Mετάφραση: Αλέξανδρος Μπριασούλης
«Ο ζωγράφος πρέπει να μάθει να παραμονεύει το φως. Τις αντανακλάσεις του, τα περάσματά του. Νωρίς το πρωί, μετά το πρωινό και την ανάγνωση της αλληλογραφίας, εξετάζω την ποιότητα του φωτός. Θέλω να διαπιστώσω αν θα μπορέσω να ζωγραφίσω, αν θα μπορέσω να προχωρήσω αρκετά βαθιά στο μυστήριο του πίνακα, αν το φως θα είναι κατάλληλο για ζωγραφική. Ζωγραφίζω μόνο με το φως της ημέρας, ποτέ με το ηλεκτρικό. Το φυσικό φως αλλάζει με τις κινήσεις του ουρανού και είναι αυτό που ωριμάζει, που οργανώνει τον πίνακα. Αυτή η μέρα θα κάνει τον πίνακα να προχωρήσει, τον πίνακα τον ξεκινημένο από καιρό. Ίσως μια μόνο πινελιά, μετά από τόσο διαλογισμό μπροστά στον μουσαμά. Μόνον αυτό. Και η ελπίδα ότι ίσως σήμερα θα εξημερώσω το μυστήριο.
Το εργαστήριο είναι ο τόπος της εργασίας. Του κόπου. Ο τόπος του επαγγέλματος. Εδώ βρίσκεται το ουσιώδες. Εδώ συγκεντρώνομαι στον εαυτό μου, σαν σε τόπο φώτισης. Θυμάμαι το εργαστήρι του Τζακομέττι. Μαγικό, γεμάτο από αντικείμενα, υλικά, χαρτιά και από την έντονη αίσθηση εγγύτητας στο μυστικό. Θαυμάζω και σέβομαι πολύ τον Τζακομέττι, αλλά και τον αγαπώ. Ήταν αδελφός, φίλος. Γι’ αυτό έχω αυτή τη φωτογραφία του, δεν ξέρω ούτε από πού είναι ούτε ποιός την τράβηξε. Αλλά δουλεύω πάντα κάτω από τη σκιά του, κάτω από το καλόγνωμο και προστατευτικό βλέμμα του. Κάποιος πρέπει να πει στους σημερινούς ζωγράφους ότι όλα συμβαίνουν στο εργαστήριο, μέσα στη βραδύτητα του χρόνου του.
Η ζωγραφική είναι ταυτόχρονα εσωτερική αναγκαιότητα και επάγγελμα. Δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω ότι τα λάθη της σύγχρονης ζωγραφικής προέρχονται όλα από αυτή την έλλειψη κόπου, την έλλειψη της επιβεβλημένης σιωπής. Η ζωγραφική είναι μια μακρά διαδικασία που συνίσταται στο να συνταιριάξεις το κάθε χρώμα, όμοια με τις νότες της μουσικής, με όλα τα υπόλοιπα έτσι ώστε να παραχθεί ο σωστός ήχος. Τα χρώματα δεν υπάρχουν παρά μόνο σε σχέση με τα άλλα. Όπως και στη μουσική, αν αλλάξετε από σολ ματζόρε σε σολ μινόρε όλα αλλάζουν. Ένα χρώμα βρίσκει τον ρόλο του, την ταυτότητά του θα μπορούσα να πω, μόνον όταν τοποθετούμε δίπλα του ένα άλλο. Κατέκτησα αυτή τη γνώση μέσα στην βραδύτητα της εργασίας του ατελιέ.
