«Στην πραγματικότητα, η πίστη στην ηθική και πολιτική πρόοδο, η οποία εμπνέει τον φιλελεύθερο ορθολογισμό, συνιστά η ίδια μύθο: μια έποψη της ιστορίας ως διαδικασία λύτρωσης χωρίς την χριστιανική ελπίδα σε ένα και μοναδικό, μεταμορφωτικό συμβάν, αλλά παρόλα αυτά ένα θρησκευτικής κοπής αφήγημα ανθρώπινης σωτηρίας. Είναι προφανές ότι η ανθρώπινη ζωή μπορεί μερικές φορές να βελτιώνεται. Είναι ωστόσο εξίσου προφανές ότι αυτές οι πρόοδοι συνήθως αναιρούνται στο διάβα του χρόνου. Η πεποίθηση ότι η ιστορία συνιστά διαδικασία καλυτέρευσης αποτελεί άρθρο πίστης, όχι προϊόν παρατήρησης ή συλλογισμού».
«Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα μας έδειξαν πόσο επικίνδυνο είναι να εμπιστεύεσαι στο κράτος την ατομική ευτυχία. Ωστόσο, η τελική νίκη της δημοκρατίας είχε ένα αναπάντεχο αποτέλεσμα: στον βαθμό που το πολιτικό σύστημα δεν ισχυρίζεται πως ενσαρκώνει το υπέρτατο αγαθό, οι άνθρωποι παύουν να επενδύουν σε μια πολιτική δομή, όποια κι αν είναι αυτή, τις ελπίδες τους για επίγεια ευτυχία. Η δημοκρατία, ακριβώς επειδή νίκησε, δεν ξεσηκώνει πια πάθη».
Tzvetan Todorov
«Ο Fukuyama όμως δε δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο νόημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων. Το νόημά της σε μια τεχνοκρατία είναι αρκετά διαφορετικό από το νόημά της στο τεχνοπώλιο […] Παραμένει ανοιχτό το θέμα που αφορά στο αν και κατά πόσον η φιλελεύθερη δημοκρατία, στη σύγχρονη μορφή της, μπορεί να προσφέρει έναν επαρκή κόσμο σκέψης και ηθικής, με σκοπό να προσφέρει νόημα ή και ουσιαστικό στήριγμα στη ζωή».
Neil Postman
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου υπήρξε από πολλές απόψεις ορόσημο για τη σύγχρονη ιστορία, αφού σηματοδότησε την οριστική κατάρρευση των μεγάλων κομουνιστικών καθεστώτων και τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, ανοίγοντας τον δρόμο για μια εποχή νέων θεωρητικών αναζητήσεων και πολιτικών αλλαγών. Το ερώτημα για το πώς θα μοιάζει ο μεταψυχροπολεμικός κόσμος, ερχόταν διαρκώς στο προσκήνιο. Οι περίφημες θεωρίες των πολιτικών αναλυτών Francis Fukuyama (1952-..) και Samuel P. Huntington (1927-2008), για το τέλος της ιστορίας και αντίστοιχα τη σύγκρουση των πολιτισμών, έχουν κατά καιρούς χαρακτηριστεί προκλητικές, (νεο)συντηρητικές, αφελείς, εξοργιστικές, ενώ σχεδόν κάθε κοινωνικό γεγονός παρουσιάζεται από πολλούς ως οριστική διάψευσή τους. Συχνά παρερμηνεύονται και αντιμετωπίζονται μεροληπτικά και άδικα από τους σχολιαστές. Τι ακριβώς σημαίνει το «τέλος της ιστορίας» και τι η σύγκρουση των πολιτισμών; Εδώ θα επιχειρηθεί μια κατά το δυνατόν απλή, σαφής και απροκατάληπτη παρουσίαση αυτών των δύο πολιτικών θεωριών, με κάποιες επεξηγήσεις στο τέλος. Θα ξεκινήσουμε με τη σειρά, παρουσιάζοντας πρώτα τον Fukuyama, για να ακολουθήσει στη συνέχεια ο Huntington. Αρχικά λίγη ιστορία: γύρω στη δεκαετία του 1930, οι διαλέξεις του Ρώσου εμιγκρέ Alexandre Koiève πάνω στη Φαινομενολογία του Hegel, που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο, επηρέαζαν πολλούς στοχαστές της εποχής, μεταξύ των οποίων ήταν και ο καθηγητής Allan Bloom. Ο τελευταίος συνάντησε τον Kojève στο Παρίσι και γοητεύτηκε από το πνεύμα του, μεταδίδοντας αργότερα αυτή την εντύπωση και στον νεαρό τότε φοιτητή του πανεπιστημίου του Cornell, Fukuyama. