Max Beckmann, Η νύχτα, 1919

Ως άλλος ανώνυμος ανακριτής/ερευνητής, όπως στο γνωστό ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη, η σύγχρονη «Αριστερά» απαιτεί συνεχώς απ’ όλους να πάρουν θέση, θέση ξεκάθαρη και ανθρωπιστική, για όλα τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας. Όσο πιο φλέγον το ζήτημα τόσο πιο γρήγορα απαιτείται η απόφασή μας. Και η εποχή μας, ως γνωστόν, έχει πολλά φλέγοντα ζητήματα να επιδείξει: πολλαπλά κοινωνικά προβλήματα, κατάρρευση θεσμών, οικονομική κρίση, οικολογικές καταστροφές και βέβαια το προσφυγικό, κρισιμότατο πρόβλημα που τα τελευταία χρόνια η χώρα μας βιώνει με τρόπο ιδιαίτερα οδυνηρό. Μπροστά σε τόσες επείγουσες ανθρώπινες ανάγκες, η σκέψη και ο χρόνος που αυτή απαιτεί είναι πολυτέλειες σχεδόν απαγορευμένες. Γι’ αυτό λοιπόν, και σε αντίθεση με τον φανταστικό ομιλητή του ποιήματος, η «Αριστερά» σήμερα δεν μπορεί να (μας) περιμένει. Πρέπει να αποφασίσουμε τώρα. Όμως ο ποιητής είχε δίκιο. Έχοντας κατανοήσει καλά τον χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας, ήξερε ότι τέτοιου είδους αποφάσεις, ορθές, καθαρές, ιδεολογικά αγνές και αποστειρωμένες, δεν μπορούν να παίρνονται στα γρήγορα και αναίμακτα, παρά μόνο για θέματα που δεν μας αγγίζουν ουσιαστικά και τα οποία τα βλέπουμε μόνο από μακριά χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι να διακόψουμε «τις συζητήσεις στο κουρείο και τις Κυριακές στα γήπεδα». Όσο όμως πιο ριζικά είναι τα προβλήματα που απειλούν την ατομική και προσωπική μας ύπαρξη τόσο περισσότερο η αντιμετώπισή τους απαιτεί πολύχρονη πνευματική προετοιμασία και σκέψη, κι αυτό γιατί οι λύσεις τους, αν υποθέσουμε ότι όντως υπάρχουν τέτοιες, μόνο χρονοβόρες, οδυνηρές και σύνθετες μπορεί να είναι, αποφάσεις που προϋποθέτουν άμεση, προσωπική εμπλοκή και πολλές προσωπικές θυσίες. Σε αντίθετη περίπτωση, οι εύκολες απαντήσεις αποδεικνύονται ανερμάτιστες ρητορίες κενές περιεχομένου, καταδικασμένες να εξαερωθούν στην πρώτη επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα. Και η ρητορική της «Αριστεράς» για την προσφυγική κρίση αποδείχτηκε, ιδίως μετά τα τελευταία γεγονότα στον Έβρο και την – φανερή πλέον – επιθετική εμπλοκή της Τουρκίας, ότι ανήκει δυστυχώς σε αυτήν τη δεύτερη κατηγορία.Φαινομενικά βέβαια ο αριστερός λόγος μοιάζει ο πλέον «σχετικός» με την πραγματικότητα του προσφυγικού, μια και είναι αυτός που απαιτεί, σε όλους τους τόνους, αυτοθυσία, αγώνες, αλληλεγγύη και ακτιβισμό, προτάσσοντας τις αξίες του ανθρωπισμού απέναντι σε μια απάνθρωπη πραγματικότητα. Παρόλα αυτά, και αντί να ενδυναμωθεί, εξουδετερώθηκε εν μία νυκτί από τα γεγονότα του περασμένου Φλεβάρη και είναι σίγουρο ότι θα δεχτεί ακόμα ένα ανάλογο καίριο χτύπημα από το επόμενο θερμό επεισόδιο που πολύ σύντομα, όπως δείχνουν τα πράγματα, θα στήσει η τουρκική εξωτερική πολιτική. Σε σχέση με την τροπή που παίρνουν οι πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο, ο λόγος της Αριστεράς για το προσφυγικό, αλλά και η ίδια η δράση της, που θέλει να βρίσκεται βουτηγμένη στο πραγματικό, φαντάζει ξαφνικά στην κυριολεξία εκτός τόπου και χρόνου. Το περίφημο αυτό πραγματικό, το οποίο στην περίπτωσή μας έχει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Ρ. Τ. Ερντογάν, κατέδειξε πολύ γρήγορα τη γύμνια και την ασυνέπεια αυτού του λόγου, φανερώνοντας ταυτόχρονα την κενότητά του, γενικότερο εξ άλλου χαρακτηριστικό του δημόσιου λόγου της μοντέρνας κοινωνίας, το οποίο είχε εντοπίσει και περιγράψει, ήδη στα 1927, ο Ρενέ Γκενόν.