Όταν λέω ότι πρέπει κανείς να ξέρει να εξημερώνει τον χρόνο, να μπαίνει μέσα του, εννοώ ότι πρέπει να ξέρει να αντλεί νόημα απ’ αυτόν. Χάρη στο χρόνο που δίνει στον πίνακα, να φτάνει στην αποκάλυψη. Να ζει ελπίζοντας ότι θα την ανακαλύψει, να βρίσκεται στη διάθεσή της. Το έργο μου πραγματοποιείται πάντα υπό την αιγίδα του πνεύματος. Γι’ αυτό και βασίζομαι πολύ στην προσευχή. Η προσευχή οδηγεί στον σωστό δρόμο. Είμαι πιστός καθολικός και η ζωγραφική είναι για μένα ένα μέσο να διεισδύσω στο μυστήριο του Θεού. Να αποσπάσω κάποια θραύσματα από το Βασίλειό του. Δεν υπάρχει ματαιοδοξία εδώ, μάλλον ταπεινοφροσύνη. Να γίνεις ικανός να συλλάβεις ένα θραύσμα φωτός. Γι’ αυτό αγαπώ την Ιταλία. Την επισκέφτηκα πρώτη φορά πολύ νέος, δεκαέξι ή δεκαεπτά χρονών, και την αγάπησα αμέσως. Αγάπησα την ευγένεια των ανθρώπων, την τρυφερότητα των τοπίων. Θεωρώ την Ιταλία γη πνευματοποιημένη. Έμπλεη πνεύματος. Είτε πίνακας είτε προσευχή, είναι πάντα το ίδιο: ένα κομματάκι αθωότητας ακινητοποιημένο, ένα θραύσμα χρόνου σωσμένο από το δράμα του χρόνου που κυλά. Μια μικρή αθανασία.
Λένε ότι χρειάζομαι δέκα χρόνια για να τελειώσω έναν πίνακα. Μόνον εγώ ξέρω όμως πότε έχει τελειώσει, δηλαδή πότε έχει ολοκληρωθεί. Ούτε μια πινελιά δεν μπορεί πλέον να συμπληρώσει τον κόσμο που έχει γεννηθεί, το μυστήριο που έχει επιτέλους αποκαλυφθεί. Τέλος της σιωπηλής προσευχής. Τέλος του διαλογισμού. Μια ιδέα της ομορφιάς έχει αγγιχθεί.
Επιμένω πολύ στην αναγκαιότητα της προσευχής. Πρέπει να ζωγραφίζουμε όπως προσευχόμαστε. Μέσω της προσευχής αποκτούμε πρόσβαση στη σιωπή, στο αόρατο. Βέβαια σήμερα, μια και οι ηλίθιοι που κάνουν αυτό που αποκαλείται σύγχρονη τέχνη δεν καταλαβαίνουν τίποτα από ζωγραφική, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι τα λόγια μου γίνονται κατανοητά. Αλλά τί πειράζει; Η ζωγραφική αρκεί στον εαυτό της. Για να μπορέσεις να την αγγίξεις έστω και ελάχιστα, πρέπει πρώτα να τη συλλάβεις, θα έλεγα, τελετουργικά. Να συλλάβεις αυτό που έχει να δώσει σαν χάρη. Δεν μπορώ να μην χρησιμοποιώ αυτό το θρησκευτικό λεξιλόγιο, δεν βρίσκω τίποτα καλύτερο, πιο κατάλληλο, για να περιγράψω αυτό που θέλω να πω. Μπορούμε να ενωθούμε με το ουσιώδες μέσω της ιερότητας του κόσμου, μέσω της ταπεινής διαθεσιμότητας και προσφοράς του εαυτού μας.
Πρέπει να ζωγραφίζει κανείς πάντα εν μέσω αυτής της απογύμνωσης, μακρυά από την πολλή φασαρία του κόσμου, μακρυά από τις ευκολίες και τους ιλίγγους του. Η ζωή μου άρχισε μέσα σε μεγάλη φτώχια, αλλά πάντα απαιτούσα πολλά από τον εαυτό μου. Θυμάμαι τις μοναχικές μέρες στο εργαστήρι της οδού Furstenberg. Γνώριζα τον Πικάσσο και τον Μπρακ που ερχόταν συχνά να με δουν. Και οι δυο έτρεφαν για μένα πολύ φιλικά αισθήματα, παρόλο που εκείνη την εποχή ήμουν αρκετά μοναχικός και ακοινώνητος. Ο Πικάσσο μου έλεγε: «Είσαι ο μόνος από τους ζωγράφους της γενιάς σου που με ενδιαφέρει. Όλοι οι άλλοι θέλουν να κάνουν Πικάσσο, εσύ ποτέ». Το εργαστήρι μου βρισκόταν τότε πάνω από τον πέμπτο όροφο μιας παρισινής οικοδομής. Έπρεπε πραγματικά να θέλεις να με δεις για να ανέβεις εκεί πάνω.