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1989, οι καθηγητές Allan Bloom και Nathan Tarcov, προσκάλεσαν τον Fukuyama να δώσει στο πανεπιστήμιο του Σικάγου την περίφημη διάλεξή του με τον τίτλο “The end of history?”. Από αυτή τη διάλεξη προέκυψε το ομώνυμο άρθρο του Fukuyama που δημοσιεύτηκε στο The National Interest και ξεσήκωσε αντιδράσεις, ωθώντας τον στη συγγραφή του παρόντος βιβλίου. Ωστόσο, είναι εσφαλμένη η άποψη ότι ο Fukuyama απλώς μετέφερε τις απόψεις του Kojève προς δικαιολόγηση της αμερικανικής ηγεμονίας μετά την κατάρρευση του κομουνισμού. Μέσα στο βιβλίο θίγονται τα κυριότερα προβλήματα που απασχολούν τους μελετητές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ας γίνουμε όμως πιο λίγο συγκεκριμένοι.
Στη βάση της θεωρίας του Fukuyama, βρίσκεται μια σχετικά απλή συλλογιστική, παρμένη από τη φιλοσοφία της ιστορίας, του 19ου αιώνα. Η ιδέα περί ενός τέλους της ανθρώπινης ιστορίας, που άρχισε χάρη στη χριστιανική εσχατολογία, άρχισε να λαμβάνει κατά τους Νεώτερους Χρόνους έναν αμιγώς κοσμικό χαρακτήρα: η ιδέα της τελικής κρίσης και δικαίωσης έδωσε σταδιακά τη θέση της στην ιδέα της κοινωνικής χειραφέτησης και ευδαιμονίας. Η προσπάθεια κορυφώθηκε με τον Hegel, ο οποίος διατύπωσε μια διαλεκτική φιλοσοφία, κατά την οποία η ανθρώπινη ιστορία αποτελεί μια διαρκή πορεία προόδου μέσω αντιθέσεων και συγκρούσεων, επηρεάζοντας καθοριστικά τη φιλοσοφική σκέψη. Μάλιστα, ο Γερμανός φιλόσοφος έφτασε στο σημείο να πει ότι η ανθρώπινη ιστορία έλαβε τέλος το έτος 1807, όταν η νίκη του Ναπολέοντος στη μάχη της Ιένας σηματοδότησε την οριστική νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία έμελλε να εξαπλωθεί παντού. Ομοίως, οι διάφορες θεωρίες περί προόδου, στον 19ο αιώνα, έβλεπαν το κακό σαν μια μορφή αταβιστικής κοινωνικής οπισθοδρόμησης, που προορίζεται να εξαφανιστεί με την επιστημονική και βιομηχανική τεχνολογική πρόοδο. Ήταν η Belle Époque (1874-1914), μια σπάνια περίοδος ειρήνης και αισιοδοξίας, που έδωσε ελπίδες για την ουσιαστική και αναπότρεπτη πρόοδο του ανθρώπινου γένους. Τα βασανιστήρια άρχισαν να θεωρούνται παρωχημένο φαινόμενο στην Ευρώπη, που ενδιαφέρει πλέον μόνον τους ιστορικούς, και ο περίφημος δημοσιογράφος Norman Angell υποστήριζε ότι το ελεύθερο εμπόριο κατέστησε τον πόλεμο ένα οικονομικά ασύμφορο μέσο. Τότε, εντελώς ξαφνικά και απροσδόκητα, ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σύμφωνα με τον Fukuyama, ο ακραίος πεσιμισμός του εικοστού αιώνα οφείλεται ακριβώς στη βιαιότητα με την οποία διαλύθηκαν οι προπολεμικές πρώιμες προσδοκίες και ελπίδες: ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, που αρχικά δεν ήταν παρά ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος, συγκλόνισε την ανθρωπότητα και έδωσε έκφραση σε διάφορες «προφητείες» παρακμής. Οι συγγραφείς Spengler και Toynbee διατύπωσαν φιλοσοφίες της ιστορίας, οι οποίες κατά κάποιον τρόπο αρνούνταν την έως τότε κυρίαρχη ιδέα της προόδου και επέστρεφαν στο αρχαιοελληνικό σχήμα περί αέναων γεγονότων, συλλαμβάνοντας την παγκόσμια ιστορία σαν