Όταν ρωτήθηκε σχετικά με την επιστήμη, ο φημισμένος άθεος εξελικτικός Βιολόγος και καθηγητής στην Οξφόρδη, Richard Dawkins, απάντησε: “It works, bitches”, εκφράζοντας μια ιδιαίτερα δημοφιλή άποψη. Η επιστήμη νοείται έτσι ως μια επίμοχθη και διαρκής διαδικασία κατάρριψης των αντιληπτικών πλανών του ατελούς ανθρώπινου νου (ανθρωπομορφισμός), μια διαδικασία που προοδεύει μέσα από τον έλεγχο ή ακόμη και τα σφάλματά της, κατακτώντας ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του επιστητού από τη θρησκεία και τη μεταφυσική, στις οποίες αφήνεται ένα ελάχιστο υπόλοιπο, που πιθανότατα θα τους αφαιρεθεί και αυτό μετά την περιστολή της άγνοιας στην οποία υποτίθεται ότι στηρίζονται. Αυτή είναι ίσως η πιο δημοφιλής εικόνα περί των επιστημών και μπορεί κανείς να τη δει να προϋποτίθεται σε οποιοδήποτε σχεδόν έργο εκλαΐκευσης. Ωστόσο, από την παραδοχή ότι η επιστήμη «λειτουργεί», ως εργαλείο επίλυσης πρακτικών προβλημάτων (ινστρουμενταλισμός) μέχρι την αναγνώριση της επιστήμης ως αντανάκλασης της αλήθειας (επιστημονικός ρεαλισμός), η λογική απόσταση που διανύει κανείς δεν είναι τόσο μικρή. Συγκεκριμένα, δεν αρκεί το ότι λειτουργεί η επιστήμη αποτελεσματικά, για να δειχτεί ότι αποκαλύπτει την αντικειμενική και αυθύπαρκτη αλήθεια. Πρέπει να καταδειχτεί με επιχειρήματα η ουσιαστική αντιστοιχία της με τη δομή του κόσμου μας.

Το 1962, αρχής γενομένης με τη δημοσίευση της Δομής των επιστημονικών επαναστάσεων του Thomas Kuhn, δημιουργείται ένα νέο επιστημολογικό ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μια ακραία αντιθετικιστική γραμμή. Με αυτό το βιβλίο του, ο  Kuhn θα κάνει τον επαναστατικό ισχυρισμό ότι ενώ τα επιστημονικά συγγράμματα και εγχειρίδια που απευθύνονται στο ευρύ κοινό και προωθούν μια εικόνα της επιστήμης ως δραστηριότητας με συνεχή και γραμμική στο χρόνο πρόοδο στην κατάκτηση της γνώσης, δείχνουν μια παραπλανητική εικόνα, η οποία παρά την παιδαγωγική χρησιμότητά της, είναι ανεπαρκής όταν μελετάει κανείς την ιστορία των επιστημονικών ανακαλύψεων. Στην πραγματικότητα, η επιστήμη χαρακτηρίζεται ιστορικά από δύο περιόδους: τις περιόδους ομαλής εξέλιξης (ο Kuhn τις συνοψίζει με τον όρο «φυσιολογική επιστήμη»), αλλά και τις περιόδους των επιστημονικών επαναστάσεων. Συγκεκριμένα, κάθε επαρκώς ανεπτυγμένη επιστήμη διαθέτει ένα «Παράδειγμα»: ένα κοινώς αποδεκτό σύνολο θέσεων που προσδιορίζει το πλαίσιο των δεδομένων, προβλημάτων, καθώς και μεθόδων επιστημονικής έρευνας, με δύο βασικά χαρακτηριστικά: συστηματικότητα, έτσι ώστε να προσφέρει κάποια στέρεα θεμέλια στην κατανόηση του κόσμου γύρω μας, αλλά και ελλείψεις, έτσι ώστε να αφήνει πάντα ένα πλήθος προβλημάτων αναπάντητο. Οι εποχές αστάθειας προκύπτουν όταν τα εξειδικευμένα προβλήματα ενός κλάδου γίνονται πολλά και κρίσιμα. Τότε είναι που το κυρίαρχο «Παράδειγμα» κλονίζεται: η φάση της επιστημονικής επανάστασης έχει ήδη