Επιμέλεια: Γιώργος Κουτσαντώνης
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο του Γ. Κοντογιώργη, Γνώση και Μέθοδος, 29 ερωτήματα για την κοσμοσυστημική γνωσιολογία, σε επιμέλεια Σωτήρη Αμάραντου από τις εκδόσεις Παρουσία.
—— ○ ——
Μια σημαντική μερίδα «διανοουμένων» στην Ελλάδα, μεταφέρουν αστόχαστα στα καθ ‘ ημάς τα θεωρητικά σχήματα της νεωτερικότητας. Με αυτόν τον τρόπο συνδέουν την ανάδυση των εθνικών ταυτοτήτων με τον Διαφωτισμό και την ηγεμονία του νεωτερικού κράτους, ενώ αμφισβητούν την ιστορική συνέχεια της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Απ’ ότι γνωρίζω η θέση σας πάνω σε αυτό το ζήτημα είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Θα ήταν ενδιαφέρον να μας μιλήσετε για τον τρόπο συγκρότησης των εθνικών ταυτοτήτων και για την ιστορικότητα της ελληνικής ταυτότητας.
Είναι όντως αληθές ότι το έθνος ως συλλογική ταυτότητα είναι, για την Ευρώπη και τον κόσμο, νεότερο δημιούργημα. Εννοώ με αυτό ότι o νεότερος κόσμος συγκροτήθηκε σε έθνη μόνο κατά την έξοδό τον από τη δεσποτεία. Και είναι απολύτως φυσικό αυτό, διότι το έθνος στοιχειοθετεί την έννοια της κοινωνίας βίου, της οποίας προϋπόθεση αποτελεί η ανθρωποκεντρική υποστασιοποίηση τον κοινωνικού ανθρώπου.
Το γεγονός αυτό δεν υποδηλώνει ωστόσο ότι το έθνος είναι νεότερο δημιούργημα. Ούτε, πολλώ μάλλον, ότι είναι επινόηση τον κράτους. Ακόμη και στο περιβάλλον της νεοτερικότητας το έθνος δημιουργήθηκε μεταξύ των κύκλων της ανθρωποκεντρικής μετάβασης στο πλαίσιο τον απολυταρχικού κράτους, και έθεσε ως σκοπό την υπέρβασή του. O ισχυρισμός σύσσωμης της νεοτερικής σκέψης ότι το έθνος είναι επινόηση/κατασκευή του κράτους είναι αποτέλεσμα βασικής άγνοιας, δεν είναι όμως άδολος. Έχει βαθιά ολιγαρχική προσημείωση στο σκεπτικό του. Διότι θέλει να πείσει ότι, εάν αμφισβητηθεί το κράτος και συγκεκριμένα η άποψη ότι αυτό ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα -το πολιτικό σύστημα της μοναρχευομένης ολιγαρχίας που βιώνει o σύγχρονος κόσμος-, θα πάψει να έχει λόγο ύπαρξης το έθνος. Αρνείται με άλλα λόγια το δικαίωμα και, προφανώς, τη δυνατότητα της κοινωνίας να αναλάβει την ευθύνη της μοίρας της/του έθνους, να ενδυθεί το πολιτικό σύστημα αντί του κράτους. Αντιτάσσει με τον τρόπο αυτό το έθνος του κράτους στο έθνος της κοινωνίας. Και τούτο διότι η επιλογή της μιας ή της άλλης εκδοχής του έθνους αποφασίζει τελικά για το είδος της πολιτείας. Εάν θα είναι προ-αντιπροσωπευτική και ουσιαστικά μοναρχική ή δημοκρατική ή έστω αντιπροσωπευτική. Σε κάθε περίπτωση, από την αντιπροσωπευτική ή τη δημοκρατική μεθάρμοση της πολιτείας, δεν κινδυνεύει το έθνος ούτε το κράτος, αλλά μόνον η ιδιοποίηση της πολιτείας από τους κατόχους τον νομικού πλάσματος τον κράτους. Διότι εντέλει την ευθύνη της πολιτείας και περαιτέρω τον έθνους θα την αναλάβει η ίδια η κοινωνία των πολιτών.
