Ο Φρειδερίκος Νίτσε (Friedrich Nietzsche) είναι ίσως μια από τις πιο παρεξηγημένες μορφές του 19ου αιώνα. Ίσως μάλιστα ο πιο ιδιαίτερος και εκκεντρικός φιλόσοφος της εποχής του. Επηρεασμένος αρχικά από τον Schopenhauer και τον Wagner καταφεύγει στην πλήρη αποκήρυξή τους, με τον ίδιο τρόπο που εγκατέλειψε την πανεπιστημιακή του έδρα στην Βασιλεία και ξεκίνησε τις περιπλανήσεις του στην Νότια Ευρώπη και δη στην Ιταλία.
Χαρακτηρίστηκε με πολλούς τρόπους, αρνητικά και θετικά, από όλες τις πολιτικές παρατάξεις και ιδεολογικές γραμμές. Όμως κανείς δεν προσπάθησε να απαντήσει εμπεριστατωμένα πάνω στην πραγματική ή μη υφή των κατηγοριών, όπως και στην λογική συνάφειά τους με το έργο του. Είναι καιρός λοιπόν να γίνει μια προσπάθεια να αναφέρουμε το τι έγραψε πραγματικά, χωρίς φόβο και πάθος, αντικρίζοντας το έργο του αντικειμενικά και επιστημονικά. Αρχίζει λοιπόν η ανάλυση με σκοπό να απαντηθούν συνοπτικά, σε τρείς μικρές ενότητες, τα όσα έχουν γραφτεί κατά καιρούς για αυτόν.
1. Ο Νίτσε ως εκφραστής της χειραφέτησης
Ο Νίτσε έχει συχνά παρερμηνευτεί πάνω στην καλοπροαίρετη προσπάθεια αρκετών μελετητών να προσδώσουν μια νέα διάσταση και ερμηνεία στην σκέψη του, μετά το πέρας του καταστροφικού Β’Π.Π. και την ταύτισή του με τα Φασιστικά καθεστώτα, μέσω θεωρητικών και αναλυτών όπως ο στρατευμένος Baeumler και ο εκκεντρικός Ludovici. Έτσι πολλές φορές στην μεταπολεμική Ευρώπη άνθρωποι που βίωσαν από κοντά τις διώξεις και τον πόνο που φέρνει ένας τέτοιος απόλυτος πόλεμος, προσπάθησαν να δώσουν μια πιο «ανθρωπιστική ερμηνεία» στον νιτσεϊκό στοχασμό. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν ο Kauffman και ο Montinari. O Kauffman ενώ αποτελεί γεγονός πως παραδέχεται ότι δεν είναι απόλυτα σύμφωνος με τον Νίτσε, προσπαθεί να δώσει μια κάπως προσωπική και υπαρξιακή ερμηνεία στον στοχασμό του φιλοσόφου, ως μέσο πνευματικής υπέρβασης. Ο Montinari με την σειρά του προσπαθεί να στοχαστεί κατά πόσο είναι δυνατή η χρήση του Νίτσε για δημοκρατικούς σκοπούς.
Αυτή η παράδοση ‘αποποινικοποίησης’ του Νίτσε οδήγησε σε παρερμηνείες φτάνοντας μέχρι τους κατά τα άλλα σημαντικούς στοχαστές και φιλοσόφους Foucault και Derrida να χρησιμοποιούν μεθόδους αποδόμησης που κληρονόμησαν κυρίως από την «Γενεαλογία της Ηθικής» αλλά και από άλλα έργα του.
Όμως η αλήθεια είναι ότι ο Νίτσε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί δημοκράτης, είναι μάλιστα ακριβώς το αντίθετο. Η επιθυμία του να δημιουργήσει μια κοινωνία Καστών, ως αντίθεση στην κοινωνική πραγματικότητα της «καθολικής ψηφοφορίας», της «Ισότητας» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», μέσα στην οποία οι «Ανώτεροι Άνθρωποι», που έχουν μάθει «να υπακούουν όσο και να διοικούν» θα είναι οι «κυρίαρχοι», είναι κάτι πέρα από ορατό μέσα στο έργο του. Η εναντίωσή του δε κατά του αστικού στοιχείου, που σαν τάξη αποτέλεσε τον πυρήνα του Διαφωτιστικού κινήματος τόσο Κοσμοθεωρητικά όσο και πρακτικά στις επαναστατικές προεκτάσεις που πήρε, είναι κάθε άλλο παρά έκδηλη και καταφανής.