ξεκινήσει. Κατά τη διάρκεια αυτής της αστάθειας οι ειδικοί επιστήμονες χωρίζονται σε ομάδες και διαφωνούν για θεμελιώδη θέματα της επιστήμης τους, μέχρι που δίνεται μια διέξοδος: εμφανίζεται ένα καινούργιο «Παράδειγμα», το οποίο υπόσχεται να επιλύσει όλα τα κρίσιμα προβλήματα του επιστημονικού τους κλάδου. Το ηλιοκεντρικό σύστημα του Copernicus, το οποίο αντικατέστησε τον πτολεμαϊκό ηλιοκεντρισμό στην Αστρονομία, υπήρξε ένα τέτοιο «Παράδειγμα». Μπορούμε να κάνουμε λόγο για επιστημονική πρόοδο καθώς μεταβαίνουμε από το ένα «Παράδειγμα» στο άλλο; Ο Kuhn απαντά αρνητικά: τα δύο «Παραδείγματα» είναι απλώς «ασύμμετρα», αφού σαν δύο διαφορετικές γλώσσες αντιλαμβάνονται διαφορετικά τον κόσμο και δε μπορεί να πει κανείς ποια είναι καλύτερη.

Σύμφωνα με τον Kuhn, η διαμάχη ανάμεσα στους υποστηρικτές του παλιού Παραδείγματος και τους θιασώτες του καινούργιου, θυμίζει σε μεγάλο βαθμό πολιτική επανάσταση: είναι ασταθής, διαρκεί για ένα χρονικό διάστημα και τερματίζεται μετά την εγκαθίδρυση της νέας τάξης πραγμάτων.  Όταν τελικά συμβεί αυτό, οι εναπομείναντες θιασώτες του προηγούμενου Παραδείγματος (πχ γεωκεντρισμός) εκτοπίζονται από το χώρο της επιστήμης: η εργασία τους θεωρείται πλέον όχι απλώς παρωχημένη αλλά και ψευδοεπιστημονική. Το νέο Παράδειγμα ορίζει τα επιστημονικά δεδομένα, τα προβλήματα του κλάδου, καθώς και τις έγκυρες μεθόδους ως προς το τι πρέπει να θεωρείται «επιστημονικό» και τι όχι. Με λίγα λόγια, το νέο Παράδειγμα προσφέρει στους επιστήμονες έναν νέο κόσμο. Μπορούμε να κάνουμε λόγο για επιστημονική πρόοδο καθώς μεταβαίνουμε από το ένα Παράδειγμα στο άλλο; Ο Kuhn απαντά αρνητικά: τα δύο Παραδείγματα δε μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους, γιατί δεν υπάρχει κανένας κοινός όρος για να γίνει μια τέτοια σύγκριση. Τα δύο Παραδείγματα είναι απλώς «ασύμμετρα», αφού μας δίνουν διαφορετικούς τρόπους να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Κάθε επιστημονικό Παράδειγμα προσφέρει ένα διαφορετικό τρόπο ερμηνείας των εμπειρικών δεδομένων μας, ενώ δεν υφίσταται ποτέ εμπειρία καθαρή και απαλλαγμένη από ερμηνείες. Επηρεασμένος από τα πειράματα της σχολής Gestalt και του Piaget στην Ψυχολογία, ο Kuhn ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι συλλαμβάνουμε τον κόσμο γύρω μας ως σύνολο και όχι τμηματικά, κάθε ανατροπή της οπτικής μας είναι σαν θέαση με ανεστραμμένα γυαλιά. Σύμφωνα με τον Kuhn, το εκάστοτε Παράδειγμα «δημιουργεί» τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται. Όπως καμία γλώσσα δεν έρχεται σε απευθείας και δίχως διαμεσολάβηση επαφή με τον κόσμο, έτσι και οι επιστήμονες δεν εγκαταλείπουν κάποιο Παράδειγμα επειδή το βρήκαν ατελές σε σχέση με τη «φύση», παρά επειδή το συγκρίνουν με  κάποιο άλλο Παράδειγμα. Οι αλλαγές που επιφέρει μια επιστημονική επανάσταση δε μπορούν να γίνουν με τα κριτήρια της φυσιολογικής επιστήμης.

