George Steiner

Παλαιότερα, ήταν σχετικά απλό να περιγράψει κανείς τον χαρακτήρα επαρχιωτισμού του ελληνικού πνευματικού τοπίου και να εντοπίσει την καταγωγή του: είχε να κάνει κυρίως με την έλλειψη πληροφοριών και την μεγάλη απόσταση που χώριζε την Ελλάδα από τα ευρωπαϊκά κέντρα, συνθήκες που έκαναν τα καινούρια ρεύματα να φτάνουν μπαγιάτικα και ξεθυμασμένα στην τοπική αγορά και να αφομοιώνονται τελικά χωρίς αντίσταση από την επικρατούσα δυσκίνητη νοοτροπία, χωρίς να αφήνουν κάποιο βαθύτερο στίγμα στα τοπικά πνευματικά δρώμενα. Σήμερα, τα εύκολα και φθηνά ταξίδια, η πρόσβαση στην τεχνολογία, όπως και η γιγάντωση του διαδικτύου και η υπερπροσφορά εικόνας και πληροφορίας, σε πραγματικό, πολλές φορές, χρόνο, έχουν αλλάξει άρδην τα δεδομένα. Η νέα κατάσταση έχει δημιουργήσει μια τόσο έντονη αίσθηση εγγύτητας με όλες τις γωνιές του πλανήτη, ώστε και το τελευταίο χωριό κι ο τελευταίος χρήστης του ίντερνετ να έχει την ψευδαίσθηση ότι κινείται στους ίδιους ρυθμούς με την Νέα Υόρκη, το Τόκυο ή τουλάχιστον τη Βαρκελώνη. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο επαρχιωτισμός έχει γίνει πολύ πιο δυσδιάκριτος από πριν και επιβιώνει σχεδόν αόρατος, κρυμμένος κάτω από τον καταιγισμό τρεντς και τον συνεπακόλουθο «παβλοφικό» ψυχαναγκασμό της μοντερνικότητας, που οδηγεί στην τυφλή υιοθέτηση της παγκόσμιας ατζέντας του συρμού. Εάν ο παλιομοδίτικος επαρχιωτισμός εμφορούνταν από ένα πνεύμα ακινησίας και κουτοπόνηρης δυσπιστίας απέναντι σε οτιδήποτε ερχόταν να ταράξει τα βαλτωμένα νερά ενός συντηρητικού μικρόκοσμου, ο νέος επαρχιωτισμός, πλουμιστός και πολύχρωμος, χαρακτηρίζεται τόσο από πνευματική οκνηρία όσο και από τη βουλιμία και την ακρισία με την οποία καταναλώνει τα διάφορα πολιτισμικά προϊόντα, όπως κι από την ανικανότητά του να τα «χωνέψει», δηλαδή να τα επεξεργαστεί δημιουργικά και να τα εντάξει στην δικιά του άμεση και ζωντανή πραγματικότητα. Η γνώση και η διάδοση ενός γεγονότος, πνευματικού, πολιτισμικού ή άλλου, δεν έχει καμιά αξία από μόνη της αν ταυτόχρονα δεν μπορεί αυτό το γεγονός να «γράψει» διαλεκτικά στην τοπική, «περιορισμένη» πραγματικότητα, κι αν αυτή η τελευταία δεν έχει τη θέληση να διακινδυνεύσει την ουσιαστική εμπλοκή της στην πνευματική μάχη.

Αυτό το πνεύμα επαρχιωτισμού φάνηκε ξανά με αφορμή τον θάνατο του Αμερικανού κριτικού λογοτεχνίας Τζώρτζ Στάινερ, ο οποίος αν και καλύφθηκε υπέρ του δέοντος από τον ελληνικό τύπο (υπέρ του δέοντος σε σχέση βέβαια με την υπόλοιπη επικαιρότητα που καταβροχθίζει κάθε σπιθαμή δημόσιου χώρου και διαλόγου), φανέρωσε την έλλειψη ουσιαστικής πρόσληψης του έργου του. Ελάχιστα πράγματα ακούστηκαν ή γράφτηκαν πέρα από τα συνήθη εγκώμια για την αναγεννησιακή ευρυμάθειά του και την παθιασμένη αγάπη του για την κλασσική λογοτεχνία ή την αντίθεσή του στις βαρβαρότητες του 20ού αιώνα. Κι όμως, ένας κριτικός που αφιέρωσε τόσο μεγάλο μέρος της σκέψης και του έργου του με την έννοια του κανόνα και υπερασπίστηκε την αξιολογική κλίμακα του δυτικού πολιτισμού ενάντια στις επιθέσεις των ανθρωπιστικών επιστημών, θα έπρεπε να αφορά άμεσα μια χώρα, της οποίας το όποιο πολιτιστικό και πνευματικό απόθεμα εξαρτάται άμεσα, είτε της αρέσει είτε όχι, από το κληροδότημα που της άφησε μια από τις πιο σπουδαίες περιόδους της παράδοσης του δυτικού πνεύματος, η κλασική αρχαιότητα. Μια σκέψη σαν αυτή του Στάινερ – γιατί, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, ο