Σύμφωνα με τον Μισέλ Ονφρέ, το κύριο γνώρισμα του καθεστωτικού ανθρωπισμού προοδευτικής προέλευσης που κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο είναι ακριβώς το ίδιο με όλων των δογματικών ιδεολογιών του παρελθόντος, τις οποίες η μεταμοντέρνα Αριστερά πιστεύει ότι μάχεται. Έγραφε ο Γάλλος συγγραφέας, με αφορμή μια περσινή τρομοκρατική επίθεση: «Ένα από τα χαρακτηριστικά ενός απολυταρχικού καθεστώτος είναι ότι η ιδεολογία τείνει να καταργήσει την πραγματικότητα και να την αντικαταστήσει με ένα φανταστικό αφήγημα» (βλ. Τρομοκρατία, ισλαμο-αριστερισμός και στρουθοκαμηλισμός α λα γαλλικά – Μισέλ Ονφρέ). Οτιδήποτε ενοχλεί το μανιχαϊστικό οικοδόμημα καλού-κακού στο οποίο στηρίζεται η προοδευτική ηθική, πολύ απλά καταργείται. Και σε αυτή την συγκεκριμένη περίπτωση καταργείται μέσω του εξοβελισμού των ενοχλητικών εκείνων λέξεων που μολύνουν την ατμόσφαιρα της εικονικής πραγματικότητας που με τόσο κόπο κατασκευάστηκε στα ακαδημαϊκά workshops. Η πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση της 25ης Σεπτεμβρίου με μαχαίρι στο κέντρο του Παρισιού έρχεται να υπενθυμίσει στους αφελείς ότι η πραγματικότητα όχι μόνο δεν υπόκειται στα γλωσσικά παίγνια στα οποία επιδίδονται με πάθος οι ερευνητές, αλλά και ότι, όσο επιμένουμε να την αγνοούμε, τόσο αυτή έχει την τάση να επανέρχεται δριμύτερη.
Και θα επανέρχεται δριμύτερη ακόμα κι όταν προσπαθούμε να την ξορκίσουμε με πιο εξελιγμένα γιατροσόφια, όπως είδαμε να συμβαίνει πρόσφατα στην Ελλάδα με αφορμή τον εμπρησμό της Μόριας. Εκεί είδαμε να αναπτύσσεται μια παραπλήσια μέθοδος αυτοτύφλωσης μπροστά στην ζοφερή πραγματικότητα, που εκφράστηκε με το αυθόρμητο κύμα αλληλεγγύης στα πρόσωπα των εμπρηστών. Αν στη περίπτωση της ισλαμικής τρομοκρατίας η τακτική συνίσταται στο να αποστρέψουμε το βλέμμα μας από το συγκεκριμένο (δηλ. τον θρησκευτικό φανατισμό που θέτει σε αμφισβήτηση το αφήγημα της ενσωμάτωσης), στη Μόρια ο καθεστωτικός ανθρωπισμός λειτουργεί αντίθετα, χρησιμοποιώντας τον πιο σκληρό ρεαλισμό: κάνει ζουμ στο συγκεκριμένο (π.χ. στις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης), έτσι ώστε να μας φέρει τόσο κοντά στο δράμα που να αποσπάσει αυτόματα τη συναισθηματική μας φόρτιση. Η ένταση αυτού του δράματος είναι τέτοια που απαιτεί την απόλυτη στράτευση της ανθρωπιάς μας.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της ηθικής προσταγής για μια άνευ όρων συμπόνια, είναι το γεγονός ότι απαιτεί να θεμελιωθεί όχι σε μια ηθική, όπως θα ήταν λογικό και αναμενόμενο, αλλά σε μια ορθολογική διαδικασία κατανόησης. Η ανθρωπιστική ρητορική επιχειρεί να μεταμφιέσει την απαίτησή της για καθολική αποδοχή σε μια αντικειμενική ουδετερότητα που θυμίζει επιστημονικό αξίωμα, ικανό να επιβάλλεται από μόνο του, ενώ ταυτόχρονα ξεμπροστιάζει κάθε διαφορετική άποψη ως άλογη και κακόπιστη αντιδραστικότητα: «αφού είναι λογικό σε αυτές τις δεδομένες συνθήκες ένας άνθρωπος να αντιδράσει με ακραίο τρόπο, και από τη στιγμή που, όντας και εμείς άνθρωποι, ίσως αντιδρούσαμε με τον ίδιο τρόπο, δεν μένει άλλη επιλογή παρά να ταυτιστούμε και να τον δικαιολογήσουμε». Το πρόβλημα εδώ δεν βρίσκεται στο να προτάσσεται η χριστιανική ηθική του «μη κρίνετε ίνα μην κριθήτε» (αν και βέβαια είναι οι υποστηρικτές της άποψης αυτής που θα το θεωρούσαν προβληματικό), αλλά στη λαθροχειρία που επιχειρεί να παρουσιάσει μια ιδεολογική επιλογή ως ζήτημα ορθολογικής σκέψης.
