Απόσπασμα από: «Η βελτιόδοξη και ανθρωποκεντρική ευκοσμία, η κοινή ευπρέπεια και ο λαϊκός οικουμενισμός» του Μιχάλη Θεοδοσιάδη

[…] Συνοπτικά: η φιλία της λαϊκής ευκοσμίας εφόσον τρέφει βαθιά πίστη πως κάθε άνθρωπος διαθέτει τα μέσα –τον λόγο και τη μνήμη– με τα οποία μπορεί να αντιπαλέψει τα πάθη και την ύβρη, συνεισφέροντας στο κοινό συμφέρον, προωθεί την πράξη. Με τη σειρά της, η πράξη προωθεί την ορθοκρισία και την κοινή ευπρέπεια. Αν η πράξη αποτελεί κεντρική έννοια της δημοκρατίας εν γένει, τότε κατανοούμε ότι μια δημοκρατική αναγέννηση, με το διάλογο και την ικανότητα να θέτει υπό εξέταση δοσμένες αξίες, θα μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες να απομακρυνθούν από τη συλλογική αντίληψη ιδέες που ενδεχομένως έχουν «φυσικοποιήσει» τα άτομα μιας κοινότητας (ή κοινωνίας), αλλά που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά βουλησιαρχικές επιδιώξεις ή εσφαλμένες αντιλήψεις που από συνήθεια (ή με συμπεριφορικό τρόπο) αναπαράγονται από τμήμα ενός πληθυσμού. Αξίζει, για παράδειγμα, να φέρουμε στο νου μας τον Αμερικανικό Νότο κατά την περίοδο των έντονων φυλετικών διαχωρισμών (racial segregation), όπου αντιλήψεις οι οποίες απομάκρυναν τους Αφροαμερικανούς από τους λευκούς, καταδικάζοντας του πρώτους στην εξαθλίωση, θεωρούνταν αυτόδηλες. Επί της ουσίας, η λαϊκή ευκοσμία και η πράξις, σπάζοντας εσφαλμένες ή βουλησιαρχικά κατασκευασμένες (αλλά παγιωμένες) αντιλήψεις, προωθεί μια αντίληψη του έθνους η οποία αποθαρρύνει την εθνικιστική ύβρη. Η ευκοσμία ενισχύει αυτό που ο Fukuyama αποκαλούσε ισοθυμία (isothymia), δηλαδή την απαίτηση κάθε ανθρώπου να αντιμετωπίζεται ως ισότιμο μέλος μιας κοινότητας ή ομάδας. Συνθέτει, με άλλα λόγια, τον «λαϊκό οικουμενισμό». Πιο συγκεκριμένα, δίχως να εκμηδενίζει το λαϊκό στοιχείο (όπως ο φιλελεύθερος κοσμοπολιτισμός), επεμβαίνει σε αυτό με στόχο να το μετασχηματίσει, ακριβώς τη στιγμή που μέλη της συλλογικότητας κρίνουν πως κάτι τέτοιο είναι πέρα για πέρα αναγκαίο. Αυτοί οι μετασχηματισμοί άρουν τα εμπόδια που δεν επιτρέπουν στα μέλη μιας συλλογικότητας ενός έθνους να αναγνωρίσουν όλα τα άλλα ως ίσα. Έτσι, η λαϊκή ευκοσμία οδηγεί στη λεγόμενη εθνική αξιοπρέπεια, την οποία μπορούμε να ταυτίσουμε με την ισο-θυμία: οι άνθρωποι κάθε έθνους μπορούν να αναγνωριστούν για τα επιτεύγματα που η γνώση τους προσφέρει τόσο στη δική τους εθνική κοινότητα όσο και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Την εθνική αξιοπρέπεια μπορούμε να εκλάβουμε ως αντίδοτο τόσο στις ακρότητες της «εθνικής υπερηφάνειας» όσο και σε κάθε είδους αντιπατριωτικό μηδενισμό, στην τάση δηλαδή διαφόρων ιδεολογιών του φιλελεύθερου και μεταμοντέρνου κοσμοπολιτισμού να δαιμονοποιούν