File:Jacques Ellul in his studio (cropped).jpg - Wikimedia Commons

Από το βιβλίο, La foi au prix de dout, La Table Ronde, Paris 2006, σσ. 270-275. Α’ έκδοση 1980.

Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπριασούλης


Ο κόσμος που θα αφήσω πίσω μου με αρρωσταίνει. Με αρρωσταίνει στην ψυχή, στο σώμα και στο πνεύμα. Ήμουν γεμάτος ελπίδα όταν στρατευόμουν, στα είκοσί μου χρόνια, για να αλλάξω την πορεία του κόσμου. Γιατί στα 1930 είχαμε ήδη δει να προβάλλει αυτός ο κόσμος της αταξίας και της καταπίεσης. Κι ελπίσαμε ότι θα μπορούσαμε να τον κάνουμε να αλλάξει κατεύθυνση, να κινηθεί προς τον άνθρωπο, την ελευθερία, την δικαιοσύνη, την αληθινή δημοκρατία… Προσπάθησα τα πάντα. Κυνήγησα όλες τις ευκαιρίες που μου φάνηκαν κατάλληλες. Σκέφτηκα πολύ. Το μόνο που κατάφερα ήταν να κατανοήσω τι συμβαίνει. Κατάλαβα. Μίλησα. Προειδοποίησα. Κι όλα αυτά δεν ωφέλησαν σε τίποτα. Τα λόγια μου δεν ακούστηκαν τη στιγμή που έπρεπε, αλλά κι όταν ακούστηκαν ήταν ήδη αργά, ο κόσμος είχε πάρει την κατηφόρα και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω για να πάρει έναν άλλο δρόμο. Όλα άχρηστα. Αναπότρεπτα, ο κόσμος έγινε ο χειρότερος δυνατός. Αλλά εμείς δεν θελήσαμε τίποτα απ’ όλα αυτά. Είναι πολύ εύκολο να κατηγορούμε τους καπιταλιστές, τους ιμπεριαλιστές, τους αποικιοκράτες. Τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που επιθυμούσαν. Είναι πολύ εύκολο να κατηγορούμε τους κομμουνιστές: ποτέ τους δεν θέλησαν τη δικτατορία, τις σφαγές του Πολ Ποτ, τα γκούλαγκ, την ιμπεριαλιστική ισχύ του κομμουνισμού. Μπορώ να το βεβαιώσω: οι κομμουνιστές που γνώρισα ποτέ τους δεν φαντάστηκαν ότι τα υπέροχα ιδεώδη τους θα κατέληγαν σε μια από τις ισχυρότερες αστυνομοκρατίες του κόσμου. Ποτέ ο Αϊνστάιν δεν θέλησε την ατομική βόμβα. Ποτέ κανείς καλόπιστος άνθρωπος δεν επιθύμησε όλο αυτό το κακό που συσσωρεύτηκε στις επιστήμες, στην πολιτική, στην οικονομία, στην τεχνική. Γιατί τίποτε άλλο δεν συσσωρεύτηκε παρά κακό. Είναι σαν, μ’ έναν τρόπο ακατανόητο, όλα εκείνα τα υπέροχα άνθη της προόδου να μην έδωσαν παρά καρπούς πικρούς και δηλητηριώδεις και πέραν αυτών, τίποτε. Πλέον, δεν έχουμε παρά να διαλέξουμε ανάμεσα σε μια πεποίθηση και το κώνειο.