Το γεγονός ότι μια συμπεριφορά εδράζεται σε μία ή περισσότερες αιτίες δεν σημαίνει τίποτε από μόνο του. Έτσι κι αλλιώς, κάθε τι που συμβαίνει οφείλεται σε κάτι και πάντα θα μπορούμε να ανεβαίνουμε όλο και μακρύτερα στην κοίτη του ποταμού της ατέρμονης αλυσίδας των αιτίων που σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή οδηγούν σε μια πράξη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα συναντήσουμε και το νόημα της πράξης αυτής ή την ηθική της βαρύτητα. «Ξέρω» δεν σημαίνει «κατανοώ» και ακόμα λιγότερο «δικαιολογώ». Η απλή γνώση της αιτίας ενός γεγονότος, με την έννοια που έχει πάρει η λέξη αυτή στις φυσικομαθηματικές επιστήμες, δεν μας εγγυάται καθόλου και την ικανότητα αξιολόγησης αυτού του ίδιου του γεγονότος. Κι όχι μόνο γιατί σε αυτήν την άπειρη αλυσίδα των αιτίων ενός γεγονότος συναντούμε φαινόμενα, πράξεις και συμπεριφορές που ενδέχεται να είναι καταδικαστέα από ηθική ή ανθρωπιστική άποψη, αλλά κυρίως γιατί ο ορισμός της ποιότητας ενός πράγματος (μιας πράξης, ενός ανθρώπου κ.ο.κ.) δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε a priori αντικειμενικές κατηγορίες, οι οποίες, όσο κι αν επηρεάζονται από την ιστορική εποχή στην οποία ανήκουν, δεν μπορούν ούτε να εφευρεθούν εκ του μηδενός, αλλά ούτε και να εξαχθούν επαγωγικά. Η σύγχρονη ανθρωπιστική ηθική συγχέει, εσκεμμένα ή μη, την προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου με την μέθοδο της αιτιοκρατικής ανάλυσης εμπειρικών δεδομένων και προσπαθεί να εκμαιεύσει από την τελευταία το νόημα ενός γεγονότος. Ο καθεστωτικός ανθρωπισμός έχει βέβαια κι αυτός όχι μόνο την δικιά του γενεαλογία, που ξεκινά από την ρουσσωική φιλοσοφία του «ευγενούς αγρίου», για να περάσει στον ρομαντισμό του «καλού κλέφτη» του Ουγκώ και στην ουδέτερη, αλλά στρατευμένη, νατουραλιστική απεικόνιση του λούμπεν προλεταριάτου από τον Ζολά, αλλά και το θεμέλιο λίθο του, πάνω στον οποίο και οικοδομεί την ηθική του: τον Άνθρωπο. Όμως η «ανθρωπινότητα» του υποκειμένου δεν μπορεί να αποτελέσει ικανό θεμέλιο της ηθικής αξιολόγησης των πράξεών του: άνθρωποι ήταν εξάλλου και όλοι οι μεγάλοι εγκληματίες της ιστορίας, όπως το ίδιο «ανθρώπινοι» είναι και οι στυγεροί εγκληματίες που απασχολούν σε καθημερινή βάση την κοινή γνώμη (είτε οι αληθινοί στις ειδήσεις που προκαλούν τον αποτροπιασμό είτε οι φανταστικοί στις δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές που αποζητούν τον θαυμασμό του κοινού). Παρόλα αυτά, η ανθρώπινη υπόστασή τους δεν μας εμποδίζει να τους κατατάξουμε στην κατηγορία των «τεράτων» ή, σε ό,τι αφορά την πολιτική, σε αυτή των «φιδιών» που βγαίνουν από αυγά…
