«Το Είναι και Χρόνος είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο βιβλίο- εκτός και αν όσα λέει είναι πέρα για πέρα ανοησίες, οπότε στην περίπτωση αυτή είναι γελοία εύκολο».
Αν είναι αλήθεια ότι η σύγχρονη φιλοσοφία σήμερα χωρίζεται σε δύο κατευθύνσεις, την Ηπειρωτική και την Αναλυτική, ο Martin Heidegger (1889-1976) θεωρείται από πολλούς ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της πρώτης, στον εικοστό αιώνα. Καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Marburg (1923-1928) και του Freiburg (1928-1952) και βοηθός του Edmund Husserl αρχικά, θεωρείται από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του 20ού αιώνα. Η συμβολή του στη φιλοσοφική σκέψη του Υπαρξισμού, ο θυελλώδης ερωτικός δεσμός του, κατά τη δεκαετία του ’20, με τη νεαρή τότε φοιτήτριά του Hannah Arendt, η συμμετοχή που είχε ως μέλος στο ναζιστικό κόμμα και τέλος η πρυτανεία του κατά την ταραγμένη εποχή του 1933, εγείρουν αμφιβολίες και διχάζουν τους μελετητές του μέχρι σήμερα. Βέβαια, το έργο που του εξασφάλισε διεθνή αναγνώριση και θεωρείται το σημαντικότερό του, είναι το Είναι και Χρόνος (Sein und Zeit, 1927). Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου υπήρχε η αναφορά: «Αφιερώνεται στον Edmund Husserl, εκδήλωση σεβασμού και φιλίας», η οποία αποσύρθηκε το 1941. Ο Heidegger αναλύει τις δομές της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι κοινές λέξεις που είναι ενσωματωμένες στη προγενέστερη φιλοσοφική σκέψη, που δημιουργούν παρερμηνείες. Γι’ αυτό και ο Heidegger δημιουργεί ένα ριζικά νέο φιλοσοφικό λεξιλόγιο, οπότε το Είναι και Χρόνος, ως ανάγνωσμα, είναι πάρα πολύ απαιτητικό λόγω του πυκνού ύφους, των δυσνόητων εννοιών και των πολλών νεολογισμών που περιέχει. Ωστόσο, γίνεται συστηματική ανάλυση των φιλοσοφικών προβλημάτων. Το Είναι και Χρόνος θέτει κυρίως ένα βασικό πρόβλημα. Δεν είναι άλλο από το ερώτημα για το νόημα του Είναι (“Seinsfrage”): τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάτι είναι; Σε αυτό το ερώτημα δεσμεύεται να απαντήσει το βιβλίο.
Για να βρει το νόημα του είναι, ο Heidegger θεωρεί σκόπιμο να επικεντρωθεί αρχικά σε μια ανάλυση της ύπαρξης εκείνου του όντος που μπορεί να θέτει το ερώτημα για το Είναι: του ανθρώπινου όντος ή όπως το ονομάζει ο ίδιος, του «εδωνά-Είναι» (“Dasein”). Στην υπαρκτική αναλυτική του, επικεντρώνεται σε τρία θέματα:
- τη σχέση του ανθρώπου με τα αντικείμενα του κόσμου
- τη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους
- την αγωνία μπροστά στον επικείμενο θάνατό του, ο οποίος είναι αναπόφευκτος
Τα δύο κύρια μέρη του ανολοκλήρωτου έργου διαθέτουν το καθένα από έξι κεφάλαια. Στο πρώτος μέρος διακρίνεται η μελέτη του ανθρώπου ως πρωταρχικότερη από τις μελέτες των επί μέρους επιστημών (κεφ. 1), ύστερα αναλύεται η «βιομέριμνα», δηλαδή η μέριμνα που αυτός εκδηλώνει για τη ζωή του, καθώς και η εξάρτησή του από τον κόσμο που τον περιβάλλει (κεφ. 2) και του οποίου τα αντικείμενα χρησιμοποιεί (κεφ. 3), οι άλλοι άνθρωποι που συναντά εντός αυτού του κόσμου (κεφ. 4) και η «πτώση» στην οποία τον παρασύρουν (κεφ. 5). Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η ανθρώπινη ύπαρξη διακρίνεται από «μέριμνα», δηλαδή ενδιαφέρεται για τον κόσμο και για όσα συμβαίνουν μέσα σε αυτόν (κεφ. 6). Στο δεύτερο μέρος υποστηρίζεται ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το χρόνο, ο οποίος είναι το πραγματικό νόημα της μέριμνας. Συγκεκριμένα, ο Heidegger υποστηρίζει ότι η ζωή του ανθρώπου είναι μια διαρκής πορεία προς το θάνατο (κεφ. 1), πράγμα το οποίο όταν γίνει αντιληπτό, οδηγεί σε αποφασιστική διάθεση να προλάβει το θάνατο προβάλλοντας τον εαυτό του πάνω σε εκείνες τις δυνατότητες που θα του επιτρέψουν να εκδηλώσει την ατομικότητά του (κεφ. 2).