Στον αντίποδα, η κοσμοσυστημική γνωσιολογία διδάσκει ότι το έθνος αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο, στενά συνδεδεμένο με την ταυτοτική σημειολογία του ανθρώπου, μια φυσική αναγκαιότητα από την οποία διέρχεται o ανθρωποκεντρικός κόσμος. H ταυτότητα (ατομική ή συλλογική) είναι εξ αντικειμένου συμφυής με την ελευθερία. Απαντάται εκεί όπου o κοινωνικός άνθρωπος υποστασιοποιείται ανθρωποκεντρικά. Αυτό συνέβη και με τη νεοτερικότητα. Ανακάλυψε το έθνος καθ’οδόν προς τη μετάβαση από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό.
Το έθνος στο πλαίσιο αυτό, χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα για την υπέρβαση της απολυταρχίας, συγχρόνως όμως και ως όχημα για την ολοκληρωτική ενθυλάκωση τον πολιτικού συστήματος, δίκην ιδιοκτησίας, από το νομικό πλάσμα τον κράτους. Έτσι το πολιτικό προσωπικό που αναλαμβάνει τη διοίκηση τον κράτους νομιμοποιείται σε ένα ρόλο που συγκεντρώνει συγχρόνως τις αρμοδιότητες του εντολέα και του εντολοδόχου. Διότι είναι αυτό που αποφασίζει τι είναι εθνικό και τι όχι, τι σκέπτεται, τι συμφέρει ή τι θέλει εντέλει και τι όχι η κοινωνία. Το συλλογικό συμφέρον και η κοινωνική βούληση, εκφράζεται από το πολιτικό προσωπικό και όχι από την κοινωνία. Ώστε το έθνος τον κράτους αποτελεί το ιδεολογικό υπομόχλιο για την ολιγαρχική νομιμοποίηση της πολιτείας, και επέκεινα για την θέση της κοινωνίας στην ιδιωτεία, δηλαδή σε καθεστώς «πολιτικής αντίληψης».
H απόφανση ότι το έθνος είναι κοινωνικό φαινόμενο που απαντάται στον ανθρωποκεντρισμό, επιλύει και το ζήτημα του χρόνου της εμφάνισής του. Εάν συμφωνήσουμε ότι o ανθρωποκεντρισμός ως κοσμοϊστορικό φαινόμενο εμφανίζεται στη νεότερη εποχή, τότε αναπόφευκτα και το έθνος είναι υποπροϊόν της. Επειδή όμως αυτό δεν ισχύει, διότι όπως έχουμε διαπιστώσει και νομίζω ουδείς αντιλέγει, o ελληνισμός συγκροτήθηκε ανθρωποκεντρικά και κατ’ εμέ ως το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας, συνάγεται ότι αποτέλεσε επίσης ανθρωποκεντρική ταυτοτική συλλογικότητα.
