Η συνεισφορά του Αμερικανού φιλοσόφου του 20ού αιώνα, William James (1842-1910), υπήρξε ουσιώδης για τα προβλήματα της σύγχρονης φιλοσοφίας. Μαζί με τον Nietzsche, τον Henri Bergson, τον Ludwig Klages και τον Ortega Y Gasset, ο James αντιπροσωπεύει μια σημαντική φωνή στον χώρο της “Lebensphilosophie” («φιλοσοφία της ζωής»), μιας παράδοσης που αναπτύχθηκε γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα και κατά τις αρχές του 20ού και κύριος στόχος της οποίας υπήρξε η αντίσταση στον «επιστημονικό» θετικισμό, τον πάσης φύσεως υλισμό, καθώς και μιαν αντιπρόταση που να θεμελιώνεται στο άμεσο ανθρώπινο βίωμα και τη σχέση του με το υπερφυσικό. Ο James προσέφερε γενικά γόνιμες ιδέες στη θρησκειολογία, την ψυχολογία (όπου υπήρξε και πρωτοπόρος) και φυσικά τη φιλοσοφία, στην οποία κυρίως θα επικεντρωθούμε εδώ, αναδεικνύοντας τη συνεισφορά του για τη διαμόρφωση του πραγματισμού. Αν και βέβαια δεν ήταν ο μόνος αξιόλογος πραγματιστής φιλόσοφος, αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους διαμορφωτές του πραγματισμού. Ως αφετηρία της φιλοσοφίας του, ο William James προτάσσει μια θεμελιώδη θέση σχετικά με το φιλοσοφείν εν γένει. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι ιδέες που αποδέχεται ή απορρίπτει κανείς βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την προσωπική του ιδιοσυγκρασία. Η φιλοσοφία μας καθορίζεται από τις υποκειμενικές μας προτιμήσεις και όχι το αντίστροφο. Με τα λόγια του ίδιου: «Η ιστορία της φιλοσοφίας ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με μια σύγκρουση ανάμεσα σε ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες». Παρόμοια με την τέχνη, όπου οι άνθρωποι κατατάσσονται σε κλασικιστές και ρομαντισμούς ή στην πολιτική σε απολυταρχικούς ή αναρχικούς, έτσι και η φιλοσοφία έχει ομάδες, στις οποίες ανήκουν οι άνθρωποι εξαιτίας της προσωπικής τους ιδιοσυγκρασίας. Αυτές οι ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες διαιρούνται από τον James σε δύο μεγάλες κατηγορίες: την νοητική ευαισθησία και τη νοητική ακαμψία.
Η ευαισθησία τείνει προς τη θρησκεία, το δογματισμό (με τη φιλοσοφική σημασία του όρου), τον ορθολογισμό, πιστεύει στον ιδεαλισμό, την ελεύθερη βούληση, ενώ είναι μονιστική και αισιόδοξη. Η ακαμψία τείνει να είναι άθρησκη, εμπειριστική, αισθησιοκρατική, πλουραλιστική, απαισιόδοξη και φαταλιστική (αρνείται την ελευθερία της βούλησης). Ασφαλώς, παραδέχεται ο James, καθεμιά ομάδα χαρακτηριστικών διαθέτει τις αντιφάσεις της και οι πιο πολλοί φιλόσοφοι έχουν στοιχεία και από τις δύο. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο το που ανήκει κατά τον James τόσο η υλιστική σκέψη των θετικιστών (ακαμψία), όσο και ο σύγχρονος ιδεαλισμός (ευαισθησία). Ουσιαστικά, καθεμιά από τις δύο ομάδες, στην ακραία μορφή της, καταλήγει είτε προς την επιστήμη είτε προς τη θρησκεία αντίστοιχα.
Στη σύγχρονη εποχή, μας λέει ο James, φαίνεται πως η άκαμπτη ιδιοσυγκρασία έχει κερδίσει σημαντικό έδαφος σε σχέση με την ευαισθησία. Όπως υποστηρίζει, η αλματώδης επιστημονική πρόοδος των τελευταίων αιώνων είχε ως αποτέλεσμα μια ισχυρή ώθηση προς τον υλισμό και τον θετικισμό. Ωστόσο, ο αγώνας ανάμεσά τους δεν έχει κριθεί οριστικά και παραμένει αμφίρροπος. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, ο James εισηγείται τη δική του φιλοσοφική στάση που προέρχεται από έναν προσεκτικό συμβιβασμό ανάμεσα στις δύο προηγούμενες ομάδες: τον πραγματισμό. Αυτή η καινούργια και συγχρόνως παλιά μέθοδος, υποστηρίζει, είναι ικανή να επαναφέρει τη φιλοσοφική σκέψη στα απτά γεγονότα της ζωής, αποσπώντας την από τις αδιέξοδες μεταφυσικές συζητήσεις στις οποίες είναι εγκλωβισμένη.
