Antonio Berni, 1959, Procesión

Σαν να αναδύονταν από το υπόγειο
οι παρακατιανοί χίπστερ της Αμερικής,
μια νέα γενιά μπιτ που σιγά σιγά έσμιγα
μαζί της.
Jack Kerouaci

Είναι συχνό το φαινόμενο να θεωρούμε, ειδικά οι νεώτεροι, τις παλαιότερες και δη μεγαλύτερες γενιές, ως αυτές που άνοιξαν τον «ασκό του Αιόλου» προς μια νέα κατάσταση πρώιμης (υπερ-)φιλελεύθερης ευδαιμονίας, μέσω μιας συνεχούς επιδίωξης μιας, ατομικιστικού τύπου, εξασφάλισης· η οποία και θεωρείτε ότι επέφερε σταδιακά μια κοινωνική και οικονομική κρίση, προεκτάσεις της οποίας βιώνουμε σήμερα.

Αυτός ο ισχυρισμός πολλές φορές κρύβει μια διάθεση υποτίμησης της μεταπολεμικής γενιάς, που ονομάστηκε γενιά των «Baby Boomers». Αυτή έλαβε αυτό το περίεργο όνομα, καθότι αποτέλεσε την γενιά η οποία προήλθε από έναν οίστρο αναπαραγωγής του μεταπολεμικού κόσμου.

Ήταν αυτοί που βίωσαν τον πόλεμο και τις κακουχίες του, που έδωσαν τις βάσεις για αυτήν την σημαντική πληθυσμιακή αλλαγή, της οποίας τα ενηλικιωμένα, πλέον, τέκνα της επρόκειτο να συγκλονίσουν τον κόσμο· με κορύφωση τον Μάη του ‘68, το νεολαιίστικο πνεύμα αντι-κουλτούρας του οποίου στην Ελλάδα μπορούμε να πούμε, κάπως χονδρικά, ότι εκφράστηκε, λόγω επιβολής της «Χούντας των Συνταγματαρχών», κάπως αργοπορημένα στην Μεταπολίτευση, με την λεγόμενη «Γενιά του Πολυτεχνείου», αν και οι «πνευματικές βάσεις» του βρίσκονται ήδη στις αρχές του 1960.ii Αυτό το πνεύμα όμως, όπως θα δούμε να αναφέρει ο Ρικάρ, συνεχίζει να ζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μέχρι και σήμερα.

Έτσι, βρισκόμαστε εμπρός στο μεγάλο έργο της ανθρωπογεωγράφησης της εποχής των γονιών μας, προσδίδοντας, βέβαια, την δέουσα προσοχή. Καθώς, με την σωστή μελέτη των αλλαγών που επέφεραν αυτοί στον μεταπολεμικό κόσμο, θα καταφέρουμε να δώσουμε μια πρώτη ερμηνεία όχι μόνο για το τότε αλλά και για το σήμερα.

Με αυτόν τον τρόπο η σπενγλεριανή ανάλυση, περί οργανικότητας έκαστου ιστορικού πολιτισμού, έρχεται ξανά στο μεθοδολογικό προσκήνιο και ανακόπτει την πορεία της έρευνας από άσκοπες διακλαδώσεις σε ανούσιες συστοιχίες και αναντιστοιχίες, δίνοντάς μας ένα συνολικό ιστορικό πλάνο. Αφού όλα τα ιστορικοπολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα συμπλέκονται μεταξύ τους και τίποτα δεν μένει αλώβητο από τα υφάδια της «πονηρής» μοίρας, που δεν αφήνει κανένα ανθρώπινο γεγονός να αποκτήσει πρωτογενή σπουδαιότητα.

