Μτφρ.: Αλέξανδρος Μπριασούλης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης / Επιμ.: Γιώργος Κουτσαντώνης
Είναι πλέον σαφές, εδώ και πολλά χρόνια, ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχεί ο διχασμός. Ωστόσο, από τον Μάρτιο, όπου στη χώρα επιβλήθηκαν περιορισμοί εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, αυτός ο διχασμός επανεμφανίζεται κάτω από ένα νέο φρικτό προσωπείο. Οι συγκλονιστικοί αριθμοί θανάτων και οι εφιαλτικές εικόνες των νεκρών, τυλιγμένων σε σακούλες, τα ασφυκτικά γεμάτα ασθενείς νοσοκομεία και οι καταψύκτες των νεκροτομείων, ελάχιστα έχουν συνεισφέρει στην καλλιέργεια ενός αισθήματος ενότητας ή κοινού σκοπού. Αντ ‘αυτού, φαίνεται ότι ενίσχυσαν την ένταση της κομματικής πόλωσης, έναν άλλο «ιό» για τον οποίο δεν έχει βρεθεί ακόμη κάποια θεραπεία ή το εμβόλιο. Πλέον, κάθε προσπάθεια να εξεταστεί αν είναι όντως αποτελεσματικό ένα συγκεκριμένο φάρμακο, εάν μια πόλη διαθέτει αρκετό εξοπλισμό διασωλήνωσης και προστατευτικά μέσα, έχει γίνει μια επίπονη διαδικασία, διότι πυροδοτεί άμεσα πολιτικές διαμάχες οι οποίες συνήθως περιστρέφονται γύρω από τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
Δύο βιβλία, που εκδόθηκαν πρόσφατα, προσπαθούν να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους οδηγηθήκαμε σ’αυτό το αδιέξοδο. Εξ’ αριστερών έχουμε το Why We’re Polarized του Ezra Klein, ενώ από την άλλη πλευρά, το δεξιόστροφο The New Class War, του Michael Lind. Ο Klein, συνιδρυτής του Vox (ιστότοπος ειδήσεων και ανάλυσης), εξετάζει τη συνολική κατάσταση στη χώρα και οι εξηγήσεις που δίνει καταπιάνονται με την ψυχολογία, την ταυτότητα καθώς και με τον ρόλο που διαδραματίζουν οι σχέσεις των κυρίαρχων κομμάτων στην ψυχοσύνθεση των Αμερικανών. Από την άλλη, οι απαντήσεις που δίνει ο Lind, ένας πολύ παραγωγικός συγγραφέας και συνιδρυτής της δεξαμενής σκέψης New America, επικεντρώνονται στον ρόλο των κοινωνικών τάξεων – αποτελεί πραγματική ειρωνεία πώς στις μέρες μας μια τοποθέτηση που περιστρέφεται γύρω από τον ταξικό πόλεμο, έχει καταντήσει να θεωρείται «δεξιά». Ο Klein και ο Lind είναι δύο από τους πιο ενδιαφέροντες πολιτικούς αναλυτές της χώρας· τα βιβλία τους περιγράφουν το διχασμό που επικρατεί στις Ηνωμένες Πολιτείες με έναν πραγματικά πρωτόγνωρο τρόπο. Είναι προτιμότερο να διαβαστούν ταυτοχρόνως, έτσι ώστε το ένα να συμπληρώσει το άλλο. Αν και οι ίδιοι μπορεί να μην το παραδεχτούν, ο Klein και ο Lind περιγράφουν μια παρόμοια κατάσταση, απλά από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Κρίση ταυτότητας