Πίσω από το έντονο ενδιαφέρον για τον κόσμο φανερώνεται η προσωρινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης (κεφ. 3), η οποία αν και λησμονείται στην καθημερινή ζωή (κεφ. 4), καθιστά τον άνθρωπο το μοναδικό ον με ιστορική διάσταση (κεφ. 5). Τέλος, εξηγείται πως η κοινή αντίληψη του χρόνου διαστρεβλώνει την πραγματική σημασία του (κεφ. 6).
Στον πρόλογο, ο Heidegger εξηγεί ότι το περίφημο ερώτημα για το Είναι, το οποίο αυτός σκοπεύει να θέσει εκ νέου, ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε από τη Φιλοσοφία για 2000 χρόνια επειδή το είναι θεωρήθηκε μια έννοια υπερβολικά αφηρημένη, αόριστη και δυσνόητη. Για να βρει την απάντηση που αναζητά, ο Γερμανός φιλόσοφος παραδέχεται ότι δεν έχει άλλο δρόμο στη διάθεσή του, παρά να μελετήσει ένα από τα επί μέρους όντα. Ποιο είναι λοιπόν αυτό το ον το οποίο αντιπροσωπεύει το είναι στο σύνολό του; Ο άνθρωπος, απαντάει ο Heidegger. Ο άνθρωπος έχει μια προνομιούχο σχέση με το είναι στο σύνολό του. Πραγματικά, ο άνθρωπος διαφέρει ριζικά από όλα τα όντα, διότι ενώ εκείνα απλώς υπάρχουν, εκείνος μπορεί να αναρωτιέται και να παίρνει αποφάσεις για την ύπαρξή του. Ενώ τα άλλα όντα (ζώα, φυτά, αντικείμενα) έχουν απλώς ιδιότητες με βάση τις οποίες μπορούν να οριστούν και να περιγραφούν, ο άνθρωπος διαθέτει «υπαρκτικά χαρακτηριστικά» (“Existenzielien”): προσδιορίζει το τι είναι ανάλογα με το πώς ο ίδιος ελεύθερα θα επιλέξει να ζήσει. Ενώ τα άλλα όντα είναι κάτι, δηλαδή έχουν μια προκαθορισμένη ουσία, ο άνθρωπος είναι δυνατότητα, αφού όσο ζει εξελίσσεται συνεχώς μέχρι το θάνατό του, ο οποίος μονάχα βάζει τέρμα σε αυτή την εξέλιξη. Αφού λοιπόν ο άνθρωπος έχει μια ιδιαίτερη σχέση με το Είναι, είναι εκείνος που μπορεί να διεισδύσει μέσα του και να ανακαλύψει την αλήθειά του. Το Είναι ανοίγεται στην κατανόηση. «Το εδωνά-Είναι, μιας και συγκροτείται από διανοικτότητα (“Erschlossenheit”), είναι ουσιαστικά μες στην αλήθεια» γράφει ο Heidegger. Χάρη σε αυτή την πρωταρχική διανοικτότητά του, ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τα διάφορα όντα του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος στο σύνολό του τον ενδιαφέρει. Ο Heidegger ονομάζει τον άνθρωπο «εδωνά-Είναι» (“Dasein”), επειδή εκείνος πάντα αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με τα άλλα όντα του κόσμου που ανήκει. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να βρίσκεται κάπου (πχ εδώ ή εκεί), εξαιτίας του ότι πάντα είναι σε κάποιους είδους σχέση με τα υπόλοιπα όντα. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον χώρο γύρω του όχι απλώς ως ένα αντικείμενο για μελέτη, όπως λανθασμένα νόμιζε ο Descartes και ύστερα ο Kant, αλλά με βάση το πλησίασμα, την «από-μάκρυνση» όπως την ονομάζει ο Heidegger (“Ent–fernen”)και τον «προσανατολισμό» (“Ausrichtung”). Αυτές οι δύο έννοιες χαρακτηρίζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε πρωταρχικά το χώρο. Η επιστημονική σκέψη και κατανόηση έρχεται πολύ αργότερα.