Ο Ρικάρ, βέβαια, δεν είναι σπενγκλεριανός ούτε και χρειάζεται μια τέτοια «ταμπέλα» στην δοκιμιακή ανάλυση που επιτελεί, η οποία έχει ως σκοπό την ίδια του την «αυτοπροσωπογραφία», κατά πως μας δηλώνει ο ίδιος, μέσω μιας διεπιστημονικής σκιαγράφησης της γενιάς του, με στοιχεία κοινωνιολογίας, ψυχολογίας, πολιτικής φιλοσοφίας και ανθρωπολογίας.iii Αλλά, παρά ταύτα, δίνει το πρώτο βήμα, μέσω της λογοτεχνίζουσας και άκρως αποκρυσταλλωμένης γραφής του, στο να δούμε, μέσω μιας πανοπτικής θέασης, που ξεπερνάει τον ιστορικό χρόνο, ολόκληρο το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ερμηνεύοντας, έτσι, και τις πρώτες δεκαετίες του 21ου στον οποίον αυτή την στιγμή διαβιούμε. Αφού πραγματοποιήσαμε αυτές τις πρώτες γενικές παρατηρήσεις θα προχωρήσουμε στις ανάλυση του ενδιαφέροντος έργου του, η οποία θα συνοδευτεί από συμπερασματικές παρατηρήσεις του γράφοντα, με σκοπό να μην καταλήξει, το παρόν άρθρο, μια απλή και δυσανεκτική βιβλιοκριτική αναφορά.

1).Οι απαρχές της «Λυρικής Γενιάς» (1950-1965).

Ξεκινώντας την ανάλυση, κατά τον Ρικάρ, οι απαρχές της μεταπολεμικής γενιάς των Baby Boomers βρίσκονται στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μετά το πέρας του καταστροφικού Β’.Π.Π. και των αρχών της δεκαετίες του 1950.

Πιο συγκεκριμένα, αυτοί ονομάστηκαν κατά αυτόν τον τρόπο, γιατί ήταν το αποτέλεσμα μια μαζικής γεννητικότητας (baby boom) των γενεών που βίωσαν τον πόλεμο και θέλησαν να αναπαραχθούν ελεύθερα χωρίς πιέσεις, έχοντας όμως σαν πλάνο να προσφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερες ανέσεις στα παιδιά τους. Είχαν, κατά κάποιον τρόπο, την πρόθεση να προσφέρουν αυτά που στερήθηκαν σε κάποιον απόγονο, χωρίς αυτό να σημαίνει κάποιον επιβαλλόμενο αναπαραγωγικό σχεδιασμό, παρά μια διάθεση επανεκκίνησης της ζωής τους σε έναν νέο κόσμο σιγουριάς. Μια καίρια τομή για την εποχή, γιατί, μετά από χρόνια αγωνίας και θανάτου, ανέτειλε κάτι σαν ένα «νέο πρωινό», με μεταφυσικές διαστάσεις στο μυαλό των ανθρώπων.

Ειδικά στην αμερικάνικη ήπειρο και δη στην Βόρεια Αμερική, έλαβε μεγάλη έκταση το φαινόμενο. Καθώς, ο άλλοτε «Νέος Κόσμος» δεν είχε επηρεαστεί άμεσα από τον πόλεμο και αποτελούσε το μοναδικό μέρος του Δυτικού Κόσμου και γενικότερα των εμπλεκόμενων στην σύρραξη παγκόσμιων δυνάμεων, που δεν είχε γίνει συντρίμμια, όπως όλη η Ευρώπη, ούτε είχε απειληθεί, όπως η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, ούτε τέλος είχε δεχτεί απάνθρωπα πυρηνικά χτυπήματα, όπως η Ιαπωνία από τον βορειοαμερικανικό συνασπισμό.iv

Η νέα αυτή γενιά των Baby Boomers, βέβαια, είχε τους πρωτεργάτες της και αυτοί δεν ήταν άλλοι από αυτούς που αποτέλεσαν την Λυρική Γενιά, η οποία ήταν η πρωταρχική ομάδα των Boomers στην Δυτική γεώσφαιρα και περιβάλλον, που διαμόρφωσε, μάλιστα, το βασικό Κοσμοαντιληπτικό πλαίσιο για τους επόμενους Boomers που ακολούθησαν. Αυτούς τους ονομάζει κατά αυτόν τον τρόπο ο Ρικάρ, καθώς εμφάνιζαν μια έντονη «λυρικότητα» τόσο στον τρόπο που έβλεπαν τον κόσμο ως ένα, συνεχώς ευρισκόμενο σε κίνηση, μέρος γεμάτο ευκαιρίες και χωρίς δυστυχίες, παρ’ όλες τις αρχικές δυσκολίες που βίωσαν. Επίσης, αποτέλεσαν μια γενιά με τεράστια αγάπη για τον εαυτό της, καθώς είχε μια φυσική τάση απόρριψης του παρελθόντος, θεωρώντας την ίδια σαν τον μέλλον του κόσμου. Αφού στην τελική πολλοί από αυτούς ήταν πρωτότοκοι και πολλές φορές οι γονείς τους δεν θέλησαν να κάνουν άλλα παιδιά για χάρη τους, νιώθοντας, έτσι, δηλαδή ότι, με αυτόν τον τρόπο, δεν τους στερούν κάτι.v