Η μετάβαση από το ένα Παράδειγμα στο άλλο δεν αποτελεί σωρευτική διαδικασία αλλά ανακατασκευή θεμελίων. Γι’ αυτό μια τέτοια μετάβαση, αν και όποτε συμβαίνει, συμβαίνει απαραίτητα μονομιάς και ποτέ τμηματικά. Όπως καμία γλώσσα δεν έρχεται σε απευθείας και αδιαμεσολάβητη επαφή με τον κόσμο, έτσι και οι επιστήμονες δεν εγκαταλείπουν κάποιο Παράδειγμα επειδή το βρήκαν ατελές σε σχέση με τη «φύση», παρά επειδή το συγκρίνουν με  κάποιο άλλο Παράδειγμα. Δεν υπάρχει κανένα γλωσσικό σύστημα που να είναι εμπειρικά ουδέτερο. Οι επιστημονικές επαναστάσεις προκύπτουν επειδή ένα Παράδειγμα αντικαθίσταται από ένα άλλο Παράδειγμα.  Τόσο το νεοθετικιστικό κριτήριο της επαληθευσιμότητας όσο και το ποπεριανό κριτήριο της διαψευσιμότητας, μοιάζουν εξίσου έωλα.

Τις παραπάνω ιδέες του Kuhn θα ωθήσει στα άκρα ο φίλος και συνάδελφός του, Paul Feyerabend (1924-1994). Σύμφωνα με τον Feyerabend, κάθε γλώσσα αποτελεί μια κοσμοθεωρητική σύλληψη, οπότε οι αρχαίοι ορθολογιστές απλώς προσαρμόζουν στο δικό τους σύστημα τον ομηρικό τρόπο σκέψης και μια θεμελιώδης εννοιολογική μεταβολή προϋποθέτει νέες κοσμοθεωρίες και νέες γλώσσες ικανές να τις εκφράσουν. Οι γλώσσες δεν αποτελούν απλά περιγραφικά εργαλεία, αλλά και «πλάστες» γεγονότων: η ίδια η δομή τους εμπεριέχει μια αντίληψη για τον κόσμο και τον άνθρωπο, επηρεάζοντας όσους τη χρησιμοποιούν. Το ίδιο ακριβώς, υποστηρίζει ο Feyerabend, ισχύει με την επιστήμη. Συγκεκριμένα, κάθε μεγάλη καινοτομία στην επιστήμη στηρίζεται σε μια νέα παρατηρησιακή γλώσσα. Η σχέση ανάμεσα στην ομηρική και την ορθολογική κοσμολογία, είναι παρόμοιες με τη σχέση ανάμεσα στην κλασική μηχανική και την κβαντομηχανική του Bohr, όπως επίσης και στη σχέση της νευτώνειας μηχανικής και της γενικής σχετικότητας. Πρόκειται για δύο εναλλακτικά παραδείγματα. Ο Feyerabend ακολουθεί φυσικά τη θεωρία του Kuhn για τις επιστημονικές επαναστάσεις. Όπως είδαμε, σύμφωνα με τον Thomas Kuhn, όταν τα εξειδικευμένα προβλήματα ενός κλάδου γίνονται πολλά και κρίσιμα, το κυρίαρχο «Παράδειγμα», που είναι το θεμέλιό του, αρχίζει να κλονίζεται  και αν τα σωρευμένα κρίσιμα προβλήματα αποδειχτούν ανεπίλυτα, εμφανίζεται ένα καινούργιο «Παράδειγμα», το οποίο υπόσχεται να τα επιλύσει όλα τα κρίσιμα προβλήματα του επιστημονικού τους κλάδου (τέτοιο ήταν, για παράδειγμα, το ηλιοκεντρικό σύστημα του Copernicus, το οποίο αντικατέστησε τον πτολεμαϊκό ηλιοκεντρισμό στην Αστρονομία). Μπορούμε άραγε να κάνουμε λόγο για επιστημονική πρόοδο καθώς μεταβαίνουμε από το ένα «Παράδειγμα» στο άλλο; Συμφωνώντας σε αυτό το σημείο με τον Kuhn, ο Feyerabend απαντά επίσης αρνητικά: τα δύο «Παραδείγματα» είναι απλώς «ασύμμετρα», αφού σαν δύο διαφορετικές γλώσσες αντιλαμβάνονται διαφορετικά τον κόσμο και δε μπορεί να πει κανείς ποια είναι καλύτερη.