Με μια διαφορά η πολιτική του εκφορά δεν επιζήτησε να στεγασθεί σε ένα και μοναδικό κράτος, αλλά υπό το πρίσμα του κοσμοσυστημικού του ιδιώματος, δηλαδή ως έθνος κοσμοσύστημα. Πολιτικά η ελευθερία των Ελλήνων εκφράσθηκε με την ελευθερία των πόλεων, τουλάχιστον μέχρι το μέσο Βυζάντιο, οπότε χωρίς να παρακαμφθεί η σημειολογία της πόλης, το σύνολο έθνος/γένος ενσαρκώθηκε από την κατεξοχήν μητρόπολη, την βασιλεύουσα πόλη. Εάν επομένως η νεοτερικότητα πρωτοτυπεί σε κάτι, αυτό είναι η εναρμόνιση τον πολιτικού οροσήμου τον έθνους με τη μεγάλη κλίμακα, και κατά τούτο, με την ταύτιση τον έθνους με το ένα και μοναδικό κράτος. Το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, χρησιμοποιήθηκε από τους φορείς του «έθνους» που το κατέλαβαν, για να καταπαύσουν την εθνική ολοκλήρωση πολλών άλλων εθνοτικών οντοτήτων, να τις υποτάξουν στην πολιτική τους κυριαρχία και να τις αφομοιώσουν. Περιττεύει να πω ότι η πολιτική προσημείωση του έθνους στο κράτος της μεγάλης κλίμακας περιγράφεται με παραστατικό τρόπο στην Ελληνική Δημοκρατία τον Ρήγα. Με τη διαφορά ότι σ’αυτόν, το έθνος ανήκει στην πολιτική αρμοδιότητα της κοινωνίας των πολιτών και όχι στο κράτος/σύστημα (στο πολιτικά κυρίαρχο κράτος). Περιττεύει να πω επίσης ότι το σύνολο των εννοιών της νεοτερικής γραμματείας που αφορούν στο έθνος αντλείται από την ελληνική γραμματεία, όπως άλλωστε και οι λοιπές έννοιες τις οποίες επικαλείται, ανεξαρτήτως της μεθάρμοσής τους. Υπό το πρίσμα αυτό, μοιάζει παράδοξο ο ελληνικός κόσμος να έχει διαμορφώσει το εννοιολογικό οπλοστάσιο του έθνους «χάριν παιδιάς», χωρίς o ίδιος να έχει αποτελέσει εθνική συλλογικότητα.
Θα ερωτηθώ ωστόσο γιατί η ελληνική καθεστωτική διανόηση, δεν αποδέχεται το γεγονός αυτό και μάλιστα αγωνιά να επιβάλει την άποψη ότι πριν από το ελληνικό κράτος δεν υπήρχε έθνος. Θα απαντήσω επιγραμματικά: Πρώτον, διότι δεν διαθέτει αυτονομία σκέψης, είναι απλώς μηρυκαστική. Θα έλεγα εν ολίγοις ότι δεν έχει λόγο ύπαρξης, καθώς αναπαράγει κακότροπα την δυτική «επιστήμη». Επιπλέον, επειδή συνεργεί, πραιτωριανώ τω τρόπω, στη στρέβλωση της ελληνικής, και για να ακριβολογώ της κοσμοϊστορικής πραγματικότητας. Και τέλος διότι η άρχουσα μερίδα της είναι εμποτισμένη με μια βαθιά συντηρητική ιδεολογική στόχευση, που εμπεριέχει δυνάμει απέχθεια προς την πρόοδο την οποία διδάσκει o ιστορικός ελληνικός κόσμος.
O ελλαδικός κόσμος, από τη βαυαροκρατία και έπειτα, έπαψε να στοχάζεται αυτόνομα, διότι το διαζύγιο από τις θεμέλιες βάσεις που τροφοδοτούσαν τη σκέψη του και κινητοποιούσαν τον νου του για την επίλυση προβλημάτων υπήρξε καθολικό. Στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους έγινε προσάρτημα του πρωτο-ανθρωποκεντρικού δυτικού κανόνα, που πολιτικά αποδίδει η απολυταρχία και περαιτέρω το κράτος της πολιτικής κυριαρχίας, δηλαδή η μεθάρμοσή της σε μοναρχευομένη ολιγαρχία. O «εξευρωπαϊσμός» για τον ελληνικό κόσμο σήμανε ουσιαστικά την ολική οπισθοδρόμηση, από την ανθρωποκεντρική οικουμένη, στην απολύτως πρώιμη εποχή της μετάβασης από τη δεσποτεία στον πρωτόλειο ανθρωποκεντρισμό.