Ο Γκενόν έγραφε σε κάποιο σημείο του βιβλίου του «Η Κρίση του Μοντέρνου Κόσμου», ότι η σκέψη κι ο δημόσιος διάλογος της μαζικής κοινωνίας έχουν αντικατασταθεί από την «μαγική» επιρροή κάποιων λέξεων, οι οποίες, ακριβώς όπως τα διαφημιστικά σλόγκαν, αποκοιμίζουν το πνεύμα του ανθρώπου και το γοητεύουν όχι με αυτό που είναι το πραγματικό τους νόημα, αλλά με τους ψυχολογικούς, άλογους συνειρμούς που του προκαλούν. Σήμερα, γράφει ο Γκενόν, «η λέξη έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την έννοια που εκφράζει και μπορούμε να ισχυριστούμε ότι πολλά από τα μοντέρνα «είδωλα» είναι σκέτες λέξεις, ο ήχος των οποίων αρκεί για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της σκέψης. Τέτοιες λέξεις εκφράζουν ψευδο-ιδέες, προορισμένες να προκαλούν μόνο συναισθηματικές αντιδράσεις, κάτι που αποτελεί και το αποτελεσματικότερο και απλούστερο μέσο επηρεασμού των μαζών». Δεν θα μπορούσε να περιγράψει κανείς με ακριβέστερο τρόπο τόσο τον διάλογο για το προσφυγικό – διάλογο που αντικατοπτρίζει ανάγλυφα τον οπαδικό διχασμό μεταξύ σκληρών εθνικοφρόνων και φιλάνθρωπων διεθνιστών – όσο και την κυριαρχία των αντίστοιχων λεκτικών «ειδώλων». Η διαφορά μεταξύ των ψευδο-ιδεών της βιολογικής και εθνικής καθαρότητας και της προοδευτικής, υποχρεωτικής αλληλεγγύης, δεν είναι διαφορά ουσίας, αλλά μόνο μόδας: ενώ η πρώτη είναι ξεπερασμένη και ακυρωμένη από την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα των τελευταίων 30 χρόνων (μια πραγματικότητα στην οποία συμμετέχουν θέλοντας και μη ακόμα και οι υποστηρικτές αυτής της καθαρότητας), το ρητορικό οπλοστάσιο του σημερινού αριστερού λόγου χρησιμοποιεί ό,τι πιο σύγχρονο έχουν να επιδείξουν οι κοινωνικές επιστήμες και ο φιλοσοφικός μεταμοντερνισμός, ενδυόμενο έτσι την αύρα της πρωτοπορίας και δημιουργώντας την εντύπωση ότι βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων: επιτελεστικότητα, πρόταγμα, διαφορετικότητα, ρευστή ταυτότητα, νομαδισμός κ.α., αποτελούν τις ψευδο-ιδέες εκείνες που προκαλούν στο αριστερό καταναλωτικό κοινό την ψευδαίσθηση ότι σκέπτεται. Ταυτόχρονα, αυτές οι ψευδο-ιδέες παρουσιάζονται ως βαρύγδουπα θεωρητικά εργαλεία ερμηνείας της πραγματικότητας, τα οποία και επιβάλλουν τις προσταγές μιας αντίστοιχης ηθικής: πολυπολιτισμός, ανεκτικότητα, αλληλεγγύη, ακτιβισμός. Τελευταίος κρίκος και λογική κατάληξη της αλυσίδας αυτής δεν μπορεί παρά να είναι η άνευ όρων στήριξη στην φιγούρα του μετανάστη, στήριξη που πολλές φορές, και ελλείψει άλλου επαναστατικού υποκειμένου, μετατρέπεται σε λατρεία.