κριτικός λόγος του Αμερικανού, σε αντίθεση με τη μετριότητα του μέσου λογοτεχνικού κριτικού, δεν περιορίζεται στα αυστηρά επαγγελματικά, ακαδημαϊκά πλαίσια του συναφιού του, αλλά συνοδεύεται και εκφράζει έναν πρωτότυπο και προσωπικό στοχασμό – θα μπορούσε να αποδειχτεί πολύτιμο εφόδιο στην αναμέτρηση των ντόπιων δημιουργών και διανοούμενων με το δυσβάσταχτο φορτίο αυτής της παράδοσης και μια αναλυτική οδός που να ξεφεύγει από τις πεπατημένες τόσο της τυφλής προγονολατρείας των παλαιότερων όσο και της συλλήβδην απόρριψης των ψυχαναγκαστικά μοντέρνων.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε στον περιορισμένο χώρο ενός διαδικτυακού άρθρου, μία από τις πιο τολμηρές πλευρές της σκέψης του Στάινερ, αυτή που παρουσιάζεται στο σημαντικό βιβλίο του “Real Presences”[1], αμετάφραστο ακόμα στα ελληνικά, στο οποίο ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μια από τις πιο προχωρημένες και θαρραλέες επιχειρηματολογίες που έχουν διατυπωθεί τα τελευταία 50 χρόνια προς υπεράσπιση της αυτονομίας της λογοτεχνίας αλλά και της εν γένει καλλιτεχνικής πράξης. Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1989 και αποτελεί μια ευθεία πολεμική τόσο ενάντια στην πρωτοκαθεδρία της κριτικής επί της λογοτεχνίας όσο και στο φιλοσοφικό εκείνο ρεύμα που εξέφρασε αυτή την τάση, την αποδόμηση. Η δεκαετία του ’80 είναι η εποχή που η αποδόμηση καθιερώνεται και επισήμως ως η σημαντικότερη έκφανση της πρωτοποριακής φιλοσοφίας της Δύσης. Επιπλέον, η αποδοχή της αποδόμησης από το αμερικανικό ακαδημαϊκό κατεστημένο, διαμέσου και χάρη στις παραδόσεις του Ντερριντά στα πανεπιστήμια John Hopkins και Yale, της χαρίζει εκείνα τα χρόνια ένα παγκόσμιο στάτους εγκυρότητας, καθιστώντας την, παραδόξως, αναπόσπαστο μέρος της μοντέρνας φιλοσοφικής παράδοσης. Με το δοκίμιό του ο Στάινερ στέκεται αντιμέτωπος στην θριαμβευτική επικράτηση της νέας φιλοσοφίας σε μια κρίσιμη στιγμή και της επιτίθεται κατά μέτωπο. Η επίθεση όμως αυτή δεν γίνεται με πνεύμα αντιδραστικό ή απλά συντηρητικό. Ο Στάινερ δεν αρκείται στο να απαξιώσει απλά μια δυσάρεστη για τον ίδιο πραγματικότητα προς όφελος της άνεσης και της σιγουριάς που προσφέρει η χιλιοδοκιμασμένη παράδοση. Οι αρμοί στους οποίους στηρίζει την επιχειρηματολογία του δεν είναι ούτε αισθητικής ούτε ηθικολογικής φύσης, τουλάχιστον με την κοινότυπη και τετριμμένη έννοια που έχουν καταντήσει να έχουν σήμερα αυτές οι δύο πολύπαθες λέξεις. Ο Στάινερ δεν πέφτει επίσης ούτε στην παγίδα της εύκολης νοσταλγίας· αντιθέτως, αποδέχεται πλήρως την εποχή μας, την εποχή του επί-λόγου, όπως την αποκαλεί, και ομολογεί ότι «ανάγκη γαρ ελθείν τα σκάνδαλα», ότι δηλαδή η βαθιά και ριζική κρίση του Λόγου, σύμπτωμα της οποίας είναι και η εμφάνιση φαινομένων όπως η αποδόμηση, είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας πνευματικής πορείας του δυτικού πολιτισμού που δεν μπορεί πλέον να αναστραφεί. Αν όμως δεν μπορεί να αναστραφεί, η κρίσιμη αυτή κατάσταση είναι επείγουσα ανάγκη να κατανοηθεί στις πραγματικές της διαστάσεις και να καταπολεμηθεί στον πυρήνα της. Τοποθετώντας λοιπόν την αποδόμηση στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της μοντέρνας σκέψης και τέχνης, το οποίο σύμφωνα με τον Στάινερ έχει τις καταβολές του τη δεκαετία του 1870, ο Αμερικάνος κριτικός εντοπίζει το καθαρά μεταφυσικό διακύβευμα της εξέγερσης ενάντια στον Λόγο, συνοψίζοντας έτσι τις βασικές αρχές