μετάφραση: Αλέξανδρος Μπριασούλης
Διαβάζοντας τα Χίλια Επίπεδα του Ντελέζ καταφέρνουμε τελικά να συγκροτήσουμε έναν ορισμό του σχιζοφρενή. Όχι όμως του ασθενή-τρόφιμου της κλινικής, του δεμένου στο κρεββάτι, του κατατονικού καταναλωτή ψυχοφάρμακων, αλλά του ενεργού σχιζοφρενή, του μοναδικού που του αξίζει ο τίτλος του επαναστάτη. Ο πραγματικός σχιζοφρενής ορίζεται ως ένας τρόπος υποκειμενικοποίησης που διαφεύγει των κλασικών διχοτομιών που ορίζουν την ταυτότητα: δεν είναι ούτε άντρας ούτε γυναίκα, ούτε πατέρας ούτε γιος, ούτε ζωντανός ούτε νεκρός, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, αλλά μάλλον ο τόπος ενός ανώνυμου γίγνεσθαι, μη ορίσιμος, πολλαπλός, παρόμοιος μ’ ένα πλήθος που το διαπερνούν ανόμοιες και ετερόκλητες δυνάμεις. Ο ντελεζιακός ήρωας είναι αυτός που είναι ικανός να επιδείξει τη μέγιστη δυνατή ευελιξία, τοποθετούμενος πέρα των οποιωνδήποτε διαφορών: άντρας/γυναίκα, γονιός/παιδί, εν/πολλαπλό, ναι/όχι κτλ…
Υποψήφιοι ντελεζιακοί ήρωες γίνονται λοιπόν ο χάκερ, ο σέρφερ, ο μηχανόβιος, ο αποσυνάγωγος, ο παραβατικός, ο queer και γενικά οποιοσδήποτε απαρνείται τις μεγάλες διαφορές που ορίζουν την ανθρωπότητα. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στις απαρχές του μεγάλου νεοφιλελεύθερου κύματος, ο Ντελέζ θέλησε να σαμποτάρει τον καπιταλισμό με τη βοήθεια της φιγούρας του σχιζοφρενή, ο οποίος θα απορρύθμιζε τις κανονικές ροές, συνδέοντας τα πάντα με τα πάντα.
Ο Ντελέζ θέλησε να στριμώξει τον καπιταλισμό στην ύστατη αμυντική του θέση, επιταχύνοντας το εκρηκτικό προτσές της απεδαφικοποίησης, με τον ίδιο τρόπο που ο Νίτσε υπολόγιζε ότι θα ξεπερνούσε τον δυτικό μηδενισμό, οδηγώντας τον στον παροξυσμό. Η γενική ιδέα είναι εδώ ότι η σωτηρία θα προέλθει από το ίδιο το κακό. Αυτό όμως που ο Ντελέζ δεν κατάλαβε ήταν το ότι το πρόγραμμά του, αντί να ξεπεράσει τον καπιταλισμό, επιτάχυνε την πορεία του. Όλα δείχνουν ότι ο νέος, λιμπιντικός καπιταλισμός κατάλαβε καλά το μάθημα του Ντελέζ: αν θέλουμε να αυξήσουμε την ταχύτητα και την ποσότητα της ροής των εμπορευμάτων, τότε θα πρέπει να αντικαταστήσουμε τόσο το παλιό κριτικό υποκείμενο του Καντ με τις κατηγορικές προσταγές του όσο και το εξίσου πεπαλαιωμένο φροϋδικό υποκείμενο με τις νευρωτικές εμμονές του με ένα ον ανοιχτό σε όλες τις δυνατές διασυνδέσεις. Είναι θλιβερό αλλά πιστεύω ότι ο Ντελέζ παγιδεύτηκε τελικά από τον νέο καπιταλισμό, τη στιγμή που αυτός ο τελευταίος κατάλαβε ότι οι θεσμοί κοινωνικού ελέγχου που είχε στη διάθεσή του, στηριζόμενοι κατά ένα μεγάλο μέρος στο υπερβατικό, παρήγαγαν ακόμα υποκείμενα που παρέμεναν κύριοι του εαυτού τους. Κατάλαβε λοιπόν ότι θά ‘πρεπε να διαρρήξει και να απορρυθμίσει τους θεσμούς για να παράξει το σχιζοειδές υποκείμενο.