«Το εδωνά-Είναι φέρνει αρχέγονα μαζί του το εδωνά του. Αν τύχει να στερηθεί το εδωνά, όχι μόνο δεν θα υπάρχει πια γεγονικά, παρά δε θα είναι καν το ον με αυτή την ουσία. Το εδωνά-Είναι είναι η διανοικτότητά του».
Εδώ γίνεται φανερό ότι ο Heidegger στην ανάλυσή του χρησιμοποιεί τη φαινομενολογική μέθοδο του Husserl, εστιάζοντας στην παρουσίαση της εξωτερικής πραγματικότητας από τα δεδομένα των αισθήσεων. Συγχρόνως όμως, ο ίδιος υπερβαίνει την εμμονή του Husserl στη συνείδηση και για να βρει το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης χρησιμοποιεί την ερμηνευτική μέθοδο του Wilhelm Dilthey, η οποία κατανοεί τον άνθρωπο εξετάζοντας το νόημα που ο ίδιος αποδίδει στις πράξεις του. Η Ερμηνευτική δίνει στη σκέψη του Heidegger μια πρακτική διάσταση: προτεραιότητα των αναλύσεών του θα έχει η καθημερινότητα του ανθρώπινου όντος.
Ποιος είναι λοιπόν ο καθημερινός άνθρωπος; αναρωτιέται ο Heidegger. Η απάντηση είναι ότι ήδη από τη στιγμή της γέννησής του, ο άνθρωπος χωρίς να το έχει επιλέξει βρίσκεται μέσα σε έναν κόσμο, τον οποίο δεν έχει δημιουργήσει ο ίδιος και γι’ αυτό του είναι ξένος. Ο κόσμος είναι ένα ανοίκειο μέρος, στο οποίο όλοι μας είμαστε αναγκαστικά ριγμένοι (“Geworfen”) και ανέστιοι. Αυτός ο κόσμος αποτελείται από διάφορα αντικείμενα και ανθρώπους. Προκειμένου να συντηρήσει την ύπαρξή του και να πραγματώσει τις επιθυμίες του , ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τα διάφορα αντικείμενα ως «όργανα» (“Zeuge”), στα οποία δίνει ως νόημα ένα συγκεκριμένο σκοπό. Για παράδειγμα, ένα σφυρί είναι για να καρφώνουμε καρφιά και να κατασκευάζουμε τα κάθε λογής πράγματα της καθημερινότητας. Όπως το σφυρί, έτσι και κάθε όργανο προικίζεται από τον άνθρωπο με το νόημα ότι είναι «για να» (“um zu”) κάνει ένα ορισμένο «έργο» (“Werk”). Κατά την καθημερινή χρήση του οργάνου, δεν εστιάζουμε την προσοχή μας σε αυτό (πχ στο σφυρί) ,αλλά στη διαδικασία που πρέπει να γίνει (πχ στο σφυροκόπημα). Αυτό εννοεί ο Heidegger όταν λέει ότι κάθε όργανο είναι αρχικά ένα «πρόχειρο» (“Zuhandenes”) και επισκιάζεται από το έργο στο οποίο στρεφόμαστε. Αυτή η συμπεριφορά ονομάζεται «περίσκεψη» (“Umsicht”). Ωστόσο, ενδέχεται να συμβεί μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το έργο (πχ σφυροκόπημα) προς το όργανο (πχ σφυρί) σε τρεις περιπτώσεις: όταν χαλάσει («κίνηση προσοχής») όταν απουσιάζει («ενοχλητικότητα») ή όταν είναι ακατάλληλο για ένα συγκεκριμένο έργο («πείσμα»). Τότε αρχίζουμε να μελετάμε το ίδιο το όργανο (π.χ. το σφυρί), εστιάζοντας στις αντικειμενικές του ιδιότητες (π.