της επιχειρηματολογίας του βιβλίου: «Όταν η αποδόμηση είναι συνεπής διακηρύσσει ότι κάθε έννοια νοηματοδότησης, κάθε υπόθεση συμφωνίας ή συμβατότητας, όσο προβληματική κι αν είναι αυτή, μεταξύ σημαινόμενου και σημαίνοντος, είναι κατά βάση υπόθεση θεολογική ή οντο-θεολογική». Τα λόγια του Ντερριντά είναι υπέροχα διεισδυτικά: «Η νοητή όψη του σημείου είναι προσανατολισμένη προς τον λόγο και το πρόσωπο του Θεού. Το σημαίνων σημείο, όταν αναγνωρίζεται ως τέτοιο, και η θεότητα μοιράζονται τον ίδιο τόπο και την ίδια γέννηση. Η δύναμη του Ντερριντά έγκειται στο ότι αναγνώρισε καθαρά ότι το όλο πρόβλημα δεν είναι ένα ζήτημα γλωσσολογικής-αισθητικής ή φιλοσοφικής φύσης που μπορεί να τεθεί υπό συζήτηση – γιατί η ίδια η συζήτηση θα προϋπέθετε και θα αναπαρήγαγε όλα εκείνα τα φαντάσματα που πρέπει να ξορκίσουμε. Το ζήτημα αφορά πολύ απλά το νόημα του νοήματος και την επιβεβαίωσή του μέσω της ύπαρξης του Θεού. Στη Δύση, η θεολογία και όλοι οι βασικοί σχολιασμοί της – η μεταφυσική, η επιστημολογία και η αισθητική – είναι λογοκεντρικής τάξεως. Με άλλα λόγια, έχουν ως βασικό τους αξίωμα την έννοια της παρουσίας. Μπορεί να είναι η παρουσία του Θεού (και σε τελική ανάλυση έτσι πρέπει να είναι), των πλατωνικών ιδεών ή της αριστοτελικής και θωμιστικής ουσίας. Μπορεί επίσης να πρόκειται για την παρουσία της καρτεσιανής αυτοσυνείδησης ή για την υπερβατική λογική του Καντ ή ακόμα για το όντως όν του Χάιντεγγερ. Όλες οι εξακτινώσεις του νοήματος οδηγούν στην ίδια θεμέλια λίθο. Επιβεβαιώνουν το πλήρωμά του. Είναι αυτή η παρουσία, θεολογική, οντολογική ή μεταφυσική, που καθιστά έγκυρο τον ισχυρισμό ότι υπάρχει κάτι σε αυτό που λέμε».

Σύμφωνα με τον Στάινερ, η ουσία της κρίσης του Λόγου εντοπίζεται σε αυτό που ο ίδιος ονομάζει  «καταπατημένη συμφωνία» μεταξύ γλώσσας και κόσμου: «Σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας, εκτός από αυτό του θανάτου, όπου ο λόγος δεν οδηγεί πουθενά (αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το ταξίδι είναι μάταιο), η φαινομενολογία του λέγειν υπήρξε, από την εποχή των Σουμέριων και των προσωκρατικών, η φαινομενολογία της αναπόφευκτης σχέσης μας με την παρουσία της διαφορετικότητας του όντος και του κόσμου. Μέχρι την μετάλλαξη των αξιών που συνέβη τον 19ο αιώνα, ο Λόγος και ο Κόσμος συναντιόνταν. Η αλήθεια ήταν η ευθύνη απέναντι στο νόημα του κόσμου». Αυτό που η νεωτερική εποχή έθεσε σε αμφισβήτηση ήταν ακριβώς η αναφορικότητα του γλωσσικού σημείου, η ικανότητα της λέξης να αντιστοιχεί σε ένα νόημα, είτε αυτό αφορά την άμεση, εμπειρική πραγματικότητα είτε ένα ιδεατό σημαινόμενο. Κι αυτή η αμφισβήτηση της πραγματικότητας της γλώσσας εκφράστηκε, σύμφωνα με τον Στάινερ, σε τρία διαφορετικά επίπεδα: σε επίπεδο γλωσσολογικό και φιλοσοφικό (τόσο με την γλωσσολογική θεωρία του Σωσσύρ όσο και με τις θεωρίες των Φρέγκε, Ράσσελ και Βίττγκενστάιν), σε επίπεδο ψυχολογικό (κυρίως με την φροϋδική ψυχανάλυση) και τέλος σε επίπεδο καλλιτεχνικό, με την εμφάνιση πρωτίστως των πρωτοποριακών λογοτεχνικών ρευμάτων: «Όταν ο Μαλλαρμέ απορρίπτει την αναφορικότητα του γλωσσικού κώδικα και επιμένει ότι είναι η μη αναφορικότητα που αποτελεί το μεγαλείο και την πραγματική αγνότητα της γλώσσας, τότε αυτό συνεπάγεται την υπόθεση μιας πραγματικής απουσίας (…) έναν οντολογικό μηδενισμό. Η αλήθεια της λέξης είναι η απουσία του κόσμου». Κάθε ένα από τα τρία αυτά επίπεδα της νεωτερικής σκέψης