“Cadmus Slays the Dragon” by Hendrik Goltzius

Επιμέλεια: Γιώργος Κουτσαντώνης

Κάθε ιδέα προόδου ανασκευάζεται από την ύπαρξη της Ιλιάδας. H τελειότητα τον πρώτου βήματος κάνει καταγέλαστη κάθε απαίτηση σταδιακής ανόδου. Αλλά ταυτόχρονα n Ιλιάδα είναι μια προκλητική κίνηση σε σχέση με τις μορφές, τις προκαλεί και τις εμπλέκει σε μια βεντάλια που ακόμη πρέπει v’ ανοίξει. Κι αυτό χάρη στην επιτακτική σαφήνεια με την οποία αποκλείει, σχεδόν αποβάλλει από το εσωτερικό της εκείνο που στη συνέχεια και για αιώνες θα αρθρωνόταν στο λόγο. Εκείνη n τέλεια αρχή κάνει έκκληση με την εμφάνισή της σε απόντα αντισταθμίσματα, σύμφωνα με τον Μαλαρμέ.

O Οδυσσέας είναι εκείνος που ξεχωρίζει ανάμεσα σ’ όλους τους Αχαιούς αρχηγούς γιατί «είναι ξεφτέρι o νους του», ενώ οι άλλοι κοιτάζουν με θαυμασμό το εύστροφο μυαλό του, όπως και το γοργό δρασκελισμό του Αχιλλέα, αλλά δεν αισθάνεται γι’ αυτά περισσότερο αυτόνομος απέναντι στους θεούς. Δεν έχει τη συμπαγή ευφράδεια του Διομήδη ή τη γλαφυρότητα του Νέστορα, προσέχει όμως τη στιγμή και την ευκαιρία για να τους αδράξει με τη λέξη, χωρίς ούτε μια παραπανίσια. O Οδυσσέας είναι αυτός που ξέρει «να βγαίνει από το αναμμένο πύραυνο». Στη λέξη που προσδιορίζει εκείνο το «να βγαίνει» (νοστήσαιμεν) διαφαίνεται n έννοια της «επιστροφής» (νόστος): το να εξέρχεται σώος είναι μια επιστροφή. Κανείς δεν ξέρει να επιστρέφει όπως o Οδυσσέας. Υπάρχει κάτι το σταθερό, το στέρεο, το απερίγραπτο, στο οποίο ο ήρωας ξέρει κάθε φορά ότι μπορεί να επιστρέψει και να πατήσει το πόδι του, ακόμη και στη μεγαλύτερη αμφιταλάντευση. Και το ότι στο μυαλό του αυτό είναι ένα μικρό νησί, μας δίνει το μέτρο της σχέσης τον χώρου ανάμεσα σ’ εκείνη τη βραχώδη σκλήθρα και στην υδάτινη απεραντοσύνη. Και όμως εκείνη η μικρή και σκληρή νοερή γη, όπως το φαρδύ στέρνο του, είναι κάτι που παρέχει αντοχή και σταθερή υποστήριξη. O Οδυσσέας γνωρίζει τη φωτιά, τη συναντά, την προκαλεί. Αλλά κυρίως, και σε αντίθεση με πολλούς άντρες και γυναίκες που βρίσκονται κοντά στο θεϊκό, o Οδυσσέας ξέρει να βγαίνει από τη φωτιά. Γι’ αυτό o επιβλητικός Διομήδης αισθάνεται πιο ήρεμος όταν τον έχει στο πλευρό του, σαν μια σκιά που επαγρυπνά.

Στην πιο απελπιστική για τους Αχαιούς νύχτα, όταν η επίθεση των πολιορκημένων τους έχει φέρει σε δύσκολη θέση γύρω από τα πλοία τους, κι ενώ ετοιμάζεται να ξεκινήσει με τον Διομήδη για το εχθρικό στρατόπεδο, με σκοπό να μάθουν μερικά μυστικά, στ’ αυτιά του Οδυσσέα φτάνει το κρώξιμο ενός πελαργού, αόρατου μέσα στη νύχτα. Είναι η Αθηνά που φανερώνει την παρουσία της. Τότε o Οδυσσέας απευθύνεται στη θεά που πάντα του συμπαραστάθηκε. Προφέρει ελάχιστες, στεγνές και οικείες λέξεις, λιγότερες από τις μισές που αμέσως μετά θα της απευθύνει ο Διομήδης. Ο Οδυσσέας δεν μνημονεύει πατρικά προηγούμενα και δεν υπόσχεται θυσίες. Λέει στη θεά: «την αγάπη σου πιότερο τώρα δείξε».