χ. βάρος). Όταν συμβαίνει μετατόπιση του ενδιαφέροντός μας από το έργο στο όργανο, η περίσκεψη αντικαθίσταται από την ενατένιση (“Sicht”): συλλαμβάνουμε το όργανο ως κάτι παρευρισκόμενο (“Vorhandenes”) πλάι σε μας , επειδή δεν είναι πια αναγκαίο για την επιβίωσή μας. Ο Heidegger επικρίνει ολόκληρη τη δυτική Φιλοσοφία επειδή κατά τη γνώμη του αυτή προσπάθησε να συλλάβει την έννοια του Είναι αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, που είναι όμως αναπόσπαστο μέρος του. Το Είναι δεν είναι ον, για να μπορεί να μελετηθεί επιστημονικά όπως λόγου χάρη ένα σφυρί. Αντιθέτως, τα αντικείμενα λαμβάνουν από τον άνθρωπο το όποιο νόημά τους, αφού ο άνθρωπος δε βρίσκεται απέναντι στον κόσμο αλλά δε μπορεί να διαχωρίσει τον εαυτό του από αυτόν. Για να εξασφαλίσει τη ζωή του, ο άνθρωπος μπορεί και κατανοεί τα αντικείμενα στον τρόπο ύπαρξής τους (πρόκειται για την προχειρότητα του «για να»). Επομένως, όλα τα αντικείμενα παραπέμπουν πάντα σε κάποιους άλλους (πχ το σφυρί παραπέμπει στον μαραγκό που το χειρίζεται και του έχει δώσει το προσωπικό του στίγμα).
Με το να υπάρχω στον κόσμο, αυτόματα συνυπάρχω με άλλους ανθρώπους, είτε το θέλω είτε όχι. Ο Heidegger προσθέτει εδώ ένα νέο στοιχείο: υπάρχοντας μέσα στον κόσμο, δεν με ενδιαφέρει μονάχα να εξασφαλίσω τη δική μου ύπαρξη, κάτι που ονομάζεται «βιομέριμνα» (“Besorge”) και συνίσταται στα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Με ενδιαφέρει και η ύπαρξη των άλλων ανθρώπων. Κάθε είδους σχέση που συνάπτουμε με άλλους θεμελιώνεται στην πρωταρχική μας συνύπαρξη μέσα στον κόσμο, την οποία ο Heidegger ονομάζει «συνείναι» (“Mitsein”). Ακόμη και αν είμαι μόνος, οι άλλοι εξακολουθούν να είναι κατά κάποιον τρόπο παρόντες και να καθορίζουν την ύπαρξή μου. Η έλλειψη άλλων, η μοναξιά, είναι ένας από τους τρόπους που συνυπάρχω με τους άλλους. Ακόμη και αν μου λείπουν οι άλλοι, ως άνθρωπος παραμένω κοινωνικό ον. Άλλωστε, η μοναξιά δεν περιορίζεται στη φυσική απουσία του άλλου. Ενδέχεται να είναι κανείς μαζί με πολλούς άλλους και να είναι μόνος. Ο Heidegger υποστηρίζει ότι ενδιαφερόμαστε σε τέτοιο βαθμό για τους άλλους, που πάντα σχετιζόμαστε με κάποιον τρόπο με εκείνους: είτε τους βοηθάμε να γνωρίσουν τις αυθεντικές τους δυνατότητες, είτε τους καταπιέζουμε και μειώνουμε την ελευθερία τους. Αυτό ο Γερμανός φιλόσοφος το ονομάζει «ανθρωπομέριμνα» (“Fursorge”). Από όλα τα παραπάνω, συμπεραίνει ο Heidegger, συνάγεται ότι ο τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου είναι η «μέριμνα» (“Sorge”). Ως ον, πάντα ενδιαφέρομαι για τον κόσμο, σχετίζομαι μαζί του και επηρεάζομαι ποικιλοτρόπως από εκείνον. Ως άνθρωπος που ανήκω σε έναν κόσμο, πάντα προσπαθώ να τον κατανοήσω («κατανόηση») και βρίσκομαι σε κάποια ψυχική διάθεση απέναντί του («εύρεση»). Αυτές οι δύο είναι οι θεμελιώδεις μορφές της μέριμνας, μαζί με την «ομιλία» (“Rede”), δηλαδή τη δυνατότητα που έχω να κοινοποιώ στους άλλους την εύρεση και την κατανόησή μου. Ύστερα όμως και από αυτή την ανάλυση, παραμένει το ερώτημα: ποιος είναι ο άνθρωπος στην καθημερινότητά του; Ο Heidegger απαντά ότι ο καθημερινός άνθρωπος χαρακτηρίζεται από «κατάπτωση» (“Verfallen”). Πρόκειται για την άγνοια των δυνατοτήτων του και η άνευ όρων παράδοση στο μαζικό τρόπο ζωής. Πραγματικά, ο καθημερινός άνθρωπος χαρακτηρίζεται από «αερολογία» (“Gerede”), «περιέργεια» (“Neugier”) και «αμφισημαντότητα» (“Zweideutigkeit”). Πρόκειται για το κουτσομπολιό, την ημιμάθεια και την ισοπέδωση των ατόμων στο μέσο όρο, που είναι στοιχείο των «πολλών» (“das Man”). Ουσιαστικά, μέσα στην καθημερινότητα, οι γύρω έχουν εξουσία πάνω μου και εγώ είμαι κατά κάποιον τρόπο στην «υποτέλειά» τους (“Botmässigkeit”) από το γεγονός και μόνο ότι συνυπάρχουμε. Είτε το θέλω είτε όχι, υπόκειμαι στην εξουσία των πολλών. Αυτοί οι πολλοί δεν είναι συγκεκριμένα άτομα αλλά μάλλον η απρόσωπη και αδιαφοροποίητη μάζα. Όσο ο άνθρωπος παραδίδεται στη μάζα χάνει την ατομικότητά του και αγνοεί τις ιδιαίτερες δυνατότητες που έχει. Είναι, όπως λέει ο Heidegger «αναυθεντικός» (“uneigentlich”).
«Με την απώλεια στους πολλούς έχει εκάστοτε ήδη ληφθεί απόφαση για τις δυνατότητες της καθημερινής ύπαρξης του εδωνά-Είναι – για τα μελήματα, τους κανόνες, τα κριτήρια, τον επείγοντα χαρακτήρα και το βεληνεκές του βιομεριμνώδους και ανθρωπομεριμνώδους μες-στον-κόσμο-Είναι. Οι πολλοί έχουν πάντα ήδη αφαιρέσει από το εδωνά-Είναι το άδραγμα αυτών των δυνατοτήτων του Είναι. Οι πολλοί αποκρύβουν μάλιστα το γεγονός ότι σιωπηλά ελαφρύνουν το εδωνά-Είναι από τη ρητή εκλογή αυτών των δυνατοτήτων. Παραμένει αόριστο, ποιος πράγματι εκλέγει», αναφέρεται από τον ίδιο. Επομένως, στο ερώτημα του ποιος είναι ο καθημερινός άνθρωπος, η απάντηση του Heidegger είναι ότι αυτός ανήκει στην αδιαφοροποίητη μάζα και αγνοεί τον πραγματικό εαυτό του.
Ωστόσο, μέσα στον άνθρωπο υπάρχει η ηθική συνείδηση, η οποία του υπενθυμίζει ότι είναι υπεύθυνος για το πώς θα ζήσει τη ζωή του. Αυτή η φωνή μιλά με το συναίσθημα της «αγωνίας» (“Angst”). Η αγωνία διαφέρει από κάθε άλλο συναίσθημα διότι δεν έχει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο στο οποίο να αναφέρεται, αλλά αφορά την ύπαρξη συνολικά. Στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά η γνώση ότι αναγκαστικά κάποτε θα πεθάνουμε. Το γεγονός ότι η ζωή είναι μια διαρκής πορεία προς το θάνατο είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται ολόκληρη η σκέψη του Heidegger στο Είναι και Χρόνος. Ο άνθρωπος είναι ένα «είναι-προς-θάνατον» (“Sein zum Tode”). Ακριβώς επειδή αυτή η γνώση είναι δυσάρεστη, τείνουμε να την ξεχνάμε απορροφημένοι στις ασχολίες και τις συναναστροφές της καθημερινότητας.
