Μια μητέρα βρίσκεται με το νεαρό παιδί της (9 – 18 μηνών) σε ένα δωμάτιο με παιχνίδια. Ένας ερευνητής, που βρίσκεται εκτός του δωματίου, τους παρακολουθεί. Παρατηρεί την συμπεριφορά του παιδιού: έχει αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να εξερευνήσει το δωμάτιο, ή μένει κοντά στην μητέρα; Τρία λεπτά αργότερα ένα πρόσωπο άγνωστο στο παιδί μπαίνει στο δωμάτιο, και παρατηρούμε την αντίδραση του παιδιού: κοιτάζει το άγνωστο πρόσωπο ή/και συνεχίζει να παίζει. Μετά από άλλα τρία λεπτά η μητέρα βγαίνει από το δωμάτιο. Το παιδί αντιδρά περισσότερο ή λιγότερο ανήσυχα. Στη συνέχεια η μητέρα ξαναγυρνά και το παιδί δείχνει σημάδια αναγνώρισης και ανακούφισης. Το άγνωστο πρόσωπο βγαίνει, και λίγα λεπτά μετά βγαίνει και η μητέρα. Το παιδί είναι μόνο του στο δωμάτιο. Αντιδρά κλαίγοντας με αυξανόμενη ανησυχία και άγχος. Σε λίγο μπαίνει το άγνωστο πρόσωπο, και μετά από λίγα λεπτά και η μητέρα. Τέλος το άγνωστο πρόσωπο αποχωρεί. Το πείραμα έχει τελειώσει.

Τα οχτώ στάδια της παραπάνω περιγραφής αποτελούν το πείραμα της παράξενης κατάστασης (The Strange Situation) που ανέπτυξε η Αμερικανίδα ψυχολόγος Mary Ainsworth, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Τα ευρήματα του πειράματος βοήθησαν την Ainsworth και τους συνεργάτες της να αξιολογήσουν: την ικανότητα του παιδιού να εξερευνεί το περιβάλλον όσο βρίσκεται μαζί με την μητέρα, τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά στο άγχος του αποχωρισμού από την μητέρα και στην επανένωση μαζί της, και την αντίδρασή του ως προς το άγνωστο πρόσωπο. 

Με βάση τα παραπάνω η Ainsworth εισήγαγε τρία βασικά είδη προσκόλλησης: 

– την ασφαλή προσκόλληση (secure attachment): Η μητέρα είναι ευαίσθητη και συνεπής. Το παιδί έχει αυτοπεποίθηση για να εξερευνήσει το περιβάλλον του, παρουσιάζει αυξημένο άγχος κατά τον αποχωρισμό από την μητέρα και την εμφάνιση του άγνωστου προσώπου. Όταν παρηγορείται από την μητέρα, επιστρέφει γρήγορα σε κατάσταση ηρεμίας.

– την αγχώδη/αμφιθυμική (ambivalent-insecure): Η μητέρα είναι ασυνεπής, άλλοτε ευαίσθητη και άλλοτε απορριπτική, και το παιδί παρουσιάζει έντονο άγχος κατά τον αποχωρισμό από την μητέρα και την εμφάνιση του άγνωστου προσώπου. Αρνείται την βοήθεια της μητέρας όταν αυτή επανέρχεται, και δεν μπορεί να επιστρέψει σε κατάσταση ηρεμίας.

– και την απορριπτικη/αποφευκτική (avoidant-insecure): Η μητέρα είναι απορριπτική και απόμακρη, και το παιδί κρατάει απόσταση από την μητέρα, δεν παρουσιάζει αυξημένο άγχος κατά τον αποχωρισμό ή την είσοδο του άγνωστου προσώπου, και δεν επιδιώκει να παρηγορηθεί από την μητέρα όταν αυτή επιστρέφει.

Αργότερα η μαθήτρια της Ainsworth, Mary Main προσέθεσε ένα τέταρτο είδος προσκόλλησης, το αποδιοργανωμένο/αποπροσανατολισμένο (disorganised-insecure attachment), όπου η μητέρα συμπεριφέρεται με ακραίο τρόπο, είναι απρόβλεπτη ή και επικίνδυνη για το παιδί. Το παιδί δεν εμπιστεύεται την μητέρα, δεν νιώθει ασφαλές, και μπορεί να υποστεί σωματική ή συναισθηματική κακοποίηση από την μητέρα.

H έρευνα είχε σαν στόχο να ανακαλύψει τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αναπτύσσουν έναν συγκεκριμένο τύπο προσκόλλησης και όχι κάποιο άλλο, και τα χαρακτηριστικά κάθε τύπου προσκόλλησης. Η μέθοδος δέχτηκε πολλές επικρίσεις, όπως ότι παραβλέπει τον ρόλο του πατέρα ή άλλων μελών της οικογένειας στην ανατροφή του παιδιού, την ιδιοσυγκρασία του ίδιου του παιδιού, καθώς και το γεγονός ότι χρησιμοποίησε ως δείγμα μια ομάδα ατόμων με συγκεκριμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά (Αμερικανούς μεσαίας τάξης). H Ainsworth ωστόσο είχε κατά νου τους παράγοντες που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να συνυπολογίσει στο πείραμά της, και θεωρούσε ότι δεν επεδίωκε την εξεύρεση ενός απόλυτου επεξηγηματικού σχήματος, αλλά πως είχε ανακαλύψει ένα μέρος της αλήθειας για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Όπως είχε πει σε γράμμα της προς τον στενό συνεργάτη της, Βρετανό ψυχολόγο John Bowlby το 1970 (σε ελεύθερη μετάφραση):

«Τα συμπεράσματά μας δίνουν την εντύπωση πως οδηγούν τον αναγνώστη να πιστεύει πως ισχυριζόμαστε πως καταλήξαμε σε επιβεβαίωση της υπόθεσής μας, ενώ στην πραγματικότητα παρουσιάζουμε μια νέα οπτική μαζί με ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό κομμάτι αποδείξεων που μοιάζουν να συμφωνούν με αυτή και να λειτουργούν υποστηρικτικά». 

Συμπερασματικά, η μελέτη γύρω από τα είδη προσκόλλησης κατά την βρεφική ηλικία επιτρέπει να παρατηρήσουμε τους τρόπους με τους οποίους σχηματίζονται οι πρώιμες εμπειρίες, και στην συνέχεια μεταφέρονται και διαμορφώνουν την συμπεριφορά του ενήλικου ατόμου. Για την μελέτη την προσκόλλησης σε ενήλικα άτομα, η Mary Main ανέπτυξε το πείραμα Adult Attachment Interview συνεχίζοντας και επεκτείνοντας έτσι το έργο της Ainsworth.