μια διαδικασία δίχως έναν τελικό σκοπό. Ο Fukuyama επιδιώκει να επαναφέρει τη σχετική φιλοσοφική συζήτηση, αναδιατυπώνοντας το ερώτημα που μέχρι τότε είχε θεωρηθεί παρωχημένο: η παγκόσμια Ιστορία έχει έναν τελικό σκοπό; Υπάρχει άραγε μια κατάσταση όπου οι κοινωνικές αντιθέσεις θα εξαλειφθούν και θα μπούμε σε μια αναπότρεπτη τροχιά προόδου; Υπάρχει ένα «τέλος της ιστορίας»; Το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα μας γέμισε απαισιοδοξία λόγω των ολοκληρωτισμών και των πρωτοφανών βιαιοτήτων του. Ωστόσο, αυτές οι βιαιότητες φαίνεται πως έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Οι διάφορες ολοκληρωτικές κομουνιστικές κοινωνίες έχουν αντικατασταθεί από αυταρχικά καθεστώτα («μετα-ολοκληρωτισμός»), που κάνουν αλλεπάλληλα «ανοίγματα» προς τη Δύση, ενώ οι Ακροδεξιοί δεσποτισμοί τείνουν να αποδεικνύονται ιδιαίτερα βραχύβιοι (ο Fukuyama επικαλείται εδώ και το παράδειγμα της Ελλάδας, μεταξύ άλλων). Πλέον, όλο και περισσότερα κράτη αποκτούν φιλελεύθερη δημοκρατία και οικονομία της αγοράς. Η παγκόσμια αλληλεπίδραση της ανθρωπότητας σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, ωθεί αναπόδραστα τα διάφορα κράτη στον εκσυγχρονισμό αλλά και στην ομογενοποίηση. Τα όποια κενά ή παλινδρομήσεις είναι εντελώς προσωρινά και σε καμία περίπτωση δεν έχουν τη δύναμη να ανακόψουν τη σταθερή εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας προς τα εμπρός. Ακόμη και οι λιγοστές εναπομείνασες δικτατορίες τείνουν να αποζητούν τη νομιμοποίησή τους προσποιούμενες ότι διαθέτουν δημοκρατικά χαρακτηριστικά, ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα της αδυναμίας τους να δώσουν νομιμοποίηση στον εαυτό τους ως εναλλακτικές λύσεις. Ένα σημείο τομής υπήρξε η πτώση του τείχους του Βερολίνου. Ο κύκλος μοιάζει να έκλεισε. Η φιλελεύθερη δημοκρατία εξέρχεται νικήτρια από τον εικοστό αιώνα. Ο φιλελευθερισμός μοιάζει πλέον μονόδρομος. Γιατί λοιπόν να μην αρχίσουμε πάλι τις αισιόδοξες προβλέψεις μας;
Βέβαια, προκειμένου να γίνει λόγος για τέλος της ιστορίας, πρέπει αρχικά να είμαστε βέβαιοι ότι υπάρχει πραγματικά μια ιστορία που έχει έναν σκοπό. Ωστόσο, γνωρίζουμε πως τα περισσότερα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα, έχουν ξανασυμβεί ή μοιάζουν με άλλα του παρελθόντος, οπότε θα πρέπει να υπάρχει μια ανεξάρτητη διαδικασία που καθοδηγεί την ιστορία. Ο Fukuyama επισημαίνει ότι μια τέτοια διαδικασία αποτελεί η πρόοδος των φυσικών επιστημών. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι φυσικές επιστήμες καθιστούν την ανθρώπινη ιστορία σωρευτική και ευθύγραμμη εξασφαλίζοντας τεχνολογικά επιτεύγματα και εκβιομηχάνιση, τα οποία με τη σειρά τους οδηγούν σε εκπαίδευση του ευρύτερου πληθυσμού και σε ανάπτυξη των μεσαίων τάξεων. Ακόμη και η ολοκληρωτική καταστροφή της επιστήμης, στην ακραία περίπτωση ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος ή μιας παγκόσμιας οικολογικής καταστροφής, δεν θα ήταν ικανή να αναχαιτίσει την πρόοδο, διότι η φυσικοεπιστημονική γνώση θα επανερχόταν τελικά μετά από μερικές γενιές. Αν λοιπόν υπάρχει ένα σύστημα με το οποίο θα ολοκληρώνεται η ιστορία, αυτό θα πρέπει να στηρίζεται στις φυσικές επιστήμες.
