Συνδιαμόρφωση κειμένου: Μιχάλης Θεοδοσιάδης και Γιώργος Κουτσαντώνης
Κάθε άγαλμα και οίκημα στον δρόμο μετονομάστηκε, κάθε ημερομηνία παραποιήθηκε. Και η διαδικασία συνεχίζεται μέρα με την μέρα και λεπτό με το λεπτό. Η Ιστορία έχει σταματήσει. Τίποτα δεν υπάρχει παρά ένα ατέρμονο παρόν μέσα στο οποίο το Κόμμα έχει πάντα δίκιο. (Orwell, 1984)[1]
Τις τελευταίες εβδομάδες, κυρίως στις ΗΠΑ, με αφορμή τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ, σημειώθηκαν αρκετοί βανδαλισμοί και κατεδαφίσεις αγαλμάτων και μνημείων που σχετίζονται με το ιστορικό παρελθόν της χώρας και το καθεστώς δουλοκτησίας. Ανάλογα φαινόμενα, καταστροφικής μανίας, παρατηρούμε και στην Γαλλία, στην Γερμανία, στην Βρετανία και σε άλλες χώρες. Πρόσφατα στο Μιλάνο της Ιταλίας στο άγαλμα του Indro Montanelli έγραψαν με σπρέι «ρατσιστής και βιαστής», ενώ το περιέλουσαν με κόκκινη μπογιά. Μάλιστα ομάδες φοιτητών, ακτιβιστές και μια οργάνωση ουράνιο τόξο (iSentinelli), απευθυνόμενοι στην Δημαρχία της πόλης, είπαν:
«Τα αγάλματα έχουν μια συλλογική κοινωνική λειτουργία, επειδή καταλαμβάνουν τον δημόσιο χώρο εκπροσωπώντας αυτό που αποφασίζει η κυρίαρχη τάξη για να γιορτάσει την ιστορία της. Για τη φοιτητική συλλογικότητα του Μιλάνου ο Indro Montanelli, εκτός από την έντονη δράση του ως απολογητής του φασισμού, έγινε εθελοντής κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατικής και δουλοκτητικής εκστρατείας στην Αιθιοπία. Εκεί αγόρασε ένα «μαύρο μουτράκι» με το όνομα Destà, ένα κορίτσι της Αιθιοπίας μόλις 12 ετών, το οποίο χρησιμοποίησε χωρίς δεύτερη σκέψη ως πραγματικό παιχνίδι του σεξ. […] Με ισχύ και βεβαιότητα, ζητάμε την κατεδάφιση του αγάλματός του. Δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι παρουσιάζονται ως παράδειγμα προς μίμηση προσωπικότητες που, δίχως πολλές δεύτερες σκέψεις, έχουν κάνει νοοτροπία τους τη δουλεία, την αποικιοκρατία, τον μισογυνισμό, τον φασισμό και τον ρατσισμό».
Το άγαλμα και το ατελές ον
Ας δούμε τι είναι ένα άγαλμα. Εκτός από έργο τέχνης, ένα άγαλμα αντιπροσωπεύει τη μνημόνευση ενός ανθρώπου για συγκεκριμένα επιτεύγματά του που ωφέλησαν μια κοινωνία – αυτά δηλαδή τα θετικά στοιχεία της δράσης και της δημιουργίας που τον έκαναν να διακριθεί. Για παράδειγμα, ο ιστορικός Montanelli, που αναφέρθηκε παραπάνω, δεν υπήρξε, στα νιάτα του, μόνο εθελοντής στην Αιθιοπία, αλλά κι ένας από τους σημαντικότερους δημοσιογράφους και συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. Μάλιστα, μεταξύ των Ιταλών είναι γνωστό ότι, θεωρείται «πατέρας» της σύγχρονης δημοσιογραφίας και εμβληματικό μέλος της εφημερίδας Corriere della Sera που αγωνίστηκε σθεναρά υπέρ της ελευθερίας του λόγου/Τύπου και αντιτάχθηκε σε φαινόμενα φίμωσης και λογοκρισίας – ειδικά κατά την περίοδο της λεγόμενης Tangentopoli (της μιζοκρατίας στο Μιλάνο). Εδώ θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: δηλαδή δεν είναι κατακριτέος ο ρατσισμός, η αποικιοκρατία και ο μισογυνισμός, για τον οποίο κατηγορείται ο Ιταλός, επειδή αναδείχθηκε στον τομέα της δημοσιογραφίας και της συγγραφής ιστορικών