Κανείς δεν αναλογίζεται τί είναι στην πραγματικότητα η ζωγραφική: ένα επάγγελμα, όπως αυτό του χτίστη ή του γεωργού. Είναι σαν να πρέπει να σκάψεις μια τρύπα στη γη, απαιτείται μια συγκεκριμένη φυσική προσπάθεια που αντιστοιχεί στον σκοπό σου. Σκέφτομαι συχνά, σχετικά με αυτό, τις αποτυχίες της μοντέρνας τέχνης. Γνώριζα πολύ καλά τον Μόντριαν και λυπόμουν που είχε εγκαταλείψει τον δρόμο του, τότε που έκανε όλα εκείνα τα πολύ ωραία δέντρα. Τότε παρατηρούσε ακόμα τη φύση. Και μια μέρα το γύρισε στην αφαίρεση. Είχαμε πάει κάποτε να τον επισκεφτούμε με τον Τζακομέττι, ένα όμορφο απόγευμα, την ώρα που έσβηνε το φως της ημέρας. Καθόμασταν με τον Αλμπέρτο και κοιτούσαμε αυτό το εξαίσιο θέαμα από το παράθυρο του ατελιέ, όταν ξαφνικά ο Μόντριαν τράβηξε τις κουρτίνες, λέγοντας ότι δεν ήθελε πια να βλέπει όλο αυτό…
Αυτή η μετάλλαξη του στιλ του πάντα με στεναχωρούσε, όπως εξ άλλου κι όλοι αυτοί οι συνδυασμοί που εφεύρε η μοντέρνα τέχνη, κατασκευές ψευτο-διανοούμενων, τυφλών που περιφρόνησαν τη φύση. Γι’ αυτό και έμεινα πάντα πιστός στα μέσα μου και στην πεποίθησή μου ότι η ζωγραφική είναι κυρίως τεχνική, όπως η επεξεργασία του ξύλου ή το να ανοίγεις τρύπες στη γη ή σ’ ένα τοίχο…
Αυτή την ιδέα της ζωγραφικής την έχω από την πιο μακρυνή παιδική μου ηλικία, την οποία ποτέ δεν εγκατέλειψα. Είχα θραφεί έμμεσα από την ποίηση και την πίστη του Ρίλκε και είχα ήδη διαισθανθεί το πόσο ο κόσμος είναι πνεύμα κι ότι αυτό το πνεύμα έπρεπε να το ψάξεις στην φτώχια των πραγμάτων και στο ατελείωτο μεγαλείο τους. Ο Μποννάρ τα ήξερε αυτά τα πράγματα, τα είχε ανακαλύψει στα μπουκέτα με τα λουλούδια, στην γη την καλυμμένη με πάγο, στα χειμωνιάτικα τοπία και στα ηλιόλουστα μπαλκόνια που τόσο καλά ήξερε να ζωγραφίζει. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι ξέντυτες κοπέλες που ζωγραφίζω αποτελούν μια θεματολογία ερωτική. Ποτέ δεν είχα την πρόθεση να προσδώσω στους πίνακές μου μια τέτοια θεματική, κάτι που θα τους έκανε φλύαρους και ανεκδοτολογικούς. Εγώ ήθελα να πετύχω το αντίθετο, να τις περιβάλλω με μια αύρα σιωπής και βαθύτητας, να δημιουργήσω γύρω τους έναν ίλιγγο. Για μένα είναι σαν άγγελοι, σαν πλάσματα που έχουν έρθει από αλλού, από τα ουράνια, από έναν τόπο ιδανικό που ξαφνικά, σχίζοντας το χρόνο, μισάνοιξε, αφήνοντας το θαυμαστό και μαγεμένο ίχνος μιας εικόνας. Μία μόνο φορά έκανα ένα έργο με σκοπό την πρόκληση. Το 1934, στην έκθεση που μου έκανε η γκαλερί Pierre, το έργο “το μάθημα της κιθάρας” παρουσιάστηκε πίσω από μια κουρτίνα, γιατί είχε κριθεί πολύ τολμηρό για την εποχή του, μια εποχή που κατά τ’ άλλα ανεχόταν τις κυβιστικές και τις σουρεαλιστικές προκλήσεις. Τότε ήμουν πολύ μονοκόμματος, “σκοτεινός”, όπως έλεγε ο Pierre-Jean Jouve, και ανικανοποίητος από τα έργα μου. Εκείνη την εποχή ζούσα στην οδό Furstenberg, χωρίς να νοιάζομαι πολύ για υλικές ανέσεις και πλήρως αφοσιωμένος στην κατανόηση του μυστηρίου της ζωγραφικής.