Ο Klein ξεκινά παραθέτοντας έναν αξιοσημείωτο αριθμό στοιχείων που βασίζονται σε έρευνες της γνωστικής και κοινωνικής ψυχολογίας και αναφέρονται στην τάση των ανθρώπων να ταυτίζονται με κάποια ομάδα και να επιθυμούν της σύγκρουσή τους με άλλες ομάδες. Συνήθως οι άνθρωποι υιοθετούν διάφορες συλλογικές ταυτότητες, ωστόσο, σήμερα, οι πολιτικές ταυτότητες των Αμερικανών έχουν μετεξελιχθεί σε «μακροταυτότητες». Οι ετικέτες «Δημοκρατικός» και «Ρεπουμπλικανός» εσωκλείουν, όλο και περισσότερο, και άλλου είδους ταυτότητες, όπως φυλετικές, θρησκευτικές και τοπικές/γεωγραφικές. Την ίδια στιγμή, υποδηλώνουν απόψεις σχετικά με την άμβλωση ή το μεταναστευτικό, ακόμα και για του πού συνηθίζουν να πηγαίνουν για ψώνια, τα αθλήματα που προτιμούν, ποιές ειδήσεις παρακολουθούν οι μεν και οι δε, κ.ο.κ. Αυτές οι μακροταυτότητες «έχουν πολύ μεγαλύτερη ικανότητα να προξενούν διχασμούς από ότι άλλου είδους πολιτικές απόψεις», γράφει ο Klein. Στην πραγματικότητα, «μπορεί κάποιος να αυτοπροσδιορίζεται ως συντηρητικός ή φιλελεύθερος, αλλά οι απόψεις του μπορεί να μην είναι καθόλου συντηρητικές ή φιλελεύθερες αντίστοιχα· ο συσχετισμός αυτός, και στις δυο περιπτώσεις, είναι της τάξης του 25%». Στις ΗΠΑ, η κομματική ταυτότητα βρίσκεται στο κέντρο της «ψυχολογικής αυτο-έκφρασης»· αυτή τη στιγμή καθορίζει τον κοινωνικό διχασμό στη χώρα, πιο έντονα κι από τον φυλετικό.
Τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία, που παραθέτει ο Klein, προέρχονται από μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2015 από τους πολιτικούς επιστήμονες Shanto Iyengar και Sean Westwood, οι οποίοι ζήτησαν από περίπου 1.000 άτομα να εξετάσουν το βιογραφικό δύο μαθητών, υποτίθεται στις τελευταίες τάξεις του λυκείου, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για μια υποτροφία, ώστε να επιλεγεί ο καλύτερος. Το βιογραφικό σημείωμα ήταν ουσιαστικά πανομοιότυπο, με εξαίρεση τον μέσο όρο της βαθμολογίας των υποψηφίων (3,5 και 4,0), το χρώμα των αιτούντων (λευκός ή μαύρος) και την κομματική τους ταυτότητα (Δημοκρατικός ή Ρεπουμπλικάνος). Κάποιος θα μπορούσε εύλογα να υποθέσει ότι οι βαθμοί θα έπαιζαν τον μεγαλύτερο ρόλο σε σύγκριση με την κομματική ταυτότητα. Αντιθέτως, όταν το βιογραφικό σημείωμα δεν περιείχε πληροφορίες σχετικά με τη φυλή των υποψηφίων, ένα ποσοστό περίπου 80% των συμμετεχόντων επέλεξε τον μαθητή που άνηκε στο δικό τους κόμμα, δίχως να ενδιαφέρονται αν μέσος όρος του μαθητή ήταν ο χαμηλότερος. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η κομματική ταυτότητα παίζει πιο καθοριστικό ρόλο ακόμη και από τη φυλετική. Από την άλλη, όταν τα βιογραφικά δεν περιέχουν στοιχεία αναφορικά με την κομματική ταυτότητα των μαθητών, ο άλλος παράγοντας, η φυλή (έναντι του γενικού μέσου όρου) είναι καθοριστικός μόνο για το 45% των Αφροαμερικανών και μόνο για το 29% των λευκών αντίστοιχα. Εν ολίγοις, ο Klein καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «η κομματική ταυτότητα υπερβαίνει τη φυλετική».