Για να νομιμοποιηθεί τo κράτος αυτό έπρεπε o ελληνικός κόσμος να διαρρήξει κάθε σχέση με το παρελθόν του, να ενοχοποιηθεί η κοινωνία για την κακή τροπή των πραγμάτων για τον ελληνισμό και κατά τούτο οι κληρονομιές του. Έτσι, οι στρεβλώσεις που προκάλεσε το καταφανώς αναντίστοιχο κράτος προς την ανθρωποκεντρική και συνακόλουθα πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας, αποδόθηκαν σ ‘αυτήν. Στην οποία προσήψαν ότι δεν κατάφερε να εξοικειωθεί με την πολιτική κουλτούρα της νεοτερικότητας για να επιτρέψει και στο κράτος να λειτουργήσει κατά τον τρόπο της Ευρώπης…
Μέσα σ’αυτό το κλίμα κινείται και σήμερα η, προσαρτημένη στον πρωτο-ανθρωποκεντρικό κανόνα και μηρυκάζονσα στα καθημάς, καθεστωτική «διανόηση». Το ενδιαφέρον εντούτοις έγκειται στο ότι μαζί με την απαξίωση της ανθρωποκεντρικής οικουμένης, από την οποία εισήλθε o ελληνισμός στο πρώιμο ανθρωποκεντρικά/δεσποτικό και αργότερα αυστηρά ολιγαρχικό κράτος, η ελληνική διανόηση στοιχήθηκε με τη νεοτερικότητα και στο εν γένει γνωσιολογικό ζήτημα. Έτσι ενώ, για παράδειγμα, ο Ρήγας ορίζει τη δημοκρατία κατά την πράξη των πόλεων/κοινών της εποχής του και γενικότερα κατά την ελληνική γνωσιολογία, ως την πολιτεία που στοχεύει στην καθολική ελευθερία, αίφνης οι θεράποντες της κρατικής ορθοταξίας θα αξιολογήσουν την πολιτεία αυτή ως προ-νεοτερική και κατώτερη εκείνης της εποχής μας, που αρχικά ορίσθηκε ως έμμεση, και στη συνέχεια ως το ταυτολογικό ισοδύναμο της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας (η αντιπροσωπευτική δημοκρατία).
Το νεοελληνικό κράτος, στο πλαίσιο αυτό, θα συγκροτηθεί ως νομικό πλάσμα, για να προσομοιάσει εξ ολοκλήρου στο κράτος της εσπεριανής απολυταρχίας, ενώ η κοινωνία θα εγκιβωτισθεί κατά το πρότυπο του ηγεμόνα στο καθεστώς της ιδιωτείας, με μοναδική αρμοδιότητα τη νομιμοποίηση τον πολιτικού προσωπικού, που θα αναλάβει να ασκήσει αποκλειστικά τις αρμοδιότητες που αρμόζουν σ’αυτό. Αποτελεί νομίζω μοναδική πρωτοτυπία στην κοσμοϊστορία, η επιλογή της νεοτερικότητας και εννοείται της προσαρτηματικής εγχώριας διανόησης, να εμφανίζεται η απολυταρχία και το οροθετικό ως προς την φύση τον διάδοχο πολιτειακό σχήμα της, η μοναρχευομένη ολιγαρχία, ως η κορωνίδα της δημοκρατίας.
Το ιδιαίτερο στην ελληνική περίπτωση είναι η συστηματική προσπάθεια να αιτιολογηθεί η αποδόμηση της δημοκρατίας, την οποία διέπραξαν οι Βαυαροί και οι παρακοιμώμενοι Έλληνες Ολιγάρχες στο πλαίσιο τον νεοελληνικού κράτους, καθώς και o αποκλεισμός της φυσικής ηγεσίας του μείζονος ελληνισμού (της οικουμενικής αστικής τάξης, της πολιτικής και της πνευματικής τον ηγεσίας κλπ) από αυτό, ως την κορυφαία πράξη του «εξευρωπαϊσμού» του. Πίσω από την έννοια του «εξευρωπαϊσμού» υπεκρύπτετο ακριβώς η οπισθοδρομική μεθάρμοση του ελληνισμού, από την ανθρωποκεντρική οικουμένη στην πρωτο-ανθρωποκεντρική εποχή. Το επιχείρημα που προβλήθηκε εν προκειμένω ήταν ότι δεν είναι δυνατόν να ασκεί ο αμαθής και εγωκεντρικός λαός το ευγενές λειτούργημα της πολιτικής διοίκησης της χώρας και, οπωσδήποτε, δεν ήταν εφικτή η μετάβαση από τη μικρή στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, από την πόλη/κοινό στο κράτος έθνος, χωρίς να καταργηθεί, η πόλη/κοινό. Όπως έχω εξηγήσει αλλού, μεγαλύτερη ανοησία από αυτήν, για να δικαιολογηθεί το έγκλημα που διεπράχθη κατά της ανθρωπότητας και όχι μόνο τον ελληνισμού, δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί.