Ένα τέτοιο σύστημα αποτελεί, για τον Fukuyama, η φιλελεύθερη Δημοκρατία. Σύμφωνα με τον ίδιο, το τέλος της ιστορίας έχει τη σημασία ότι οι θεμελιώδεις αντιθέσεις που ωθούσαν στη διαλεκτική κίνηση, έχουν εξαλειφθεί. Φυσικά, δεν συνιστά αντίθεση το κάθε κοινωνικό πρόβλημα, παρά μονάχα εκείνα τα προβλήματα που το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό σύστημα αδυνατεί να επιλύσει και που η όξυνσή τους το οδηγεί σε κατάρρευση. Αν η σημερινή κατάσταση ικανοποιεί τις θεμελιώδεις ανθρώπινες ανάγκες, τότε μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι έχουμε φτάσει στο τέλος της ιστορίας. Ακολουθώντας την ερμηνεία του Alexandre Kojève στον Hegel, ο Fukuyama, επισημαίνει ως ιδιαίτερα σημαντικό κίνητρο στην ανθρώπινη ιστορία την επιθυμία για αναγνώριση: είναι αυτό που ο Πλάτων αποκαλούσε «θυμοειδές» τμήμα της ψυχής, σε αντίθεση με το «επιθυμητικό» (που εκφράζει τις σωματικές επιθυμίες) και το «λογιστικό» (που εκφράζει τη λογική). Ενώ ο κλασικός φιλελευθερισμός των Locke και Hobbes έδειχνε μιαν άρνηση του θυμοειδούς υπέρ του επιθυμητικού, η κατά Hegel διαλεκτική του κυρίου και του δούλου ανέδειξε ότι ένα εξίσου σημαντικό ανθρώπινο κίνητρο είναι ο αγώνας για αναγνώριση, αυτό που ο Πλάτων αποκαλούσε «θυμοειδές» τμήμα της ψυχής, σε αντίθεση με το «επιθυμητικό» (που εκφράζει τις σωματικές επιθυμίες) και το «λογιστικό» (που εκφράζει τη λογική). Η επιθυμία αναγνώρισης μπορεί να λάβει ιστορικά δύο βασικές μορφές: τη μεγαλοθυμία (επιθυμία ν’ αναγνωρίζεται κανείς ως ανώτερος των υπολοίπων) ή την ισοθυμία (επιθυμία ν’ αναγνωρίζεται κανείς ως ισάξιός τους).