Μου αρέσουν οι θυελλώδεις και βασανισμένοι χαρακτήρες, οι μυστικιστές. Έντονη μυστικιστική βία είχε ο Αρτώ. Έχω κάποιες επιστολές του όπου μιλά για τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή και τον Άγιο Ιωάννη της Ασσίζης με θρησκευτικό ζήλο φανατικού πιστού. Συχνά τον προειδοποιούσα ότι η πολλή παρέα με τους σουρεαλιστές θα τον έβγαζε απ’ τον δρόμο του. «Μην τους εμπιστεύεστε καθόλου», του έλεγα. «Ξέρω πολύ καλά τι κάνουν», μου απαντούσε, αλλά τελικά δεν βρήκε το χρόνο και τη δύναμη να απομακρυνθεί απ’ αυτούς. Είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε σπουδαίο μυστικιστή καλλιτέχνη.
Η μεγάλη μου δύναμη προέρχεται από την πίστη μου, αυτή μου επέτρεψε να προχωρήσω με τόση σιγουριά, όταν αυτή τη σιγουριά δεν μπορούσα ακόμα να τη βρω στη ζωγραφική μου. Το ότι δούλεψα μαζί, ας το πούμε έτσι, με τον Μαζάτζιο, τον Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα, τον Μπεάτο Αντζέλικο, του οποίου το όνομα υποδηλώνει την εγγύτητά του με τους αγγέλους, όπως και με τον άγνωστο στους πολλούς Masolino da Panicale, η υψηλών απαιτήσεων δουλειά τους και ο κόπος τους μού ενέπνευσαν ανεξάντλητη δύναμη και επιβεβαίωσαν την κλίση μου. Θυμάμαι έντονα τις στιγμές που πέρασα δίπλα τους στην Τοσκάνη, στα χρόνια της νεότητάς μου: για κάποιες ώρες ψιλοδούλευα για να κερδίσω τα προς το ζην και το υπόλοιπο της ημέρας το περνούσα κοντά τους. Έπλενα πιάτα σε μια τρατορία ή έκανα τον ξεναγό για τους τουρίστες, αλλά μόλις τελείωνα έτρεχα να τους βρω, να τους αντιγράψω, να ξεκλειδώσω τα μυστικά των χρωμάτων τους. Πέρασα ολόκληρα απογεύματα μόνος απέναντι στις νωπογραφίες του Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα στον Άγιο Φραγκίσκο του Αρέτσο. Κανείς δεν ασχολούνταν τότε με αυτό τον ζωγράφο, ήταν παραπεταμένος, και μόνο σήμερα έχουν ανακαλύψει την μεγαλοφυία του και του αφιερώνουν βιβλία και εκθέσεις. Το να είμαι μόνος μαζί του ήταν μια εμπειρία σχεδόν υπερπραγματική, ήμουν βυθισμένος στην καρδιά της ζωγραφικής, στην καρδιά της πιο σπουδαίας τέχνης, μέσα στο μυστικό του κόσμου.
Έτσι πέρασαν τα νιάτα μου, μοναχικά, μέσα σε αυτήν τη συνεχή μύηση. Από τότε μου αρέσει η μοναξιά, η αίσθηση του να εισέρχομαι μόνος στο άδυτο της ζωγραφικής, να πλησιάζω τα βάθη της.