πονημάτων; Η απάντηση είναι ότι όταν όντως πρόκειται για ρατσισμό, μισογυνισμό και φασισμό, όχι δηλαδή για κούφιες καταγγελίες, αυτά είναι πάντα κατακριτέα και απέναντι σε οποιονδήποτε. Η κατάκριση πρέπει να γίνεται και στον ιδιωτικό διάλογο, αλλά και στη δημόσια σφαίρα με θάρρος και παρρησία. Όμως το καίριο ερώτημα, για εμάς είναι άλλο: μπορούμε να ζητάμε από έναν άνθρωπο (από οποιονδήποτε) να έχει μια κρυστάλλινη και πεντακάθαρη ζωή; Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν αναζητήσουμε έναν τέτοιο άνθρωπο, για τον κάνουμε άγαλμα, θα είχαμε μόνον αγάλματα θεών γιατί άνθρωποι πεντακάθαροι δεν υπάρχουν. Μπορεί να υπάρχουν καλύτεροι άνθρωποι από άλλους, είναι σαφές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος που θεωρείται καλύτερος άνθρωπος αξίζει και να του γίνει άγαλμα, αν δεν έχει διακριθεί εξαίσια με το έργο του. Και εδώ προκύπτει ένα ακόμη ερώτημα: καθένας από όσους θέλουν, με τόση ευκολία, να αφανίσουν το «βρώμικο» ον που αναπαριστά το άγαλμα όταν κρίνουν, με ειλικρίνεια, τη δική τους ζωή μπορούν να ξεστομίσουν ότι αυτή είναι πεντακάθαρη; Δηλαδή μπορούν να υποστηρίξουν ότι υπάρχει ανθρώπινο ον που να μην είναι ατελές; Αν οι κοινωνίες ακολουθούσαν καθολικά αυτές τις λογικές, η εμβληματική φυσιογνωμία, τοτεμοποιημένη λατρευτικά, του Ερνέστο Γκεβάρα, θα έπρεπε να αποκαθηλωθεί και να καταγγελθεί μαζικά, τόσο για μισογυνισμό, όσο και για την απέχθεια και σκληρότητα που έδειχνε ο Αργεντίνος μαρξιστής απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Αντικείμενο συζήτησης μπορεί να γίνουν, υπό προϋποθέσεις, οι συνθήκες και τα κριτήρια με τα οποία επιλέχθηκε ένα πρόσωπο, ώστε η προσφορά του να τιμηθεί με ένα άγαλμα, αλλά ποτέ με όρους τρομοκρατίας και αυταρχισμού. Η ειρωνεία της συγκεκριμένης υπόθεσης είναι ότι ο ίδιος ο Montanelli, σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις του, είχε δηλώσει ότι δεν θα ήθελε ποτέ να γίνει άγαλμα, γιατί απλά θα το χρησιμοποιούσαν τα περιστέρια για τα περιττώματά τους. Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει ένα ζήτημα ιδεολογίας, αλλά και επιλεκτικής/υποκριτικής προσέγγισης. Στην πραγματικότητα η δήλωση των ακτιβιστών και των φοιτητών, «αυτό που αποφασίζει η κυρίαρχη τάξη για να γιορτάσει την ιστορία της», φανερώνει δύο πράγματα: α) την μυωπική/ιδεολογική πεποίθηση ότι η ιστορία δεν είναι παρά μια απλή «ταξική» εγγραφή και β) ότι μια άλλη «απόφαση» περί της μορφής της ιστορίας θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, αρκεί να εντάσσεται σε συγκεκριμένο ιδεολογικό πλαίσιο, το δικό τους. Δεν είναι τυχαίο ότι από τους ακτιβιστές της Αριστεράς η κατεδάφιση του πορφυρού αγάλματος Phylax, που είχε τοποθετηθεί πριν λίγο καιρό στο Παλαιό Φάληρο, κρίθηκε ως απαράδεκτος σκοταδισμός, ενώ η βεβήλωση του αγάλματος του Κολοκοτρώνη στην Παλαιά Βουλή, θεωρήθηκε έκφραση αντίστασης. Όπως θα δούμε στη συνέχεια αυτό το στρεβλό σκεπτικό βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ιστορία δεν είναι η διερεύνηση και ανακάλυψη πραγματικών και αναπόδραστων γεγονότων, αλλά μια κοινωνική κατασκευή.