Η γενιά μου ήταν η γενιά που μεγάλωσε μετά το 1914 και είχε ορκιστεί: «ποτέ ξανά»! Αγωνιστήκαμε λοιπόν για την ειρήνη, την κοινωνική δικαιοσύνη, για μια ανάλυση πιο βαθύτερη και μια τακτική ακριβέστερη και είχαμε ήδη προαισθανθεί, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄30, τον χιτλερισμό και τον σταλινισμό. Η οπτική μας ήταν ορθή. Την ίδια στιγμή, τόσο ο καπιταλισμός όσο και ο φιλελευθερισμός ήταν για μας καταδικασμένοι. Αναζητήσαμε κάτι άλλο, δεν θελήσαμε να πιστέψουμε ούτε στη μοίρα μιας ιστορίας προδιαγεγραμμένης ούτε στη νίκη των δαιμόνων. Είχαμε ένα ιδεώδες, τη θέληση ενός κόσμου ελεύθερου και αδελφωμένου και προσπαθήσαμε να τον φτιάξουμε όσο καλύτερο μπορούσαμε. Αναζητήσαμε την ευτυχία και την ισότητα για όλους. Και να τι φτιάξαμε! Έναν κόσμο όπου δεν αναγνωρίζουμε κανένα από τα ιδανικά της νιότης μας. Ποτέ δεν υπήρξαμε άπληστοι για χρήμα, εξουσία, ισχύ και κατανάλωση. Και παρόλα αυτά, όλες μας οι προσπάθειες κατέληξαν αναπότρεπτα στο ακριβώς αντίθετο, μεταμορφωμένες και διαστρεβλωμένες. Αυτό δεν μπορέσαμε να το προβλέψουμε και όσοι από μας το κατάφεραν, δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν. Δεν θελήσαμε τίποτε απ΄όλα αυτά. Ξέρω βέβαια ότι αυτή η δικαιολογία, η δικαιολογία των αδύναμων και των ιδεαλιστών, δεν φτάνει. Αλλά είναι το μόνο που μπορώ να πω σήμερα, μπροστά στο βάραθρο. Και δεν υπάρχει ένας κακός που είναι ο ένοχος, ένας δικτάτορας ή μια κοινωνική τάξη. Πρέπει να βγούμε επιτέλους από αυτή την ψευδή και απλοϊκή εξήγηση της «πάλης των τάξεων« και της ευθύνης της «άρχουσας τάξης». Η «άρχουσα τάξη» χειραγωγείται και αυτή από κάποιον ισχυρότερο και όχι από τα συμφέροντά της. Όλοι παίξανε το ρόλο τους και ο καθένας το έκανε με καθαρή τη συνείδηση.

Σήμερα κοιτάμε έκπληκτοι στον κόσμο το αποτέλεσμα των πράξεών μας. Γιατί εμείς, όλοι μαζί, τα κάναμε όλα αυτά, δια μέσω μιας διαστρεβλωτικής δύναμης ακατανόητης. Αλλά ακόμα κι όταν την κατανοούσαμε, αυτή η κατανόηση δεν ωφελούσε σε τίποτα. Ή ήταν ήδη πολύ αργά. Ντρέπομαι για τον κόσμο που αφήνουμε στους νεότερους. Ιδιαίτερα όταν βλέπω ότι οι σημερινοί νέοι έχουν ακριβώς τις ίδιες ελπίδες, τους ίδιους στόχους, τα ίδια συνθήματα που είχαμε κι εμείς πριν από 50 χρόνια. Τι άλλο θα μπορέσουν να κάνουν; Ίσως βέβαια να καταφέρουν να ξεφύγουν από τη διαστροφική δύναμη της μοίρας, ίσως… Ποιος θυμάται ακόμα ότι κι εμείς επιθυμήσαμε την Επανάσταση, ότι κι εμείς την πιστέψαμε με όλες μας τις δυνάμεις, όσο και η γενιά του ’68, και ότι σε δύο περιπτώσεις νομίσαμε ότι τα είχαμε καταφέρει; Τι μιζέρια να ακούς τους νέους να κατηγορούν την προηγούμενη γενιά νομίζοντας ότι αυτοί είναι οι πρώτοι που θέλησαν την Επανάσταση! Κι όμως εμείς ήμασταν πιο απαιτητικοί από αυτούς, πιο αυστηροί στην ανάλυσή μας και στην επιλογή των μέσων μας. Κι όμως όλα έγιναν στάχτες. Δεν μπορώ παρά να καγχάσω όταν βλέπω να πλασάρονται για καινούριες συζητήσεις και προβληματισμοί που μας απασχολούσαν την δεκαετία του ’30… Ακριβώς οι ίδιοι. Με κατηγόρησαν ότι παρουσίασα την κοινωνία και την τεχνική σαν αυτόνομα συστήματα που λειτουργούσαν χωρίς τον άνθρωπο, αλλά ακριβώς αυτή η γνώση μού φανέρωσε την αποτυχία κάθε αντίστασης, κάθε επανάστασης, κάθε θέλησης, κάθε ανάλυσης, κάθε διακήρυξης και κάθε προγράμματος.