Οι απαιτήσεις της ζωγραφικής που αποφεύγει κάθε ευκολία προϋποθέτουν μεγάλες απαιτήσεις από τον εαυτό μας, όπως και μια εμπιστοσύνη στη δουλειά μας που μόνο η συντροφιά των αγαπημένων Δασκάλων, η προσεκτική μελέτη των έργων τους, μπορεί να δώσει. Όταν ήμουν νέος, η δικτατορία που είχαν επιβάλλει οι οπαδοί του Πικάσσο παρουσίαζε κάθε ζωγραφική που δεν ήταν επηρεασμένη απ’ αυτόν σχεδόν σαν φασιστική και αντιδραστική ή, τουλάχιστον, ξεπερασμένη. Είχα μαλώσει τότε με πολλούς γι’ αυτό τον λόγο. Είχα βρει καταφύγιο στη μοναξιά, όντας πεπεισμένος ότι ο δρόμος που είχα διαλέξει ήταν ουσιαστικός, για μένα τουλάχιστον, και ότι θα με οδηγούσε στη ζωγραφική.
Ο Πικάσσο σεβόταν την ανεξαρτησία μου και την άρνησή μου να προσχωρήσω σ’ αυτό που άθελά του είχε επιβάλλει. Χρειάστηκε πολύς χρόνος, πολύς συγκρατημένος θυμός, πολλή φτώχια πριν αναγνωριστεί πραγματικά η δουλειά μου. Η εποχή της οδού Rohan υπήρξε ταυτόχρονα η πιο όμορφη και η πιο στερημένη. Αλλά υπήρχε κάτι το σπουδαίο μέσα σ’ αυτή τη φτώχια και τη μοναξιά, ο δρόμος μου προς τα μπρος. Νομίζω ότι ο Πικάσσο τα καταλάβαινε πολύ καλά όλα αυτά, παρόλη τη διαφορά που χώριζε τα έργα μας. Σε αντίθεση με τους σουρεαλιστές, εγώ δεν ήθελα να ζωγραφίζω μανιφέστα, χαοτικές καταστάσεις ή τις ρωγμές του ασυνείδητου· αντίθετα, ήθελα να τα ανιχνεύσω όλα αυτά και να τα φέρω στο φως μέσω της δομής, της τάξης και της κατασκευής. Έπρεπε να αποδώσω αυτή τη συμπύκνωση του όντος, το μυστήριό του. Μακριά, εννοείται, από τις ασχήμιες της κοσμικής ζωής.
Ένα πορτραίτο είναι για μένα το θραύσμα μιας ψυχής που έχει αποτυπωθεί στο μουσαμά, μια διείσδυση στο άγνωστο. Το να ζωγραφίζεις δεν σημαίνει να αναπαριστάς, αλλά να διεισδύεις, να διεισδύεις ως την καρδιά του μυστικού. Να καταφέρνεις να αντανακλάς της εσωτερική εικόνα. Ένας πίνακας είναι ένας καθρέφτης, αντανακλά το πνεύμα, το εσωτερικό φως. Γι’ αυτό τον λόγο δεν μου αρέσει ο Σαγκάλ. Μιλούσαμε συχνά γι’ αυτό το θέμα με τον Μαλρώ, ο οποίος εκτιμούσε πολύ τον Σαγκάλ και δεν κατανοούσε τις επιφυλάξεις μου. Πάντα έβρισκα τα έργα του ανεκδοτολογικά, ψεύτικα. Κι η αφέλειά του μού φαινόταν τεχνητή. Η τέχνη του ήταν υπερβολικά “ελαφριά” και δεν μπορούσε να εισέλθει σε αυτό που ο Ρίλκε αποκαλούσε το “Κρακ”, στη Χώρα των Θαυμάτων. Στον Σαγκάλ, το περιεχόμενο του πίνακα παραείναι προφανές και η ευγένειά του αποκλείει το απρόσμενο μυστήριο των όντων και των πραγμάτων.
