Απόσπασμα από το άρθρο, «Ούτε πόλεμος ούτε ειρήνη: η Ευρώπη στο καθαρτήριο της Βίας» που περιέχεται στο 2ο τεύχος του περιοδικού ResPublica / Σημειώσεις εκτός γραμμής για την ριζική κοινωνική αλλαγή, το οποίο κυκλοφορεί μαζί με το 3ο τεύχος.
Αν, από το ’45 και εξής, η Ευρώπη διατήρησε κάπου έναν πρωταγωνιστικό ρόλο σε σχέση με τις υπερδυνάμεις οι οποίες την υπερφαλάγγισαν στρατιωτικά, αυτός ήταν στο πεδίο της φιλοσοφικής πρωτοπορίας. Το πιο πρωτότυπο κομμάτι της ευρωπαϊκής ιντελιγκέντσιας επιχείρησε να συνεχίσει σε καθαρά συμβολικό επίπεδο ό,τι η έκπτωτη ηγεσία της γηραιάς ηπείρου δεν μπορούσε πλέον να κάνει στο πολιτικό. Παράλληλα με τη σταδιακή αποσυναρμολόγηση όλων των παραδοσιακών κοινωνικών και οικονομικών θεσμών, προς χάριν μιας νέας τάξης πραγμάτων που θα βασίζονταν σ’ ένα καθαρά τεχνοκρατικό μοντέλο πολιτικής διάρθρωσης, η μεταπολεμική φιλοσοφία πρωτοστάτησε σε μια ανηλεή κριτική των θεμελίων του δυτικού πολιτισμού, κριτική που γρήγορα μετατράπηκε σε συνειδητή προσπάθεια αποσάθρωσης του ίδιου του Λόγου. Η κριτική αυτή αντιστοιχεί σε μια πρωτοφανή εκδίπλωση της νιτσεϊκής κληρονομιάς, δηλαδή σε μια φρενήρη προσπάθεια απομυθοποίησης, η οποία φόρεσε το επιστημονικό προσωπείο της γενεαλογικής έρευνας. Αυτή η όλο και πιο βίαιη επίθεση στο οικοδόμημα του δυτικού πολιτισμού φέρει, ως μέθοδος, όλα τα χαρακτηριστικά της εσωτερικής διαμεσολάβησης και μοιράζεται με τις πολεμικές συγκρούσεις του μοντέρνου κόσμου τον ίδιο στρατηγικό στόχο: τον εντοπισμό ενός καταγωγικού θύματος, ενός αθώου αποδιοπομπαίου τράγου, που κείται εξαφανισμένος κάτω από τα άπειρα στρώματα νοήματος και των αφηγήσεων που συσσώρευσαν 2500 χρόνια ιστορίας. Σε αυτό το σημείο έγκειται το πραγματικό νόημα των επιθέσεων εναντίον της σαθρότητας των πολιτιστικών δομών και του αυθαίρετου χαρακτήρα τους κι όχι στο πάθος για την όποια επιστημονική αλήθεια. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, και παρά τις όποιες ευγενείς τους προθέσεις, τα ριζοσπαστικά φιλοσοφικά ρεύματα, αντί να προωθήσουν την κοινωνική ειρήνη και τη συνεννόηση, αποτέλεσαν παράγοντες διχασμού και έκλυσης βίας, υποκινώντας τον καθένα να ανακαλύψει τον δικό του, ιδιωτικό αποδιοπομπαίο τράγο.
Αν οι κοινωνικοί θεσμοί έχουν καταντήσει αβάσταχτοι για το σύγχρονο, απελευθερωμένο υποκείμενο, είναι γιατί του υπενθυμίζουν ακατάπαυστα την ευθύνη του σε σχέση με τη βία· αντιθέτως, όλη η νεωτερική φιλοσοφία, από τον Ρουσσώ και μετά, προσπάθησε να αποσείσει αυτή την ενοχή και να αθωώσει τον άνθρωπο, φορτώνοντας την ενοχή στον ίδιο τον πολιτισμό. Προκειμένου να πετύχει το στόχο της, η μοντέρνα σκέψη στράφηκε αναγκαστικά στο αντικείμενο των κοινωνικών απαγορεύσεων, στην επιθυμία, αναγορεύοντάς την σε ύψιστη αξία και πολιορκητικό κριό της “αποδομιστικής” επίθεσης. Ο 19ος αιώνας ανακάλυψε ότι είναι η μπλοκαρισμένη επιθυμία που γεννά τις νευρώσεις, όπως ακριβώς το συσσωρευμένο κεφάλαιο γεννά την κοινωνική αδικία. “Αποκαταστήστε την ελεύθερη ροή της επιθυμίας και του κεφαλαίου και θα εξαφανίσετε τα συμπτώματα της αρρώστιας”, μας συμβουλεύουν οι δύο μεγάλοι προφήτες που επηρέασαν όσο κανείς άλλος την νεωτερική εποχή. Σε αυτούς τους δύο πυλώνες βασίζονται, ακόμα και σήμερα, τόσο οι διάφορες “συστημικές” συνταγές ρεαλιστικής διαχείρισης του καπιταλισμού όσο και το όραμα της Ουτοπίας που εμψυχώνει τους φανατικούς πολέμιους κάθε τάξης και συστήματος, αποδεικνύοντας έτσι στην πράξη, ότι το κρυφό πνεύμα μιας εποχής μπορεί και συνενώνει σε μία και μοναδική κοίτη τα πιο αντιφατικά ιδεολογικά ρεύματα.
