Vilhelm Hammershøi – Interior with Ida Playing the Piano (λεπτ.)

De domo sua ad pontifices[1] (Κικέρων)

Γενικό και θεμελιώδες ερώτημα: πού πηγαίνουμε; Πάντα σπίτι, έγραφε τον 18ο αιώνα ο ρομαντικός ποιητής Νοβάλις. Στην Ελλάδα διαθέτουμε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκτητών κατοικίας στον κόσμο. Πράγματι σήμερα σε πολλές χώρες οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να ακινητοποιήσουν το κεφάλαιό τους, και κατ’ επέκταση τη ζωή τους, σε ένα σημείο αυτού του αεικίνητου ρείθρου, μετακινήσεων και προσωρινοτήτων, που διατρέχει τον πλανήτη. Στην Ελλάδα όμως, πολλοί επιμένουμε κατ’οικίαν και από πριν, όχι δηλαδή μόνο με αφορμή τον «πανδημικό» εγκλεισμό μας. Και επιμένουμε για πολλούς λόγους: για το υψηλότερης ποιότητας σπιτικό φαγητό, για τις ισχυρές μνήμες, την ξεκούραση και τις ανέσεις, για την οικειότητα με τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν, για τη θέρμη των αγαπημένων μας, για την αναγκαία καθημερινή απόστασή μας από τη δημόσια σφαίρα. Τι είναι όμως το σπίτι;

Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι ζούμε με τρία σπίτια κατά νου: το πατρικό (που εκφράζει τη γενέτειρα και την καταγωγή μας), το σημερινό σπίτι (που βρισκόμαστε τώρα) και τέλος, το ιδανικό σπίτι (του αύριο και των ονείρων). Σπάνια και τα τρία σπίτια εκφράζονται σε ένα, κάποιες φορές δύο από αυτά μπορεί να ταυτίζονται. Σε αρκετές περιπτώσεις το πατρικό είναι και σημερινό σπίτι, σε άλλες περιπτώσεις συμβαίνει το ιδανικό σπίτι να συμπίπτει με το πατρικό, αλλά είναι σχεδόν αδιανόητο το σημερινό σπίτι να συμπίπτει και με το ιδανικό. Αν το σκεφτούμε το ιδανικό σπίτι είναι που εμπνέει το πραγματικό, αλλά αν ποτέ αυτά ταυτίζονταν τότε το πρώτο θα έπαυε να είναι ιδανικό. Εδώ επομένως υπάρχει μια χρονική ακολουθία. Το πατρικό μάς συνδέει με το παρελθόν, το σημερινό με το παρόν και το ιδανικό με το μέλλον – το οποίο πολύ συχνά είναι ουτοπικό. Η σχέση μας με το σπίτι είναι πνευματική και ταυτόχρονα υπερβατική, όπως θα έλεγε ο Καντ. Το πατρικό και το ιδανικό, είναι τα σπίτια της ψυχής. Είναι η διάσταση του εαυτού μας που προβάλλεται με τρόπο υπερβατικό στο χθες και στο αύριο. Σε ορισμένες ευτυχείς περιπτώσεις το σπίτι του σήμερα ταυτίζεται με αυτά της ψυχής και τούτο διότι οι κάτοικοί του δεν συγκατοικούν περιστασιακά και συμβατικά ως απλά σώματα το ένα σε γειτνίαση με το άλλο. Κατά τη γνώμη μας, όταν το σπίτι νοείται ως ενιαία μονάδα και όταν η συνοχή αυτής της μονάδας, δεν είναι γραφειοκρατική, δεν οφείλεται στο πάθος της κατασκευαστικής συσσώρευσης και στην υλική εξάπλωση, αλλά στην θεμελιώδη ύπαρξη, τότε η κατοικία συμπίπτει με το σπίτι της ψυχής. Γιατί το σπίτι του μέλλοντος, ορισμένοι το λένε «του πεπρωμένου», στην πραγματικότητα βλέπει τη γέννηση και τον θάνατό του μέσα στο σπίτι του τώρα που έχει ήδη φιλοξενήσει τις μεγαλύτερες χαρές μας και τους μεγαλύτερους πόνους και στεναχώριες μας. Ο πιο σημαντικός χρόνος μας είναι συγκεντρωμένος και συμπυκνωμένος σε αυτό το υπερπολύτιμο «μεσοδιάστημα» πάνω από την καθημερινή ροή της συνηθισμένης ζωής.