Βέβαια είναι γεγονός ότι δεν αποτελεί ο ίδιος μια μορφή αντιδραστικού όπως ο de Maistre και ο Burke. Αντίθετα θεωρεί τους αριστοκράτες ξεπεσμένους (τους ‘Von’ όπως λέει περιφρονητικά), όπως και το Ancien Regime και δεν έχει σκοπό να επαναφέρει κάτι από την προεπαναστατική εποχή ούτε το επιθυμεί. Για αυτόν ο άνθρωπος ζει τραγικά στο καιρό του και αντιμετωπίζει τις συνέπειες αυτού, μια υπαρξιακής λογικής θέση που θα υιοθετήσει αργότερα ο Oswald Spengler στο έργο του «Άνθρωπος και Τεχνική» αλλά και πολλοί άλλοι. Η δεκτικότητά του τέλος στον θάνατο κάθε μεταφυσικής («Θάνατος του Θεού») είναι ενδεικτική για την ανυπαρξία σύνδεσής τους με την αντιδραστική λογική των αντι-Διαφωτιστών. Ο ίδιος εξάλλου κάθε άλλο παρά κριτικάρει τον Διαφωτισμό ως σύνολο. Πως θα μπορούσε άραγε! Ο ίδιος υμνεί την επιστημονική πρόοδο και εξέλιξη καυτηριάζοντας όμως την Γαλλική Επανάσταση και την επικίνδυνα παθιασμένη τάση της, που κατά αυτόν έλκει την καταγωγή της από τον Ρουσώ.
Αυτή η αμφίρροπη στάση του καθώς και η προτίμησή του τόσο προς την Κουλτούρα έναντι του Πολιτισμού όσο και η ταύτιση του «Ανώτερου Ανθρώπου» με τον «Καλλιτέχνη» σε αρκετές περιπτώσεις, κληροδοτήματα του Ρομαντισμού στην σκέψη του, του αποδίδει ένα στίγμα «Ριζοσπαστικού Αριστοκρατισμού», χαρακτηρισμό που πρωτοέδωσε ο George Brandes σε επιστολή του προς τον ίδιο τον Νίτσε και τον οποίο ο τελευταίος αποδέχτηκε με περίσσεια χαρά!Έτσι κατά τον Fredrick Appel, o Νίτσε αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχρονου ριζοσπάστη και αντιδημοκράτη που υιοθετήθηκε, με τον ίδιο τρόπο όπως ο μεταγενέστερος του Carl Schmidt και πολλοί άλλοι, από ριζοσπάστες με δημοκρατικές θέσεις. Είναι ένα περίεργο ζήτημα που πραγματεύεται εξονυχιστικά ο Richard Wolin στο βιβλίο του «Η γοητεία του Ανορθολογισμού» και στο οποίο δεν χρειάζεται να δώσουμε άλλη προέκταση προς το παρόν.
2. Ο Νίτσε ως αντισημίτης, φυλετιστής και πρόδρομος του Φασισμού
Eίναι σημαντικό τώρα να διευκρινιστούν οι πιο αμφιλεγόμενες κατηγορίες και οι οποίες καίνε τα χέρια του οποιουδήποτε ακουμπά το «πρόβλημα Νίτσε». Ο Νίτσε στην «Γενεαλογία της Ηθικής», κάνει κάποιες θα λέγαμε οξείες και πολεμικές αναφορές στο Πνεύμα της «Ιουδαίας» το οποίο αντιδιαστέλει με αυτό της «Ρώμης». Όλα αυτά επ’ αφορμής της ψυχολογικής ανάλυσής του σχετικά με την καταγωγή της χριστιανικής ηθικής. Είναι γεγονός ότι η πολεμική του αποκτάει έντονους φυλετικούς τόνους και γίνεται σε πολλές περιπτώσεις ορατή η εκ μέρους του διαφοροποίηση μεταξύ «Άριου» και «Σημίτη». Επίσης η αναφορά του στους Εβραίους ως λαό είναι σε αρκετές περιπτώσεις ξεκάθαρη με ταυτόχρονη αναγνώριση τόσο των αρνητικών όσο και των θετικών στοιχείων (π.χ. το ζήτημα της έλλειψης «πατρικής γης», με τα υπέρ και τα κατά του, καθώς και το ζήτημα πως μέσω των διώξεων και της έλλειψης κράτους δημιούργησαν μια ισχυρή και αξιομνημόνευτη Θέληση).