Ο ιστορικός αναθεωρητισμός και η παγίδα της «αποδόμησης»
Αν δεν υπάρχει μια ενιαία αρχή πραγματικότητας που να υπερβαίνει όλες τις πολιτισμικές σταθερές και τους φυσικούς καθορισμούς, τότε η αλήθεια ξεπέφτει στο επίπεδο της απλής κοινωνικής σύμβασης. (Ζαν Μπορελλά)
Επομένως δεν θα πρέπει να πάψουμε να κατακρίνουμε τον ρατσισμό και τον μισογυνισμό, ακόμη κι όταν προέρχονται από εξέχουσες προσωπικότητες. Αυτό που, ωστόσο, αξίζει να τονίσουμε είναι το γεγονός ότι πολιτισμικά ρεύματα -υποκινούμενα από πολιτικές ατζέντες οι οποίες φλερτάρουν με το μηδενισμό και τον εξτρεμισμό- βρίσκουν αφορμή βασιζόμενα στον υπαρκτό ρατσισμό και τις πατριαρχικές πεποιθήσεις ορισμένων κλασικών φιλοσόφων και αξιοσημείωτων ηγετών του παρελθόντος, να ταχθούν υπέρ της διαγραφής της ιστορίας. Προωθούν έτσι έναν «ιστορικό αναθεωρητισμό», μια τάση δήθεν επαναπροσδιορισμού των ηθικών διδαγμάτων που αποκομίζουμε από σημαντικά ιστορικά γεγονότα, των οποίων η επίσημη ανάγνωση καθορίζει την πορεία της κοινωνίας. Για τους ίδιους, η επίσημη ανάγνωση συγκαλύπτει το γεγονός ότι πολλά από αυτά τα γεγονότα σημαδεύτηκαν από κινήματα (όπως για παράδειγμα η Αμερικανική Επανάσταση) των οποίων οι ηγετικές φυσιογνωμίες εξυμνούσαν τον ρατσισμό. Συνεπώς, το παρελθόν θα πρέπει να «αποδομηθεί»· να ριχτεί φως στη «σκοτεινή» του πλευρά, ώστε να πειστεί ο μέσος άνθρωπος ότι στην ουσία το παρελθόν του και οι αξίες πάνω στις οποίες βασίζεται όλη η κατεύθυνση της κοινωνίας σήμερα δεν είναι παρά ένα σιγοντάρισμα του «φαλλογοκεντρισμού» (κατά τον Jacques Derrida) και της καταπίεσης προς τις μειονότητες. Αυτός ο ρεβιζιονισμός έχει γίνει πλέον μια πανίσχυρη, κυρίαρχη τάση και ιδεολογία στα περισσότερα πανεπιστήμια. Προωθεί την «απο-αποικιοποίηση των εγχειριδίων», ώστε να δοθεί χώρος σε μη λευκούς στοχαστές να συμπεριλαμβάνονται στη διδακτέα ύλη, στοχαστές που έχει αποκλείσει η «ρατσιστική» κοινωνική πραγματικότητα υπέρ της «λευκής κανονικότητας». Στην πραγματικότητα, αυτή η καμπάνια δεν είναι μια προσπάθεια εμπλουτισμού της ύλης καθότι έμμεσα προωθεί την ολική απομάκρυνση των «λευκών φιλοσόφων», ενώ εξαιρεί από τη «μαύρη λίστα» φιλοσόφους της μεταμοντέρνας Αριστεράς, όπως, για παράδειγμα, ο Foucault, o Derrida και η γκουρού της θεωρίας του φύλου (gender theory) Judith Butler. Τα εγχειρίδια εμπλουτίζονται συνεχώς με συγγράμματα τέτοιων (λευκών, βεβαίως) φιλοσόφων, ενώ αξιοσημείωτα έργα Αφροαμερικανών παραμένουν άγνωστα. Δεν μας εκπλήσσει που ο Martin Luther King ο νεώτερος σήμερα πλέον θεωρείται «uncle tom» από τους ακτιβιστές, ούτε το γεγονός ότι Αφροαμερικανοί στοχαστές, όπως ο Thomas Sowell, θεωρούνται υποδεέστεροι. Οι μεγάλοι κλασικοί φιλόσοφοι, εκλαμβάνονται ως σύμβολα ιδεών που παραπέμπουν στην «καταπίεση» των μειονοτήτων. Έτσι, παραβλέπεται το γεγονός ότι πολλοί από τους φιλοσόφους αυτούς μιλούσαν καθολικά – για όλη την ανθρωπότητα, όπως είχε γράψει ο Theodore Dalrymple:
«Η βρετανική κοινωνία και κουλτούρα έχουν γίνει ιδιαίτερα ευάλωτες στις επιθέσεις των διανοούμενων, οι οποίοι ιστορικά τις ταυτίζουν με τον ελιτισμό και την περιφρόνηση της δημοκρατίας. Ως εκ τούτου, λησμονήθηκε το γεγονός ότι ο Νεύτωνας και ο Δαρβίνος, ο Shakespeare και ο Dickens, ο Hume και ο Adam Smith δεν αφιέρωσαν το έργο τους υπέρ μιας εθνικής ελίτ, αντιθέτως μιλούσαν για όλη την ανθρωπότητα. Πέρα από ιδεολογικές σκοπιμότητες, αξίζει να τονίσουμε ότι η βρετανική κοινωνία και ο πολιτισμός, παρά τον έμφυτο ελιτισμό τους, ουδέποτε εμπόδισαν κάποιο άτομο να συνεισφέρει με το ταλέντο του. Επιπλέον, η Βρετανία απορρόφησε τη σκέψη μη Βρετανών δίχως πολλές δυσκολίες: από τον Sir Anthony Van Dyck έως τον Joseph Conrad, από τον Sir William Herschel μέχρι τον Sir Karl Popper και από τον George Frideric Handel μέχρι τον Sir Ernst Gombrich. Έχει επικρατήσει μια ιδιαίτερα απλουστευτική προσέγγιση πάνω στη βρετανική ιστορία, σύμφωνα με την οποία σύσσωμο το παρελθόν συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με την καταπίεση, την εκμετάλλευση και τον σνομπισμό (πράγματα που αναμφισβήτητα υπήρχαν στη Βρετανική κοινωνία ανέκαθεν). Επομένως, η απόρριψη των παραδόσεων του βρετανικού υψηλού πολιτισμού ήταν από μόνη της μια αξιέπαινη πολιτική πράξη, ένα σημάδι αλληλεγγύης προς εκείνους που η ιστορία είχε καταπιέσει και εκμεταλλευτεί»[2].
Γνωρίζουμε βέβαια ότι το παραπάνω δεν είναι απόλυτο· τα αρνητικά στερεότυπα εναντίον των μαύρων επαναλαμβάνονται σε διάφορα συγγράμματα κλασικών φιλοσόφων του δέκατου όγδοου αιώνα. Κάτι τέτοιο συναντά κανείς στο έργο του Thomas Jefferson (του οποίου οι απόψεις αναφορικά με τους δούλους Αφροαμερικανούς αναμφισβήτητα δεν συνάδουν με τις αρχές της κοινής ευπρέπειας)[3]. Ωστόσο, οι υποστηρικτές του αναθεωρητισμού -αυτοί που θα έδιναν εύσημα σε όσους καταστρέφουν αγάλματα του σημαντικού αυτού φιλοσόφου και ηγέτη – αποκρύβουν συστηματικά μια άλλη πραγματικότητα: τμήμα των ιδεών του Jefferson, περί ισότητας των ανθρώπων, equality by creation, βρήκαν ευήκοα ώτα ακόμα και σε Αφροαμερικανούς δούλους. Ας δούμε για παράδειγμα το βιβλίο Appeal του Αφροαμερικανού David Walker, που επικαλείται τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και τις ιδέες του Jefferson στην καμπάνια υπέρ του τερματισμού της δουλείας[4]. Επιπλέον, η κυβέρνηση του Jefferson, υπό το φόβο μιας πιθανής παλινόρθωσης της απολυταρχίας και της θεοκρατίας, με νόμους και μεταρρυθμίσεις, κατάφερε να μειώσει την επιρροή (στον πολιτικό βίο) αρκετών εκκλησιών στην Αμερική, περιορίζοντας τον ρόλο τους στην παιδεία, όπως αναφέρει ο Jonathan Israel[5]. Ως εκ τούτου, ας αναρωτηθούμε, ήταν ο Jefferson ένας «ηγέτης του σκοταδισμού» (όπως συχνά πυκνά τον παρουσιάζουν οι ακτιβιστές), του οποίου τα αγάλματα πρέπει να γκρεμίσουμε και τα βιβλία του να κάψουμε, ή ένας «προοδευτικός» ηγέτης, πάντα με βάση τα δεδομένα του δέκατου όγδοου αιώνα; Μπορεί ο Jefferson να θεωρούσε τους Αφροαμερικανούς υποδεέστερους, μπορεί η Αμερικανική Επανάσταση να άφησε το καθεστώς δουλοκτησίας στις νότιες πολιτείες ανέγγιχτο, ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τόσο οι ιδέες του Jefferson, όσο και η ίδια η Επανάσταση άνοιξαν δρόμους για τη χειραφέτηση των δούλων και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ιθαγενών, όπως αναφέρει ο Gordon S. Wood[6]. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως η ανθρώπινη ιστορία διέπεται από αντιφάσεις και αντινομίες. Ως εκ τούτου, μήτε μηδενισμός του ιστορικού αναθεωρητισμού μήτε η ειδωλολατρία του παρελθόντος έχουν κάτι να μας πουν. Ως τρίτο δρόμο προτείνουμε μια πραγματιστική προσέγγιση της ιστορίας στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε ποιά θα μπορούσε να είναι η πρακτική αξία του φιλοσοφικού υλικού που έχουμε κληρονομήσει, όπως ακριβώς έπραξαν και τα κινήματα εναντίον της δουλείας, μελετώντας τις ιδέες της Επανάστασης και των ηγετών της (συμπεριλαμβανομένου και του Jefferson).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ιστορικού αναθεωρητισμού και χυδαίου σχετικισμού αποτελεί άρθρο στη Βρετανική Guardian[7], όπου αναφέρονται τα εξής: «Παρά τα όσα υποστήριξε ο Leopold von Ranke – ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ιστορικής έρευνας, ιστορία δεν είναι η ανακάλυψη του «πώς συνέβη πραγματικά», αλλά του πώς σκεφτόμαστε το παρελθόν και τη σχέση μας με αυτό. Το παρελθόν μπορεί να είναι νεκρό, αλλά η ιστορία είναι ζωντανή και κατασκευάζεται στο παρόν». Σε κάθε ιστορική έρευνα θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά το πραγματικό γεγονός, του οποίου ο χρωματισμός με οποιοδήποτε ιδεολογικό πρόσημο δεν αρμόζει ούτε στον ιστορικό, ούτε σε κανέναν στοχαστή, παρά μόνο στον ιδεολόγο και τον οργανικό διανοούμενο. Η αντίληψη πως «η ιστορία κατασκευάζεται στο παρόν» εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους. Στην πραγματικότητα αυτό που ισχυρίζεται η αρθρογράφος της Guardian είναι πως το αφήγημα που χρωματίζει την εκάστοτε ανάγνωση της ιστορίας δεν είναι παρά μια κατασκευή στη βάση του πλαισίου που ορίζουν οι εκάστοτε κυρίαρχες ιδέες. Καλλιεργείται έτσι η άποψη ότι υπάρχει μεταξύ άλλων και «μια διαφορετική ιστορία», αυτή που οι κυρίαρχες τάξεις είτε διαστρέβλωσαν είτε απέκρυψαν εσκεμμένα, και από τότε κανείς δεν θέλησε να μιλήσει για αυτήν. Αυτός ο ισχυρισμός για να έχει βάση πρέπει να είναι ιστορικά και όχι ιδεολογικά θεμελιωμένος. Γνωρίζουμε άλλωστε για τα κοινά των Ελλήνων που διατηρήθηκαν μέσα στους αιώνες αλλά η δημιουργία του Ελληνικού κράτους, που θέλησαν να επιβάλουν οι δυνάστες της Δύσης, οδήγησε αυτές τις μικρές κοινότητες σε αφανισμό, όπως αναφέρει ο Γιώργος Κοντογιώργης[8]. Γνωρίζουμε για τα αυτο-οργανωμένα χωριά της Αγγλίας τα οποία η εκβιομηχάνιση οδήγησε σε αφανισμό, όπως αναφέρει ο Peter Laslett και ο Christopher Hill, δίνοντας