Το πατρικό (της ψυχής) βέβαια μπορεί να μην είναι και αυτό στο οποίο γεννηθήκαμε, διότι μπορεί να είναι άλλο το σημερινό σπίτι των προγόνων μας. Μπορεί επίσης να είναι το σπίτι των παππούδων, ή μπορεί να είναι το σπίτι στην εξοχή, μπορεί πάλι να είναι το μικρό διαμερισματάκι που είχαν νοικιάσει οι γονείς μας στα νεανικά τους χρόνια, όπου μας μεγάλωσαν και μας έμοιαζε τεραστίων διαστάσεων. Οπωσδήποτε είναι ένας «τόπος» μυθικός όπου σχηματίζεται η ταυτότητά μας κατά τα παιδικά χρόνια μας, είναι καθαρό απόσταγμα μνήμης και μαγείας. Είναι ο τόπος του αιώνιου παρελθόντος που πάντα θα μένει μέσα μας όσο κι αν αλλάξουμε σπίτια, πόλεις και χώρες. Είναι κάτι που φέρουμε ως άλλο ανεξίτηλο γενετικό κώδικα. Είναι τόπος κι όχι απλός χώρος. Δεν είναι απλό εμβαδόν και όγκος, δεν μπορεί να περιγραφεί από τη ευκλείδεια γεωμετρία. Είναι τόπος διότι κατοικείται από αγαπημένες φωνές, από όψεις και παρουσίες και από έναν τεράστιο αριθμό σημείων, αντικειμένων, συμβόλων, μικρών οικιακών βωμών, τοτέμ της καθημερινότητας που συνδυασμένα με τα ταμπού διηγούνται τη ζωή συχνά με μεγαλύτερη πιστότητα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της. Οι αυστηρές φιγούρες των αγίων στο κομοδίνο, το φως του κεριού στο καντήλι της γιαγιάς που επιμηκύνει τις σκιές τη νύχτα, το πάντα κλειστό σαλόνι που ανοίγει σε ειδικές περιπτώσεις και γιορτές (και κρύβει τα σοκολατάκια με το περιτύλιγμα που φιλοτέχνησε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι), το παιδικό δωμάτιο και γωνιά της μελέτης που είναι καλά προστατευμένο από όλα τα παράξενα ζώα που κρύβονται πίσω από την κουρτίνα ή μέσα στη ντουλάπα, η οποία όμως ταυτόχρονα κρύβει και θαύματα, η υπέρβαση και η νίκη του σκοταδιού και όλα τα «φετίχ» του παρελθόντος.

Το ιδανικό σπίτι μπορεί επίσης να είναι μυθικό. Μπορεί να είναι το πιθανό μέτρο σύγκρισης με το σημερινό σπίτι, που είναι απλά και μόνο ένα αχνό αντίγραφο ή μια αόριστη προσωρινότητα. Με εξαίρεση όσους -για πολλούς λόγους- δεν απέκτησαν πατρικούς δεσμούς και μνήμες, το σπίτι των ονείρων είναι πάντα ένας συνδυασμός του αρχέτυπου με το ιδανικό (αυτό που φανταζόμαστε), δηλαδή μεταξύ του πατρικού και του ιδανικού. Αυτό γιατί έτσι λειτουργεί η μνήμη στον άνθρωπο, έτσι καταφέρνει λαμβάνοντας τα στοιχεία περασμένων εποχών να τα ανασυνδυάσει με τη φαντασία μεταμορφώνοντας το σπίτι της παιδικής ηλικίας. Επομένως τα τούβλα του ιδανικού σπιτιού είναι κατασκευασμένα από όνειρα και μνήμες, από ουτοπίες και από νοσταλγία, τα οποία πλέον είναι εμπλουτισμένα και αναμεμειγμένα – σε τέτοιο βαθμό που είναι σχεδόν αδύνατο να τα διακρίνουμε.