Για τον Klein, ο κομματικός διχασμός είναι ένα από τα πιο επικίνδυνα φαινόμενα καθώς οι πιθανότητες εμφυλίων συγκρούσεων στις κοινωνίες όπου οι άνθρωποι αντιτίθενται για πληθώρα διαφορετικών θεμάτων είναι πολύ μικρότερες. Η πόλωση που βασίζεται στις κομματικές μακροταυτότητες «έχει διαβρώσει τους θεσμούς και καταστρέφει την ενότητα της χώρας». Η κομματική ταυτότητα γίνεται η βασική αιτία κοινωνικού διχασμού στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Klein, η αφετηρία αυτής της πόλωσης τοποθετείται χρονολογικά στη δεκαετία του 1960. Πιο πριν τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα ήταν πολυσυλλεκτικά, «αναμεμιγμένα, ιδεολογικά και δημογραφικά, πράγμα που δεν τους επέτρεπε να μετατραπούν σε ταυτοτικά αντικείμενα και αιτίες πολιτικού διχασμού». Πράγματι, το 1950, τα πολιτικά κόμματα των ΗΠΑ ήταν τόσο αδιαφοροποίητα, από ιδεολογική άποψη, ώστε έρευνα της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Επιστημών, ζητούσε περισσότερη πολιτική πόλωση. Αυτό, βέβαια, άλλαξε κατά τη διάρκεια του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, όταν οι Δημοκρατικοί «επέλεξαν να σπάσουν τη συμμαχία τους με τους Dixiecrats με στόχο να επιβάλλουν [φυλετική] δικαιοσύνη»[1], ωθώντας τους πρώτους να συμμαχήσουν με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. «Οι ρίζες του διχασμού που παρατηρούμε σήμερα στην Αμερική ξεκινούν από την εποχή των πολιτικών δικαιωμάτων όπου οι Δημοκρατικοί ασπάστηκαν την ιδέα της φυλετικής ισότητας, ενώ το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα μετατράπηκε σε χώρο έκφρασης της αντίδρασης των λευκών».
Αυτή υπήρξε μια μοιραία επιλογή. Σύμφωνα με μια έρευνα που αναφέρει ο Klein, το 2012, μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό, ίσο με 9% των μή λευκών, ταυτίζονταν με τους Ρεπουμπλικάνους. Ο Klein παρατηρεί ότι καθώς τα δημογραφικά στοιχεία της χώρας μεταβάλλονται διαρκώς και οι πιθανότητες των ΗΠΑ να μετατραπούν σε ένα κράτος «πλειοψηφίας-μειοψηφίας» αυξάνονται όλο και περισσότερο, οι λευκοί Αμερικανοί (και ιδίως οι λευκοί άντρες) αισθάνονται διαρκώς ότι απειλούνται· «το αίσθημα της απειλής ενισχύει όσο τίποτα άλλο την ανάγκη προσκόλλησης στην ταυτότητα» -αναφορικά με το θέμα αυτό ο Klein στηρίζει τα επιχειρήματά του παραπέμποντας σε παλαιότερη εργασία μου. Για τον Klein, η εκλογή του Τραμπ το 2016 αντιπροσωπεύει τον θρίαμβο των επαπειλούμενων λευκών Αμερικανών. Κομματικοί παράγοντες και «δημοσιογράφοι των ταυτοτήτων» έχουν καλλιεργήσει αυτό το συναίσθημα απειλής. Στο πλαίσιο αυτών των κομματικών ταυτοτήτων ανταγωνίζονται και τα ΜΜΕ · σκοπός τους είναι να τραβήξουν την προσοχή του κοινού δημοσιεύοντας προκλητικές ιστορίες που στοχεύουν στην περαιτέρω ενίσχυση της προτίμησης υπέρ των μελών της ομάδας στην οποία ανήκουν, καλλιεργώντας εχθρότητα απέναντι στα μέλη κάποιας άλλης ομάδας.