Ανάμεσα στην αφελή και υπερβολική επιδεικτικότητα του Διομήδη και στην απέριττη οδυσσεϊκή διαφάνεια, ανοίγεται διάπλατα μια ιστορία που θα χρειασθεί αιώνες, επιστροφές και ανατροπές για να επεξηγηθεί. Αλλά εκείνη τη νύχτα είναι ακόμη ενωμένη, όπως αγγίζονται τα «όπλα» που οι δυο ήρωες μόλις αρματώθηκαν. Και n θεά είναι παρούσα και στους δύο. Επικοινωνούν πρώτα μαζί της και μετά μεταξύ τους. Είναι η «φωτιά του ουρανού» την οποία οι Έλληνες μοιράζονται, πριν τη διασχίσει ανέπαφη η οδυσσεϊκή νηφαλιότητα. Πριν εκείνη η νηφαλιότητα παραμείνει μόνη προσπαθώντας να επιζήσει, έχοντας ξεχάσει τη φωτιά που διέσχισε, ξεχνά και την παλιά οικειότητα με τη θεά, που επέτρεπε στον ήρωα να την παροτρύνει να του δείξει «την αγάπη της πιότερο τώρα».

Ο Αχιλλέας είναι το μοναδικό, άρα και μοναχογιός, «enfant της φύσης»· έξι αδέλφια του πέθαναν πριν απ’ αυτόν στην προσπάθεια της μητέρας τους Θέτιδας να τα κάνει αθάνατα. Δεν άντεξαν τη φωτιά. Οι φλόγες που έγλειψαν τον Αχιλλέα τον έκαναν σχεδόν αθάνατο. Κι αυτό σημαίνει τον πιο θνητό από τους θνητούς. Του έλαχε η πιο σύντομη ζωή γιατί αντικαθιστούσε για τη Θέτιδα το γιο που θα εκθρόνιζε τον Δία και που ποτέ δεν γεννήθηκε. Αντί για θεός με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τους άλλους θεούς, υπήρξε άνθρωπος με συντομότερη ζωή από άλλους ανθρώπους, αλλά και o πλησιέστερος σ’ ένα θεό. Έχοντας πάρει τη θέση εκείνου που θα έδινε ένα τέλος στην κυριαρχία του Δία, το τέλος σφηνώθηκε μέσα του επιτακτικά πρόδηλο. O Αχιλλέας είναι ο χρόνος στην καθαρή μορφή του που καλπάζει μακριά. Περιορισμένος σ’ ένα απειροελάχιστο κλάσμα διάρκειας, είχε τις αρετές που βρίσκονται κοντύτερα σ’ εκείνες των πλασμάτων τον Ολύμπου: την ένταση και την ευκολία. Η οργή του, που ανοίγει την Ιλιάδα, είναι πιο έντονη από την αντίστοιχη οποιουδήποτε άλλου πολεμιστή και η ταχύτητα των ποδιών του είναι εκείνου που σχίζει τον αέρα χωρίς να προκαλεί τριβή.

Κανένας άλλος ήρωας δεν είχε τόση οικειότητα με τις γυναίκες όσο ο Αχιλλέας. Στα εννιά του χρόνια έπαιξε στη Σκύρο σαν κοριτσάκι ανάμεσα σ’ άλλα και μόνον ο ήχος της σάλπιγγας του Οδυσσέα τον ξύπνησε από το θηλυκό ύπνο. H μητέρα τον ήταν θαλάσσια θεότητα κι εκείνον τον μεγάλωσαν δύο Ναϊάδες, ενώ οι συντρόφισσές του τον φώναζαν Πύρρα, ξανθοκόκκινη. Τότε γεύτηκε μια ευτυχία που σε κανέναν άλλο δεν παραχωρήθηκε: να είναι κορίτσι και να ξελογιάζει κορίτσια. Ήταν μια ξένη φίλη που έπαιζε με τις κόρες του Λυκομήδη, αλλά η μεγαλύτερή τους, η Δηιδάμεια, γέννησε γρήγορα το γιο του «μυστικού έρωτά» τούς: τον Νεοπτόλεμο. Υπήρχε ένα λιβάδι στην ανεμοδαρμένη Σκύρο κάτω από έναν πύργο, κι εκεί οι κόρες του Λυκομήδη μάζευαν λουλούδια. Το βλέμμα τους ήταν ευθύ, τα μάγουλά τους στρογγυλά και είχαν χάρη στις κινήσεις. O Αχιλλέας ξεχώριζε ανάμεσά τους γιατί έριχνε με μια πιο απότομη κίνηση τα μαλλιά προς τα Πίσω.