Συγκρίνοντας μάλιστα τη μαγεία του 15ου και 16ου αιώνα με την κβαντική θεωρία, ο Feyerabend εντοπίζει πως αποτελούν και τα δύο σύνθετα ερμηνευτικά σχήματα, εμπεριέχουν παρατηρήσεις προκατασκευασμένες από μια θεωρία παραμερίζοντας τις εναλλακτικές θεωρίες και αποτελούν μεθόδους ενός συγκεκριμένου status quo. Και στις δύο περιπτώσεις, ως εννοιολογικοί μηχανισμοί, αφού διαπότισαν την επικοινωνία, την πράξη και τελικά ολόκληρη τη ζωή μιας συγκεκριμένης κοινότητας, εγγυώνται την επιτυχία. Ακόμη και τα παρατηρησιακά αποτελέσματα ευνοούν τη θεωρία, αφού είναι διατυπωμένα με τους δικούς της όρους: μοιάζει σαν να έχουμε ανακαλύψει την απόλυτη αλήθεια για τον κόσμο, ενώ στην πραγματικότητα απλώς βιώνουμε την απόλυτη υποταγή σε έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης. Ο μόνος τρόπος διερεύνησης τέτοιων καθολικών αρχών είναι η σύγκριση αυτών με ένα διαφορετικό σύνολο εξίσου καθολικών αρχών, αλλά μια τέτοια διαδικασία έχει εξαρχής αποκλειστεί: η επιστήμη αναδεικνύεται έτσι σε μια ακόμη μορφή μυθολογίας.  Ο Feyerabend δανείζεται λοιπόν το παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Kuhn για την αντικατάσταση του γεωκεντρικού συστήματος από το ηλιοκεντρικό. Σύμφωνα με τον Feyerabend, η ηλιοκεντρική θεωρία δεν αποτελεί απλώς μια βελτιωμένη τροποποίηση του γεωκεντρισμού, αλλά ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα θέασης του κόσμου.  Όπως είναι γνωστό, υποστηρίζει, το βασικό ρόλο για αυτή την επανάσταση στην επιστήμη τον έπαιξε ο Γαλιλαίος με το έργο του Διάλογος περί των δύο σημαντικότερων κοσμικών συστημάτων (1632). Ωστόσο, αυτή η μεταβολή δεν επήλθε ούτε με εμπειρικές παρατηρήσεις ούτε με λογικά επιχειρήματα. Αντιθέτως, ο Γαλιλαίος χρησιμοποίησε μέσα κατά βάση αντίθετα με τις αποδεκτές επιστημονικές μεθόδους: πρόκειται για ad hoc επιχειρήματα και προπαγανδιστικές τακτικές.  Συγκεκριμένα, οι αντίπαλοι του Γαλιλαίου υποστήριζαν ότι αν η γη κινείται, τότε μια πέτρα που πέφτει από έναν πύργο θα έπρεπε ένα διαγράφει κυκλική πορεία και όχι ευθύγραμμη, όπως εύκολα μπορεί να δει ο καθένας. Για να αμυνθεί, ο Γαλιλαίος χρησιμοποίησε ένα ad hoc επιχείρημα: παρομοίασε τη γη με ένα πλοίο στο οποίο επιβαίνουμε όλοι μας. Όπως στο πλοίο έτσι και στη γη, δε μπορούμε να αντιληφθούμε την κίνηση επειδή και εμείς είμαστε μέρος αυτής. Επιπλέον, στην (εύλογη) αντίρρηση των αντιπάλων του ότι, αν είχε δίκιο εκείνος, οι πλανήτες θα έπρεπε να έχουν τετραπλάσιο μέγεθος από ότι νομίζαμε, εκείνος απάντησε μια πρόσφατη τότε εφεύρεση: το τηλεσκόπιο. Παρουσιάζοντας, τα οφέλη αυτού του οργάνου σε ξηρά και θάλασσα, ο Γαλιλαίος το επεξέτεινε και στους αστέρες. Ωστόσο, το τηλεσκόπιο δεν ήταν ακριβές μέσο παρατήρησης, αφού παραμόρφωνε τα επί μέρους παρατηρούμενα