Εύγλωττη γραφή
Ο Klein γράφει ωραία και με κομψό τρόπο. Η ανάγνωση του βιβλίου Why We’re Polarized δεν είναι παρά μια συνομιλία με έναν λαμπρό, και ιδιαίτερα πειστικό φίλο, ο οποίος έχει διαβάσει τα πάντα και έχει έρθει σε επαφή με πάρα πολλές μελέτες, γεγονός που τον βοηθά να εισχωρεί σε βάθος όταν αναλύει καταστάσεις και πραγματικότητες. Οι αναγνώστες μπορεί να δεχτούν σχετικά εύκολα τα επιχειρήματα του Klein. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη μας και το βιβλίο του Lind αντιλαμβανόμαστε ότι οι αναλύσεις του Klein είναι σε κάποια σημεία ελλιπείς. Ενώ ο Klein επικεντρώνεται κυρίως στην πόλωση που επικρατεί στις ΗΠΑ, ο Lind επιλέγει να εξηγήσει το φαινόμενο της ανόδου του λαϊκισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, κάνοντας λόγο για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, για τα «κίτρινα γιλέκα» της Γαλλίας και για την άνοδο του εθνικιστή Matteo Salvini στην Ιταλία. Ο Lind υποστηρίζει ότι «σχεδόν όλη η πολιτική αναταραχή στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική μπορεί να εξηγηθεί υπό το πρίσμα ενός νέου ταξικού πολέμου». Όπως μας εξηγεί, ο πόλεμος αυτός θέτει την εργατική τάξη αντιμέτωπη με τις ανώτερες τάξεις, κοινώς με μια μικρή «διευθυντική ελίτ» που απαρτίζεται από επαγγελματίες και γραφειοκράτες, όλοι τους απόφοιτοι πανεπιστημίων. Πρόκειται μόνο για ένα 10-15% του συνολικού πληθυσμού, με μεγάλη ωστόσο επιρροή στην κυβέρνηση, στα πανεπιστήμια και στην οικονομία.
Ο Lind ξεκινά την ανάλυσή του λαμβάνοντας ως αφετηρία τη δεκαετία του 1960. Εκεί στα μέσα του εικοστού αιώνα, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και η συνεχιζόμενη απειλή του κομμουνισμού, παγίωσαν, στις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, ένα είδος ανακωχής ανάμεσα στις οικονομικές ελίτ και στην εργατική τάξη. Σε αυτό το σύστημα κατανομής εξουσίας, το οποίο ο Lind αποκαλεί «δημοκρατικό πλουραλισμό», τα πολιτικά κόμματα, τα νομοθετικά σώματα, τα συνδικάτα, οι εκκλησίες και οι διάφορες πολιτικές ενώσεις, έδωσαν στην εργατική τάξη την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική επιρροή, η οποία ήρθε να αντισταθμίσει την επιρροή της επαγγελματικής τάξης έναντι του εταιρικού τομέα, των πανεπιστημίων, του δικαστικού σώματος και της εκτελεστικής εξουσίας. Όταν όμως η απειλή του πολέμου και του κομμουνισμού υποχώρησε, οι ελίτ -τόσο οι συντηρητικές, όσο και οι φιλελεύθερες- ξεκίνησαν μια «επανάσταση από τα πάνω». Πιστές στο δόγμα της ελεύθερης αγοράς και στον «τεχνοκρατικό νεοφιλελευθερισμό», μια ιδεολογία που προωθείται από «σοφούς και αλτρουιστές εμπειρογνώμονες», αυτές οι ελίτ άρχισαν να υποβαθμίζουν τους θεσμούς που υποστήριζαν την εργατική τάξη. Ενάντια στις απαιτήσεις για υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας, οι μεγάλες επιχειρήσεις ξεκίνησαν να στέλνουν (ή έστω απειλούσαν ότι θα στείλουν) τα εργοστάσια και την αλυσίδα εφοδιασμού στο εξωτερικό, ενώ την ίδια στιγμή υπονόμευσαν τα συνδικάτα. Ακαδημαϊκοί και ακτιβιστές άρχισαν να μιλούν θετικά για την κοινωνική και πολιτιστική συνεισφορά των μεταναστών και των μειονοτήτων. Την ίδια στιγμή, υποτίμησαν τη συνεισφορά των γηγενών λευκών Αμερικανών. Γράφει σχετικά ο Lind: «Υπό τον τεχνοκρατικό νεοφιλελευθερισμό … η άρχουσα τάξη, μετά τη λήξη της εργάσιμης ημέρας, ακολουθεί στενά την εργατική τάξη, προσπαθώντας να της αρπάξει την ανθυγιεινή μπριζόλα ή το αναψυκτικό από το τραπέζι, δυσφημίζοντας τη θεολογία της εργατικής εκκλησίας ως αδίκημα που πυροδοτεί ακόμη και εγκλήματα μίσους τα οποία πρέπει να καταγγελθούν στην αστυνομία».