Μετά τους παιδικούς έρωτες, n γυναίκα εμφανίσθηκε στη ζωή τον Αχιλλέα με το σημάδι του θανάτου. Κι εκείνο το σημάδι δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ πια. Συνεχιζόταν n άπνοια στην Αυλίδα και οι ήρωες γύμναζαν νευρικά τα σώματά τους μπροστά στις σκηνές για να σκοτώσουν τις ώρες της αναμονής. O Αχιλλέας φανταζόταν ότι «χίλιες νέες κυνηγούσαν το κρεβάτι του», όταν εμφανίσθηκε n νέα που πίστευε ότι προοριζόταν για το γαμήλιο κρεβάτι του: η Ιφιγένεια. Επρόκειτο για μια φρικιαστική παρεξήγηση: o πατέρας της Αγαμέμνονας την είχε σύρει με την παγίδα του γάμου για να τη θυσιάσει. Η Κλυταιμνήστρα είπε τότε στον Αχιλλέα: «Θα είναι κακός οιωνός για το μελλοντικό σου γάμο αν θανατωθεί η κόρη μου». O οιωνός παρέμεινε αιωρούμενος, ανέπαφος. Από τότε οι έρωτες του Αχιλλέα που γεννήθηκαν σαν παιχνίδια ανάμεσα σε κορίτσια πλαισιώθηκαν ή κατακλύσθηκαν στο αίμα.

Και o ίδιος o Αχιλλέας θα σκοτωνόταν, όπως η Ιφιγένεια, μ’ ένα ψεύτικο γαμήλιο στεφάνι στα μαλλιά. H απάτη του Αγαμέμνονα προέβλεπε κάτι το άγνωστο σε όλους, και στον ίδιο βέβαια, που θα ένωνε την Ιφιγένεια με τον Αχιλλέα. Υπάρχει και μια εκδοχή που τους αποδίδει ένα γιο. Θα τον είχαν αποκτήσει χωρίς καν να έρθουν σε επαφή, παρά μόνο με το σμίξιμο της θανάσιμης απάτης που υπέστησαν.

Η ιερογαμία και η θυσία κάποτε ταυτίζονταν. Στην ιστορία διαχωρίζεται προοδευτικά αυτό το ακατονόμαστο. Ο αρχέγονος Θεός σκοτωνόταν και συνουσιαζόταν την ίδια στιγμή. Οι άνθρωποι που θα τον θυμούνται δεν μπορούν να επαναλάβουν το ίδιο εγχείρημα εάν θέλουν να επιζήσουν, και είναι αναγκασμένοι να το χωρίσουν σε δύο στάδια: δολοφονία και συνουσία, θυσία και γάμος. Αλλά στη θυσία παραμένει η γεύση των γάμων, όπως στους γάμους n γεύση της θυσίας. Κάτι το χειροπιαστό εξισώνει αυτές τις δύο πράξεις: το στεφάνι. Στεφανώνονται για να πάνε στους γάμους, αλλά και στη θυσία. Και το διφορούμενο του στεφανιού είναι n σταθερή και αποσιωπημένη αναφορά της τραγικής σκηνής τα επεισόδια της παρεξήγησης, n αναγνώριση της πραγματικής ταυτότητας, το διφορούμενο, που τεντώνουν το τραγικό νεύρο, προέρχονται από το αρχέγονο διφορούμενο που περικλείεται στο στεφάνι.

Θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι μόνον οι σύγχρονοι κατάφεραν να τα διαβάσουν όλα αυτά, σαν να τα έκρυβε n τραγωδία στο υπονοούμενο και στο υποσυνείδητο. Αντίθετα, αυτό φαίνεται να είναι το συνηθισμένο βάθος της τραγωδίας. Διαφορετικά, ανάμεσα σε πολλά παραδείγματα, ο χορός στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη δεν θα περνούσε με τόσο αναπάντεχη ευκολία από την επίκληση των γάμων του Πηλέα και της Θέτιδας, όπου και οι θεοί είναι καλεσμένοι, στην περιγραφή της Ιφιγένειας ως «κηλιδωτή δαμάλα», από «το θνητό λαιμό της οποίας θα ξεπηδήσει το αίμα» στην Αυλίδα, όπου ο πατέρας της είχε προσποιηθεί πως θα την οδηγούσε σε γάμους. Αυτή η σύντομη συζήτηση, χωρισμένη σε δύο τμήματα ανάμεσα σε γάμους και θυσία, για τον Ευριπίδη είναι μόνο μία: και περνάμε υποχρεωτικά από τα δύο τμήματα, επειδή το ένα ανήκει στο άλλο. Με τον ίδιο τρόπο δηλώνεται στα κείμενα με πλήρη σαφήνεια ότι n τραγική ένταση βρίσκεται ανάμεσα στη δολοφονία και στη θυσία, στη σύνθλιψη της μιας στην άλλη ή στην προέκταση των δύο όρων. Όλες οι τραγωδίες που διασώθηκαν θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σύμφωνα με τη γωνία κρούσης που δημιουργείται ανάμεσα στη δολοφονία και στη θυσία ή σύμφωνα με τη διαφορετική συμπύκνωση τον δισήμαντου στην εκδήλωση της μιας και της άλλης. Στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι, για δεκάδες και δεκάδες φορές ακούγεται το ρήμα κτείνω, «φονεύω», ενώ το θύω, «θυσιάζω», εμφανίζεται σε ελάχιστες περιπτώσεις, και ανάμεσά τους μεσολαβεί το σφάζω, «αποκόπτω το λαιμό». Και όμως, εκείνη n τραγωδία περιφέρεται γύρω από μια θυσία και όχι γύρω από μια δολοφονία. Ενώ στον Αγαμέμνονα, που είναι το χρονικό μιας δολοφονίας, εισβάλλει n ουσιαστική ορολογία.

Όταν n Ιφιγένεια δέχεται να θανατωθεί, όπως λέει η ίδια «να σφαχθεί απάνθρωπα από έναν απάνθρωπο πατέρα», μόνο και μόνο «γιατί ολόκληρη n Ελλάδα έχει τα μάτια στραμμένα πάνω της» και ο θάνατός της θα βοηθήσει «τους Έλληνες να βασιλέψουν στους βαρβάρους και όχι οι βάρβαροι στους Έλληνες», και αυτό γιατί «οι μεν είναι n σκλαβιά και οι δε η ελευθερία», όταν μια παρόμοια ακολουθία λόγων βγαίνει γρήγορα, με σιγουριά, από το στόμα της παρθένου των Μυκηνών, μπορούμε να πούμε ότι κάθε κοσμογονική θεώρηση της θυσίας έχει κιόλας γκρεμιστεί. Η θυσία πλέον δεν αφορά την ισορροπία ανάμεσα σε ανθρώπους και θεούς, αλλά ανάμεσα σε ανθρώπους και ανθρώπους, ανάμεσα στους «άρχοντες των ανθρώπων» και στο φοβερό πλήθος που συνωθείται ανάμεσα στις σκηνές.