Μπροστά σε αυτήν την μεταμόρφωση υπήρχαν δύο μόνο λύσεις: φρενάρισμα, δηλαδή αντίσταση, ή επιτάχυνση. Ο Ντελέζ επέλεξε την πιο επικίνδυνη λύση, τη δεύτερη, γιατί έκρινε ότι αποτελούσε το μόνο τρόπο ξεπεράσματος του καπιταλισμού, όπως το αποδεικνύει το παρακάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον Αντι-Οιδίποδα:
«Υπάρχει ένας επαναστατικός δρόμος; Ποιός θα ήταν αυτός; Η απόσυρση από την παγκόσμια αγορά […]; Ή μήπως το αντίθετο; Το να πάμε δηλαδή ακόμα πιο μακριά στην κατεύθυνση της αγοράς, της αποκωδικοποίησης, της απεδαφικοποίησης; Γιατί ίσως οι ροές να μην είναι ακόμα αρκετά απεδαφικοποιημένες, να μην είναι αρκετά αποκωδικοποιημένες, από την οπτική μιας θεωρίας και μιας πρακτικής εντελώς σχιζοφρενούς. Όχι να εγκαταλείψουμε τη διαδικασία, αλλά να πάμε μακρύτερα, να την επιταχύνουμε, όπως το έλεγε ο Νίτσε. Από αυτή την άποψη, ακόμα δεν είδαμε τίποτα».i
Ε, λοιπόν, εγώ θα προτιμούσα να φρενάρω. Εκεί ακριβώς που ο Ντελέζ νόμισε ότι θα προσπερνούσε τον καπιταλισμό, τελικά προσπεράστηκε από αυτόν. Πιστεύω ότι ο Ντελέζ είχε προβλέψει αυτό που ερχόταν, ίσως νωρίτερα από οποιονδήποτε άλλον, αλλά έκανε ένα τραγικό λάθος βάζοντας το κεφάλι κάτω και ορμώντας ίσια μπροστά στον στόχο. Εκεί που γίνεται φανερό το λάθος του Ντελέζ, είναι στην επιλογή του να υιοθετήσει την οικονομική ορολογία των παραγωγικών δυνάμεων για να περιγράψει τις διεργασίες του ανθρώπινου ψυχισμού:
«Παντού όλα λειτουργούν χωρίς σταματημό, χωρίς διακοπή. Ένα σώμα αναπνέει, θερμαίνεται, τρέφεται. Χέζει, γαμάει. Τι λάθος όμως αυτός ο ενικός, αυτό το “ένα”! Παντού υπάρχουν μηχανές, κι όχι μεταφορικά: μηχανές μηχανών, με τις συναρμογές και τις διασυνδέσεις τους. Μια μηχανή όργανο συνδέεται με μια μηχανή πηγή: η μία εκπέμπει μια ροή που η άλλη διακόπτει. Το στήθος είναι μια μηχανή που παράγει γάλα, πάνω στην οποία κουμπώνει η μηχανή-στόμα. Γι’ αυτό όλοι είμαστε μάστορες που μαστορεύουμε, ο καθένας και οι μηχανούλες του».ii
Αυτή η εφαρμογή της οικονομικής ορολογίας για να περιγραφεί το ασυνείδητο είναι αμφισβητήσιμη. Παντού γίνεται λόγος για μηχανές, ροές, συναρμογές, αποσυνδέσεις, επιθυμιτικές μηχανές, παραγωγικά ή αντιπαραγωγικά σώματα… Η γλώσσα που χρησιμοποιείται προδιαγράφει και επιβάλλει συνεκδοχές και υποδηλώσεις που παραπέμπουν αποκλειστικά σε ένα σημασιολογικό πεδίο οικονομικής φύσης, αποκλείοντας έτσι εξαρχής διαφορετικού είδους συνδέσεις με το λεξιλογικό πεδίο. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να διαβάσουμε τα Χίλια Επίπεδα παρά μόνο αν αποφασίσουμε να ξεχάσουμε τον συμβολικό και αναπαραστατικό χαρακτήρα του λεξιλογίου που ρυθμίζει τις σχέσεις της γλώσσας με το ασυνείδητο, αποδεχόμενοι ταυτόχρονα ότι αυτό είναι φτιαγμένο από μηχανικά κατασκευασμένα προϊόντα. Όπως ας πούμε οι επιθυμιτικές μηχανές, οι οποίες δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα από τις κανονικές μηχανές αφού μπορούν να συνδεθούν η μία με την άλλη. Με αυτό τον τρόπο απαρνούμαστε όμως όλη τη συμβολική διάσταση ενός θεατρικά δομημένου ασυνείδητου για χάρη μιας καθαρά μηχανιστικής ερμηνείας. Πρόκειται για την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα με την τεχνητή νοημοσύνη που συμμετέχει πλέον σε όλες τις φυσικές διαδικασίες υπολογισμού: δεν χρειάζεται πλέον να σπάμε το κεφάλι μας για να προσανατολιστούμε, το κάνει για μας το GPS.