Στο μεταξύ, οι φιλομεταναστευτικές πολιτικές που επιβλήθηκαν από αυτές τις ελίτ συμπίεσαν τους μισθούς της μεσαίας τάξης, ενώ εκτοξεύθηκαν τα κέρδη των πλουσίων. Ο Lind αναφέρει μια σφυγμομέτρηση του Kέντρου Αμερικανικών Πολιτικών Μελετών του Harvard (2018) η οποία περιπλέκει κάθε απόπειρα ερμηνείας του αμερικανικού λαϊκισμού με απλουστευτικά φυλετικά κριτήρια. Σύμφωνα με αυτή την έρευνα, το 64% των Αμερικανών, στο οποίο περιλαμβάνεται και ένα 53% Λατίνων, τάσσονται υπέρ της άμεσης απέλασης των παράνομων μεταναστών· μάλιστα το 70% υποστηρίζει την αυστηροποίηση του μεταναστευτικού νόμου. Εάν, όπως ισχυρίζονται οι νεοφιλελεύθεροι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης, η αυστηροποίηση αυτής της νομοθεσίας έχει ως μοναδική προέλευση τον λευκό εθνικισμό, τότε οι μισοί Λατίνοι πρέπει να είναι κι αυτοί λευκοί εθνικιστές.
Στην πραγματικότητα, η εργατική τάξη δεν είναι ούτε ομοιόμορφη, ούτε ενωμένη. Αν ήταν έτσι, λέει ο Lind, τότε η άρχουσα τάξη θα έχανε τις εκλογές. Η εργατική τάξη είναι αντιθέτως διαιρεμένη σε πολλές υποομάδες, σύμφωνα με τη φυλή, τη θρησκεία, την γεωγραφική περιοχή και, πάνω απ’ όλα, μεταξύ των λευκών «παλαιάς κοπής» (“old-stock” whites) και των νεότερων μεταναστών και των απογόνων τους, κάτι που δημιουργεί μια κατακερματισμένη αγορά εργασίας, επιτρέποντας στην άρχουσα τάξη να στρέφει την μια ομάδα ενάντια στην άλλη. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας μανατζερίστικης τεχνοκρατίας που κάθεται στο σβέρκο της εργατικής τάξης. Δεν προκαλεί ουδεμία έκπληξη το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν εμπιστεύεται καθόλου τους ειδικούς, των οποίων οι φιλανθρωπικές και μεγαλόψυχες πρωτοβουλίες, είτε πρόκειται για τον πόλεμο ενάντια στην καύση υδρογονανθράκων, το ελεύθερο εμπόριο ή τους φόρους στα τσιγάρα, πληρώνονται πάντα από την τσέπη των εργαζομένων. Αυτό το ταξικό χάσμα έγινε ακόμα πιο ορατό κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επιδημίας, και πιο συγκεκριμένα στις διαδηλώσεις ενάντια στα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας. Μεγάλα κομμάτια της αμερικανικής εργατικής και μεσαίας τάξης, ερμήνευσαν τα μέτρα αυτά ως μια καταστροφική και υπερβολική αντίδραση των Δημοκρατικών πολιτικών, των νεοφιλελεύθερων ΜΜΕ και των αναξιόπιστων ειδικών. Το γενικό αίσθημα απογοήτευσης που εντάθηκε τα τελευταία χρόνια, εκφράστηκε με την ανάδυση λαϊκίστικων κινημάτων. Σύμφωνα όμως με τον Lind, χωρίς χρηματοδότηση ή προστασία από τις ελίτ, αυτά τα κινήματα ήταν καταδικασμένα να οδηγηθούν σε αποτυχία ή να χειραγωγηθούν από καιροσκόπους δημαγωγούς όπως ο Τραμπ, η Λε Πεν ή ο Σαλβίνι. Όσες φωνές ισχυρίστηκαν ότι εξέφραζαν την περιθωριοποιημένη εργατική τάξη, αντιτάσσοντας έναν οικονομικό εθνικισμό στην απελευθέρωση του εμπορίου και της μετανάστευσης, χρησιμοποίησαν μια γλώσσα ωμή και επιθετική, σύμβολο απόρριψης των ευαισθησιών των ελίτ.