Αυτό όμως είναι το υβριστικό αίνιγμα: φανερώνεται εδώ ότι n θυσία σαν κοινωνικό γεγονός είναι αποτελεσματική όσο και η ουσία σαν κοσμογονικό γεγονός. Διαλύεται κάθε ουράνια ένταση. Παραμένει μόνο μια ανυποψίαστη νέα να σφαχτεί μπροστά σ’ένα στράτευμα κεντρισμένο από την ηδονή να ταξιδέψει προς το αίμα (και είναι η Αφροδίτη που τους παρακινεί, όχι ο Άρης). Κι εκείνη η δολοφονία αποδεικνύεται πραγματικά χρήσιμη, είναι ο πρώτος pro patria mori που απομακρύνεται από κάθε άλλον και επισκιάζει κάθε άλλον, όπως η ομιλία του Περικλή για τη δημοκρατία επισκιάζει χιλιάδες επακόλουθες ομιλίες γύρω απ’ αυτό το θέμα. Πριν ακόμη οι Αχαιοί σηκώσουν τα πανιά για την Τροία, είχε επιτελεσθεί στο σώμα της Ιφιγένειας μια ριζοσπαστική εκλαΐκευση της θυσίας. Οι θεοί ήταν ανέπαφοι, αλλά οι σχέσεις μαζί τους προσλάμβαναν την ίδια στεγνότητα και το ίδιο πάθος μ’ αυτές ανάμεσα σε πατέρα και κόρη, σε υπηρέτη και κύριο, σε εραστή και ερωμένο. σε άντρα και γυναίκα. Μόνο μια υπερμεγέθης ανισότητα δυνάμεων χωρίζει τη γη από τον ουρανό. Και όχι βέβαια η ανισότητα πνεύματος, καρδιάς ή τελετουργιών. Έχοντας γίνει συντρίμμια κάθε κοσμογονική σκαλωσιά ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους, η ζωή παρουσιάζεται πιο ελαφριά και αστραφτερή, αλλά και μοναχική, φευγαλέα και μη αντιστρέψιμη. Αυτό είναι το κυρίαρχο συναίσθημα που διατρέχει τη φωτεινή εποχή των Ελλήνων από τον Όμηρο μέχρι τον Ευριπίδη. Όλα περιορίζονται σε απλά στοιχεία, που με τη σειρά τους είναι μη αναγώγιμα. Η ζωή δεν είναι ένας αγώνας ανταλλαγών ανάμεσα σε αόρατες δυνάμεις, αλλά n «γλυκύτητα του να κοιτάξεις το φως». Έτσι μιλάει στην Ιφιγένεια η φιλοψυχία, n τελευταία «προσκόλληση στη ζωή». Και n κατάληξη είναι στυφή: «Για τους θνητούς το πιο γλυκό πράγμα είναι να κοιτάξουν το φως· αυτό που βρίσκεται κάτω από τη γη δεν είναι τίποτα».

Από αυτές τις θρασείες λέξεις, που τολμούν να επιβεβαιώσουν το «τίποτα» ολόκληρου του κόσμου των πνευμάτων, γίνεται αντιληπτή η συνάφεια για την οποία n Ιφιγένεια προοριζόταν ως σύζυγος τον Αχιλλέα. Αντί n αναγγελία, που εξακοντίζει η Ιφιγένεια πριν πεθάνει, προδιαγράφει την απάντηση του Αχιλλέα στον Οδυσσέα, όταν o τελευταίος τον συναντά στον Κάτω Κόσμο, την περιφρόνησή του για τη μάταιη κυριαρχία στους νεκρούς και την οξύτατη επιθυμία για ένα κομμάτι έστω και άθλιας ζωής.

Όλος o κλασικός κόσμος, από τις μινωικές τοιχογραφίες μέχρι τα ρωμαϊκά συμπόσια, είναι σπαρμένος με στεφάνια. Στη Ρώμη ο coronarius εξασκούσε ένα επικερδές επάγγελμα, γιατί ήταν αμέτρητες οι περιπτώσεις που χρησιμοποιούνταν στεφάνια. «Παλαιότερα», θυμάται o Πλίνιος, «τα στεφάνια χρησιμοποιούνταν για να τιμούν τους θεούς και τους δημόσιους και ιδιωτικούς Λάρες, τους τάφους και τους Μάνες». Μετά για τα αγάλματα των θεών, για τα ζώα που θα θυσιάζονταν, για τους νεόνυμφους. Έπειτα για τους αθλητές που νικούσαν στους αγώνες. Ύστερα για τους ποιητές ή για τους πολεμιστές που διακρίνονταν. Μετά για τη χαρά των συμποσιαζόμενων. Οι εραστές κρεμούσαν στεφάνια στις πόρτες των ερωμένων τους. Και n Κλεοπάτρα σκέφτηκε κάποτε να δηλητηριάσει τον Αντώνιο με τα πέταλα ενός στεφανιού. Από τις μούμιες της Αιγύπτου μέχρι τους χριστιανούς πολεμιστές, που μάταια προσπαθούν να αποφύγουν αυτό την ειδωλολατρική συνήθεια, θα λέγαμε ότι ο κόσμος της Μεσογείου βάδισε για αιώνες σ’ εκείνη την κυκλική μορφή, σ’ εκείνα τα εφήμερα και γεμάτα σημασία λουλούδια, που σε κάθε περίπτωση διέφεραν. Ήταν τέτοια n παρουσία των στεφανιών, ώστε στηρίχτηκε πάνω τους μια ολόκληρη λογοτεχνία. Ελάχιστα άλλα θέματα φαίνονταν τόσο κατάλληλα για τους αγώνες γνώσεων ανάμεσα σε συμποσιαζόμενους σοφιστές. Αλλά, εάν ξεφύγουμε από τη συμπαθητική φλυαρία τους και πάμε προς την προέλευση, τι συναντούμε;