αμφισβήτησε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλους τους όρους της θεμελιώδους πρότασης της δυτικής μεταφυσικής, το cogito ergo sum, το ότι εγώ μπορώ να σκέφτομαι κάτι. Η ψυχανάλυση υπέσκαψε το «εγώ», την ιδέα δηλαδή ενός ενιαίου και συνειδητού υποκειμένου, οι λογικές έρευνες των μαθηματικών το κατά πόσο είναι δυνατόν η γλώσσα να εκφράζει όντως μια σκέψη, ενώ η μοντέρνα ποίηση εξέφρασε την εγγενή αδυναμία οποιουδήποτε γλωσσικού κώδικα ή άλλου εκφραστικού μέσου να εκφράσει την άμεση εμπειρία της ζωής. Η τέχνη συνάντησε έτσι το απόλυτο εκείνο όριο της σκέψης, τη σιωπή που συναντά στο τέλος του Tractatus o Βίττγκενστάιν, μόνη αρμόζουσα να εκφράσει την πραγματική εμπειρία. Η Sprachphilosophie του 20ού αιώνα, γράφει ο Στάινερ, δεν αμφισβητεί αυτό που λέγεται, αλλά, τόσο φορμαλιστικά όσο και ουσιαστικά, την ίδια την πράξη απόδοσης νοήματος. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι, όσον αφορά τη γλώσσα, ο θετικισμός του 19ου αιώνα ριζοσπαστικοποίησε και εξέλιξε την νομιναλιστική κριτική της σχολαστικής θεολογίας, ενώ ο 20ός αιώνας ώθησε ως τα άκρα τις οντολογικές συνέπειες αυτής της κριτικής. Η αποδόμηση αποτελεί την έκφραση της τελεσίδικης απόφασης για την χρεοκοπία, αλλά και την ανηθικότητα της γλωσσικής επικοινωνίας: «Η αποδόμηση, η οποία αναπτύσσει και ριζοσπαστικοποιεί μια νιτσεϊκή διαίσθηση, ξέρει ότι κάθε υπόθεση αντιστοιχίας μεταξύ λέξης και κόσμου, κάθε ρητορική άμεσης ή έμμεσης επικοινωνίας μεταξύ ομιλούντων υποκειμένων, συγγραφέων και αναγνωστών, εμπεριέχει την εξαπάτηση, ομολογημένη ή όχι, ή ένα στοιχείο πολιτικο-αισθητικής αφέλειας ή πονηριάς. Για την αποδόμηση δεν μπορεί να υφίσταται γλωσσική πράξη θεμελιωμένη. Ό,τι έχει ειπωθεί μπορεί να αναιρεθεί. Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο». Αν με τη γλώσσα μπορούμε να πούμε τα πάντα, τότε είναι σαν να μην μπορούμε να πούμε τίποτα. Αν η επιστήμη, μέσω της τεχνολογίας, μας παρέχει μια άμεση, απτή και επαληθεύσιμη αντιστοιχία με τον κόσμο, η γλώσσα δεν διαθέτει κανένα «αρχιμήδειο», εξωτερικό σημείο, χάρη στο οποίο να μπορούμε να επιβεβαιώσουμε μια για πάντα το αληθές των ισχυρισμών της ή το οντολογικό της θεμέλιο. Σε αντίθεση με τους κώδικες των φυσικο-μαθηματικών επιστημών, οι οποίοι σέβονται απόλυτα τους νόμους της ταυτότητας και της αντίφασης και πληρούν το κριτήριο της επαληθευσιμότητας, το σύνολο όλων των πιθανών ισχυρισμών που μπορεί να παράξει η γλώσσα αλληλοεξουδετερώνονται στο σημείο μηδέν του νοήματος. Γράφει ο Στάινερ: «Το αίνιγμα του μηδενός, της ανυπαρξίας, κατοικεί στην κοσμολογική και φιλοσοφική σκέψη της δυτικής παράδοσης από τη στιγμή της γέννησής της. Μόνο όμως στην πρόσφατη φιλοσοφία, στην “Nichtigkeit” του Χάιντεγκερ και στο “néant” του Σαρτρ, η έννοια του απόλυτου μηδενός γίνεται εμμονή. Ενώ στην κλασσική γραμματική και στην λογική που απορρέει από αυτή την γραμματική, δύο αρνήσεις οδηγούν σε μια κατάφαση – η κρίσιμη διαλεκτική κίνηση του Χέγκελ – σήμερα η διπλή άρνηση οδηγεί στο τελεσίδικο μηδέν, στα μεσάνυχτα της απουσίας. Η αποδόμηση είναι η ακτινογραφία αυτού του συστηματικού αφανισμού. Γι’ αυτό ακριβώς δεν πιστεύω ότι η απάντηση στην πρόκληση της αποδόμησης και της αρνητικής επιστημολογίας του α-λόγου (ab-surd), του εκμηδενισμού του Λόγου, μπορεί να βρεθεί, αν υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό, στο εσωτερικό των γλωσσολογικών και λογοτεχνικών θεωριών».