Η αναγνώριση και η ταυτοποίησή τους όμως δεν γίνεται για να τους προσδώσει κατηγορίες, όπως έκαναν οι αντισημίτες της εποχής του. Αντίθετα με αυτούς θεωρεί ότι αποτελούν γόνιμα στοιχεία προς έναν μελλοντικό μετασχηματισμό της Ευρώπης. Επίσης κατηγορεί ανοιχτά τους αντισημίτες ότι υιοθετούν την Ηθική των Δούλων μιλώντας μνησίκακα κατά των Εβραίων ως «καταπιεστών» και θεωρώντας τους εαυτούς τους «καταπιεσμένους». Μια μετάθεση ευθύνης, κατά αυτόν, για ό,τι κακό τους συμβαίνει σε άλλους, όπως ακριβώς κάνουν οι σοσιαλιστές και οι αναρχικοί. Μια τέτοια στάση από άτομα που δέχονται την χριστιανική πίστη και ηθική αποτελεί μια καταγέλαστη και ανερμάτιστη για αυτόν κατάσταση.
Όσον αφορά το φυλετικό ζήτημα είναι γεγονός ότι η χρήση της έννοιας «Άριος» είναι πολυχρησιμοποιημένη ήδη από τα πρώτα κείμενα του Νίτσε. Μάλιστα δεν αποτελεί προϊόν παρερμηνείας η πίστη του στην ύπαρξη μιας ανώτερης «Άριας Κάστας», σε πολιτισμούς όπως ο Ινδικός. Επιστημονικά μιλώντας η λέξη «Άριος» για την εποχή του αποτελούσε μια πιο μυθική και έντονα φορτισμένη φυλετικά έννοια αυτού που ονομάζουμε σήμερα Ινδοευρωπαίος, δηλαδή η ιστορική, γλωσσική, πολιτισμική και εθνολογική ταυτότητα των φορέων της Kurgan κουλτούρας, με καταγωγή από τις στέπες της Σιβηρίας, που από το 2000 π.Χ. και μετά ήρθαν σε σύγκρουση και αφομοιωτική επαφή με τους παλαιότερους κατοίκους της Ευρώπης, με απογόνους αυτών σήμερα τους σύγχρονους Ευρωπαίους.