προτεραιότητα στον εκσυγχρονισμό της παραγωγής, πράγμα που επέτρεψε στους μεγάλους ιδιοκτήτες γης να περιορίσουν τους φτωχούς αγρότες των επαρχιών, οδηγώντας τους σε απόλυτη εξαθλίωση, ενώ μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού κατέφυγαν στις πόλεις με στόχο να καλύψουν θέσεις εργασίας σε φάμπρικες, κάτω από ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες εργασίας[9]. Γνωρίζουμε ακόμη ότι σχεδόν όλες οι επαναστάσεις και όλα τα νέα καθεστώτα «ξαναέγραψαν» την ιστορία όπως αρμόζει στη δική τους τάξη πραγμάτων. Όμως ο ιστορικός οφείλει να αναζητά, κάθε φορά, αυτό που πραγματικά υπήρξε και συνέβη και να το αναθεωρεί στη βάση των νέων ιστορικών στοιχείων, όταν ανακαλύπτονται, όχι με βάση την τρέχουσα ιδεολογία. Ένας έντιμος ιστορικός είναι ηθικά υποχρεωμένος να αποφύγει τέτοιου είδους χονδροειδή σφάλματα, διαπλάθοντας δηλαδή στο παρόν μια «πραγματικότητα» που επιβεβαιώνει τις ιδεολογικές του προτιμήσεις. Καθήκον του είναι επομένως να φωτίζει συγκεκριμένες πτυχές γεγονότων που ενδεχομένως επισκιάστηκαν και να οδηγείται σε συμπεράσματα σχετικά με το δίδαγμα που προσφέρει η νέα ανάγνωση αυτών των γεγονότων.
Ο κίνδυνος του μίσους
Ορισμένοι πιστεύουν πως ο βανδαλισμός αγαλμάτων που απεικονίζουν ανθρώπους οι οποίοι κατηγορούνται ότι είχαν δεσμούς με τη δουλοκτησία δεν είναι παρά μια καλοδεχούμενη πράξη, μια αποκατάσταση της ιστορίας και μια φανέρωση των αδικιών που είχαν υποφέρει συγκεκριμένες ομάδες. Προφανώς αδιαφορούν για το ότι το μίσος με το οποίο εκδηλώνονται αυτές οι επιθέσεις θα μπορούσε να λάβει απειλητικές διαστάσεις. Μια αυριανή μέρα, ίσως μόνο η άγρια καταστολή θα μπορούσε να σταματήσει τον μανιασμένο όχλο. Η καταστροφή αγαλμάτων και άλλων έργων τέχνης, πάντα με στόχο την επίθεση στο «κυρίαρχο αφήγημα», θα μπορούσε να διαδοθεί ακόμα περισσότερο, με τους βανδαλισμούς να προσφέρουν το πάνω χέρι στην τρομοκρατία, προωθώντας την επιβολή αυταρχικών ιδεολογιών και τον απόλυτο έλεγχο των σχολείων και πανεπιστημίων. Αυτά, κατ’ επέκταση, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον έλεγχο της ιδιωτικότητας με στόχο να «περιοριστεί» η διάδοση υλικού που ξεφεύγει από το αφήγημα που επιθυμούν να επιβάλουν κάποιοι. Το πρόβλημα αυτό περιέγραψε, πολύ σωστά, πριν λίγες ημέρες ένας Ιταλός δημοσιογράφος:
«αν φορέσουμε τα ιδεολογικά γυαλιά του καταστροφικού μίσους, τότε θα μας φανεί λογικό, μετά τον Montanelli, να κάψουμε βιβλία του Παζολίνι, να απαγορεύσουμε τα θεατρικά έργα του Ντάριο Φο, καθώς ήταν φασίστας, να κατεδαφίσουμε το Κολοσσαίο όπου οι Ρωμαίοι απολάμβαναν να βλέπουν γυναίκες, άντρες και παιδιά να κατασπαράσσονται από άγρια ζώα, να απαγορεύσουμε τα έργα του Gauguin ή του Βalthus, να καταστρέψουμε τους δίσκους του Μάικλ Τζάκσον, αλλά και τις ταινίες του Polanski, και του Woody Allen. Πού λέτε ότι θα καταλήξει όλο αυτό όταν κάποιοι αντιδράσουν και αποφασίσουν, για παράδειγμα, να σβήσουν από την πόλη του Μιλάνου κάθε ίχνος του Palmiro Togliatti[10];»