Εδώ ακριβώς βρίσκεται η τόλμη και η επιδεξιότητα της επιχειρηματολογίας του Στάινερ. Ο κριτικός δεν απορρίπτει συλλήβδην τον αποφατικό αυτό μηδενισμό του νοήματος, αλλά αποδέχεται τις διαπιστώσεις του για τις αδυναμίες της γλώσσας έτσι ώστε να αντιπαρατεθεί πιο ουσιαστικά με το συμπέρασμα στο οποίο αυτός καταλήγει. Τα επιχειρήματα ενάντια στη γλώσσα που χρησιμοποιεί η αποδόμηση δεν είναι ψευδή, αλλά προέρχονται από την ίδια τη φύση της γλωσσικής έκφρασης: ο νοηματικός σχετικισμός που χαρακτηρίζει την σύγχρονη φιλοσοφία και κατ΄επέκταση όλη την κοινωνία, είναι το αποτέλεσμα της προμηθεϊκής δύναμης της γλώσσας, της ικανότητάς της να εκφράζει άπειρα νοήματα. Η απεριόριστη πολυσημία της γλώσσας μπορεί εύκολα να καταλήξει σε α-σημία, στο συναίσθημα αδυναμίας και κενότητας του λόγου, στο αμλετικό «λόγια, λόγια, λόγια…». Όλες οι αιτιάσεις των θετικών επιστημών κρίνονται λοιπόν ως μη καταρρίψιμες: όντως, ποτέ δεν θα μπορούσε η γλώσσα να συναγωνιστεί σε κυριολεξία και επαληθευσιμότητα τους κώδικες των φυσικο-μαθηματικών επιστημών, όπως και ποτέ δεν θα προσφέρει στην αναλυτική σκέψη αυτό που ψάχνει να βρει. Όλα αυτά όμως υπό μία, κρίσιμης σημασίας, προϋπόθεση: ότι η λειτουργία της γλώσσας είναι αυτή ενός κώδικα, ενός δηλαδή αυθαίρετα ορισμένου συστήματος σημείων, που διαθέτει έναν αυστηρά προκαθορισμένο πίνακα αντιστοιχιών σημείων και σημασιών, όπως και ένα ξεκάθαρα ορισμένο πεδίο αναφοράς των σημαινόντων. Αυτό όμως δεν ισχύει. Η γλώσσα έχει και μια άλλη, πρωταρχικότερη λειτουργία, καθαρά δημιουργική και «κοσμογονική», αυτή της καλλιτεχνικής έκφρασης, η οποία, μας θυμίζει ο Στάινερ, προηγείται χρονικά όλων των υπόλοιπων επικοινωνιακών λειτουργιών. Αν ο κώδικας οφείλει την επιτυχία του ως επικοινωνιακό σύστημα στην απρόσωπη και μηχανική του δομή, το έργο τέχνης ζει και αναπνέει χάρη στην ανιδιοτελή προσφορά του δημιουργού, απ’ τη μια μεριά, και χάρη στη σύναψη μιας ελεύθερης σχέσης από την μεριά του κοινού, απ’ την άλλη. Ο Στάινερ τοποθετεί απέναντι στην ορθολογική επιχειρηματολογία του επιστημονικού θετικισμού την λογοτεχνική πράξη, όχι ως λογικό αντεπιχείρημα, αλλά ως ζωντανή απόδειξη περί του αντιθέτου. Το γεγονός και μόνο ότι είμαστε ικανοί να προσλαμβάνουμε και να κατανοούμε ένα έργο τέχνης, το οποίο βασίζεται σε ένα καθαρά αυτοαναφορικό σύστημα σημείων, είναι για τον Στάινερ η απτή απόδειξη ότι στη φόρμα του έργου ενυπάρχει εξ αρχής νόημα. Το γεγονός ότι αυτό το νόημα μπορεί να είναι πολλαπλό και να αλλάζει σε σχέση με τον θεατή/ακροατή/αναγνώστη ή με την εποχή, δεν σημαίνει ότι το νόημα δεν υπάρχει, αλλά ότι η πρόσληψη του έργου βασίζεται και προϋποθέτει μια προσωπική σχέση. Κάθε έργο απευθύνεται προσωπικά σε εμάς κι αν μπορεί να γίνει αντιληπτό ως τέτοιο (και επιπλέον να δράσει στην