Για παρόμοιους λόγους με απογοητεύει κι ο Ρουώ. Η προφανής ευκολία της εκτέλεσης του στιλ του μού φαίνεται βαρετή, δεν υπάρχει εφευρετικότητα. Ο Ρουώ ποτέ δεν υπήρξε εφευρετικός, δεν γνωρίζει πως να μεταμορφώνει τον κόσμο, πως να αποδίδει το εσωτερικό του ανάγλυφο, πως να αγγίζει τον εσωτερικό του χώρο.
Όταν το καλοσκέφτομαι, βλέπω ότι ο δρόμος μου ήταν ήδη χαραγμένος από την παιδική μου ηλικία, χάρη στις καλλιτεχνικές γνωριμίες των γονιών μου και τις αισθητικές προτιμήσεις του πατέρα μου, κυρίως ο Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα αλλά και η ανακάλυψη του Σεζάν. Εκεί, σε αυτά τα φρούτα μιας κομψότητας ανήκουστης και μιας πρωτόγνωρης φρεσκάδας, που ήταν σχεδόν ένα τίποτα αλλά και τα πάντα, έβλεπα τί ήταν αυτό που έπρεπε να ζωγραφίσω. Το ίδιο επίσης και στη δουλειά του Μποννάρ όπως και στα γραπτά του Ρίλκε, διέβλεπα αυτόν τον κόσμο μεταξύ ορατού και αόρατου, τον τόπο εκείνο όπου το όνειρο πλησιάζει την πραγματικότητα και μας παρασέρνει μακριά. Γι’ αυτό και δεν μ’ αρέσει καθόλου ο Μορώ, τα έργα του οποίου, παραφουσκωμένα και διακοσμητικά, δυσκολεύονται τόσο πολύ να αναπνεύσουν, που στο τέλος δεν τους μένει καθόλου ζωγραφική, δηλαδή η αλήθεια της ζωγραφικής.
Το ίδιο αισθάνομαι και για τους σουρεαλιστές, οι οποίοι αν και προσπάθησαν να με συμπεριλάβουν κάποια στιγμή στην ομάδα τους, δεν κατάλαβαν ότι η ζωγραφική δεν μπορεί να βρει τη θέση της μέσα σ’ όλον αυτόν τον ορυμαγδό. Μέσα σ’ αυτό το παζάρι προκατασκευασμένων και τεχνητών εικόνων δεν μπορεί να επέλθει η ανεπαίσθητη εκείνη ανατροπή που οδηγεί από την ζωγραφική στην αληθινή, υπόγεια και μυστική ζωή, στη ζώσα ζωή. Γι’ αυτό το λόγο συγκρούστηκα πολλές φορές με τους σουρρεαλιστές. Το υπερπραγματικό βρίσκεται πολύ κοντά στο πραγματικό, δεν είναι παρά μια εύθραυστη στιγμή, ένα πέρασμα που η ζωγραφική οφείλει να αδράξει, να μεταγράψει αυτή την ανατροπή. Τίποτε δεν είναι πιο δύσκολο από αυτό, απαιτούνται μήνες ή και χρόνια δουλειάς, περισυλλογής και κόπου προκειμένου να φτάσεις σ’ αυτό που θεωρείς ορθό. Για μένα, τα σουρεαλιστικά παιχνίδια που ανακηρύχθηκαν έργα τέχνης, όλα αυτά τα ραφινάτα πτώματα και οι αυτοματικές γραφές, δεν είναι τέχνη, αλλά απλές ασκήσεις, μια διασκέδαση που δεν έχει καμιά σχέση με την πρακτική της ζωγραφικής. Η ζωγραφική, πέρα από την τεχνική γνώση που απαιτεί, είναι καταρχάς μια στάση πνευματική, μια πραγματική μεταφυσική, ένα ταξίδι προσκυνήματος, μια ανακάλυψη βαθιά και σοβαρή. Δεν χωράν παιχνίδια στη ζωγραφική. Ευτυχώς υπάρχουν και κάποιοι ζωγράφοι που, αν και τυπικά ανήκουν στο κίνημα του σουρεαλισμού, ξεχωρίζουν. Ο Νταλί μπορεί να μην κατάφερε να ξεφύγει, αν και το πρώιμο έργο του ήταν πλούσιο και φροντισμένο, αλλά απ’ την άλλη ο Μιρό τα κατάφερε. Στον Μιρό μου αρέσει το χιούμορ του και η τάση διακωμώδησης της ανθρώπινης κατάστασης, όπως και το παιχνιδιάρικο μεγαλείο του. Ο Μιρό υπήρξε πολύ εφευρετικός, αλλά διατήρησε ταυτόχρονα στις μορφές του μιαν αθωότητα, μια νεότητα και μια ανθρώπινη αλήθεια. Στο έργο του δεν καταλήγουν όλα στο “τσέρκι”, όπως έλεγε ο Πικάσσο, όταν κορόιδευε την αφηρημένη ζωγραφική.