Επανερχόμενοι όμως στο θέμα η χρήση του όρου ήταν διαδεδομένη στην εποχή του και από ότι φαίνεται έχει δανειστεί στοιχεία από ιστορικούς, επιστήμονες και μελετητές που ασχολούνταν με το ζήτημα αυτό, έντονη δε, για όποιον έχει μελετήσει την περίοδο, η επιρροή του Gobineau όσον αφορά την θεωρία περί ξεπεσμού των Ελίτ και της βιολογικής τους διαφοροποίησης από τους υποτελείς τους. Σκοπός του όμως δεν είναι ένας αυστηρός και αρτηριοσκληρωτικός φυλετικός προσδιορισμός, σε πολλές περιπτώσεις αντι-επιστημονικός, των «Ανώτερων Ανθρώπων» αλλά με βάση το βιολογικό στοιχείο να καταδείξει την πλήρη διαφοροποίηση αυτών από τους άλλους τους «πολλούς», την «πλέμπα». Ζήτημα που τον απασχολεί και αργότερα όταν πραγματεύεται το ζήτημα της «Υγείας» και των συνηθειών των «Ανώτερων Ανθρώπων» και της «πλέμπας» αντίστοιχα, στην σύγχρονη εποχή. Έτσι ο συχνά αναφερόμενος όρος «Ξανθό Κτήνος» δεν πραγματεύεται τον «Ξανθό Νορδικό Βορειοευρωπαίο» ή «απολίτιστο βάρβαρο», εξάλλου η υποτίμηση των συμπολιτών του ήταν ένα βασικό στοιχείο της νιτσεϊκής κριτικής, καθότι δεν αφορά μονοδιάστατα ένα βιολογικό στοιχείο και χαρακτηριστικό αλλά αντίθετα την προσπάθεια ταύτισης του όρου με το Λιοντάρι που ως αρπακτικό με ξανθή χαίτη αποτελεί : 1)την πεμπτουσία του «Ξανθού Κτήνους» και ταυτόχρονα της δυναμικής ύπαρξης, 2) το δεύτερο στάδιο της μεταλλαγής που διακηρύσσει ο Ζαρατούστρα του στο ομώνυμο βιβλίο (Στάδια Καμήλας, Λιονταριού και Νεογέννητου). Είναι εξάλλου γεγονός ότι όπως λέει ό ίδιος στο μανιφεστικού τύπου στοχασμό του «Εμείς οι Απάτριδες» στην «Χαρούμενη Επιστήμη», σκοπός του ήταν η δημιουργία μιας ενοποιημένης Ευρώπης, μακριά από εθνικές και γεωγραφικές διασπάσεις.
Η σύνδεση με τον Φασισμό είναι πιο περίπλοκη και πολυσύνθετη. Ο Νίτσε επηρέασε αρκετά άτομα και καταστάσεις πολλές φορές διαφορετικών ιδεολογικών αποχρώσεων. Ο Φασισμός στην Ιταλία όσο και ο Εθνικοσοσιαλισμός στην Γερμανία ήταν δύο παραδείγματα μαζικών ιδεολογικών ρευμάτων που επηρεάστηκαν τόσο από εθνικιστικές όσο και από σοσιαλιστικές τάσεις και σε γενικότερο φιλοσοφικό επίπεδο από πολλούς και αντικρουόμενους στοχαστές. Ο Νίτσε με το ημι-μεταφυσικό και ποιητικό ύφος της απολυτότητας που τον διαπνέει στην γραφή του, με συχνή επανάληψη του στρατευμένου προσδιορισμού «Εμείς», όταν αναφέρεται στον ίδιο και σε όσους πιστεύει ότι του ομοιάζουν στο πνεύμα, αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για νέους ριζοσπάστες· πρώην σοσιαλιστές, εθνικιστές και αναρχικοί πολλοί εκ των οποίων επηρεασμένοι είτε από καλλιτεχνικές τάσεις με νιτσεϊκές αναφορές όπως ο Φουτουρισμός είτε περίεργα καθεστώτα βασισμένα σε νιτσεϊκές αρχές, όπως του Φιούμε και της Κουμάντζας, θέλησαν να διαμορφώσουν μια νέα ταυτότητα με άσχημη κατάληξη στο τέλος. Βέβαια η δομή που επιθυμεί με την δημιουργία μιας αυστηρά Ιεραρχημένης κοινωνίας όπου το ενδιάμεσο στάδιο των «μέτριων ανθρώπων», που κατά αυτών ασχολούνται με το εμπόριο και τα συναφή θα έχει εξαλειφτεί, κάθε άλλο παρά συμβαδίζει με τον πνεύμα τέτοιων μαζικών κινημάτων. Η δε αντίληψή περί «Μεγάλης Πολιτικής», ως μια κατάσταση επιθυμίας της Ισχύος, όπου οι μάζες υποτάσσονται και ταυτίζονται με τους Ισχυρούς και Ανώτερους ανθρώπους για χάριν μιας άσκησης πολεμικής «εναντίον άλλων Εθνών», όπως αναφέρεται στο ομώνυμο στοχασμό στην «Χαραυγή», είναι μια θέση που βρίσκουμε εξελιγμένη σε πλανητική κλίμακα(«Κυρίαρχοι της Γης») στις σκόρπιες σημειώσεις και δομημένα δοκίμια που