Φανερά επηρεασμένος από τον πρόδρομο της Φιλοσοφίας του Υπαρξισμού, Søren Kierkegaard, ο Heidegger υποστηρίζει πως όταν γίνει αισθητή η αγωνία απέναντι στον επικείμενο θάνατο, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι είναι ο μόνος υπεύθυνος για το πώς θα ζήσει τη ζωή του. Ο θάνατος είναι η πιο δική του, ασχέτιστη και μη παρακάμψιμη δυνατότητα. Πρόκειται για το τέλος όλων των άλλων δυνατοτήτων, που είναι το μόνο σίγουρο πράγμα στη ζωή καθενός μας. Όταν ο άνθρωπος διαχωριζόμενος από τους πολλούς και την επανάπαυση που εκείνοι του προσφέρουν, συλλαμβάνει το θάνατο, αποφασίζει να «προλάβει» (“Vorlaufen”) το θάνατό του. Αυτή είναι η «προλαβαίνουσα αποφασιστικότητα» για την οποία κάνει συχνά λόγο ο Heidegger. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο άνθρωπος θα επιλέξει να ζήσει τη ζωή του εκφράζοντας την ατομικότητά του. Αφού οι άνθρωποι δεν είναι παρά αυτό το οποίο κάνουν ως αυτοερμηνευόμενα όντα, αυτό που μπορεί κανείς να κάνει είναι να δίνει σε όποιον ρόλο αναλαμβάνει τη σφραγίδα της προσωπικής του ιδιαιτερότητας. Με τα λόγια του Heidegger:
«[…] η αποφασιστικότητα (“Entshossenheit”) πρωτοπαρέχει στο εδωνά-Είναι την αυθεντική διορατικότητα. Μες στην αποφασιστικότητα το εδωνά-Είναι νοιάζεται για την πιο δική του δυνατότητα ύπαρξης, που ως ριγμένη μπορεί να προβάλλει τον εαυτό της μόνο πάνω σε ορισμένες γεγονικές δυνατότητες».
Εδώ είναι φανερή η επιρροή από τον Nietzsche. Η σκέψη του Heidegger, ακολουθώντας το «θάνατο του Θεού», θεωρεί τον άνθρωπο ένα ον που ξεκινά από το μηδέν (γέννηση) και πορεύεται προς το μηδέν (θάνατος), με την ιδιαιτερότητα όμως ότι γνωρίζει το θάνατό του. Εκτός όμως από το Nietzsche, σημαντική ήταν η επιρροή που του άσκησε ο Henri Bergson, από τον οποίο έλαβε έναυσμα για τον προβληματισμό περί χρόνου. Συγκεκριμένα, ο χρόνος είναι για τον Heidegger αυτό που νοηματοδοτεί τη μέριμνά μας για τον κόσμο. Κάθε φορά που ασχολούμαστε με τους άλλους ή με τον εαυτό μας, η σκέψη μας περιλαμβάνει είτε την ανάμνηση είτε την πρόληψη. Η ανάμνηση όμως αναφέρεται στο παρελθόν, ενώ η πρόληψη στο μέλλον. Οτιδήποτε κάνουμε, το κάνουμε υπό τη διαρκή απειλή του θανάτου. Η «χρονικότητα» (“Zeitlichkeit”), όπως αποκαλεί ο Heidegger τον χρόνο, είναι πεπερασμένη και δεν αποτελεί αντικειμενική ιδιότητα του κόσμου αλλά του ανθρώπινου όντος. Ακόμη και η αντίληψή μας περί χώρου θεμελιώνεται στην προοπτική ενός χρόνου που κυλά και που δεν είναι απλή διαδοχή στιγμών. «Το “μεταξύ” σε σχέση προς τη γέννηση και το θάνατο ενυπάρχει ήδη μέσα στο Είναι του εδωνά-Είναι» γράφει με έμφαση ο Heidegger. Υπό την απειλή του χρόνου που κυλά, ο άνθρωπος νιώθει αγωνία για την ύπαρξή του και έτσι συνειδητοποιεί την ελευθερία του: είτε θα υπάρχει ψευδεπίγραφα στον κόσμο είτε θα συμμετέχει αυθεντικά σε αυτόν. Ο Heidegger «θεωρεί ότι δεν