Η εμφάνιση αυτής της ελαφρότητας πρόσληψης του κόσμου, βέβαια, ήταν φυσικό επακόλουθο της μαθητοκεντρικής και παιδοκεντρικής πρόσληψης της νέας πιο δημοκρατικής αντίληψης των μεγαλύτερων γενεών· οι οποίες βρισκόμενες κάτω από ένα ψυχολογικό καθεστώς υπερπροστατευτικής πρόνοιας, φυσιολογικής, βέβαια, μετά από έναν τέτοιο πολύνεκρο και πολύχρονο πόλεμο, ουσιαστικά προσέφεραν τις βάσεις μιας εύκολης κοινωνικής συμμετοχικότητας στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας, ειδικά των πρωτότοκων τέκνων τους. Ένα φαινόμενο, όμως, που σταδιακά προκάλεσε οικονομικοινωνικό κορεσμό για τις επόμενες γενεές των Boomers, που ακολούθησαν.vi

Αφού διευκρινίσαμε τα παραπάνω, για τις πρωταρχές του φαινομένου, θα προχωρήσομε στο στάδιο της νεότητας της Λυρικής Γενιάς και των Boomers, εν συνόλω, και τις αλλαγές που ήρθαν με αυτήν στον Δυτικό Κόσμο.

2).Η νεότητα της Λυρικής Γενιάς (1965-1975)

Η νεανική περίοδος βρίσκει την Λυρική Γενιά και γενικά τους Boomers σε μια κατάσταση ευνοημένης, και παρατεταμένης «μετα-εφηβικής». Πιο συγκεκριμένα, λόγω του σταδιακού κορεσμού της αγοράς και ταυτόχρονα της έμπρακτης στήριξης από γονείς και κρατικούς φορείς, όπως αναλύσαμε και στο προηγούμενο υποκεφάλαιο, υπήρξε μια μεγαλύτερη καθυστέρηση ενηλικίωσης και παράτασης των σπουδών, οι οποίες, πλέον, ήταν προσβάσιμες για μεγαλύτερο όγκο φοιτητών, σε σύγκριση με το παρελθόν.

Αυτό οδήγησε σε ένα αντίστροφο φοιτητικό ελιτισμό, καθώς ενώ πριν η πρόσβαση στις σχολές αποτελούσε, για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, προνόμιο ενός, κατά κύριο λόγο, περιορισμένου αριθμού ατόμων, τα οποία εμφάνιζαν, αρκετές φορές, εντονότερες «συντηρητικές» τάσεις, τώρα με το άνοιγμα σε πλατύτερα στρώματα αυτό οδήγησε σε έναν νέο «επαναστατικό» ελιτισμό, όπως θα δούμε και στην συνέχεια.vii

Έτσι, με την βοήθεια «απογοητευμένων μεταρρυθμιστών» της προηγούμενης γενιάς, οι οποίοι, βλέποντας με μελαγχολία τον παλιό κόσμο να καταρρέει, ουσιαστικά άφησαν και υποβοήθησαν στο να εκδηλωθούν, άλλοτε με ενστάσεις και αντιρρήσεις και άλλοτε με σχετική αποδοχή, ριζοσπαστικές λογικές και «ακραίες» φιλοσοφικοπολιτικές τάσεις ακόμη και μέσα στα Πανεπιστήμια. Όπως έγινε με τον Μάη του ’68, ο οποίος, βέβαια, ήταν απότοκο του νεολαιίστικου κινήματος αντι-κουλτούρας που είχε αναπτυχθεί στην Δύση, και το οποίο ανέπτυξε τόσο λογοτεχνικοποιητικές τάσεις «κοινωνικής διαμαρτυρίας», όπως αυτές των Beatnik, όσο και νέα μουσικά είδη, όπως η πρώιμη rock και punk μουσική· τα οποία, σαν πολιτισμικά φαινόμενα, συνδέονταν και με μια ταυτόχρονη αλλαγή τρόπου συμπεριφοράς και εμφάνισης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το φαινόμενο των Hippies και της μαζικής χρήσης ναρκωτικών ουσιών.viii

