Απεικόνιση της μάχης του Ταλάς (751 μ.Χ) μιας ισχυρής σύγκρουσης μεταξύ του αραβικού Χαλιφάτου των Αββασιδών και της κινεζικής Δυναστείας των Τανγκ.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από μια ευρύτερη, υπό δημοσίευση, μελέτη του συγγραφέα με τίτλο «Παγκοσμιοποιητική διαδικασία: τέλος, υποχώρηση ή μεσοβασιλεία;».

— / —

[…] Η αρχόμενη διαπάλη για την παγκόσμια ηγεμονία μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν σημαίνει ότι οι εξελίξεις θα είναι τόσο ραγδαίες ώστε να οδηγήσουν πολύ σύντομα σε μια πλήρη απαγκίστρωση των δύο δυνάμεων (κυρίως με πρωτοβουλία των ΗΠΑ) από τις αλληλεξαρτήσεις που διαμόρφωσε η σύγχρονή μας παγκοσμιοποίηση. Σε άλλους τομείς αυτό είναι εφικτό και σε άλλους ακόμα δύσκολο.[1] Για παράδειγμα, το 2019, οι ΗΠΑ ήταν χώρα προορισμού για το 17% των κινέζικων εξαγωγών ενώ η Κίνα αντιπροσώπευε μόλις το 9% των δικών της εξαγωγών.[2] Αυτό σημαίνει ότι οι αμερικανικές πολιτικές επιβολής δασμών σε κινέζικα προϊόντα, όρθωσης εμποδίων στις κινέζικες θυγατρικές στις ΗΠΑ και άσκησης πίεσης προς τις αμερικάνικες πολυεθνικές να αναδιατάξουν τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας που σήμερα περιλαμβάνουν την Κίνα, θα επιφέρουν σημαντικότερο πλήγμα στην Κίνα απ’ ό,τι πιθανά κινεζικά αντίμετρα θα προκαλέσουν στις ΗΠΑ. Η πραγματικότητα, όμως, δείχνει ότι η αμερικάνικη αγορά πλέον εξαρτάται από την Κίνα για ένα μεγάλο μέρος των αγαθών που έχει ανάγκη, χωρίς να είναι σύντομη η αντικατάστασή τους με αγαθά από άλλες περιοχές ή από εσωτερική παραγωγή. Έτσι, εν μέσω πανδημίας κι ενώ κορυφώνεται η επιθετική ρητορική και πρακτική των ΗΠΑ, οι εξαγωγές της Κίνας στις ΗΠΑ έφτασαν το τελευταίο τρίμηνο του 2020 το ποσό ρεκόρ των 141 δις δολαρίων, καταγράφοντας αύξηση 33% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 (106 δις δολάρια).[3] Παρομοίως, στις αγορές κεφαλαίων, η συνολική αξία της αλληλεξάρτησης αγγίζει τα 5 τρις δολάρια, εκ των οποίων 2 τρις είναι η αξία των μετοχών των εισηγμένων στα αμερικανικά χρηματιστήρια κινεζικών εταιρειών και 1,3 τρις η αξία των αμερικανικών κρατικών ομολόγων που διατηρεί η Κίνα. Σε ένα ΑΕΠ ύψους 21 τρις δολαρίων για τις ΗΠΑ, το 2020 και περί των 16 τρις για την Κίνα, τα παραπάνω ποσά δεν είναι αμελητέα για να χαθούν με βίαιες και σπασμωδικές κινήσεις απεξάρτησης. Αντίθετα, στις άμεσες ξένες επενδύσεις, με 258 δις δολάρια αμερικανικών συμφερόντων σωρευτικά επενδυμένα στην Κίνα, το 2020 και 154 δις δολάρια κινεζικών συμφερόντων επενδυμένα στις ΗΠΑ[4], η απεξάρτηση θα είναι (και είναι) πιο γρήγορη, καθώς μια δραματική μείωση αυτών των ποσών κρίνεται διαχειρίσιμων επιπτώσεων, ιδιαίτερα για την αμερικάνικη οικονομία. Το ίδιο συμβαίνει και στις τεχνολογικές ανταλλαγές, καθώς οι ΗΠΑ, με μια σειρά μέτρων εμποδίζει ενεργητικά τη μεταφορά τεχνογνωσίας στην Κίνα σε κρίσιμες τεχνολογίες, ενώ και η Κίνα αναπτύσσει δικές της τεχνολογικές πλατφόρμες (ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης) και συνεχίζει να εμποδίζει την ελεύθερη διακίνηση της πληροφορίας μέσω του διαδικτύου.