Ο Lind δεν είναι λαϊκιστής. «Ο λαϊκισμός», γράφει, «είναι το σύμπτωμα ενός άρρωστου εκλογικού σώματος κι όχι η θεραπεία. Τόσο ο τεχνοκρατικός νεοφιλελευθερισμός όσο και ο δημαγωγικός λαϊκισμός ανοίγουν διάπλατα τον δρόμο προς την κόλαση της απολυταρχίας». Παρόλα αυτά, ο Lind, που γράφει με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο, φαίνεται σε μερικά σημεία να είναι τόσο θυμωμένος, όσο και τα μέλη της εργατικής τάξης, την οποία είναι φανερό ότι συμπαθεί. Αξίζει να παραθέσουμε εδώ ένα άλλο απόσπασμα από το βιβλίο του:
«Μια κοινή πεποίθηση των διατλαντικών ελίτ είναι το ότι ερμηνεύουν την επιτυχία των λαϊκιστών και εθνικιστών υποψηφίων, όχι σαν μια προβλέψιμη αντίδραση στην ολιγαρχική κακοδιοίκηση, αλλά ως αναβίωση ενός ναζιστικού ή σοβιετικού ολοκληρωτισμού. Ένα ορισμένο αφήγημα υποστηρίζει μάλιστα ότι το καθεστώς του προέδρου Πούτιν κατάφερε να χειραγωγήσει έξυπνα την κοινή γνώμη και να προκαλέσει έτσι το Brexit, την εκλογή του Ν. Τραμπ και άλλα σημαντικά πολιτικά γεγονότα. Ένα άλλο αντίπαλο αφήγημα ισχυρίζεται ότι οι λαϊκιστές δημαγωγοί είναι ικανοί να πυροδοτήσουν την υποβόσκουσα αυταρχική προσωπικότητα των μελών της λευκής εργατικής τάξης, μετατρέποντάς την έτσι, εν μία νυκτί, σε φασιστική στρατιά. Η κορύφωση αυτής της, reductio ad absurdum, μυθολογικής σκέψης είναι η υιοθέτηση της λέξης «Αντίσταση» από τους αντιπάλους του Ν. Τραμπ, η οποία και υποβάλλει μια αναλογία μεταξύ των Δημοκρατικών και των αντιτραμπικών Ρεπουμπλικάνων με τους ηρωικούς αντιναζιστές της Γαλλικής Αντίστασης».