ανθρώπινη ιστορία και να γονιμοποιήσει τον πολιτισμό), είναι γιατί αναγκαστικά η μορφή του κατοικείται από μια παρουσία, την παρουσία ενός ζώντος νοήματος: «Το πρωτογενές κείμενο είναι μια πράξη ελευθερίας. Η εμπειρία της δημιουργημένης μορφής είναι μια συνάντηση δύο ειδών ελευθερίας (…) η πράξη που δίνει μορφή είναι παντού και πάντα ελεύθερη να μην λάβει χώρα, να μην υπάρξει. Καμιά ανάγκη δεν επιβάλει τη δημιουργία της μυθοπλασίας… Αυτή η απόλυτη δωρεά βρίσκεται στην απόλυτα ανιδιοτελή φύση της πραγματικής τέχνης». Τα λογοτεχνικά έργα, λέει ο Στάινερ, δεν αποτελούνται μόνο από χαρακτήρες τυπογραφικούς, αλλά και από χαρακτήρες αληθινούς, από πραγματικές παρουσίες. Είναι σε σχέση με αυτόν ακριβώς τον ισχυρισμό που ο Στάινερ επιστρατεύει το ερώτημα περί της ύπαρξης του Θεού ως το πραγματικό διακύβευμα της μοντέρνας φιλοσοφίας και τέχνης. Στην αποκοπή της γλώσσας από τον κόσμο ο Στάινερ απαντά με την άμεση, αδιαμεσολάβητη εμπειρία του έργου τέχνης. Η πολλαπλότητα νοήματος που χαρακτηρίζει το έργο τέχνης, όπως και ο πολυμορφικός πλούτος της καλλιτεχνικής γλώσσας, δεν είναι ενδείξεις της σημασιολογικής κενότητας της μορφής, αλλά αποδείξεις της ζωντανής επενέργειας που μπορεί να ασκήσει στο πνεύμα μας ένας άλλος ζωντανός οργανισμός. «Θα όριζα τη λογοτεχνία (και γενικότερα την τέχνη) ως το μέγιστο βαθμό εντατικοποίησης της ασυμμετρίας μεταξύ του σημασιολογικού πεδίου και των αντίστοιχων εκφραστικών μέσων. Η πολλαπλότητα όλων των πιθανών σημασιών είναι το εκθετικό προϊόν όλων των πιθανών νοηματικών ή μη-νοηματικών κόσμων που μπορούν να συλλάβει, να κατασκευάσει και να δοκιμάσει το ανθρώπινο πνεύμα και οι οποίοι ζωογονούνται από την αλληλεπίδραση δύο μορφών ελευθερίας: αυτής του κειμένου που ζει μέσα στο χρόνο και αυτής του προσλαμβάνοντος υποκειμένου. Οι εσωτερικευμένες ενέργειες της επικοινωνίας, τα «κβαντικά άλματα» που επισυμβαίνουν σε αυτή τη συνάντηση ξεγλιστρούν από οποιαδήποτε απόπειρα ποσοτικής ανάλυσης και, ακόμα περισσότερο, ελέγχου προβλεψιμότητας. Δεν υπάρχει καμία επιστήμη του νοήματος, καμιά θεωρία του σημαινόμενου και των λειτουργιών του, αν εξετάσουμε σοβαρά αυτούς τους βαρύγδουπους ορισμούς. Οι ερμηνευτικοί και αξιολογικοί ισχυρισμοί δεν επέχουν τον ρόλο επαληθευτικών κρίσεων, σύμφωνα με τον ορισμό των θεωρητικών της λογικής. Η γλώσσα είναι οργανική, με μια έννοια που δεν είναι μόνο μεταφορική ή περιγραφική. Καμιά απαρίθμηση και καμιά ποσοτική κατάταξη των ενοτήτων που συνθέτουν μια φράση δεν παράγει ένα σύνολο που να αντιστοιχεί στο νόημά της. Προκειμένου να φωτίσουμε το νόημα, είμαστε υποχρεωμένοι να μετα-φράσουμε και να παρα-φράσουμε, ανανεώνοντας έτσι στο διηνεκές την άπειρη διαδοχή των σημείων. Πάντα θα υπάρχει ένα πλεόνασμα σημαινόμενου σε σχέση με το σημαίνον».