Και το χειρότερο απ’ όλα είναι αυτό το «φαινόμενο διαστοφής» όλων αυτών για τα οποία πολεμήσαμε στο αντίθετό τους, φαινόμενο που εμφανιζόταν κάθε φορά που οι επιθυμίες μας θριάμβευσαν στην ιστορία. Κάθε φορά τα πράγματα κατέληγαν στο αντίθετο από αυτό που είχαμε υπολογίσει. Ο σοσιαλισμός οδήγησε στον Στάλιν. Την πτώση του Χίτλερ την ακολούθησε η γενικευμένη υιοθέτηση των μεθόδων του, η νίκη του ολοκληρωτικού κράτους, τα βασανιστήρια, τα μονοκομματικά καθεστώτα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι δημοκρατίες κάθισαν στα θρανία του χιτλερικού σχολείου. Και κάθε φορά που μια από τις ανακαλύψεις μας την έπαιρνε στα σοβαρά η εξουσία ή η κοινή γνώμη, αυτή ψεύτιζε και γινόταν κάλπικη. Αγωνιστήκαμε την δεκαετία του ’30 ενάντια στην γκροτέσκα, υποκριτική ηθική της αστικής τάξης για χάρη μιας ηθικής ελεύθερης και ζωντανής: ανταμειφθήκαμε με έναν αγοραίο ερωτισμό, με ναρκωτικά, ανομία και την θλιβερή και μονότονη επανάληψη συνθημάτων υπέρ της έκτρωσης και ενάντια στην οικογένεια, δηλαδή με μια μορφή αλλοτρίωσης χειρότερη από την προηγούμενη. Ήμαστε από τους πρώτους που προσπαθήσαμε να αναλύσουμε το φαινόμενο της τεχνικής, ελπίζοντας ότι έτσι θα μπορούσαμε να ξαναδώσουμε στον άνθρωπο λίγη από τη δύναμη εκείνη που του είχαν υφαρπάξει και να ξαναγίνει υποκείμενο, να κυριαρχήσει αυτό που τον καταδυνάστευε. Κι όταν αυτή η κριτική μας πέρασε τα τελευταία δέκα χρόνια στο πλατύ κοινό, μετατράπηκε σε κοινοτυπία, σε στείρο αντιτεχνικισμό, που γελοιοποίησε τελικά τις έρευνές μας και επέτρεψε μια νέα, ακόμα πιο αυτονομημένη φάση ανάπτυξης του τεχνικού συστήματος. Δεν υφίσταται ίχνος σχολαστικής ανάλυσης ή σκέψης στα εκατοντάδες πλέον βιβλία που κυκλοφορούν για την «τεχνολογία», ο αριθμός των οποίων αποτελεί τον ιδεολογικό καπνό που καλύπτει την πραγματικότητα, ενώ η κοινοτυπία τους δεν κάνει άλλο παρά να δικαιολογεί τελικά την τεχνική ανάπτυξη. Το ίδιο ισχύει και για την οικολογία: λόγος προφητικός που κατέληξε κοινωνιολογικό κίνημα, τετριμμένη φλυαρία που χρησιμεύει ως εφαλτήριο για την καριέρα πολιτικών και ηθικό «πλυντήριο» της βιομηχανίας.

Δεν θελήσαμε τίποτα απ’ όλα αυτά. Πού όμως κάναμε λάθος; Μήπως η ανάλυσή μας ήταν λανθασμένη; Οι στόχοι μας μάταιοι; Μήπως στον πυρήνα της ανάλυσής μας κρύβονταν ήδη η αιτία της αποτυχίας μας; Όχι και πάλι όχι. Είχαμε δίκιο, είχαμε δει σωστά. Βρισκόμασταν στο επίκεντρο του δράματος της εποχής μας. Κρατούσαμε στα χέρια μας το κλειδί. Αλλά ηττηθήκαμε. Και η ήττα μας συνίσταται ακριβώς στην επιτυχία των ιδεών μας, οι οποίες, παραμένοντας ιδέες, μετατράπηκαν σε ιδεολογίες, κατόπιν σε σλόγκαν και παρεκτράπησαν τελικά σε αφύσικες και παράλογες συμπεριφορές. Όταν όλοι όσοι είχαν βρεθεί στο στόχαστρό μας, η κοινή γνώμη, η πολιτική, τα ΜΜΕ, υιοθέτησαν τελικά τις ιδέες μας, αυτές ψεύτισαν. Ακόμα χειρότερα, μετατράπηκαν σε ανόητα έργα τέχνης κι έτσι έγιναν ακίνδυνα παιχνιδάκια, χάνοντας τελειωτικά τη λίγη εκείνη σοβαρότητα που τους είχε απομείνει χάρη στο έργο που είχαμε επιτελέσει. Όμοια με ένα παιδί που ενώ οι γονείς το έχουν πάει στον γιατρό για να διαγνώσει τη βαριά αρρώστια από την οποία υποφέρει, αυτό, όταν επιστρέψει στο σπίτι, παίρνει στα κρυφά τη συνταγή με τα φάρμακα και φτιάχνει ένα χάρτινο καραβάκι και το ρίχνει αμέριμνο στη μπανιέρα του για να διασκεδάσει.