υπάρχει εκ των προτέρων δεδομένη ανθρώπινη ουσία. Αντίθετα, οι άνθρωποι, ως αυθερμηνευόμενα όντα, δεν είναι παρά αυτό το οποίο κάνουν τον εαυτό τους στην πορεία της ενεργητικής τους ζωής». Ο άνθρωπος «έχει να επιλέξει μεταξύ της ψευδεπίγραφης παρουσίας του στον κόσμο και της αυθεντικότητας της ύπαρξής του». Ποιο είναι το συμπέρασμα από αυτά; Στο αρχικό ερώτημα για το Είναι δε δίνεται καμία απάντηση, το κεφάλαιο ανάλυσης της σχέσης του χρόνου με το Είναι και το μελλοντικό δεύτερο μέρος του βιβλίου, το οποίο θα περιείχε άλλα τρία κεφάλαια αποδόμησης των Οντολογιών των Αριστοτέλη, Descartes και Kant αντίστοιχα, δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ο Heidegger εγκατέλειψε πλήρως την προσπάθεια να συνεχίσει το βιβλίο. Το Είναι και Χρόνος δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 1927 στην «Επετηρίδα για τη φιλοσοφία και τη φαινομενολογική έρευνα» (τόμος VIII), που εξέδιδε ο Husserl, δίνοντας στον Heidegger τη φήμη ενός πρώτης γραμμής φιλοσόφου. Το έργο ακολούθησε η εμφάνιση ενός νέου ρεύματος στη Γαλλία και τη Γερμανία, το οποίο ονομάστηκε «Υπαρξισμός». Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι συνδυάζει τις λογικές αναλύσεις με μια έκκληση που απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο. Μέχρι σήμερα, το Είναι και Χρόνος θεωρείται εξαιρετικά αμφιλεγόμενο βιβλίο. Ορισμένοι το θεωρούν δημιούργημα μιας ιδιοφυΐας ενώ άλλοι (π.χ. Παναγιώτης Κονδύλης), μια συλλογή εξεζητημένων και ασαφών κοινοτοπιών. Πραγματικά, αρχικά ερχόμενος σε επαφή με τη στριφνή του ορολογία, ο αναγνώστης τείνει να θεωρεί το έργο αρκετά δυσνόητο, όταν όμως καταλάβει τα νοήματά του, του φαίνεται πως κάνει λόγο για πράγματα σχεδόν τετριμμένα.
Σε κάθε περίπτωση, ο Heidegger επιδιώκει να μας υπενθυμίσει πράγματα που είναι θεμελιώδη για την ύπαρξή μας και όμως λόγω των πολλών φροντίδων μας στη ζωή τα λησμονούμε. Με το συγκεκριμένο βιβλίο, πέτυχε να επαναφέρει στο προσκήνιο της φιλοσοφικής σκέψης τα ερωτήματα για το θάνατο και την αγωνία για την ανθρώπινη μοίρα, θέματα που η φιλοσοφία μέχρι και των 19ο αιώνα περιφρονούσε ως υποκειμενικά και είχε σχεδόν λησμονήσει. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζει το δίλημμα είτε να γίνει ένας σαν όλους τους άλλους, είτε να εκδηλώσει την ατομικότητά του. O Heidegger όμως δε δίνει καμία συγκεκριμένη κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να στραφεί ο άνθρωπος, ούτε κανένα κριτήριο για το αν έχει επιτευχθεί η πολυπόθητη αυθεντικότητά του. Επαφίεται στον καθέναν από μας να επιλέξει ελεύθερα το δρόμο που θα πάρουμε στη ζωή μας και να παραμείνουμε σταθεροί σε αυτόν. Για τον Heidegger, ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο πράγμα στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Το τι θα γίνει πιο πριν, είναι επιλογή του καθενός μας.