Το εργώδες αυτό εγχείρημα εναντίον τον ελληνισμού και του ομόλογου ανθρωποκεντρικού κεκτημένου, που οδήγησε στο βάθος ενός αιώνα στην ολοκληρωτική αποδόμησή του, ανελήφθη ακριβώς από το ελλαδικό ολιγαρχικό κράτος. Όντας ξένο σώμα προς το ανθρωποκεντρικό βάθος της ελληνικής κοινωνίας, και σε αντίθεση προς τον μείζονα ελληνισμό, οδήγησε σε πλήρη παραμόρφωση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Μια παραμόρφωση που επένδυε στην πελατειακή αποδόμηση της κοινωνικής συλλογικότητας και διαρρήγνυε κάθε σχέση των πολιτικών του με την κοινωνική βούληση και φυσικά με το κοινό συμφέρον. Εν τέλει, ο ελληνισμός ελευθερώθηκε από τον οθωμανικό ζυγό για να υποβληθεί σε ένα κράτος/σύστημα που επανέφερε τα αποτυπώματα της οθωμανικής δεσποτείας ως ζώσα πραγματικότητα της υπηκόου σ’αυτό ελληνικής κοινωνίας. Και απέβλεπε ουσιαστικά αφενός, στην ανατροπή του ανθρωποκεντρικού του παραδείγματος και αφετέρου, στην αποτροπή της εθνικής του ολοκλήρωσης.
Ώστε όλες οι στρεβλώσεις που απαντώνται στην πολιτική συμπεριφορά της ελληνικής κοινωνίας, η ίδια η δυναστική μεθάρμοση τον κράτους, η λυμεωνική διάσταση των πολιτικών του, αποτελούν παράγωγο φαινόμενο της αναντιστοιχίας του (εννοείται του πολιτικού συστήματος που ενσαρκώνει) προς την ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία της ελληνικής κοινωνίας. Δεν οφείλονται στην ελληνική κοινωνία και στις κληρονομιές της. Εάν η κοινωνία εναρμονίσθηκε σε συμπεριφορές που απάγουν προς τον χαρακτήρα ακόμη και αυτού του ολιγαρχικού κράτους είναι γιατί, εγκιβωτίσθηκε σε ένα πολιτειακό και ιδεολογικό περιβάλλον απολύτως χειραγωγητικό της πολιτικής της ατομικότητας. Διότι το σύστημα αυτό προσιδιάζει σε κοινωνίες μαζικής/αγελαίας πολιτικότητας, όπως αυτές που μόλις εξήρχοντο της φεουδαρχίας, και όχι στην ελληνική, η οποία με πρόσημο της την πολιτική ατομικότητα μπορούσε να λειτουργήσει συλλογικά μόνον σε ένα περιβάλλον πολιτειακής θέσμισης.