H ζωγραφική απαιτεί μια πειθαρχία που η μοντέρνα κοινωνία δεν μπορεί ούτε καν να φανταστεί. Αν θέλουμε να πλησιάσουμε την καρδιά της ζωγραφικής πρέπει να υποταχθούμε σε αυτή την απαίτηση, στην βραδύτητα της ζωγραφικής, την οποία οι σύγχρονοι καλλιτέχνες δεν αντέχουν. Ο Πικάσσο, που στο τέλος της ζωής του ζωγράφιζε δεκάδες πίνακες την εβδομάδα, σίγουρα καταπολεμούσε το άγχος του, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Εμείς πρέπει να επιστρέψουμε στην βραδύτητα του Τζιόττο, στην ακρίβεια του Μαζάτζιο και του Πουσέν! Μόνο όταν θαυμάσουμε τα αποτελέσματα που βλέπουμε στα έργα τους θα κατανοήσουμε τον λόγο που η ζωγραφική ζητά τόσα πολλά.
Η στενή μου σχέση με τον χριστιανισμό έχει επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο καταλαβαίνω τη ζωγραφική, χωρίς βέβαια να μπορώ να πω ότι είμαι “καθολικός” ζωγράφος. Θεωρούσα πάντα τη ζωγραφική ως αναζήτηση του Θαύματος, σχεδόν σαν τη νυχτερινή πορεία των Μάγων προς τη Βηθλεέμ. Πρέπει να ακολουθούμε το άστρο που μας οδηγεί για να φτάσουμε στην φανέρωση. Σήμερα είναι πολύ δύσκολο να λες τέτοια πράγματα, ιδίως όσον αφορά τη ζωγραφική την οποία οι σύγχρονοι καλλιτέχνες έχουν προδώσει. Οι εννοιολογικές έρευνες, οι αφαιρέσεις, οι επαναστατικές αισθητικές και οι ιδεολογίες κάθε λογής έχουν ξεπουλήσει το πρόσωπο και το τοπίο και τα έχουν καταστήσει άχρηστα και αντιδραστικά κατακάθια. Έτσι όμως εξαφανίστηκε η χιλιετής σχέση των ζωγράφων με το θείο. Η υποτιθέμενη μοντέρνα τέχνη έσβησε όλη την παράδοση της ζωγραφικής που είχε ξεκινήσει ήδη από την παλαιολιθική εποχή και την ζωγραφική των σπηλαίων, μια τέχνη που συνομιλούσε άμεσα με το θείο, το ιερό. Όλα αυτά σαρώθηκαν και σήμερα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτής της προδοσίας: στο πεδίο της μάχης που έχει εγκαταλειφθεί δεν απομένουν παρά μόνο πτώματα και τα σημάδια της χυδαίας κερδοσκοπίας…
Να επιστρέψουμε στην σοφία της ιταλικής νωπογραφίας, στην υπομονή της, στην αγάπη για το επάγγελμα και στην βεβαιότητα ότι, ζωγραφίζοντας, μπορούμε να αγγίξουμε την ομορφιά».
Αποσπάσματα από το βιβλίο “Mémoires de Balthus”, recueillis par Alain Vircondelet, Éditions du Rocher, Monaco 2016.