Η προβληματική σχέση αυτής της ρητορικής με την πραγματικότητα διαφαίνεται και σε ένα άλλο πολύ χαρακτηριστικό σύμπτωμα, αυτό της μετάλλαξης του όρου «αντιφασισμός» στον άκομψο νεολογισμό «αντίφα». Δεν είναι τυχαίο ότι από τις δύο λέξεις που συνθέτουν τον αρχικό όρο αντιφασισμός, είναι η δεύτερη, που υποδηλώνει ιδεολογική παράμετρο, που ακρωτηριάστηκε προκειμένου να εκμοντερνιστεί το παλιομοδίτικο σύνθημα. Ο λεξιλογικός αυτός ακρωτηριασμός φανερώνει όμως και έναν νοηματικό ακρωτηριασμό και την έμμεση παραδοχή, από τη μεριά του χρήστη, ότι δυσκολεύεται να προσδιορίσει το ακριβές σημαινόμενο του όρου που χρησιμοποιεί και μαζί μ’ αυτό το ίδιο το ποιόν του ιδεολογικού του αντιπάλου. Η εμφάνιση και η εξάπλωση αυτού του όρου θα έπρεπε να κατατάσσεται βέβαια όχι τόσο στην παραγωγή πολιτικών ιδεολογιών, αλλά στα φαινόμενα της μαζικής κουλτούρας, όπως π.χ. συμβαίνει στον τομέα της μουσικής, όπου ανά τακτά χρονικά διαστήματα επαναπλασάρονται στην αγορά παλαιότερα μουσικά στυλ, επενδυμένα με νέο περιτύλιγμα και καμιά φορά με φρέσκια ιδεολογική αύρα. Αν όμως η ακρωτηριασμένη λέξη παραπέμπει σε ιδεολογική θολούρα, το φαινόμενο καθαυτό φανερώνει μια καίρια πτυχή της λειτουργίας των ψευδο-ιδεών: την προσπάθεια ερμηνείας περίπλοκων κοινωνικο-πολιτικών φαινομένων με βάση βολικά, μανιχαϊστικά πρότυπα του ιστορικού παρελθόντος. Αξίζει να επαναλάβουμε και εδώ την διεισδυτική παρατήρηση του Παζολίνι σε σχέση με τον τρόπο σκέψης της αριστεράς: «Το ξέρω πως όταν η τηλεόραση δείχνει «Το Παρίσι καίγεται» [ταινία για την γαλλική αντίσταση επί γερμανικής κατοχής] κάθονται όλοι εκεί με μάτια δακρυσμένα και με την τρελή λαχτάρα να μπορούσε να επαναληφθεί η ιστορία, όμορφα και καθαρά (αποτέλεσμα του χρόνου που ξεπλένει τα πράγματα, όπως η βροχή τις προσόψεις των σπιτιών). Απλό, εγώ απο’δώ εσύ απο’κεί. Ας μην αστειευόμαστε όμως με τον κόπο και το αίμα που πλήρωσαν εκείνοι οι άνθρωποι για να επιλέξουν. Όταν βρίσκεσαι στριμωγμένος με τη μούρη μέσα σε μια στιγμή της ιστορίας που σε συντρίβει, τότε το να διαλέξεις είναι πάντα μια τραγωδία». Από τα τέλη του Β’ Π. Π. και έπειτα, η τελευταία ιδεολογική σύγκρουση που έλαβε χώρα στο ευρωπαϊκό έδαφος έχει καταστεί το αρχέτυπο όλων των πολιτικών, κοινωνικών και διαπροσωπικών συγκρούσεων, αρχέτυπο που λειτουργεί τόσο ως βολικό ερμηνευτικό πασπαρτού όσο και ως ψευδο-ιδέα που εξερεθίζει το συλλογικό φαντασιακό και συσπειρώνει τις μάζες. Σήμερα, είναι αυτή η καθήλωση που γεννά, εκ των υστέρων, τη ρητορική και τον ακτιβισμό, δεν είναι η σκέψη που γεννά την απόφαση και τη δράση.