Αρκεί να προσέξουμε πώς το εγχείρημα για την αποξένωση τον ελληνισμού από την ιστορική του ιδιοσυστασία και την πρόσδεσή του στο αξιακό σύστημα του ολιγαρχικού Διαφωτισμού, συνδυάσθηκε με το επιχείρημα της Εσπερίας ότι, η ανασύνδεση της ίδιας με την «αρχαιότητα» έγινε με όχημα την «επανανακάλυψή» της από την Δύση. H οποία, θα ισχυρισθεί, ανασυνδέθηκε απ’ευθείας με την «αρχαιότητα» χωρίς να διέλθει από την αιτία της επανόδου της σε ανθρωποκεντρική τροχιά, το Βυζάντιο. Χρειάσθηκε γι’αυτό να τακτοποιηθεί το Βυζάντιο στη θεοκρατική δεσποτεία και μάλιστα ως «ξένος» πολιτισμός και, περαιτέρω, να τεκμηριωθεί η μη εθνική συνέχεια του ελληνισμού. H τεκμηρίωση αυτή έγινε με την τοποθέτηση του τέλους της «αρχαιότητας» στον 5ο αιώνα. Διότι το τέλος της «αρχαιότητας» σήμαινε αυτομάτως το τέλος τον ελληνισμού. Εφεξής, θα ηδύνατο κανείς να συναντήσει κάπου ελληνόφωνους, όχι όμως Έλληνες. H επιλογή αυτή απαιτούσε να διακόψουν και οι Έλληνες με την έως τότε αδιάκοπη ιστόρησή τους και να ανασυνδεθούν ευθέως, με άλμα υπέργειο, εσπεριανό, με την «αρχαιότητα».
Προϋπόθεση για την αναψηλάφηση αυτή της ιστορίας ήταν και εξακολουθεί να είναι η ομολογία περί της μη ύπαρξης έθνους πριν από την δυτική νεοτερικότητα. Άρα και η προσχώρηση στη θεωρία ότι το νεοελληνικό έθνος δημιουργήθηκε από το κράτος, δηλαδή μετά την απελευθέρωση. Πριν από αυτό, υπήρχαν επομένως ελληνόφωνοι, όχι Έλληνες. Επειδή o ισχυρισμός αυτός είναι πολύ προκλητικός για να σερβιρισθεί στην απλή λογική, ήρθαν ορισμένοι άλλοι και είπαν: «ε. . . .α πούμε ότι το έθνος των Ελλήνων δημιουργήθηκε, κατά μικρόν, λίγο νωρίτερα ως απόρροια της επιρροής που άσκησε η εθνογενετική διαδικασία στην Ευρώπη».
Τι και αν οι δυστυχείς Έλληνες αναφέρονται στο έθνος τους διαχρονικά, ακόμη και στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, δηλώνουν ότι στενάζουν κάτω από την οθωμανική κατοχή, επαναστατούν, καλούν άλλοτε τους Ρώσους και άλλοτε την Εσπερία να τους βοηθήσουν να απελευθερωθούν και πολλά άλλα. Όταν o «ορθός λόγος» της ιδεολογικής ορθοφροσύνης το επιβάλει, οι πηγές υποχωρούν ή μεθερμηνεύονται αναλόγως.
Στον αντίποδα, η κοσμοσυστημική γνωσιολογία έχει καταδείξει ότι η ελληνική εθνική συνέχεια επιβεβαιώνεται σε όλη τη διάρκεια του ανθρωποκεντρικού βίου των Ελλήνων, είναι εδρασμένη στη μικρή κοσμοσυστημική κλίμακα και παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις σημαίνουσες ως προς τα πολιτισμικά και πολιτικά της στοιχεία τις μεθαρμόσεις του. Κατά τούτο, απορρίπτει την άποψη που διατυπώνει μια άλλη σχολή σκέψης ότι τον 13ο βυζαντινό αιώνα συντελείται η γένεση του νέου ελληνισμού. Η μετάβαση στο νέον ελληνισμό, αν και εν σπέρματι, προετοιμάζεται στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, πραγματοποιείται ουσιαστικά με την κοσμοσυστημική του μεθάρμοση, που συμπίπτει με το τέλος της «αρχαιότητας», στη διάρκεια του 19ου αιώνα.