Τι πρέπει να γίνει
Οι αρετές και τα ελαττώματα αυτών των δύο βιβλίων αλληλοκαθρεφτίζονται. Ο Klein συγκεντρώνει σωρεία κοινωνιολογικών δεδομένων για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του, με αποτέλεσμα το βιβλίο του να μοιάζει πολλές φορές με ακαδημαϊκή επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας. Από την άλλη μεριά, η εργασία του Lind είναι φτωχή σε εμπειρικά στοιχεία που θα τεκμηρίωναν τους κεντρικούς ισχυρισμούς του σχετικά με την επιρροή του ελεύθερου εμπορίου και της μετανάστευσης στην εργατική τάξη. Η επιχειρηματολογία του Klein λαμβάνει υπ’ όψη της μια πλειάδα παραγόντων, θεσμικών, πολιτισμικών και ψυχολογικών που ανατροφοδοτούν τις συγκρούσεις ταυτοτήτων. Η θέση του Lind είναι μονο-αιτιακή και βασίζεται κυρίως στην έννοια της κοινωνικής τάξης, εις βάρος άλλων παραγόντων όπως η φυλετική μνησικακία και ο φόβος σχετικά με το δημογραφικό πρόβλημα.
Όπως ο Lind υποβαθμίζει τον ρόλο του φυλετικού ζητήματος, έτσι ο Klain αδιαφορεί για την κοινωνική τάξη. Αντίθετα, ο Lind απορρίπτει πολλές από τις πιο επικρατούσες μεταρρυθμιστικές ιδέες και κηρύσσει την ανάγκη ριζικής δομικής αλλαγής. Απορρίπτει την διεύρυνση της πρόσβασης στην ανώτερη εκπαίδευση καθώς και την προώθηση του επιχειρηματικού πνεύματος, που θεωρεί «νεοφιλελεύθερες πανάκειες», σημειώνοντας ότι στο μέλλον οι πιο αναπτυσσόμενοι τομείς εργασίας θα είναι στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, ο οποίος δεν απαιτεί πτυχία και ανώτερες σπουδές. Επιπλέον, ο Lind υποστηρίζει ότι αυτές οι ιδέες κάνουν το λάθος «να υποκινούν τους εργάτες στο να γίνουν κάτι άλλο απ’ αυτό που όντως είναι, λες και αποτελεί ντροπή να κερδίζεις τη ζωή σου ως έμμισθος εργαζόμενος». Άποψη ακόμα πιο αναπάντεχη, για κάποιον που υποστηρίζει τα συμφέροντα όσων δεν ανήκουν στις ελίτ, ο Lind είναι αντίθετος με τα μέτρα αναδιανομής εισοδήματος, όπως το παγκόσμιο κοινό εισόδημα, με τη λογική ότι τέτοιες προτάσεις δεν είναι ρεαλιστικές, αλλά περισσότερο είναι σχεδιασμένες με σκοπό να «ναρκώσουν» την εργατική τάξη αφαιρώντας της ουσιαστική ισχύ.
Αντιθέτως, ο Lind κηρύσσει μια επιστροφή στον δημοκρατικό πλουραλισμό, όπως αυτός αναδύθηκε στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, δηλαδή σε ένα σύστημα κατανομής της εξουσίας σε διάφορους θεσμούς και εθνικές ή τοπικές οντότητες, που θα μπορέσουν να δώσουν στην εργατική τάξη πραγματική φωνή και να αυξήσουν την επιρροή της. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια μετατόπιση προς αυτό που ο Lind αποκαλεί «μικροδημοκρατία», όπου η λήψη αποφάσεων θα μετατεθεί σε χαμηλότερα επίπεδα ιεραρχίας ή σε ομάδες αρκετά μικρότερες που θα επιτρέπουν στον κοινό/μέσο άνθρωπο να συμμετέχει άμεσα στην πολιτική και όχι να είναι απλός παρατηρητής. Ο Lind θαυμάζει το γερμανικό μοντέλο των εταιρικών συμβουλίων που υποχρεούνται να συμπεριλάβουν και εκπροσώπους των εργαζομένων. Τέλος, ο Lind θεωρεί ότι οι αρχές θα πρέπει να δώσουν στις ομάδες θρησκευτικής λατρείας – κυρίως στις εκκλησίες, αλλά και στους Αμερικάνους Άθεους ή στους νεοπαγανιστές Wiccans – έναν πιο ουσιαστικό ρόλο στην επιτήρηση των ΜΜΕ και των πολιτικών για την εκπαίδευση.