αντικείμενα. Ο Γαλιλαίος όμως, θεωρεί ο Feyerabend, επέμεινε στην αξιοπιστία του για λόγους τακτικής. Είναι λοιπόν ιστορικά αποδεδειγμένο ότι ο θεμελιωτής της νεότερης επιστήμης παραβίασε πάνω από μία φορές τους μεθοδολογικούς κανόνες της, εισάγοντας τις καινοτόμες ιδέες του με επιστημολογικά αθέμιτα μέσα (ακόμη και μεταφυσικά στοιχεία). Με λίγα λόγια, ο Γαλιλαίος έδρασε «ανορθολογικά», με βάση το (αριστοτελικό) πλαίσιο της εποχής του. Πρόκειται για λάθος του; Όχι, είναι η κατηγορηματική απάντηση του Feyerabend. Αν ο Γαλιλαίος παρέμενε πιστός στις επιστημονικές μεθόδους, δε θα είχε γίνει αυτό που θεωρείται μέχρι σήμερα. Αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος που λειτουργεί η γνώση: παραβιάζοντας τους κανόνες (και συχνά παραβλέποντας τα εμπειρικά δεδομένα), εισάγει νέες δομές και αλλάζει ριζικά τον τρόπο που συλλαμβάνουμε τον κόσμο.  Με άλλα λόγια, ο Γαλιλαίος δεν αύξησε απλώς τη γνώση μας για τον κόσμο, αλλά μετέβαλε την ίδια τη δομή της. Υπήρξε μεγάλος επιστήμονας όχι επειδή παράμεινε πιστός στους μεθοδολογικούς κανόνες της εποχής του, αλλά επειδή είχε το θάρρος να τους παραβιάσει. Επαναφέροντας στο προσκήνιο μια ξεχασμένη και περιφρονημένη θεωρία που υποστήριζαν οι πυθαγόρειοι κατά την Αρχαιότητα, διαμόρφωσε την επιστήμη όπως είναι σήμερα. Αντίστοιχες περιπτώσεις παραβίασης των κανόνων, αποτελούν κατά τον 20ό αιώνα η Κβαντική θεωρία του Bohr, αλλά και η θεωρία της Σχετικότητας του Einstein. Τα επιχειρήματα ενδέχεται ακόμη και να καθυστερούν την επιστήμη, ενώ η εξαπάτηση μερικές φορές είναι απαραίτητη για την εξέλιξή της και όσο οι επιστήμονες παραμένουν φανατικά προσηλωμένοι στους ορθολογικούς κανόνες που τους βάζουν οι φιλόσοφοι, οι καινοτομίες θα εμποδίζονται και η επιστήμη μας θα παραμένει στάσιμη. Το συμπέρασμα του Feyerabend είναι ότι η λογική και η προσκόλληση στους μεθοδολογικούς κανόνες στενεύουν υπερβολικά την επιστήμη και εμποδίζουν κάθε μεγάλο νεωτερισμό. Η επιστήμη είναι στην πραγματικότητα μια αναρχική διαδικασία, αφού περιέχει θεωρίες αντίθετες μεταξύ τους, ίσως και με πειραματικά δεδομένα. Αυτό σημαίνει πως η επιστήμη δεν είναι ούτε αλάνθαστη ούτε περισσότερο αντικειμενική από άλλες μορφές ερμηνείας της πραγματικότητας, όπως η τέχνη, η θρησκεία και ο μύθος. Οι πρωτοπόροι επιστήμονες δεν είναι, όπως νομίζουν πολλοί, «πειθήνιοι δούλοι» που απλώς συμμορφώνονται με τους επιστημονικούς κανόνες, αλλά προχωρούν σταθερά και με το έργο τους επαναπροσδιορίζουν διαρκώς την επιστήμη και γενικότερα τη γνώση μας. Οι συγγραφείς που συνέκριναν τη θετικιστική επιστημολογία και τους κανόνες της με την πραγματική επιστήμη στην οποία υποτίθεται πως αναφερόταν, κατέδειξαν τον απατηλό χαρακτήρα της θετικιστικής επιστημολογίας.O Feyerabend δεν ενδιαφέρεται