Εκτός όμως από τις μεμονωμένες έννοιες, το ίδιο ακριβώς φανερώνουν και τα επιχειρήματα με τα οποία η Αριστερά τάσσεται αναφανδόν «υπέρ των μεταναστών». Επιχειρήματα τα οποία αποτελούν κοκτέιλ ηθικών προσταγών και εφαρμοσμένου θετικισμού, που όμως αποκρύπτουν τελικά και από τους ίδιους τους εκφραστές τους τις πιο ουσιαστικές πτυχές του ζητήματος. Ποιά είναι εν τάχει αυτά τα επιχειρήματα; Πρώτον, ότι είναι φυσικό για τον άνθρωπο, και έχει επαναληφθεί πολλές φορές στην ιστορία, το να ψάχνει τις καλύτερες γι’ αυτόν συνθήκες ή, αντίστοιχα, να αποφεύγει τα εχθρικά ή επικίνδυνα περιβάλλοντα, όπως εξ άλλου κάνουν και όλοι ζωντανοί οργανισμοί. Δεύτερον – κατ’ επέκταση – ότι οι μετακινήσεις πληθυσμών είναι κι αυτές αδιάσπαστο μέρος των μεγάλων ιστορικών κύκλων και συνδέονται άμεσα με τις περιόδους παρακμής των κυρίαρχων πολιτικο-κοινωνικών μορφωμάτων· δεν έχει νόημα να ψάχνουμε αν οι πρώτες προκαλούν τις δεύτερες ή το αντίστροφο, άλλωστε ο μέσος άνθρωπος δεν έχει τα μέσα να αναζητήσει επί τόπου την αλήθεια, σημασία έχει ότι πρόκειται για αναπόφευκτα φαινόμενα της ιστορίας.. Και τέλος, ότι, έτσι κι αλλιώς, ανεξάρτητα από ιστορικές συνθήκες και ιδεολογικές τοποθετήσεις, μπροστά στην ανθρώπινη δυστυχία οφείλουμε να είμαστε πάντα με τον αδύναμο.

Η κρυφή αχίλλειος πτέρνα αυτής της επιχειρηματολογίας, που εξωτερικά μοιάζει να είναι αυτονόητα συμπαγής, είναι όμως το διπλό θεμέλιο ανθρωπισμού-ορθολογισμού, από το οποίο μοιάζει να εκπορεύεται σχεδόν αυτόματα η τελική ηθική προσταγή. Αν ο εικοστός αιώνας μάς έχει διδάξει κάτι είναι ακριβώς ότι το θεωρητικό υπόβαθρο επάνω στο οποίο στηρίζονται λίγο πολύ όλα τα ανθρωπιστικά επιχειρήματα, η φυσική φιλοσοφία του Διαφωτισμού κι ο επιστημονικός υλισμός, μπορεί μεν να είναι ορθολογικό (κι αυτό υπό προϋποθέσεις), αλλά εξ αιτίας αυτού του ορθολογισμού, να είναι ταυτόχρονα ηθικά διφορούμενο. Η μέθοδος του να ερμηνεύονται διάφορα κοινωνικά φαινόμενα και ιστορικά γεγονότα αποκλειστικά ως φυσικά φαινόμενα, όπως π.χ. η βροχή, οι τέσσερις εποχές ή οι μετακινήσεις των τεκτονικών πλακών, και με μόνη βάση τον επιστημονικό ντετερμισμό, καθόλου δεν μας εγγυάται ότι στο τέλος ο άνθρωπος θα διατηρήσει ως το τέλος την κεντρική του θέση στο «ανθρωποκεντρικό» αυτό σύστημα κι ότι θα παραμείνει «πάντων πραγμάτων μέτρον». Αντιθέτως, τα παντοειδή προβλήματα, οικονομικά, κοινωνικά και ψυχικά, που προκαλεί στον σημερινό άνθρωπο η παντοκρατορία του τεχνικισμού και της αυτοματοποίησης υποδηλώνουν μάλλον το αντίθετο. Το ίδιο ισχύει και με την περίφημη έννοια της ισότητας: η αναγωγή της ισότητας στο κοινό βιολογικό ανήκειν υποβιβάζει την ανθρώπινη ύπαρξη σε ένα καθαρά υποατομικό επίπεδο και προωθεί το κοινωνικό μοντέλο της μυρμηγκοφωλιάς και της κοινωνίας ως παθητικής μάζας προς «διάπλαση». Η βιολογική ομοιότητα του ανθρώπου όχι μόνο δεν προήγαγε την αδελφοσύνη, αλλά αποτέλεσε τη βάση διάφορων απάνθρωπων ιδεολογημάτων και πρακτικών, όπως ο κοινωνικός δαρβινισμός και η ευγονική. Και στις