Η συμπαράσταση στους εμπρηστές της Μόριας, όπως και η ανεξάντλητη μεγαθυμία για τα εγκλήματα των φανατικών ισλαμιστών – την ίδια στιγμή που απαιτείται τίποτε λιγότερο από μηδενική ανοχή για τον «ρατσισμό» των στερεοτύπων του κινηματογράφου ή για την «πατριαρχία» της γραμματικής – δεν οφείλονται στη συμπόνια, αλλά είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα μιας ηθικής και ιδεολογικής επιλογής που προηγείται των όποιων ευγενών προθέσεων. Οι σύγχρονοι ριζοσπάστες αναγνωρίζουν στους εμπρησμούς και τους φόνους τις ίδιες μορφές εξέγερσης που είχαν επιλέξει οι πρώτοι μηδενιστές του 19ου αιώνα, μια εξέγερση η οποία ήταν, όπως είχε διαγνώσει ο Ντοστογιέφσκι, μεταφυσική. Ο αγνός Κυρίλωφ των «Δαιμονισμένων» αποφασίζει να αυτοκτονήσει για να επιβεβαιώσει την ελευθερία του απέναντι στον Θεό. Αντίθετα, ο κυνικός και υπολογιστής Βερχοβένσκι προτιμά να παραμείνει στη ζωή και να εκμεταλλευτεί την αυτοκτονία του συντρόφου του για το καλό της «ιδέας». Οι σημερινοί αυτόκλητοι υπερασπιστές των θυμάτων δεν κατάγονται όμως ούτε από τον πρώτο ούτε από τον δεύτερο, αλλά από τον Ιβάν Καραμαζώφ, τον διανοούμενο φοιτητή που επιθυμεί να σκοτώσει τον απεχθή πατέρα του, αλλά από δειλία αφήνει τη βρώμικη δουλειά για τον λακέ Σμερντιακώφ ενώ αφήνει τον αδελφό του Ντιμίτρι να φορτωθεί το έγκλημα. Με το ίδιο τρόπο, οι σημερινοί εκφραστές του ανθρωπισμού θεωρούν την εξέγερση και τον σκοπό της ηθικά δικαιωμένους, αλλά προτιμούν να αφήσουν τη βρώμικη δουλειά σε άλλους, όχι μόνο για να μην υποστούν οι ίδιοι τις δυσάρεστες συνέπειες, αλλά και γιατί ο θυσιαστής οφείλει να είναι ηθικά άμωμος για να τελεσφορήσει η θυσία. Και ο μόνος ικανός να ενσαρκώσει αυτόν το ρόλο σε μια κοινωνία βουτηγμένη στην ενοχή δεν μπορεί παρά να είναι ο ξένος, το αποσυνάγωγο θύμα που, ακριβώς επειδή είναι θύμα έχει καταλάβει στη μεταμοντέρνα ηθική τη θέση του ιερού. Έτσι, την κενή θέση του αποδιοπομπαίου τράγου παίρνει το γράμμα του Νόμου, δηλαδή οι θεσμοί και οι κανόνες της οργανωμένης πολιτείας, η υποκρισία και η ανεπάρκεια των οποίων στηλιτεύονται ανηλεώς. Τα ευγενή αισθήματα και η παθιασμένη ρητορική του ανθρωπισμού κρύβουν όμως από τα μάτια των οπαδών του τη τραγική πλάνη στην οποία ο άνθρωπος έχει εγκλωβιστεί τόσες φορές στη διάρκεια της νεωτερικής εποχής: να νομίζει δηλαδή ότι έχει καταφέρει να απομονώσει το μίασμα, ότι έχει βρει επιτέλους την «καλή» βία, τη βία-εργαλείο που μπορεί να ελέγξει όπως θέλει αυτός και να την καθοδηγήσει προς όφελος του γενικού συμφέροντος, χωρίς να υποψιάζεται ότι είναι αυτός που χειραγωγείται από τη βία και ότι οι ψευδαισθήσεις του θα διαψευστούν για ακόμα μια φορά.