Συνεχίζοντας, αυτή η γενικευμένη υμνολογία της νεότητας γέννησε ένα «συναίσθημα ελαφρότητας του κόσμου» στους τότε νέους, ότι δηλαδή όλα ήταν ένα ατελείωτο καρναβάλι ή φεστιβάλ, μέσα στο οποίο η χαρά και η γενικότερη συναισθηματική έξαψη αποτελούσε τον μόνο αποδεκτό κανόνα. Ένα συναίσθημα, βέβαια, που «έγερνε» τόσο προς μια θετική κατάσταση πίστης στην αυταξία των Boomers όσο και προς μια αντίστοιχη αρνητική κατάσταση, λόγω έλλειψης σταθερού σημείου αναφοράς, αφού όλα είχαν «χάσει το νόημά τους».

Παρά ταύτα, αυτή η διχοστασία δεν καθυστέρησε, καθόλου θα λέγαμε, την καλλιέργεια μιας μεσσιανιστικής και εμφυλιοπολεμικής στάσης, σε οτιδήποτε θύμιζε ηλικιωμένο, παλιό ή άλλης γενιάς, εκ μέρους των εκπροσώπων της, τότε, «λυρικής» νεολαίας. Αυτό οφειλόταν σε ένα δεύτερο συναίσθημα, που ακολουθούσε, κατά πόδας, και συνδεόταν με το «συναίσθημα της ελαφρότητας του κόσμου», και αυτό δεν ήταν άλλο από την αίσθηση της «κεντρικότητας», δηλαδή της πίστης ότι τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από αυτούς.ix

Αυτό το τελευταίο ειδικά συναίσθημα γέννησε, με την σειρά του, έναν «ναρκισσισμό του πλήθους», μια υπερεκτίμηση της ομάδας των συνομηλίκων και των ατόμων της ίδιας γενιάς, εν είδει μιας νέας «λυρικής Διεθνούς». Το «ανήκειν» σε ένα «Εμείς» έγινε, έτσι, καθοριστικό για τον αυτοπροσδιορισμό, μέσα σε μια καλλιεργούμενη από τους ίδιους «πολλαπλότητα», η οποία όμως ευδοκιμούσε μέσα σε μια ομοιόμορφη αλλά ρευστή «λυρική» ταυτότητα.x

Ανακεφαλαιώνοντας, προτού προχωρήσουμε στο στάδιο της ωρίμανσης της Λυρικής Γενιάς των Boomers, τα κύρια στοιχεία της νεότητας της Λυρικής Γενιάς ήταν: α)η πίστη σε μια ελαφρότητα του κόσμου, χωρίς επικίνδυνα βάρη και εκπλήξεις για τους νέους που ξεκινούσαν τότε την «περιπέτειά» τους μέσα σε αυτόν, β)μια έντονη αυτοπεποίθηση, γ)απόλυτη ταύτιση με την «πολυποικιλότητα» της ομάδας των συνομήλικων, γ)ναρκισσιστική διατράνωση της διαφορετικότητας και της «κεντρικότητάς» τους στην ιστορία, σε σχέση με τους άλλους και δη με τον παλιό «συντηρητικό» κόσμο των ηλικιωμένων.xi

3).Η ωρίμανση της Λυρικής Γενιάς (1975-)

Σε αυτό το σημείο εισερχόμαστε στο πιο σημαντικό σημείο τόσο του δοκιμίου του Ρικάρ όσο και του ίδιου του άρθρου. Καθώς, σε αυτό το υποκεφάλαιο θα αναλύσουμε το φαινόμενο της απορρόφησης από το «σύστημα» της Λυρικής Γενιάς των Boomers και της διαμόρφωσης του κόσμου, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, από αυτούς.

Πιο συγκεκριμένα, η Λυρική Γενιά εισέρχεται, πλέον, με μια ηγεμονική διάθεση μέσα στην κοινωνία, αφού οι ώριμοι, πλέον, εκφραστές της αποτελούν τον πυρήνα ενός, κατακλύζοντος την τότε κοινωνία, ρεύματος από νέους γιάπηδες, golden boys, δυναμικών επιχειρηματιών νέου τύπου, εναλλακτικών καθηγητών και ριζοσπαστών συνδικαλιστών. Έτσι, εισερχόμαστε στο στάδιο της ωρίμανσης ή για να το προσδιορίσουμε καλύτερα στην εποχή των πράξεων, των αποφάσεων, των γεγονότων και των απτών έργων των Boomers.