Το πρώτο στεφάνι ήταν δώρο τον Δία στον Προμηθέα, άρα προέρχεται από τους θεούς ως δώρο στον πιο διφορούμενο απέναντί τους άνθρωπο, απειλή και σωτηρία. Εκείνο το στεφάνι έπρεπε να εξισορροπήσει την τιμωρία των δεσμών με τα οποία o ίδιος ο Δίας είχε αιχμαλωτίσει για πολλά χρόνια τον Προμηθέα. Τώρα το ψυχρό σφίξιμο του μετάλλου μετατρεπόταν σ’ αυτό που o Αισχύλος αποκάλεσε «ο καλύτερος των δεσμών»: ένα κυκλικό πλέγμα από φύλλα, κλαδάκια και λουλούδια. Ήταν η ίδια διαδικασία με την οποία το πολύχρωμο στεφάνι της Αφροδίτης είχε επικρατήσει στο πνιγηρά δίχτυ της Άτης. Και όπως στο στηθοπάνι της Αφροδίτης είναι συνυφασμένη η απάτη, έτσι στο στεφάνι του Προμηθέα μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε την ακραία πρόκληση της απάτης. Διαβάζουμε στον Yγίvo: «Nonnulli etiam coronam habuisse dixerunt , ut se victorem impune peccasse diceret»: «Μερικοί λέγουν ότι [o Προμηθέας] είχε αποκτήσει ένα στεφάνι για να μπορεί να λέει ότι είχε θριαμβεύσει στην ατιμωρησία της ενοχής». Όπως το στηθοπάνι της Αφροδίτης, το στεφάνι είναι o δεσμός της ανάγκης, αλλά τώρα εκείνος ο δεσμός, διαλυμένος στα πέταλά του, έχοντας συλληφθεί από την ομορφιά, πλησιάζει στο λεπτό πλεονασμό του στολισμού. Το πέπλο της αισθητικής εμφάνισης μπορεί να κρύβει πίσω του την αποκοτιά εκείνου που θέλει να ξεφύγει από το αναγκαίο, εκείνον που αναζητεί ακόμη μιαν ατιμωρησία που n ανάγκη δεν παραχωρεί. Αυτό υπαινίσσονται τα λόγια του Υγίνου.

Διαφορετική είναι όμως το άποψη του Αισχύλου. Για κείνον το στεφάνι που χάρισαν στον Προμηθέα είναι αντίποινα, «ανταμοιβή» και ταυτόχρονα εξαγορά. Ο Προμηθέας το άξιζε γιατί είχε φανερώσει στον Δία ότι αν γεννιόταν o γιος του από τη Θέτιδα, θα τον υποσκέλιζε. Έτσι, αφού πρώτα εξαπάτησε το θεό, o Προμηθέας μετά τον γλίτωσε. Και τώρα παρέμενε ανάμεσα στους ανθρώπους, φέρνοντάς τους μια καινούργια αποκάλυψη ύστερα από εκείνη της φωτιάς: το στεφάνι. Από την αλυσίδα στο στεφάνι· ήταν πάντα ένας δεσμός, γιατί καθετί το ισχυρό που μας κυριεύει είναι ένας δεσμός. Μόνο που τώρα γινόταν ελαφρότερος, πιο εύθραυστος και απαλός κι έσφιγγε τρυφερά το κεφάλι, γιατί «στο κεφάλι βρίσκονται όλες μας οι αισθήσεις». Τι το τόσο πολύτιμο κρυβόταν σ’ αυτό το φυτικό πλέγμα; Η τελειότητα. Ήταν το κατεξοχήν ελληνικό δώρο, εκείνο που επιδίωξαν σε κάθε ευκαιρία.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Ρομπέρτο Καλάσσο, Οι Γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2005.