Ο Στάινερ αντιστρέφει έτσι την κριτική του θετικισμού και την εξουδετερώνει, φέρνοντάς της αντιμέτωπη με το «κβαντικό άλμα» της λογοτεχνικής πράξης, με την γενεσιουργό έκρηξη της μορφής. Αυτό που η κριτική θεωρεί ως αδυναμία της γλώσσας, δεν είναι παρά η αδυναμία της ίδιας της κριτικής να συλλάβει το πέρασμα από την φορμαλιστική οργάνωση των σημείων στη ζωντανή παρουσία του προσώπου, είτε αυτό είναι μια λογοτεχνική μορφή (πχ η Άννα Καρένινα) είτε πρόκειται για τη μελωδική γραμμή ενός κουαρτέτου του Μπετόβεν. «Στοιχηματίζω, με τρόπο καρτεσιανό και πασκαλιανό, στην ύπαρξη μιας μορφοποιητικής πίεσης που ασκεί μια πραγματική παρουσία στα σημειολογικά ίχνη που γεννάν έναν Οιδίποδα Τύραννο και μια Μαντάμ Μποβαρύ, στις χρωστικές ουσίες και στις γραμμές που δίνουν μορφή στους πίνακες του Γκρούνεβαλντ και στις νότες και στις ρυθμικές υποδιαιρέσεις που υλοποιούν το μεταθανάτιο κουιντέτο του Σούμπερτ. Η γλωσσολογική οντολογική ουσία των ερμηνευτικών και αισθητικών κρίσεων καθιστά κάθε απόπειρα επαλήθευσης ή διάψευσης λογικά και πρακτικά αδύνατη. Κανένας ισχυρισμός του πεδίου της αισθητικής ή της ποιητικής δεν μπορεί να διαψευστεί με επιστημονική σχολαστικότητα. Η απουσία περιορισμών βρίσκεται στον ίδιο τον πυρήνα της γλώσσας καθώς και στις κρίσιμες σχέσεις της με την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση. Η εφαρμογή και η επέκταση του «ιμπεριαλιστικού» μοντέλου της επιστήμης στον χώρο των ερμηνευτικών και αισθητικών κρίσεων της λογοτεχνίας, της μουσικής και των καλών τεχνών είναι τεχνητή και αποτελεί αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους σύγχυσης, σύγχυσης κατηγοριών, σύμφωνα με την λογική και την ορολογία της κλασσικής μεταφυσικής».

Για τον Στάινερ, το ζήτημα δεν είναι ούτε να απομονώσουμε μέσω της ανάλυσης μια απόλυτη ουσία μέσα στην γλώσσα, όπως εντοπίζουμε τα συστατικά μιας ουσίας μέσω της χημικής ανάλυσης, αλλά ούτε και να αποκαθάρουμε την γλώσσα από όλες τις αδυναμίες της προκειμένου να την αναβαθμίσουμε στο ίδιο επίπεδο αποτελεσματικότητας με αυτό των φυσικών επιστημών, κάτι που έτσι κι αλλιώς θα ήταν αδύνατο. Το όλο ζήτημα είναι να μην λησμονήσουμε ότι η γλωσσική ποιητική πράξη και μόνο αυτή είναι ικανή να παράξει νόημα και μάλιστα με τρόπο ανάλογο με αυτό της ίδιας της δημιουργίας του κόσμου, ένα νόημα δηλαδή που μας επιτρέπει να ψηλαφίσουμε το νόημα της ίδιας μας της ύπαρξης, να αναγνωρίζουμε μέσα του τους ίδιους τους εαυτούς μας και να σφυρηλατήσουμε με τρόπο καθαρά προσωπικό και ελεύθερο τη σχέση μας με το «Άλλο». Η καθαρή ανιδιοτέλεια της ποιητικής πράξης είναι η μόνη εγγύηση για μια απόλυτα ελεύθερη σχέση με τον κόσμο, σε αντίθεση με την επιστημονική γνώση που υποτάσσει το ανθρώπινο πνεύμα στις απαιτήσεις ενός καταναγκαστικού ορθολογισμού, στο «ντουβάρι» εκείνο στο οποίο ο ήρωας του ντοσογιεφσκικού Υπογείου χτυπούσε με μανία το κεφάλι του. Ο Στάινερ μας υπενθυμίζει την ρήση του Χάιντεγγερ, ότι «η επιστήμη δεν σκέφτεται», για να υπογραμμίσει την τεράστια διαφορά ουσίας ανάμεσα σε έναν απρόσωπο γλωσσικό κώδικα που μεταφέρει πληροφορίες και σε ένα πολυδιάστατο γλωσσικό πεδίο ατέρμονης γέννησης νοημάτων που μας καλεί να προφέρουμε μια απάντηση. Η σχέση μεταξύ έργου και θεατή είναι γι’ αυτό, λέει ο Στάινερ μια σχέση ευθύνης, όπου στον αγγλικό όρο responsability ο κριτικός αναγνωρίζει την απάντηση- response. H μη-επαληθευσημότητα που καταμαρτυρεί η επιστήμη στο έργο τέχνης αντισταθμίζεται έτσι από την «απαντησιμότητα» που αυτό προκαλεί μέσα μας: «Όταν ένας πίνακας, μια σονάτα ή ένα ποίημα