Αυτή η ηγεμονική στάση γέννησε μια ανάγκη «εξασφάλισης των γηρατειών», μέσω της διεκδίκησης ενός διευρυμένου κράτους πρόνοιας, το οποίο θα τους εξασφάλιζε καλές συνθήκες διαβίωσης όταν αυτοί θα γέρναγαν. Αλλά το οποίο, ταυτόχρονα, δεν θα κατείχε κάποια δικαιοδοσία επέμβασης στα δικά τους πεδία οικονομικής δραστηριοποίησης, πίσω από τα οποία δέσποζε, πλέον, μια νεόπλουτη, επιδεικτική και άκρως «νεο-φιλελεύθερη» λογική.xii

Αυτό, όμως, που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το πώς η Λυρική Γενιά εξέφρασε την νεωτερικότητα και το μοντέρνο στοιχείο. Αυτό το τελευταίο, ως μια φιλοσοφική και πολιτική διάθεση «απελευθέρωσης» από οτιδήποτε θύμιζε το παρελθόν, δεν προσιδίαζε σε μια άμεση ρήξη με τα καθεστηκώτα ούτε σε αντικατάστασή τους, με κάτι δομημένο ή διαφορετικό. Αφού στην τελική οι πρωτογενείς μορφές των μοντέρνων «λυρικών ιδεολογιών», όπως οι ιδεολογίες περί της «κοινωνίας» (π.χ. ο νεο-μαρξισμός), του «εγώ» (π.χ. νεο-φροϋδισμός, μπολιασμένος με μπόλικο ανατολίτικο μυστικισμό) και της «κουλτούρας» (οι οποίες περιέπλεξαν τις προηγούμενες δύο κατηγορίες, με ζητήματα κουλτούρας π.χ. αισθητικής και λογοτεχνίας) και τα «υβρίδιά» τους (π.χ. o νέο-φεμινισμός), δεν οδήγησαν παρά σε ξεσπάσματα και όχι στην δημιουργία κάποιου εγγενούς σταθερού και μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Διότι, επικεντρώθηκαν σε μια κατάσταση αυτοαναφορικότητας, δογματικής επανάληψης και τέλος αντιπαλότητας με οποιαδήποτε προϋπάρχουσα πολιτισμική μορφή της Δύσης.

Εξάλλου, ο μεταμοντέρνος φοιτητικός Πύργος της Βαβέλ των προηγούμενων ετών, γεμάτος προγράμματα, θεωρίες και μανιφέστα, είχε γκρεμιστεί συθέμελα μαζί με τον ουτοπισμό που εξέφραζε, ενώ διατηρούταν, από όλα αυτά, μόνο μια επιθυμία που είχε εμπνεύσει αρχικά τα παραπάνω φαινόμενα.xiii

Βέβαια, όλα αυτά οδήγησαν σε μια κατάσταση χειμέριας νάρκης της Πολιτικής, η οποία έχασε κάθε νόημα και μαζί με αυτήν απο-ιεροποιήθηκε ακόμη και το ίδιο το Κράτος, αφού πλέον εξέφραζε τα συμφέροντα ατόμων-ιδιωτών και την κάλυψη των αναγκών τους κι όχι τα θέλω, συμμετεχόντων ενεργά σε αυτό, πολιτών. Καθότι, ακόμη και τα «καθήκοντα του γονέα» τροφοδοτούνταν, πλέον, από μια ελαφρότητα ρόλων, όπως αντίστοιχα και το ενδιαφέρον των Boomers για το φυσικό περιβάλλον, απλά περιοριζόταν σε μια «λυρική οικολογία», με υλιστικά κίνητρα που συμπυκνώνονταν στην διαμαρτυρία για την «απώλεια των φυσικών πόρων». Το Κράτος ήταν φυσικό, υπό τέτοιες συνθήκες αδιαφορίας και ιλαρότητας, να γίνεται ολοένα και πιο γραφειοκρατικό και απρόσωπο, όπως και η, πλέον, «μικροπολιτική» εξουσία που αυτό ασκούσε.xiv