ενοποιήθηκαν μετά τον θάνατό του, σε αυτό που ονομάστηκε ως Magnum Opus του Νίτσε, την «Δύναμη της Θέλησης», και το οποίο αντικειμενικά επηρέασε αυτά τα καθεστώτα. Έχουν βέβαια ειπωθεί πολλά για το βιβλίο αυτό, που κατά βάση αποτελεί την πιο εμφανή προδρομική σύνδεση με τον Φασισμό. Αλλά οι αντιχριστιανικές αναφορές, οι φιλικές προς τους Εβραίους διαπιστώσεις, οι αρνητικές προς τους Γερμανούς ρήσεις αποτελούν επανάληψη θεματικών που βρίσκουμε ακόμη και στα πρώιμα έργα του και που καταρρίπτει τον όποιον ισχυρισμό περί «εξωγενής παρέμβασης», η οποία να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «χαλκευμένο» για το έργο αυτό. Ιδιαίτερα δε από την θρησκευόμενη και αντισημίτρια αδελφή του, που η πολεμική εναντίον της βέβαια ως «παραχαράκτρια για χάρη των Ναζί» πιο πολύ προσπάθεια εύρεσης αποδιοπομπαίου τράγου για την δικαιολόγηση των θέσεων του ίδιου του αδερφού της μοιάζει, από πιστούς οπαδούς του, παρά εμπεριστατωμένο ισχυρισμό. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η ανάγνωση του έργου του δεν μας αφήνει επιλογές εθελοτυφλίας. Έχει λοιπόν απόλυτο δίκιο ο ιστορικός των ιδεών Carl Lowith όταν αναφέρει πως η ταύτιση του φιλοσόφου με τα Καθεστώτα είναι της ίδιας φύσης με την ταύτιση που είχαν οι μαρξιστές της εποχής του με τον Μαρξ. Όχι, ολοκληρωτική μεν αλλά μερική ταύτιση υπάρχει λοιπόν, χωρίς να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως «προδρόμου του Φασισμού».
3. Ο Νίτσε ήταν αναρχικός, ατομικιστής και μηδενιστής
Ο Νίτσε παρ’όλες τις μομφές του απέναντι στο κράτος, ως το πιο «στυγνό τέρας» και εκφραστή της «αγελαίας ηθικής του πλήθους», δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Aναρχικός. Η αναρχική πολιτική θεώρηση περί «καταπιεστών και καταπιεσμένων», όπως λέει ο ίδιος, είναι κάτι που όχι μόνο δεν επιδιώκει αλλά απεχθάνεται. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η πολεμική του απέναντι στο Κράτος δεν γίνεται με σκοπό να επιφέρει κάποια κατάλυση και δικαίωση απέναντι σε κάθε υπάρχουσα αρχή, αλλά αντίθετα έχει σκοπό την δημιουργία μιας νέας και αυστηρά ιεραρχημένης εξουσίας βασισμένης στην «Δύναμη της Θέλησης» του «Ανώτερου και Ευγενή Ανθρώπου», του «Υπερανθρώπου». Δηλαδή στην Θέληση για επέκταση και κατάκτηση, είτε αυτό εκφράζεται μέσω της προσωπικής συμπεριφοράς είτε μέσα στο πλαίσιο μιας ιεραρχικά δομημένης κοινωνίας από αυτόν τον νέου τύπου (Υπερ-)άνθρωπο, ο οποίος ξεχωρίζει από την «Ανθρωπότητα» ως σύνολο και την προσπερνά. Σκοπός της οποίας δεν είναι όμως η στυγνή καταπίεση, αλλά αντίθετα η ομαλή λειτουργία με βάση μια ομαδική και οργανική ανύψωση με πρωτεργάτες τους «Ευγενείς και Ανώτερους Ανθρώπους». Μάλιστα αναγνωρίζει ότι μπορεί να υπάρξει ένα είδος ισότητας, μιας ισότητα όμως κοινών στόχων και όχι ουσιαστικής εξίσωσης, όπου ο «Ανώτερος Άνθρωπος» προσπαθεί να ανέβει σε επίπεδο βοηθώντας όμως να ανέβουν και όλοι οι άλλοι(όπως αναφέρεται στο έργο του «Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο»). Εξάλλου οι «νέοι βάρβαροι» τους οποίους αποτελούν οι «Ανώτεροι Άνθρωποι», δεν χαρακτηρίζονται απλά ως «κατακτητές» αλλά ταυτόχρονα «κυνικοί» και «πειραματιστές», οι οποίοι μέσα τους θα ενώνουν τα στοιχεία της «ανώτερης πνευματικότητας με την ευημερία και την περίσσεια δύναμης»(όπως τονίζει στην «Θέληση για Δύναμη»). Δεν είναι λοιπόν άλογα και καταπιεστικά όντα, που σκοπό έχουν την καταστροφή, αλλά εκφραστές μιας νέας αξιολόγησης και κοινωνικής πραγματικότητας.