διεισδύουν μέσα μας, μας επιτρέπουν να αγγίξουμε σχεδόν την γένεση της συνείδησής μας. Αυτή η επαφή συμβαίνει σε ένα βάθος που είναι απροσπέλαστο με άλλα μέσα. Η λογοτεχνία και οι τέχνες είναι η απτή μαρτυρία εκείνης της ελευθερίας ύπαρξης που μόνη η ιστορία δεν μπορεί να εξηγήσει με κανένα τρόπο. Εξ ου και η πολύ ενδιαφέρουσα σύγκλιση μεταξύ της αριστοτελικής άποψης ότι η μυθοπλασία είναι πιο αληθινή από την ιστορία και της υπόθεσης του Γιουνγκ περί των αρχετύπων, των κληρονομημένων αυτών εικόνων που βρίσκονται στη ρίζα της ανθρώπινης συνείδησης. Όταν απαντούμε σε ένα ποίημα, έναν πίνακα ή ένα μουσικό κομμάτι, τότε επαναλαμβάνουμε, στην κλίμακα της δικιάς μας ελάσσονος δημιουργικότητας, τις δύο κινήσεις που ορίζουν την υπαρξιακή μας παρουσία σε αυτόν τον κόσμο: αυτή της γέννησης κάποιου πράγματος που θα μπορούσε κάλλιστα και να μην υπάρχει και αυτή του θανάτου». Ανάμεσα σε αυτά τα δυο υπαρξιακά γεγονότα, η εμπειρία της τέχνης αποτελεί για τον Στάινερ τη μοναδική και θεμελιώδη προϋπόθεση δημιουργίας μιας πραγματικά ελεύθερης σχέσης με τον κόσμο και τους άλλους: «Ο χρόνος που “καταναλώνει” η μουσική και ο χρόνος που μας δίνει όταν την εκτελούμε ή απλά την ακούμε είναι ο μόνος πραγματικά ελεύθερος χρόνος που μας έχει παραχωρηθεί πριν τον θάνατό μας».

Αν και θα μπορούσε να σταθεί κανείς επί μακρόν στο πολυδιάστατο αυτό δοκίμιο και να εξερευνήσει όλες τις πτυχές της λεπταίσθητης επιχειρηματολογίας του Στάινερ, μιας επιχειρηματολογίας πλούσιας σε διακειμενικές αναφορές και υφασμένης με τέχνη από πλήθος διαφορετικών γνωσιακών πεδίων, θα σταθούμε εδώ, θεωρώντας ότι η σύντομη αυτή παρουσίαση είναι αρκετή για δείξει την πρωτοτυπία και την σημασία της σκέψης του Αμερικάνου κριτικού. Μια σημασία που γίνεται ακόμα πιο επίκαιρη στη σημερινή εποχή που το δόγμα του μεταμοντερνισμού όχι μόνο έχει καθιερωθεί ως ο μοναδικός σχεδόν δρόμος παραγωγής και ερμηνείας της σύγχρονης τέχνης, αλλά πλέον έχει μετατραπεί σε δούρειο ίππο για την σημασιολογική άλωση της ιστορίας της τέχνης του παρελθόντος και γενικότερα της σκέψης. Την στιγμή που ο μορφολογικός σχετικισμός του μεταμοντερνισμού φυλάκισε το νόημα στην μνησίκακη ηθικολογία των ανθρωπιστικών επιστημών,  η σκέψη του Στάινερ προσφέρει ένα γερό εφαλτήριο για να ξανασκεφτούμε με τρόπο επίκαιρο και ριζικό την σημασία της παράδοσης και του κανόνα. Να την σκεφτούμε όχι ως ένα μονολιθικό σύνολο αισθητικών προτύπων ή ως σύστημα που επιβάλλεται έξωθεν στον πολιτισμό, αλλά ως έναν σημασιολογικό αστερισμό, χωρίς τον οποίο το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να προσανατολιστεί στο χάος του κόσμου ούτε και να εκφέρει λόγο. Το σώμα των κειμένων που απαρτίζουν την παράδοση δεν είναι ένας τσελεμεντές συνταγών προς άμεση παρασκευή πολιτιστικών πιάτων (λειτουργία στην οποία έχει τελικά εκπέσει η μεταμοντέρνα αισθητική), αλλά η μόνη αληθινή διέξοδος προς την πνευματική ετερότητα και η μοναδική πηγή όλων των μελλοντικών νοηματοδοτήσεων της ύπαρξής μας. Σήμερα, που όλο και περισσότερο η γλώσσα αποχωρίζεται, όπως σημειώνει ο Στάινερ, από τις υπερβατικές και μυθικο-ποιητικές αξιώσεις της, ταυτιζόμενη με τις μονάδες ενός συμβατικού αλγόριθμου, η επιβίωση ενός λογοτεχνικού κανόνα γίνεται όλο και πιο επείγουσα για τον δυτικό άνθρωπο που θέλει ακόμα να έχει πρόσβαση στην κατανόηση της πολιτιστικής του κληρονομιάς.


[1]Όλα τα αποσπάσματα σε εισαγωγικά του άρθρου προέρχονται από το δοκίμιο του Στάινερ και μεταφράστηκαν από την ιταλική έκδοση του 2014 (George Steiner, Vere Presenze, Garzanti, Milano).