Το τέλος των συγκρούσεων για χάρη της αναγνώρισης, είναι ακριβώς το τέλος της ιστορίας. Η κυριαρχία της φιλελεύθερης Δημοκρατίας συνιστά δηλαδή την παύση των εσωτερικών αντιθέσεων της ανθρώπινης δράσης. Αυτό σημαίνει ότι οι στοιχειώδεις ανάγκες του ανθρώπου (λογική, αξιοπρέπεια, υλικές επιθυμίες) ικανοποιούνται από το υπάρχον σύστημα, το οποίο αντικαθιστά τη μεγαλοθυμία από την ισοθυμία και την ορθολογική κατανάλωση. Αν και η μεγαλοθυμία βρίσκεται γενικά στο περιθώριο, πράγμα για το οποίο την μεμφόταν ο Nietzsche, ορισμένες διέξοδοι σημερινών «μεγαλόθυμων» αποτελούν κυρίως οι επιχειρήσεις, η πολιτική δραστηριοποίηση και ο πρωταθλητισμός. Θα μπορούσε λοιπόν να ειπωθεί ότι η φιλελεύθερη Δημοκρατία συνιστά την οριστική ικανοποίηση του πλατωνικού πολιτικού ιδεώδους για την εναρμόνιση των τριών διαφορετικών μερών του ανθρώπινου ψυχισμού. Η φυσική ασφάλεια και υλική αφθονία σηματοδοτεί την κυριαρχία του «τελευταίου ανθρώπου», όπως περιφρονητικά έγραφε ο Nietzsche.
Σύμφωνα με τον Fukuyama, ο κομουνισμός αποτέλεσε ένα ενδιάμεσο στάδιο, ένα πέρασμα από τον προβιομηχανικό κόσμο στον βιομηχανικό που έγινε γρηγορότερα και αυταρχικότερα σε σχέση με τη Δύση. Χωρίς τον Τρίτο Κόσμο ο κομουνισμός θα ήταν προ πολλού νεκρός. Γίνεται λοιπόν εμφανές ότι δεν είναι το κομουνιστικό σύστημα το δικαιότερο, αλλά το καπιταλιστικό. Ο Fukuyama μεταθέτει έτσι το ουτοπικό όραμα από την κομουνιστική κοινωνία στη φιλελεύθερη δημοκρατία, αποδεσμεύοντας την εγελιανή διαλεκτική από τους μαρξιστές. Ενώ ο Karl Popper θεμελίωσε τον σοσιαλδημοκρατικό φιλελευθερισμό του στην απαξίωση του (μεθερμηνεμένου από τον Marx) εγελιανού συστήματος, ο Fukuyama επιχειρεί τώρα την πλήρη υφαρπαγή της εγελιανής φιλοσοφίας της ιστορίας από τον μαρξισμό, στηριγμένος στον Kojève. Με λίγα λόγια, επιχειρεί την επαναφορά της αρχικής και συντηρητικής στάσης του Hegel, μεταθέτοντας όμως το τέλος της ιστορίας από τη μάχη στην Ιένα (1806-1807), στην πτώση του τείχους του Βερολίνου (1989). Έχοντας παρουσιάσει το όραμά του περί του τέλους της ιστορίας, ο Fukuyama, ήδη από το επίμαχο τότε άρθρο του, δεν διστάζει να εκθέσει και τις δυσάρεστες πλευρές αυτού του οράματος, κυριότερη των οποίων είναι η ανία που σύμφωνα με τον ίδιο ενδέχεται να κυριαρχεί στον κόσμο μας από εδώ και πέρα. Ωστόσο, σ’ ένα άλλο σημείο, ο Fukuyama εξηγεί ότι η ευρύτατη αποδοχή του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού, δεν θα εξαφανίσει τις διαφορές στην κουλτούρα, αλλά μάλλον, ελλείψει αντιτιθέμενων ιδεολογιών, θα τις μεγεθύνει. Όπως μας εξηγεί ο ίδιος:
«η διεθνής ζωή θα πρέπει ολοένα και περισσότερο να θεωρείται ως έκφραση ανταγωνισμού όχι μεταξύ αντίπαλων ιδεολογιών- εφόσον τα περισσότερα από τα οικονομικά επιτυχημένα κράτη θα οργανώνονται στις ίδιες γραμμές- αλλά μεταξύ διαφορετικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών».
Αυτή η περιθωριακή και ευκαιριακή παρατήρηση επρόκειτο λίγο αργότερα να λάβει ένα εντελώς νέο σημασιολογικό βάρος, από τη θεωρία του Samuel Huntington, η οποία θα παρουσιαστεί στο αμέσως επόμενο μέρος.