Από αυτό προκύπτει και η άρνησή του σε κάθε μορφή σοσιαλισμού και αναρχισμού όσο και σε κάθε μορφή ατομικισμού. Για αυτόν ο ατομικισμός δεν διέφερε σε τίποτα από τις εκφράσεις του «μέτριου ανθρώπου» και της «αγελαίας ηθικής», και αυτό διότι εκφράζει μια κατάσταση στασιμότητας και κοινωνικής παθητικότητας χωρίς ίχνος «Θέλησης για Δύναμης», και αυτό διότι δεν απευθύνεται σε «Ανώτερους Ανθρώπους».
Τέλος οι κατηγορίες για μηδενισμό χρήζουν ανάλυσης. Ο Νίτσε θεωρεί τον μηδενισμό του ως μια μορφή σκεπτικισμού και κριτικής κάθε προηγούμενης παραδεδομένης αξίας και ηθικής και σε καμιά περίπτωση ως αυτοσκοπό. Για αυτό διαχωρίζει τον μηδενισμό, ο οποίος έχει τις ρίζες του στο πεσιμισμό, σε παθητικό και ενεργητικό. Ο παθητικός είναι κριτική για την κριτική και απλό χρονικό σύμπτωμα της εποχής της Παρακμής μέσα στην οποία εμφανίζεται – κατά την οποία έχει χαθεί το υπαρξιακό «Γιατί» από το κοινωνικό Γίγνεσθαι, ενώ η ενεργητική μορφή αποτελεί μεν εξίσου κριτική αλλά έχει σκοπό μια «Επαναξιολόγηση των Αξιών» και την καθιέρωση νέων.
Κλείνοντας πρέπει να ειπωθεί ότι η μελέτη του Νίτσε, οδηγεί αυτόν που θέλει να δει τον φιλόσοφο με ακαδημαϊκά και φιλοσοφικά μάτια κάτω από το φως της Ιστορίας των Ιδεών, στην πεποίθηση ότι σίγουρα δεν ήταν ένας άνθρωπος συμβατός με το πνεύμα της ισότητας, αλλά ο οποίος ταυτόχρονα συνδέεται εμφανώς με το πλέγμα των ιδεών του Διαφωτισμού. Η αγωνία του για την μεταβαλλόμενη όντως εποχή του σε συνδυασμό με την χρόνια αρρώστιά του, οδήγησαν δυστυχώς όχι απλά σε μια καυστική και κυνική πολεμική υπό το πρίσμα του επιστημονικού ψυχολογισμού και του ιστορικού προφητισμού, αλλά και στην τρέλα. Είναι μια προσωπικότητα που τα γραπτά της, χωρίς εκθειασμούς και παρερμηνείες, μπορούν να οδηγήσουν τον υπομονετικό και αμερόληπτο μελετητή σε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις πάνω στον κόσμο και στην ιστορία, αλλά και θα τον απογοητεύσουν αν ψάχνει μια πρόταση για αυστηρή φιλοσοφική μέθοδο.