Στην εποχή μας πολύ κόσμος συνεχίζει να ζει σε ακίνητα – διότι η προστασία από τα φυσικά φαινόμενα δεν έχει ξεπεραστεί – αλλά δεν «επιστρέφει» και «δεν ζει» στο σπίτι. Το ακίνητο σήμερα, ιδιόκτητο και μη, μοιάζει με ένας γεωμετρικά νοούμενος χώρος με οικοσκευές, κρεβάτι, νεροχύτη και τουαλέτα. Ένας απλός ενδιάμεσος σταθμός, σαν το τέρμιναλ ενός αεροδρομίου, που εξυπηρετεί κυρίως την αναγκαία σωματική ανάπαυση μετά από την ακατάπαυστη αλληλουχία δραστηριοτήτων: επαγγελματικών, ψυχοσωματικής ευεξίας (γυμναστήριο, κομμωτήριο, κέντρο αισθητικής), ψυχαγωγίας (θέατρο, κινηματογράφος) και διασκέδασης (μπαρ, κλαμπ και παμπ). Και αυτός ο αγώνας δρόμου, γίνεται συνήθεια και όπως μας δίδαξε ο Αριστοτέλης η συνήθεια είναι πράγμα πολύ ισχυρό. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η συνήθεια είναι πάντα και κάτι το φυσικό. Γιατί κάθε ψυχή, όσο κι αν είναι περιπλανώμενη χρειάζεται ένα μέρος που το αισθάνεται σαν το σπίτι της. Και το σπίτι είναι ψυχή που ζωντανεύει όχι μόνο από εκείνους που το κατοικούν, ή το κατοικούσαν, αλλά και από αόριστες «παρουσίες», από τα ονόματα των συγγραφέων στο ράφι με τα βιβλία, από τα παλαιά πορτραίτα και τους πίνακες με τα τοπία, από ένα σωρό μικρά και μεγαλύτερα αντικείμενα που συνδέονται με πνευματικές εμπειρίες. Γιατί συμβαίνει μερικές φορές τα αντικείμενα να μιλούν περισσότερο στην ψυχή από τον ομιλούντα άνθρωπο και τούτο το γνωρίζουν καλά κυρίως οι άστεγοι. Κάθε σπίτι της ψυχής είναι μια κρυψώνα με μυστικά ριζώματα, άγνωστα στον ξένο και στον άλλο, έχει μέσα του κρυφές και απαγορευμένες γωνιές. Μπορεί κάποιες φορές όλα τα παραπάνω να «καταγραφούν» μόνο από έναν εκ των κατοίκων, ενώ οι άλλοι να τα ζουν και να τα «εισπνέουν» ασυνείδητα. Πάντα όμως το κατώφλι μιας οικίας, υπό μια έννοια, διαχωρίζει τον «ιερό» τόπο, τη θερμή εστία του οίκου, όπου μπορεί να δένεται μια οικογένεια, από τον έξω κόσμο που κάποιες φορές είναι βρώμικος, διαμορφώνει και διακρίνει δύο διαφορετικούς τύπους παρουσίας και ύπαρξης, έχει τη δική του μη αναπαραγώγιμη ατμόσφαιρα. Είναι το σημείο όπου πολλοί άνθρωποι επιθυμούν, διακαώς και πάση θυσία, να τους βρει το τέλος της ζωής. Κατά την είσοδο στο σπίτι αισθανόμαστε αυτό το πέρασμα, αυτή τη διαφορά. Σε κάποιες περιπτώσεις ο βρώμικος κόσμος μπορεί να βρίσκεται και εντός του σπιτιού και εκεί μέσα να εκφράζεται τόσο η ανθρώπινη δυστυχία, όσο και η ασχήμια. Τότε το συγκεκριμένο σπίτι για τον άνθρωπο μετατρέπεται σε απλό εμβαδόν φυλακής και ο λυτρωτικός στόχος είναι μόνον η απόδραση.

Ασφαλώς, η ζωή είναι καί εκεί έξω,  βρίσκεται και στην εργασία και στην ευχαρίστηση του ταξιδιού, του περπατήματος, της ποδηλασίας, της διαφυγής από την πόλη στην ύπαιθρο. Στο ψάρεμα και στην κηπουρική, στις χίλιες δυο ασχολίες στον έξω χώρο. Σε αυτόν που έρχεται σε αντίθεση με εκείνον του σπιτιού, και με όλες τις απολαύσεις της οικιακής σταθερότητας. Άλλωστε το πεπρωμένο της άγνωστης διαδρομής είναι που μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε οδοιπόρο, στοχαστή, ηγέτη, οραματιστή κι εφευρέτη, αλλά και σε αιμοσταγή στρατηλάτη, τύραννο και δεσπότη. Σήμερα καλούμαστε να παραμείνουμε εντός των τειχών και αυτό γιατί το επιβάλλουν οι συνθήκες. Είναι δηλαδή βιοιατρικοί οι λόγοι, για την προάσπιση της δημόσιας υγείας, αυτοί που μας ωθούν στον αυτοπεριορισμό και όχι πολιτικοί. Αυτή η επιβολή για πολλούς φαντάζει δύσκολη και για άλλους ακατόρθωτη. Μάλιστα ως ένα σημείο, είναι λογικό, γεννά υποψίες, μήπως το έκτακτο και το προσωρινό μετατραπεί σε μόνιμο από εκείνους που κυριαρχούν στις πολιτικές αποφάσεις και μπορεί να αναζητήσουν όφελος.