Η θεμελιώδης ιδέα του πραγματισμού, είναι η εξής: το νόημα και η αξία κάθε άποψης καθορίζεται αποκλειστικά με βάση τα αποτελέσματα που επιφέρει στην πράξη. Αν η αποδοχή ή απόρριψη μιας εκάστοτε ιδέας δε συνεπάγεται καθόλου πρακτικές διαφορές, τότε η διαμάχη καθαυτή στερείται κάθε αξίας και νοήματος. Ο James υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει αλήθεια που να είναι απόλυτη και ανεξάρτητη από τον άνθρωπο. Εφόσον μια ιδέα λειτουργεί αποτελεσματικά στην πράξη, είναι ανώφελο να αμφισβητούμε την αξία της. Αντιστρόφως, αν μια ιδέα είναι μη λειτουργική τότε δεν έχει αξία, εφόσον δε μπορεί να προωθήσει τη ζωή μας προς το καλύτερο.
Αυτό συμβαίνει επειδή η αλήθεια δεν είναι παρά η μορφή που εμείς οι άνθρωποι προσδίδουμε στα γεγονότα της εμπειρίας μας. Κάθε απόπειρα κατανόησης της πραγματικότητας είναι προσπάθεια επίλυσης προβλημάτων, ενώ οι θεωρίες που διατυπώνουμε είναι απλά εργαλεία που μας βοηθούν να ζούμε μέσα στον κόσμο.
Η ίδια η σκέψη της ανθρωπότητας είναι ένα σύνολο θεωριών που επικράτησαν ακριβώς επειδή κατόρθωσαν να αφομοιώσουν την ανθρώπινη εμπειρία και να προσαρμοστούν στην πρακτική ζωή. Γι’ αυτό δε μπορεί να υφίσταται κανενός είδους αλήθεια έξω από την ανθρώπινη ζωή και δράση, ενώ η φιλοσοφία οφείλει να καταλήγει πάντα στην πρακτική ζωή από την οποία ξεκινά. Καθοριστική για τον James μοιάζει εδώ η περίφημη ιδέα της θεωρίας της εξέλιξης του Δαρβίνου περί φυσικής επιλογής, σύμφωνα με την οποία οι οργανισμοί που ζουν περισσότερο και επομένως έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να γεννήσουν απογόνους και να τους κληροδοτήσουν τα χαρακτηριστικά τους, είναι εκείνοι που έχουν προσαρμοστεί καλύτερα στο εξωτερικό περιβάλλον τους, λόγω των χαρακτηριστικών που διαθέτουν. Η προσαρμοστικότητα είναι το κλειδί για την επιβίωση των οργανισμών, καθώς και για την κληροδότηση των ιδιοτήτων τους. Ωστόσο, ενώ η δαρβινική η φυσική επιλογή προβάλλει την προσαρμογή του ανθρώπου στο εξωτερικό περιβάλλον, ο πραγματισμός του James προτείνει το ακριβώς αντίθετο, που είναι η «προσαρμογή» του περιβάλλοντος, του εξωτερικού κόσμου, στους ανθρώπινους σκοπούς και ανάγκες.