το αγνό συναίσθημα της αγάπης που αισθάνεται ο άνθρωπος για τις ρίζες του. Με βάση αυτές τις ιδεολογίες, ο πατριωτισμός δεν είναι παρά μια επίμονη και ανορθολογική άρνηση της εξέλιξης της ανθρωπότητας από τις κλειστές εθνικές ταυτότητες στο απεθνικοποιημένο παγκόσμιο χωριό. Επιπλέον, η εθνική αξιοπρέπεια είναι σύμφυτη με την κοινή ευπρέπεια: καί στις δύο περιπτώσεις κυριαρχεί η έννοια της υποχρέωσης (του «πρέπει»)· οι άνθρωποι όλων των εθνών έχουν αξία ως άνθρωποι· έχουν αξία διότι έχουν τις ικανότητές να συνεισφέρουν στο κοινό καλό μέσω της μνήμης και του λόγου. Συνοψίζοντας: ο λαϊκός οικουμενισμός περνάει πρώτα και καλύτερα μέσα από τη δημοκρατία, η οποία προαπαιτεί έναν κοινό χώρο, ικανό να λειτουργεί ως κοινός τόπος, ως συλλογικότητα ζωντανών αναπαραστάσεων, συνδετικής μνήμης και ένταξης. Πιο συγκεκριμένα, ο κοινός αυτός τόπος δεν αποτελεί, απλά και μόνο, μια εμπειρική (a posteriori) σύλληψη, προερχόμενη μόνο από τις αισθήσεις μας (sense impression). Με βάση τον Kant, η αντίληψη του χώρου βασίζεται στην a priori διαίσθηση. Πιο συγκεκριμένα, ο χώρος ως έννοια υποδηλώνει την ύπαρξη ενός ενιαίου τόπου. Όταν βέβαια μιλάμε για έναν συγκεκριμένο τόπο δεν κάνουμε λόγο παρά για ένα τμήμα αυτού του ενιαίου τόπου· η συγκεκριμενοποίηση αυτού του τμήματος δεν είναι απλά και μόνο παράγωγο κάποιων ιστορικών και κοινωνικών διεργασιών οι οποίες δημιουργούν αναπαραστάσεις κοινές για το σύνολο του πληθυσμού που βρίσκονται σε αυτό, αλλά συνάμα και το αποτέλεσμα της ανθρώπινης διαίσθησης, δηλαδή της ανθρώπινης νόησης να παράγει έννοιες βάσει εμπειρικών δεδομένων. Διαφορετικά η έννοια ενός τόπου ως ένα ενιαίο τμήμα, ακαθόριστο και απροσδιόριστο, δεν θα είχε κανένα νόημα. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί κανείς να χαράξει τρεις γραμμές σχηματίζοντας ένα τρίγωνο. Από μόνες τους όμως οι τρεις αυτές γραμμές δεν αρκούν να προσδιορίσουν την έννοια του τριγώνου. Είναι ο ανθρώπινος νους που θα πρέπει να διαισθανθεί και να εννοήσει a priori την έννοια του τριγώνου που απορρέει από αυτές τις γραμμές. Με τον ίδιο τρόπο μία κοινότητα δεν μπορεί απλά και μόνο να καταστεί νοητή, ως τέτοια, επειδή ένα σύνολο οίκων βρίσκονται τοποθετημένοι σε έναν συγκεκριμένο χώρο, μήτε τα κοινά γνωρίσματα (ήθη και έθιμα) των ανθρώπων μεταξύ των οίκων αυτών αρκούν ώστε να μιλήσουμε για «κοινό τόπο». Μέσω της a priori διαίσθησης και νόησης δύναται να δοθεί σε αυτόν τον κοινό χώρο μια ιδιότητα, μια κοινή ταυτότητα…


(To 3o τεύχος είναι άμεσα διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία: Εναλλακτικό, Πολιτεία, Ιανός, Πρωτοπορία, Ναυτίλος
Κεντρική διάθεση: Εναλλακτικό βιβλιοπωλείο, Θεμιστοκλέους 37, Αθήνα – τηλ. 210-380 2644.)