Πόσο σαφές γίνεται ότι καμία άλλη περίσταση της ζωής δεν είναι τόσο κατάλληλη για να φιλοσοφήσεις, όσο αυτή στην οποία βρίσκεσαι τώρα. (Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, 11.7)

Αυτός ο περιορισμός –που εξαρτάται κι από εμάς τους ίδιους- φαίνεται ότι θα ισχύσει για ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και μας καλεί, κατά τη γνώμη μας, να κάνουμε τα εξής. Πρώτον να δείξουμε πειθαρχία και συνέπεια, ώστε να πετύχουμε συλλογικά το στόχο. Δεύτερον να δείξουμε πίστη στον άνθρωπο: πολιτικό, ιατρό, επιστήμονα, ερευνητή, ειδικό και σε όλους όσους εργάζονται στον χώρο των τροφίμων, του φαρμάκου και του ιατροτεχνολογικού υλικού (τους λεγόμενους αγγλιστί, key workers) για να κρατηθεί όρθια η εφοδιαστική αλυσίδα και να αντιμετωπιστεί από υγειονομική άποψη η πανδημία. Τρίτον, ως πολίτες, να είμαστε σε επαγρύπνηση απέναντι σε εκείνους που μας κυβερνούν ή θα ήθελαν να μας κυβερνήσουν και απέναντι σε όσους ενδεχομένως θα ήθελαν το χάος για να θρέψουν τις άρρωστες και μηδενιστικές ορέξεις τους. Τέταρτον, να αναλογιστούμε και να ανακαλύψουμε την αξία της επιβράδυνσης των ρυθμών, της ολιγάρκειας, αλλά και της βελτίωσης της διάστασης στην οποία ζούμε τώρα, δηλαδή στο πραγματικό μας σπίτι.

Μπορεί λίγοι να είναι ικανοποιημένοι με αυτό που έχουν τώρα, όμως το σπίτι μας είναι ένα, το σημερινό. Αυτό που μας κάνει να νιώθουμε άνετα, σε απόλυτη οικειότητα, πλήρεις και κοντά στον εαυτό μας. Ο τόπος όπου κινούμαστε σχεδόν αφοπλισμένοι, που προσφέρουμε το είναι και το σώμα μας, ακούσια χωρίς μάσκες ή προφυλάξεις. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως τόπο με την πιο γνήσια ερμηνεία του όρου. Όπου αναζητούμε και βρίσκουμε τη συνέχεια με αυτό που ήμασταν και αυτό που θα γίνουμε – ειδικά στις μέρες μας όπου η τεχνολογία επιτρέπει σε πολλούς να εργάζονται από το σπίτι, πράγμα που αρκετοί θα συνεχίσουν να κάνουν και αύριο.

Μετά την πανδημία οι περισσότεροι θα επιστρέψουν στους «κανονικούς» φρενήρεις ρυθμούς και στην επιτάχυνση[2]. Δυστυχώς αύριο δεν θα βγούμε από το σπίτι μας για να συναντηθούμε στο δημόσιο πεδίο. Αντιθέτως θα βγάλουμε έξω τη συνηθισμένη εγωκεντρική σφαίρα μας. Αυτήν όπου το κοινωνικό φαίνεσθαι χρησιμοποιείται μόνο και μόνο για την ναρκισσιστική αυτοπροβολή μας και όχι για την έκθεση και τη δοκιμασία εαυτού ως άτομα πολιτικά και ως όντα που έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Κατά πάσα πιθανότητα, θα κυριαρχήσει ξανά η υποκρισία και η ασημαντότητα, ο εκφυλισμός και η «μόλυνση» του δημόσιου πεδίου με πάθη, οι υπερβολές και η ματαιοδοξία. Μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού πεδίου θα έπρεπε να υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές, καθώς και τα δυο είναι απαραίτητα και «ιερά». Χάραξη που όμως δεν μοιάζει πιθανή – τουλάχιστον σύντομα.

Σε κάθε περίπτωση, όποια κι αν είναι η έκβαση αυτής της παρατεραμένη δοκιμασίας μας, στο ερώτημα πού πηγαίνουμε; Από την εποχή του Ομήρου και του Κικέρωνα, η απάντηση είναι: πάντα σπίτι.


[1] Πρόκειται για την απολογία του Κικέρωνα (57 π.Χ.) ο οποίος, σε ένα έργο ιδιαίτερης πολυπλοκότητας, ζητά την επιστροφή της έκτασης και των αναγκαίων πόρων για την ανακατασκευή της οικίας του, η οποία είχε κατασχεθεί κατά την διάρκεια του εκπατρισμού του.

[2] Βλ. Γιώργος Κουτσαντώνης, Η επιτάχυνση στην κοινωνία των προφίλ, άρθρο για την ηλεκτρονική έκδοση του ResPublica.gr, 2017.