Και μπορούμε να συνεχίσουμε τα ερωτήματα: γιατί λοιπόν δεν διαγράφεται η Θεία Κωμωδία επειδή ο Δάντης εκεί κατακρίνει τους σοδομιστές, γιατί δεν απαγορεύεται η ανάγνωση του Ο Έμπορος της Βενετίας επειδή ο Σαίξπηρ περιφρονεί την απληστία συνδέοντάς τη με την εβραϊκή φιγούρα; Γιατί, εν τέλει, δεν γκρεμίζουμε και τις πυραμίδες επειδή κατασκευάστηκαν με τη βάναυση εκμετάλλευση εκατοντάδων χιλιάδων σκλάβων; Πού σταματάει όλη αυτή η μανία του όχλου που μοιάζει με απόπειρα πολιτισμικής γενοκτονίας, αντί για νηφάλια επαναπροσέγγιση της ιστορίας; Μήπως είναι σαφώς προτιμότερη η αποδοχή της αναπόδραστης ιστορικής πραγματικότητας, με όλα τα τραγικά και σκοτεινά σημεία της, από την άλογη ηδονή της καταστροφής του κόσμου που μας περιβάλλει και μας στηρίζει; Όπως θα δούμε σε επόμενη ανάλυσή μας αυτό που λείπει σήμερα, στον δημόσιο διάλογο, είναι μια νηφάλια ανάγνωση της ιστορίας από τη σκοπιά του πραγματισμού και της ορθοκρισίας.
[1] George Orwell. 1984. New York: Houghton Mifflin Harcourt. 1949. (σ.147).
[2] Theodore Dalrymple. Life at the Bottom: The Worldview That Makes the Underclass. Chicago: Ivan R. Dee. 2001. (σ.82)
[3] Όπως αναφέρει ο ίδιος, οι μαύροι είναι λιγότερο ευφυείς από τους λευκούς (βλ. Thomas Jefferson. Political Writings, 1999. Cambridge: Cambridge University Press, σ.476). Στην πραγματικότητα ο Jefferson αποτελεί μια από τις πιο περίπλοκες προσωπικότητες σε ό,τι αφορά το ζήτημα της δουλοκτησίας· παρότι δουλοκτήτης ο ίδιος δεν δίστασε να προτείνει την κατάργηση της δουλείας στη Virginia. Ωστόσο, οι εισηγήσεις του δεν βρήκαν εισακούστηκαν (βλ. James Kloppenberg. Towards Democracy, The Struggle for Self-Rule in European And American Thought, σ.309).
[4] David Walker, Appeal To The Coloured Citizens of the World, Baltimore: Black Classics Press. 1993. Επιπλέον, όπως αναφέρει ο Kidd: η αντίσταση στο καθεστώς δουλοκτησίας αντλούσε έμπνευση από τα ιδεώδη της Αμερικανικής Επανάστασης και, ως ένα βαθμό, από τις ιδέες του Jefferson. Βλ. Thomas S. Kidd, God of Liberty (New York: Basic Books. 2010.
[5] Jonathan Israel. The Expanding Blaze. Princeton: Princeton University Press. 2017 (βλ. Αρχικά κεφάλαια).
[6] Gordon. S. Wood. The American Revolution. 2002. New York: The Modern Library. (σ.134)
[7] Charlotte Lydia Riley, Don’t worry about ‘rewriting history’: it’s literally what we historians do.
[8] Γιώργος Κοντογιώργης. Το Ελληνικό Κοσμοσύστημα. Αθήνα: Σιδέρης 1. 2020. Επιπλέον, του ίδιου Περί Έθνους και Ελληνικής Συνέχειας. Αθήνα: Ιανός. 2012.
[9] Peter Laslett. The World We Have Lost. London: Methuen. 1965. (σ.229-31). Επιπλέον, Christopher Hill. Reformation to Industrial Revolution, τρίτη έκδοση. London: Penguin Books. 1992. (σ.271).
[10] O Palmiro Togliatti ήταν γενικός γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1927 έως το θάνατό του, το 1964.