Κλείνοντας, η Πολιτική, λοιπόν, με την παραδοσιακή έννοια ήρθε σε ένα ιστορικό τέλος και θριάμβευσε, έτσι, η επιφάνεια της «λάμψης» και της διασκέδασης έναντι της δομημένης πληροφορίας και της εκπαίδευσης. Μια κατάσταση που έδωσε το περιθώριο για την κυριαρχία της τηλεόρασης, ως έκφρασης του κλασικού panem et circenses, στον δυτικό κόσμο, τον προάγγελο θα λέγαμε του internet και του ανθρωπότυπου του απαθούς «θεατή», πάσης φύσεως σύγχρονων αποσπασματικών θεαμάτων.xv

Συμπέρασμα

Φθάνοντας, λοιπόν, στο προβλεπόμενο τέλος του άρθρου για το δοκίμιο του Ρικάρ, είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε γιατί είναι τόσο σημαντική η δοκιμιακή ανάλυσή του και γιατί χρειάστηκε να αφιερώσουμε ένα ολόκληρο άρθρο σε αυτήν.

Πρώτα από όλα ο Ρικάρ, κατά πως μας αναφέρει πολύ σωστά ο Λάκης Προγκίδης, δεν είναι ένας αποδομητής που αυτό-βαυκαλίζεται, με άσκοπες συγκρουσιακές αναλύσεις, αντίστροφης πολεμικής. Αντιθέτως, αυτό που προσδοκά, όπως είδαμε και στον πρόλογο του παρόντος άρθρου, είναι μια «αυτοπροσωπογραφία», η οποία είναι, αντικειμενικά, λεπτεπίλεπτης και καλλιτεχνικής υφής και σε καμία περίπτωση μια αυστηρά επιστημονική εργασία, γεμάτη αλαζονικές αρθρώσεις και τεκμηριώσεις.

Είναι, εξάλλου, γεγονός ότι η φιλολογικού περιεχομένου μελέτη ενός φαινομένου, χωρίς την ενορατική διάσταση μιας προσωπικής καταγραφής, απλά καταλήγει ένα «άχρωμο» και «άλαλο» κείμενο που απλά προστίθεται στην σωρεία των, κατά καιρούς, γραφομένων. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι το να γράψεις με δοκιμιακό τρόπο είναι δύσκολο, όπως και το να παραθέσεις εκλεπτυσμένες θέσεις πάνω σε ζητήματα που άπτονται της ανθρώπινης υπαρκτικότητας, οπότε δεν υπάρχει λόγος να επιμείνουμε περεταίρω και με αυστηρότητα στον «σωστό» τρόπο γραφής.xvi

Επανερχόμενοι, στα γραφόμενα του Ρικάρ, είναι γεγονός ότι οι παρατηρήσεις του για την ανυπαρξία ιδεολογικών βάσεων σταθερού χαρακτήρα, όπως και για την εμφάνιση του ανθρωπότυπου του «θεατή», ο οποίος απλά υπάρχει ως ιδιώτης και όχι ως, συμμετέχων σε μια συμμετοχική δημοκρατία, ενεργός πολίτης, είναι πολύ σημαντική, σε βαθμό ανησυχητικό, για το σήμερα.

Ιδιαίτερα δε, τα όσα αναφέρει για την νέα γραφειοκρατική και μικροπολιτική εξουσία του σύγχρονου δυτικού Κράτους, το οποίο περισσότερο ασχολείται με την παροχή υπηρεσιών, παρά με την ενδυνάμωση ενός πνευματικού προτάγματος και μιας συλλογικής ταυτότητας.xvii

Κλείνοντας, η παρατήρηση του στοχαστή ότι το λυρικό πνεύμα διαπνέει τις γενεές που ακολούθησαν φθάνοντας μέχρι και την γενιά του ’90,xviii είναι πολύ σημαντική διαπίστωση που βγάζει εκτός αναφοράς οποιαδήποτε διάθεση εύρεσης φταίχτη, όπως και «επίγειου παραδείσου», σε προηγούμενες δεκαετίες ή περιόδους. Εξάλλου, κάθε ζήτημα έχει δύο πλευρές και είναι αλήθεια ότι οι πολιτικές αλλαγές που έφερε μαζί της η Λυρική Γενιά, εναντίον της απαράδεκτης κοινωνικής «συντήρησης» και της εθιμοτυπικής ή και θρησκευτικής οπισθοδρόμησης προηγούμενων εποχών, αποτέλεσε, όντως, ένα κοσμοϊστορικό συμβάν.