Σημείο ρήξης
Η κρίση του COVID-19 δικαίωσε και τα δύο βιβλία. Δυστυχώς όμως, όπως θα είχε προβλέψει ο Klain, οι αντιδράσεις στην πανδημία καθορίστηκαν από τις κομματικές αντιπαραθέσεις και οι Αμερικάνοι οχυρώθηκαν πίσω από τις πολιτικές τους ταυτότητες. Η κομματική τοποθέτηση και η γνώμη που έχει κανείς για τον Τραμπ είναι που καθορίζει, σχεδόν πλήρως, το ποιός θα θεωρηθεί υπεύθυνος για την εξάπλωση του ιού και το πότε θα πρέπει να χαλαρώσουν τα περιοριστικά μέτρα.
Η πανδημία έφερε επίσης στο φως, με τον πιο άσχημο τρόπο, τους ταξικούς διαχωρισμούς που αναλύει η μελέτη του Lind. Οι πιο εύποροι Αμερικάνοι αποσύρθηκαν στα εξοχικά τους, παίζοντας γκολφ και διαβάζοντας, ενώ συνέχιζαν να εργάζονται εξ αποστάσεως. Οι εργαζόμενοι στον τομέα παροχής υπηρεσιών, οι οποίοι δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς την εβδομαδιαία επιταγή τους, πλήρωσαν πολύ μεγαλύτερο τίμημα. Την ίδια στιγμή η εξάρτηση των ΗΠΑ από τρίτες χώρες, όσον αφορά τα αντιβιοτικά και τον ιατρικό εξοπλισμό, κάνουν τις προειδοποιήσεις του Lind -για τους κινδύνους της παγκοσμιοποιημένης αλυσίδας προμηθειών και της κατάρρευσης της τοπικής βιομηχανίας- να ακούγονται ανησυχητικά προφητικές. Τελικά όμως, κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως τις επιπτώσεις της πανδημίας στις ΗΠΑ, την σχετική πολιτική διαμάχη, καθώς και τις καταστροφικές δυναμικές που έχουν αναπτυχθεί, αν δεν παρατηρήσει το πώς αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοτροφοδοτούνται οι ταξικοί και εθνοτικοί διαχωρισμοί. Ας σκεφτούμε απλά τη διαφορά των ποσοστών θνησιμότητας του Covid-19 μεταξύ μειονοτήτων και λευκών Αμερικάνων: παρόλο που οι Αφροαμερικανοί αντιπροσωπεύουν περίπου το 30% του πληθυσμού του Σικάγο και της Λουϊζιάνας, σχεδόν το 70% των θανάτων, σε αυτές τις δυο πολιτείες, είναι Αφροαμερικανοί. Στις ΗΠΑ, οτιδήποτε έχει ταξική διάσταση, οποιοδήποτε γεγονός, πολιτική πράξη ή φυσική καταστροφή που πλήττει τα φτωχά στρώματα, θα λάβει αναγκαστικά και μια φυλετική διάσταση και άρα θα γίνει παράγοντας ανάφλεξης διαφυλετικών εντάσεων.
Πάνω απ’ όλα, η πανδημία κατέδειξε ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε ένα σημείο συστημικής ρήξης. Φαίνεται ότι, εν μέσω όλου αυτού του χάους, η χώρα οδεύει προς ένα βίαιο πολιτικό ξεκαθάρισμα. Οι μελέτες των Klein και Lind προσφέρουν σημαντικά εργαλεία για την ερμηνεία αυτής της δυσλειτουργικής περιόδου που διανύει μια χώρα σε αναζήτηση του εαυτού της.
Τίτλος στα αγγλικά: Divided We Fall – What Is Tearing America Apart? By Amy Chua. Πηγή: https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/2020-06-01/divided-we-fall
[1] ΣτΜ.: οι Dixiecrats ήταν ακροδεξιό πολιτικό κόμμα προσκείμενο στους Δημοκρατικούς. Υποστήριζε τους φυλετικούς διαχωρισμούς και προωθούσε την ιδέα της «λευκής υπεροχής».