Από αυτή την άποψη, ο χαρούμενος και πολύχρωμος ηθικός σχετικισμός της σημερινής εποχής είναι η λογική ιστορική συνέχεια των σκυθρωπών μιλιταριστικών καθεστώτων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Η ιδεολογική διαφορά τους αφορά μόνο την αισθητική, το μεταφυσικό επίδικο και η κοινωνική λειτουργία που επιτελούν είναι τα ίδια. Οι ολοκληρωτισμοί επιχείρησαν να εφαρμόσουν στην πράξη, με τρόπο βάναυσο και στρατοκρατικό, τον τεχνικό εκμοντερνισμό της οπισθοδρομικής, παλαιού τύπου κοινωνίας και την εξαφάνιση της τροχοπέδης των παραδοσιακών αξιών. Ο πολιτισμικός σχετικισμός διαβρώνει εκ των έσω και με την αυθόρμητη συνεργασία των “επιθυμητικών μηχανών” την ίδια την έννοια του Λόγου, αποκαλύπτοντας θριαμβευτικά το κενό που υπάρχει κάτω και πίσω από όλα τα σημαινόμενα. Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα η παθητική μάζα υποτάχθηκε διά της βίας στον Υπεράνθρωπο και την Ιδέα· η σύγχρονη, μεταμοντέρνα λατρεία του “Εγώ” κυρήσσει ότι ο καθένας μας μπορεί να γίνει ένας μικρός υπεράνθρωπος, αν αφεθεί στη “φυσική” ροή των επιθυμιών του, αν αφεθεί γεμάτος εμπιστοσύνη στη μίμηση των άπειρων ειδώλων που προσφέρουν αφειδώς τα ΜΜΕ. Οι δύο αυτές μέθοδοι συναντώνται σήμερα στην ίδια πραγματικότητα: στο πηχτό γκρίζο της τελικής αδιαφοροποίησης και στη σύνθλιψη του ανθρώπινου προσώπου στις μυλόπετρες της μαζικής κοινωνίας και ενός όλο και πιο ασφυκτικού συστήματος ομοιογενοποίησης των ψυχοτεχνικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου.
Αυτή η τελική αδιαφοροποίηση, που πυροδοτεί ακατάπαυστους ανταγωνισμούς, αποτελεί το μέγα σκάνδαλο για την σημερινή φιλοσοφία. Κι αυτό γιατί διαψεύδει όχι μόνο την υπόσχεση περί αυτοπραγμάτωσης, αλλά και την υπόσχεση για την τελική συμφιλίωση των ανθρώπων και την εξαφάνιση της βίας. Αυτή η πικρή διάψευση, σχολιάζει ο Ρενέ Ζιράρ, οδήγησε τους σύγχρονους φιλοσόφους « …να αναθεωρήσουν την αρχική, υπερβολική αισιοδοξία τους και να επανεισάγουν τη διαφορά. Ανακάλυψαν λοιπόν ότι οι διαφορές συνέχιζαν να επιβιώνουν εκεί ακριβώς που τις νόμιζαν εξαφανισμένες: διαφορές πλέον πολιτισμικές και όχι βιολογικές, άρα διαφορές που μπορούμε και οφείλουμε να εξαλείψουμε. Διαφορές μορφωτικές, κοινωνικές, οικονομικές, οικογενειακές, ψυχολογικές. Αφου η ταυτότητα δεν είναι πηγή αρμονίας, πρέπει λογικά να είναι ψευδής. Η μοντέρνα σκέψη της ταυτότητας ανακάλυψε ή εφεύρε νέα εμπόδια πριν την τελική συμφιλίωση και απομάκρυνε στον πιο μακρινό ορίζοντα την έλευση της πραγματικής ταυτότητας, καταλήγοντας τελικά να την διαγράψει εντελώς. Η ταυτότητα δεν υπάρχει ». Ο ολοκληρωτισμός, και πιο συγκεκριμένα ο ναζισμός, προσπάθησε να κατασκευάσει μια νέα, πιο αληθινή ταυτότητα επανεισάγοντας την ανθρωποθυσία του αποδιοπομπαίου τράγου. Η μεταπολεμική φιλοσοφία, τρομαγμένη από το αποτέλεσμα, αλλά και από την αποτυχία του εγχειρήματος, αποσύρθηκε στο καθαρά συμβολικό πεδίο της γλώσσας και των εννοιών, επιλέγοντας ως πιο ασφαλή τη διαδικασία σχετικοποίησης της ταυτότητας. Αλλά ο μηχανισμός της αμφίδρομης δράσης της επιθυμίας που είχε τεθεί σε λειτουργία δεν μπορούσε πλέον να σταματηθεί. Προκειμένου να ικανοποιηθεί η επιθυμία, όλο και μεγαλύτερες ποσότητες διαφοράς θα πρέπει να τροφοδοτούν το κοινωνικό παιχνίδι. Όμως αυτή η άμετρη πριμοδότηση της επιθυμίας δεν ηρεμεί τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις, αλλά, αντίθετα, ρίχνει λάδι στη φωτιά των μιμητικών αντιπαλοτήτων. Όσο περισσότερο η κοινωνία διασπάται σε άτομα και τα άτομα σε ταυτότητες, όσο δηλαδή προχωρεί η κονιορτοποίηση της ανθρώπινης συνείδησης, τόσο πιο έντονη γίνεται η έλλειψη σταθερών σημείων αναφοράς και τόσο περισσότερο πολλαπλασιάζονται τα φαινόμενα ειδωλολατρίας, η οποία, ελλείψει πραγματικά υπερβατικών προτύπων, συγκεντρώνεται στην τελευταία αμόλυντη αξία της εποχής μας, το Θύμα.