Είναι, λοιπόν, καιρός, με την αξιοποίηση τέτοιων έργων, να οδηγηθούμε στην καλύτερη μελέτη του παρελθόντος, με σκοπό να κατανοήσουμε το παρόν μας αλλά και το μέλλον μας. Ενεργοποιώντας, με αυτόν τον τρόπο, την συνείδησή μας και ταυτόχρονα ξανοίγοντας την αντίληψή μας έξω από το στενό πλαίσιο της εποχής στην οποία ζούμε, και της οποίας τα δόγματα, «πολιτικά ορθά» ή μη, θεωρούνται από εμάς, πολύ συχνά, ως άχρονα θέσφατα, κάποιας υπέρτατης και μοναδικής «αλήθειας».

i# Jack Kerouac, Στο δρόμο, μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης, Πλέθρον, Αθήνα 2015, σελ.88.

ii# Εισαγωγικά για τον για τον Μάη του ’68, στον οποίο θα αναφερθούμε και στην συνέχεια, βλ.Γιώργος Κουτσαντώνης, «Σκέψεις για τα κινήματα και τον Μάη του ‘68», ResPublica, τχ.2, Δεκέμβριος 2019, σελ.55, 59-61 και Gilles Lipovetsky, «’Να αλλάξουμε την ζωή’ ή η έκρηξη του μετα-πολεμικού ατομικισμού», μτφρ.Σταύρος Πασχαλάκης, Κοινοί Τόποι, τχ.2, Μάιος 2020, σελ.48-51, 53. Για τις προεπαναστατικές διεργασίες πριν, κατά την διάρκεια αλλά και μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου στην Ελλάδα, βλ.Kostis Kornetis, Children of the Dictatorship: Student Resistance, cultural politics and theLong 1960” in Greece, Berghahn Books, New York 2016, σελ.43, 64-65, 375-376 και για μια γενικότερη εικόνα της «αντι-κουλτούρας», όπως αυτή παρουσιάστηκε στην νεοελληνική πραγματικότητα, βλ.Νίκος Ν.Μάλλιαρης, «Για μια κοινωνικοπολιτική ανάλυση της ελληνικής αντικουλτούρας», σελ.17-18, https://protagma.files.wordpress.com/2013/01/underground.pdf.

iii# Φρανσουά Ρικάρ, Η Λυρική Γενιά: Δοκίμιο για τη ζωή και το έργο των πρώτων baby boomers, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, επιμ.Λάκης Προγκίδης, Μάγμα, Αθήνα 2020, σελ.18-19, 20.

iv# Στο ίδιο, σελ.40, 55, 60-65, passim.

v# Στο ίδιο, σελ.16-17, 27-29, 30-35, 37, 41-47, passim.

vi# Στο ίδιο, σελ.71-75, 77, 81, 87-90, 92-93, 100, passim.

vii# Στο ίδιο, σελ.131-134, 158-159, 164-167, passim.

viii# Στο ίδιο, σελ.104-105, 107-111,117-118, 192-193, passim.

ix# Στο ίδιο, σελ.139, 149-153, 172-173, 176-178, passim.

x# Στο ίδιο, σελ.182-185, 187-191, passim.

xi# Στο ίδιο, σελ.196, 200-202.

xii# Στο ίδιο, σελ.211-213, 220-223,, 226-230, 308, passim.

xiii# Στο ίδιο, σελ.237-238, 241-245, 247-248, 249-254, passim.

xiv# Στο ίδιο, σελ.241, 277, 280-283, 289, 330-332, passim.

xv# Στο ίδιο, σελ.241, 298-299, 305, 314, passim.

xvi# Λάκης Προγκίδης, «Επίμετρο: Η τελευταία, πλην θαύματος, γενιά», στο Φρανσουά Ρικάρ, Η Λυρική Γενιά, ό.π., σελ.343-344, 345.

xvii# Σχετικά με την άνοδο του γραφειοκρατικού Κράτους, βλ. James Burnham, Η Επανάσταση των διευθυντών, μτφρ.Τάκης Κονδύλης, Κάλβος, Αθήνα 1970, C. Wright Mills, Οι χαρτογιακάδες, μτφρ.Φ.Ρ.Σοφιανός, Κάλβος, Αθήνα 1970 και Κορνήλιος Καστοριάδης, Η γραφειοκρατική κοινωνία, τ.2, μτφρ.Γιώργος Παπακυριάκης, Ύψιλον, Αθήνα 1985.

xviii# Φρανσουά Ρικάρ, Η Λυρική Γενιά, ό.π., σελ.155.