να αποκαλύψει καινούργιες επιστημολογικές μεθόδους για την απόκτηση γνώσης, αλλά επιχειρεί να δείξει πως όλες οι επιστημολογικές μέθοδοι έχουν τους περιορισμούς τους και ότι κάθε μέσο είναι θεμιτό για την κατάκτηση της γνώσης. Συμβατικά ονομάζει αυτή την ιδέα «επιστημολογικό αναρχισμό» και τη συνοψίζει στη φράση: όλα επιτρέπονται (“anything goes”). Ο Feyerabend παρομοιάζει επίσης τον επιστημολογικό αναρχισμό του με τις πρακτικές ενός ντανταϊστή καλλιτέχνη, εξηγώντας πως ένας γνήσιος ντανταϊστής, ο επιστημολογικός αναρχικός είναι ικανός να μεταχειριστεί οποιαδήποτε μέθοδο γνώσης επιθυμεί, δίχως να αποκλείει εκ προοιμίου τίποτε.Για τον Feyerabend, η επιστήμη δεν είναι ένα υπερβατικό σύστημα αποκάλυψης των κρυμμένων μυστικών της φύσης, αλλά μονάχα αυτό που οι διάφοροι επιμέρους επιστήμονες μέσα στην ιστορία έκαναν και εξακολουθούν να κάνουν. Η επιστήμη όπως τη συλλαμβάνουμε συνήθως εμείς, είναι μονάχα μια αφηρημένη υπεραπλούστευση. Κατά συνέπεια, δε θα έπρεπε να υπάρχει καμία προνομιακή μεταχείριση της επιστήμης σε σχέση με τις άλλες μορφές γνώσης: τον διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας, που είναι δεδομένος στον Δυτικό κόσμο, πρέπει να ακολουθήσει ο διαχωρισμός κράτους και επιστήμης.

Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενα και έχουν πυροδοτήσει αδιάκοπες διαμάχες. Από τότε που δημοσιεύτηκε, η Δομή των επιστημονικών επαναστάσεων δημιούργησε μια τομή στην κατανόηση της επιστημονικής δραστηριότητας, από την οποία η φιλοσοφία της επιστήμης ακόμη δεν έχει απεγκλωβιστεί. Αν έχουν βάση οι ισχυρισμοί του Kuhn, οι θέσεις των επιστημονιστών καθίστανται αίολες: τα κριτήρια απόλυτης ορθολογικότητας και διάψευσης δεν ισχύουν ούτε στην επιστήμη και θα ήταν ικανά να την περιορίσουν δραστικά, αν εφαρμόζονταν. Αν μάλιστα ευσταθούν οι ισχυρισμοί του Feyerabend, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: σε αυτή την περίπτωση, η επιστήμη πολλές φορές καθίσταται ανορθολογική και «αναρχική» (δίχως κανόνες) πρακτική, που άλλοτε λειτουργεί στην πράξη και άλλοτε όχι, όμοια με τις διάφορες θρησκείες και τη μαγεία. Σε κάθε περίπτωση, το οπλοστάσιο που χρησιμοποιεί ο δημοφιλής λαϊκός αθεϊσμός ενάντια στα πιστεύω των παραδοσιακών θρησκειών, προέρχεται από ένα παρωχημένο επιστημολογικό μοντέλο, το οποίο γνωρίζει όλο και μεγαλύτερη φιλοσοφική αμφισβήτηση. Αυτό βέβαια ίσως δεν αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τους δημοφιλείς επιστημονιστές, οι οποίοι είναι πεπεισμένοι ότι η φιλοσοφία δεν έχει να προσφέρει τίποτε σήμερα, στην κατανόηση του κόσμου μας και πρόκειται άμεσα να ξεπεραστεί από την επιστημονική έρευνα, αν αυτό δεν έχει ήδη συμβεί.  Το σίγουρο είναι πάντως ότι η επιστημολογία δεν έχει πει ακόμη την τελευταία της λέξη.