Ο Αξελός με παρότρυνε επίσης να εξετάσω ένα άλλο ζήτημα του ντελεζιανού έργου, αυτό της μειονότητας («devenir mineur»), το οποίο ήταν ένας τρόπος του Ντελέζ να επιτεθεί στον Διαφωτισμό και πιο συγκεκριμένα στην ιδέα του Καντ, όπως αναπτύσσεται στο Τί είναι ο Διαφωτισμός; ότι το άτομο πρέπει να βγει από την μειονότητα και να γίνει μέρος της πλειοψηφίας, δηλαδή να μάθει να σκέπτεται και να δρα αυτόνομα. Για τον Ντελέζ είναι προτιμότερο να παραμείνει κανείς μέρος μιας μειονότητας, επενδύοντας μάλιστα στο φαντασιακό που καλλιεργεί η κάθε τέτοια μειονότητα. Ο σκοπός είναι να συντριβεί ο γενικός μέσος όρος, η πλειοψηφία, και να αντικατασταθεί από ένα πλήθος μειονοτήτων που η κάθε μια θα άδει απ’ τη γωνιά της: «είμαστε όλοι μειονότητες, «είμαστε όλοι αδελφές», «είμαστε όλοι θύματα αποικιοκρατίας», «είμαστε όλοι προλετάριοι». Η είσοδος σε μια μειονότητα θα ήταν έτσι το πρώτο βήμα προς την σχιζοφένεια. Αυτό όμως το μετα-ταυτοτικό και μηδενιστικό βήμα δεν είναι εύκολο να γίνει, γιατί είναι μια βουτιά στο τίποτα. Όπως το έλεγε ο Henri Ey στον Λακάν, «δεν τρελαίνεσαι απλά επειδή το θέλεις». Αυτός ο μηδενισμός καταλήγει συνήθως, όπως το έλεγε ο Νίτσε, σε έναν «κουρασμένο μηδενισμό»iii και στην προτίμηση για «ό,τι γιατρεύει, ανακουφίζει, καθυσηχάζει»iv. Χαμηλώνουμε λοιπόν τις προσδοκείες μας και ανταλλάσουμε την μετα-ταυτότητα με την μειονότητα και το αντίστροφο. Η ντελεζιανή μειονότητα τροφοδότησε έναν ταυτοτικό ακτιβισμό, ο οποίος εκφράζεται σήμερα στους αυταρχικούς ισχυρισμούς του τύπου «είμαι μουσουλμάνος», «είμαι βέγκαν», «είμαι ομοφυλόφιλος», «είμαι τρανς», οι οποίοι εγκλωβίζουν αυτόν που τις διατυπώνει στο εσωτερικό μιας κοινότητας, “περήφανης” που είναι απρόσιτη στο βλέμμα του άλλου, του οποιουδήποτε άλλου. Αυτή η μετατροπή είναι απόλυτα συμβατή με το αφήγημα της Αγοράς, η οποία προωθεί παντού έναν γενικευμένο σχετικισμό, απαρνούμενη οποιονδήποτε ουνιβερσαλισμό και αποδεχόμενη μόνο ιδιαιτερότητες και κοινότητες. Τελικά η ντελεζιανή επανάσταση συνδέθηκε με την αποπολιτικοποίηση και τη γένεση των ταυτοτικών κοινοτήτων· με την απορρόφηση του υποκειμένου από την εξουσία των μηχανών· με την αποψίλωση του ασυνείδητου από την συμβολική δυναμική του και την αντικατάστασή του από ένα μηχανικό ασυνείδητο που μπορεί να μπει σε κίνηση μόνο μέσω μηχανικώς διαδικασιών και χημικών διεγερτικών. Η επικράτηση αυτών των θέσεων επέφερε αργά αλλά σταθερά την παρακμή της ψυχανάλυσης.
*Αποσπάσματα από το βιβλίο του Dany-Robert Dufour,
Fils d’anar et philosophe. Entretiens avec Thibault Isabel, R&N, 2021, σσ. 70-93
i Gilles Deleuze και Félix Guatttari, L’Anti-OEdipe, capitalisme et schizophrénie, éditions de Minuit, Paris, 1972, σελ. 285.
ii ό.π., κεφ. 1, « Les machines désirantes », μέρος 1 : « La production désirante ».
iii Friedrich Nietzsche, Η θέληση για Δύναμη, μετ. Henri Albert και Marc Sautet, Le Livre de poche, Paris, 1991, κεφ. 1.
iv ό.π., κεφ. 1.