Ιδωμένη με αυτόν τον τρόπο, η φιλοσοφία είναι όχι μια θεωρητική ενασχόληση που γίνεται από περιέργεια, αλλά η αναζήτηση του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης. Αναλόγως του αν επιλέξει κανείς τον υλισμό ή το θεϊσμό, θα αξιολογήσει διαφορετικά το σύνολο της εμπειρίας του και θα κάνει διαφορετικές επιλογές στη μελλοντική του δράση. «Ο μόνος έλεγχος στον οποίο ο πραγματισμός υποβάλλει μια πιθανή αλήθεια έγκειται στο τι επιτυγχάνει την καλύτερη καθοδήγησή μας», ισχυρίζεται ο Αμερικανός φιλόσοφος. Αν από μια πεποίθηση απορρέουν χρήσιμες συνέπειες για τη ζωή μας, τότε δεν πρέπει να την απορρίπτουμε. Ο William James φτάνει στο σημείο να πει πως είναι θεμιτό ακόμη και να παραδεχτούμε την ύπαρξη του Θεού, αν κάτι τέτοιο μας βοηθά και εξυπηρετεί τους σκοπούς μας. Πώς όμως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη μέθοδο για να απαντήσουμε στα μεταφυσικά ερωτήματα; Προκειμένου να φανεί ο πραγματισμός στην πράξη, ας δούμε το παράδειγμα του διχασμού σε υλισμό και ιδεαλισμό, ένα κλασικό φιλοσοφικό ερώτημα, που απασχολεί τους εκπροσώπους του πνεύματος αιώνες τώρα. Σύμφωνα με τον James, δεν είναι η επιθυμία μας να εξηγήσουμε όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν, αυτή που καθιστά σημαντικό το ερώτημα για τον πρωταρχικό ρόλο της ύλης ή του πνεύματος, αντίστοιχα. Αντίθετα, αυτό που καθιστά σημαντικό το ερώτημα και έχει γίνει μάλιστα και αιτία τόσων μεταφυσικών διενέξεων ανάμεσα στους φιλοσόφους, είναι το τι πρέπει να γίνει (στο μέλλον). Στο συγκεκριμένο πρόβλημα της φιλοσοφίας, το ερώτημα για το μέλλον παίρνει την εξής μορφή: να ελπίζω ή να μην ελπίζω; Όπως ομολογεί ο ίδιος ο James:
«Ο υλισμός σημαίνει απλώς την άρνηση ότι η ηθική τάξη είναι αιώνια και τον τερματισμό των έσχατων ελπίδων· η πνευματοκρατία σημαίνει την κατάφαση σε μια αιώνια ηθική τάξη πραγμάτων και την απελευθέρωση της ελπίδας».
Ο James ισχυρίζεται ότι αλήθεια είναι μια καθοδήγηση που έχει αξία και ότι κάθε σκέψη μας μπορεί να είναι έγκυρη για όσον καιρό δεν υπάρχει τίποτε που να την αντικρούει. Ως θαυμαστής της θεωρίας της εξέλιξης, ο James μεταβάλλει την οπτική μας από τον καρτεσιανό δυϊσμό και τον εμπειρισμό, σε μια εξελικτική φιλοσοφία. Έτσι, ο πραγματισμός διαμεσολαβεί ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό απορρίπτοντας κάθε είδους αναγωγισμούς ως απόλυτους και εμπειρικά αβάσιμους. Παρακολουθώντας τη χρονικά ατέρμονη φιλοσοφική διαμάχη υλισμού και ιδεαλισμού, ο William James έκρινε ότι καθεμιά από τις δύο θέσεις έχει ορισμένα πειστικά επιχειρήματα και έτσι, κατέληξε ότι εφόσον δεν υπάρχει ένα βέβαιο και επιστημονικά έγκυρο έρεισμα που να υποδεικνύει ξεκάθαρα τη μια εκ των δύο, δε μένει σε μας άλλη επιλογή παρά να προσαρμόσουμε το ζήτημα στις πρακτικές μας ανάγκες. Κατά συνέπεια, νομιμοποιούμαστε να κλίνουμε προς τον ιδεαλισμό ή τον υλισμό αντίστοιχα, με μοναδικό κριτήριο το τι βοηθά τη ζωή μας. Το δίλημμα της μεταφυσικής δεν απαντάται, επειδή κατά τον James δεν επιδέχεται μια συγκεκριμένη απάντηση. Σχετικοποιώντας με αυτόν τον τρόπο όλα τα μεταφυσικά ζητήματα, ο James μετατόπισε το κέντρο βάρους της φιλοσοφίας, από τη λογική προς την ανθρώπινη ψυχολογία (ψυχολογισμός). Με την έμφαση στην αμοιβαιότητα θεωρίας και πράξης είναι συνέπεια μιας «μεταδαρβινικής» αντίληψης για τον άνθρωπο, του οποίου η γνώση εκλαμβάνεται ως μια ιστορικά εξελικτική διαδικασία, επεδίωξε ν’ αποκαθάρει το φιλοσοφείν από επαναλαμβανόμενες μεταφυσικές διαμάχες, υποδεικνύοντας μια δίοδο υπέρβασής τους.