δύο περιπτώσεις, η παραδοχή της βιολογικής και οικονομικής επιβίωσης ως βασικής, κι αν όχι  μοναδικής, αρχής ορισμού της ανθρώπινης ύπαρξης υποσκάπτει την κοινωνική συνοχή αλλά και την έννοια της Δικαιοσύνης, δίχως την οποία κανένα κοινωνικό σύνολο δεν μπορεί να επιβιώσει. Δεν είναι εξ άλλου τυχαίο ότι σε αυτήν ακριβώς την αρχή βασίζονται τα ιδεολογήματα του νεοφιλελευθερισμού και του καπιταλισμού, οι οποίοι, ας μην ξεχνάμε, ήταν τα συστήματα που εργαλειοποίησαν για πρώτη φορά στην ιστορία και εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τη μέθοδο της μετακίνησης πληθυσμών. Οι υποστηρικτές των μεταναστών που εναντιώνονται με τόσο πάθος στο κυρίαρχο οικονομικό σύστημα δεν θα έπρεπε να ξεχνάνε ότι μια ηθική στάση που, στην προσπάθειά της να παραμείνει αμόλυντη, αρνείται να λάβει υπ’ όψη της το σύνολο της πολιτικής πραγματικότητας, κινδυνεύει τελικά να χειραγωγηθεί από τις δυνάμεις εκείνες τις οποίες αντιμάχεται. Οι καλές προθέσεις και οι ευγενείς αρχές δεν εγγυώνται σε καμία περίπτωση το ευτυχές κλείσιμο των ιστορικών κύκλων, ιδίως σε μια εποχή που και η ίδια ακόμα η δυστυχία και η αθωότητα μπορούν να μετατραπούν σε όπλα εναντίον του αντιπάλου.

Κάθε ερμηνεία του ανθρώπου που παραλείπει το πρόσωπο, αυτό δηλαδή που κατεξοχήν κάνει άνθρωπο τον άνθρωπο είναι καταδικασμένη να ακυρώνει την υπόστασή του και να χάνει από τα μάτια της το πιο ουσιαστικό χαρακτηριστικό του, ότι δηλαδή ο άνθρωπος δεν είναι έντομο, απλός ζων οργανισμός, αλλά και φορέας πολιτιστικών αξιών, ενσαρκωτής και εκφραστής νοήματος, μέσω του οποίου προσλαμβάνει την ύπαρξή του και τη μοίρα του και χτίζει την ηθική του. Η μόνη ηθική που μπορεί να γεννηθεί από έναν ντετερμινιστικό υλισμό είναι αυτή του Κράτους και της Ανάγκης, όπως ξέρουμε από την εποχή του Προμηθέα, και είναι η μόνη που μπορεί να έχει αξιώσεις καθολικότητας αντίστοιχες με αυτές της επιστήμης. Η αυθεντική ηθική που γεννιέται από πολιτισμικές αξίες δεν μπορεί παρά να είναι συνδεδεμένη με έναν πνευματικό κόσμο νοήματος και άρα να αναγνωρίζει τα όρια εντός των οποίων μπορεί να είναι εφικτή και κοινωνικά εφαρμόσιμη. Γι’ αυτόν το λόγο, μια νομικά ρυθμισμένη απόσταση είναι πολλές φορές προτιμότερη από την καταναγκαστική συμβίωση. Η περίπτωση των Τούρκων της Γερμανίας αποτελεί ένα καλό παράδειγμα των αδυναμιών ενός συστήματος πολυπολιτισμικής συνύπαρξης. Αν η αφομοίωση της τουρκικής κοινότητας δεν πέτυχε, είναι γιατί οι άνθρωποι δεν είναι μόνο εκπρόσωποι ενός βιολογικού είδους, αλλά υπακούουν σε ανώτερα αξιακά συστήματα που τοποθετούν πάνω από την απλή οικονομική τους επιβίωση. Η Τουρκία καταφέρνει να χειραγωγεί τους Γερμανούς πολίτες τουρκικής καταγωγής ακριβώς στη βάση της θρησκευτικής και της εθνοτικής διαφοράς, τις οποίες και τοποθετεί πάνω από την «ανθρωπινότητα». Αν δεν ήταν έτσι, 50 και πλέον χρόνια κοινωνικών παροχών του πιο προηγμένου ευρωπαϊκού κράτους θα είχαν σβήσει από την μνήμη των «ευεργετηθέντων» την πολιτιστική και θρησκευτική τους υπόσταση.

Είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο που η ειρωνεία της ιστορίας έρχεται να ακυρώσει την ρητορεία του αριστερού λόγου. Η «Διαφορά» και ο «Άλλος», τα ιερά και όσια του σύγχρονου σχετικισμού και αιχμές του δόρατος της μεταμοντέρνας ουτοπίας, επαναφέρουν από το παράθυρο τον εχθρό εκείνο που οι εκφραστές των νεωτερικών δογμάτων νόμιζαν ότι είχαν νικήσει κατά κράτος στο προνομιακό πεδίο της ακαδημαϊκής έρευνας και των γκαλερί σύγχρονης τέχνης: το έθνος και τη θρησκεία, έστω και σε μια πιο ξεχαρβαλωμένη και αποδυναμωμένη εκδοχή. Οι νοητικές ακροβασίες στις οποίες επιδίδονται οι επαγγελματίες ανθρωπιστές προκειμένου να δικαιολογήσουν τέτοιες δυσάρεστες εκπλήξεις και να σώσουν τα προσχήματα είναι βέβαια διασκεδαστικές, αλλά παραμένουν εξ ίσου αστήρικτες και απομακρυσμένες από την πραγματικότητα, και δεν εκφράζουν τίποτε άλλο παρά μόνο την εθελοτυφλία τους απέναντι στην ιστορία, την ίδια αυτή ιστορία που σε κάθε ευκαιρία οι υπερασπιστές του ανθρωπισμού επικαλούνται προκειμένου να επικυρώσουν την ηθική εγκυρότητα της στάσης τους. Είναι εξ άλλου πραγματικά κωμικό να βλέπει κανείς αυτούς που επιτίθενται με κάθε ευκαιρία στην απάνθρωπη καπιταλιστική Δύση για την κατάσταση στην οποία έχει φέρει την Ελλάδα μέσω των μνημονίων, να φορτώνονται ευχαρίστως στους ώμους τους τις ενοχές τις οποίες η ίδια αυτή Δύση έχει την πολυτέλεια να καλλιεργεί εξ αποστάσεως και μέσω της ασφαλούς απόστασης και μιας επιλεκτικής ηθικής. Η απόλυτη όμως εγκυρότητα που αποζητούν όλοι αυτοί οι ηθικολόγοι, δεν μπορεί να ισχύσει καθολικά παρά μόνο εκτός ιστορίας, σ’ ένα σύμπαν αποκαθαρμένο από την τραγικότητα που, όπως σωστά υπογραμμίζει ο Παζολίνι, συνοδεύει κάθε πραγματική επιλογή.

Αυτόν ακριβώς τον απολυμαντικό ρόλο παίζει η ανθρωπιστική επιχειρηματολογία των πάσης φύσεως ακτιβιστών και ΜΚΟ και «προοδευτικών» ΜΜΕ: υιοθετώντας μια προοπτική είτε υπερβολικά μικροσκοπική (το «ανθρώπινο δράμα», το «ασφαλιστικό που θα ανασάνει» κτλ.) είτε υπερβολικά μακροσκοπική (οι «κύκλοι της ιστορίας», η «παρακμή του καπιταλισμού»), εστιάζοντας δηλαδή σε ζητήματα είτε υπερ-ιστορικής (αθωότητα και ενοχή, η κακότητα της Εξουσίας) είτε υπο-ιστορικής κλίμακας (ο φετινός προϋπολογισμός), η ρητορική αυτή όχι μόνο καθιστά αόρατο το πραγματικό πολιτικό διακύβευμα, αλλά γίνεται και η ίδια εύκολη λεία για οποιοδήποτε κέντρο εξουσίας θελήσει να την προσεταιριστεί προς όφελός του. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει σήμερα κράτος ή οργανισμός με σοβαρές αξιώσεις ηγεμονίας που να μην συμμετέχει στο ευγενές σπορ της προστασίας των αδυνάτων, μηδενός εξαιρουμένων των πιο απολυταρχικών καθεστώτων όπως η Τουρκία, η οποία χρησιμοποιεί τα δικαιώματα των προσφύγων ως ηθικό πολιορκητικό κριό ενάντια στην Ευρώπη. Είναι στο χέρι των ευρωπαϊκών κρατών να μην αφήσουν να μετατραπεί αυτός ο πολιορκητικός κριός από ηθικό σε στρατιωτικό.