υφής ήταν τα κινήματα της δεκαετίας του ‘60 και του ‘70 που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη και στις HΠΑ. Σε ό,τι αφορά την περίπτωση των ΗΠΑ, οι άνθρωποι που βρίσκονταν πίσω από το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα –κυρίως στην πρώτη του φάση και, κατά βάση, στις νότιες Πολιτείες- είχαν ως αφετηρία τους τη θρησκεία, δεδομένου ότι βασίστηκαν στην κληρονομιά των προηγούμενων αγώνων ενάντια στη δουλεία, οι οποίοι είχαν αντλήσει έμπνευση κυρίως από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Τα κινήματα στην Ευρώπη δεν βασίστηκαν σε κάποια θρησκευτική ή άλλη οικουμενικότητα, θέση που ενισχύεται αν συνυπολογίσουμε ότι η θρησκευτικότητα των Ευρωπαίων είχε ήδη αρχίσει να δέχεται σοβαρά πλήγματα από τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπου τα σοσιαλιστικά ιδεώδη δεν κατάφεραν να βρουν ιδιαίτερη απήχηση. Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, ενώ η γενικευμένη αμφισβήτηση διάνοιξε κάποιες ακηδεμόνευτες οδούς πολιτικής δράσης, π.χ. τις επιτροπές και τις συνελεύσεις, τελικά τα κινήματα εξαντλήθηκαν σε διεκδικήσεις εργατικής φύσης, είτε σε αρκετές περιπτώσεις καταλήξανε να διακηρύττουν, με έντονο λυρισμό, την επερχόμενη κομμουνιστική επανάσταση και την «παγκόσμια δικαιοσύνη» ή αλλιώς την παγκοσμιοποίηση «από τα κάτω». Στην ουσία δεν υπήρξε ένα ισχυρό ρεύμα κριτικής στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, στην πρόοδο και στην αέναη οικονομική μεγέθυνση. Επίσης, όσες πολιτικές δυνάμεις στήριζαν αποσυγκεντρωτικές εθνικές στρατηγικές, αποδείχτηκαν αδύναμες απέναντι στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και στις διάφορες υπερεθνικές δομές, οικονομικές και μη, που αναδύθηκαν την εποχή εκείνη και γιγαντώθηκαν κατά τις επόμενες δεκαετίες της παγκοσμιοποίησης. Αναγνωρίζοντας την αξία των κινημάτων[1], αλλά και των μεγάλων αγώνων για τα δικαιώματα, οφείλουμε να πούμε ότι αυτά αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δημοκρατικής ζωής. Καμία δημοκρατία δεν μπορεί να ζήσει δίχως δικαιώματα, αλλά ταυτόχρονα, καμία δημοκρατία δεν μπορεί να ζήσει μόνο με δικαιώματα, τα οποία είναι υποδεέστερα της ευθύνης, της αρετής και της υποχρέωσης. Σε ό,τι αφορά το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα είναι χρήσιμο να εστιάσουμε ξανά την προσοχή μας στην αμερικανική περίπτωση. Όταν οι μαύροι της Αμερικής προσπάθησαν να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους, να απελευθερωθούν από την κηδεμονία διεκδικώντας ανεξαρτησία και πολιτική συμμετοχή, βασίστηκαν σε αυτές που αποκαλούμε «μικροαστικές αξίες», δηλαδή στους δεσμούς με τη μικρή κοινότητα, στη θρησκεία, στην οικογένεια, στην αυτοδυναμία, στην αυτοβελτίωση, στη νηφαλιότητα και στο μέτρο. Με αυτό το πλέγμα αξιών, σταθερών και στάσεων προσπάθησαν να κερδίσουν την αξιοπρέπειά τους[2], μέσα από την απλή καθημερινή ζωή και τις αγωνιστικές πρακτικές της. Ώστε με τις κινητοποιήσεις τους -οι άλλοτε περιφρονημένοι- κατάφεραν να αποκτήσει ο αγώνας τους ισχύ και κύρος, να γίνουν κατ’ουσίαν πολίτες, υπεύθυνοι για τη ζωή τους και τη ζωή των άλλων ανθρώπων, ως υπόλογοι στον ίδιο θεό ο οποίος, για τους ίδιους, συνένωνε όλα τα ανθρώπινα όντα. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν καταλάβει ότι η πίστη στην υπεράσπιση του «εγώ» δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη του «εμείς» και ότι αυτό συνιστά ψευδαίσθηση, μηδενιστική αντίληψη και αντιδημοκρατική πλάνη. Η Χάνα Άρεντ είχε επισημάνει ότι «ο ξεριζωμός και η αποξένωση προετοιμάζει «τους ανθρώπους στο μη ολοκληρωτικό κόσμο για την ολοκληρωτική εξουσία[3]. Οποιοδήποτε σχέδιο κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού, για να αποκτήσει σαφήνεια, κύρος και ευρωστία, δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη του την παραπάνω αλήθεια. Σήμερα, στον μαζικό, ναρκισσιστικό και γεμάτο αντιφάσεις δυτικό κόσμο, βασιλεύει ο κατακερματισμός. Το «εμείς» γίνεται απλό άθροισμα μοναχικών, αποξενωμένων και ξεριζωμένων, συνεπώς αδυνατεί να λάβει πολιτικό σώμα[4] και εύκολα συντρίβεται κάτω από πομπώδεις διακηρύξεις και οργισμένες καταδίκες στις τηλεοπτικές κάμερες και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης· εκεί όπου σχεδόν τα πάντα εκτονώνονται στα πλαίσια ενός πολιτισμικού πολέμου, που διεξάγεται εξ ολοκλήρου στο ηθικό και στο συναισθηματικό πεδίο.

[1]Υπό την άποψη της θεωρίας των κοινωνικών συστημάτων του Luhmann. Βλ. Θεόδωρος Ντρίνιας, Ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων στην κοινωνική αναπαραγωγή, στο ανά χείρας περιοδικό.

[2] Βλ. Christopher Lasch. 1995. The Revolt of the Elites and the Betrayal of Democracy. W. W. Norton & Company, New York, σ.83.

[3] Βλ. Χάνα Άρεντ, Το ολοκληρωτικό σύστημα, εκδ. Ευρύαλος, μτφρ.: Γιάννης Λάμψας, σελ.278.

[4] Το πολιτικό σώμα δίνει φυσική υπόσταση σε ένα έθνος και η θεμελίωσή του βασίζεται στην αμοιβαία δέσμευση των ανθρώπων να σκέφτονται, να συνομιλούν και να επινοούν κάτι νέο, με βάση ένα κοινό όραμα (στόχο) το οποίο δεν συμπεριλαμβάνει ολόκληρη την οικουμένη, αλλά συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων, περιορισμένες σε δοσμένο γεωγραφικό πλαίσιο. Από τη σκοπιά μας το έθνος δεν μπορεί να υπάρξει δίχως το κράτος ή δίχως ένα πολιτικό σώμα που το κάνει να συμπεριφέρεται ως μια ζωντανή κοινότητα, ικανή να παράξει κάτι, να αφήσει στην ιστορία ένα αποτύπωμα συλλογικών ή ατομικών πράξεων οι οποίες αντικατοπτρίζουν το σύνολο ως ταυτότητα.

Oλόκληρο το κείμενο στο 2ο τεύχος ResPublica