Πολλοί, μετρώντας τις επιδόσεις της Κίνας σε διάφορα πεδία, βιάζονται να προεξοφλήσουν, συχνά με μαθηματική βεβαιότητα, το τέλος του «αμερικάνικου αιώνα» και την απαρχή ενός «κινέζικου». Πράγματι, δεν είναι μόνο η διαρκής οικονομική ανάπτυξη, ακόμα και την περίοδο της πανδημίας, που φαίνεται να οδηγεί μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια στην εκθρόνιση των ΗΠΑ από τη θέση της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη ή το γεγονός ότι για τη μεγάλη πλειοψηφία των κρατών του πλανήτη η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός τους εταίρος ενώ μόλις το 2001, για το 80% των κρατών, ήταν οι ΗΠΑ.[5] Ταυτόχρονα, η Κίνα μετατρέπεται στο μεγαλύτερο πιστωτή του κόσμου, έχοντας ήδη δανείσει, μέσω κυβερνητικών οργανισμών και κρατικών τραπεζών περί τα 1,5 τρις δολάρια σε 150 χώρες, ξεπερνώντας κατά πολύ παραδοσιακούς διεθνείς δανειστές, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ ή οι κυβερνήσεις των πλουσιότερων χωρών του ΟΟΣΑ.[6] Την τρέχουσα δεκαετία, η Κίνα στοχεύει να δανείσει άλλο 1 τρις δολάρια διάφορες χώρες για κατασκευή υποδομών, στα πλαίσια του προγράμματος «Πρωτοβουλία Ένας Δρόμος Μία Ζώνη». Επιπρόσθετα, οι οικονομικές επιτυχίες και η διεθνής οικονομική βοήθεια αυξάνει το διεθνές κύρος της Κίνας (άρα και το συντελεστή ήπιας ισχύος), ιδιαίτερα ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ το μέγεθος της αγοράς της και η ταχύτατη ψηφιοποίηση πολλών καθημερινών λειτουργιών (από τις πληρωμές ως τις παραγγελίες φαγητού) την καθιστά τη μεγαλύτερη δεξαμενή δεδομένων στον πλανήτη[7] και έτσι, της επιτρέπει να προσεγγίζει με ταχύτατους ρυθμούς τις ΗΠΑ σε τεχνολογίες αιχμής όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, οι οποίες στηρίζονται για την ανάπτυξή τους στην πρόσβαση και αξιοποίηση μεγα-δεδομένων (big data).

Παρ’ όλα αυτά, οι ΗΠΑ έχουν ακόμα ισχυρά χαρτιά στα χέρια τους στο τραπέζι του γεωπολιτικού πόκερ που έχει ξεκινήσει να παίζεται με έπαθλο την παγκόσμια ηγεμονία.[8] Ο υπαρκτός κίνδυνος να υποσκελίσει η Κίνα τις ΗΠΑ στα πρωτεία της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη οφείλεται εν μέρει στην τεράστια ανάπτυξη της οικονομίας της Κίνας τα τελευταία 20 χρόνια αλλά εν μέρει και στον τετραπλάσιο πληθυσμό τους σε σχέση με τις ΗΠΑ. Αν κάποιος επιλέξει το δείκτη του κατά κεφαλήν εισοδήματος, ως πιο ενδεικτικού του πλούτου μιας χώρας, τότε δεν υπάρχει καμία σύγκριση˙ οι ΗΠΑ έχουν υπερεξαπλάσιο κατά κεφαλήν εισόδημα από την Κίνα και πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Κίνα δεν θα μπορέσει στον τρέχοντα αιώνα να ξεπεράσει τις ΗΠΑ, εκτός αν η τελευταία καταστραφεί ολοκληρωτικά για κάποιο λόγο.[9] Την ίδια στιγμή, το ΔΝΤ, υπολόγιζε για το τελευταίο τετράμηνο του 2020, ότι το 60,5% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων διατηρείται σε δολάρια ενώ μόλις το 2,1% σε κινέζικο γουάν.[10] Η επιρροή του δολαρίου στην παγκόσμια οικονομία παραμένει τόσο μεγάλη, που ακόμα και όταν οι ξένοι επενδυτές απογοητεύονται για τις μελλοντικές αποδόσεις, δεν μπορούν να διακρίνουν καμία σοβαρή εναλλακτική, ιδιαίτερα μετά την κρίση της ζώνης του ευρώ. Η παγκόσμια οικονομία εξαρτάται από την οικονομία της παγκόσμιας ηγεμονικής δύναμης σε βαθμό πρωτόγνωρο (αν συγκριθεί, για παράδειγμα, με το βαθμό εξάρτησης που υπήρχε από την οικονομία της Μεγ. Βρετανίας, όταν εκείνη ηγεμόνευε στις απαρχές του 20ου αιώνα) και καθιστά τις ΗΠΑ «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν», καθώς κάτι τέτοιο θα συμπαρέσυρε σχεδόν όλον τον πλανήτη στο χάος, ακόμα και τους επίδοξους ανταγωνιστές τους.

Άλλοι γεωπολιτικοί δείκτες (σκληρής και ήπιας ισχύος) δείχνουν ότι παρά τα άλματα που κάνει η Κίνα σε αυτούς τους τομείς, δεν μπορεί να συγκριθεί με τις δυνατότητες που έχουν και εξακολουθούν να αναπτύσσουν οι ΗΠΑ. Οι τελευταίες διατηρούν περί τις 800 ενεργές στρατιωτικές βάσεις σε περισσότερες από 70 χώρες σε όλον τον πλανήτη (όταν Γαλλία, Μεγ. Βρετανία και Ρωσία μαζί, διατηρούν περί τις 30 βάσεις)[11], ενώ έχουν κάποιας μορφής στρατιωτική παρουσία σε άλλες τόσες.[12] Η (αερο)ναυτική ισχύς της αμερικανικής στρατιωτικής μηχανής και η δυνατότητα ταχύτατης εκδίπλωσής της σε όλον τον πλανήτη, δεν έχει ανταγωνιστή μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτός ο τύπος ισχύος αποτελεί, ήδη από την εποχή της «διπλωματίας των κανονιοφόρων», τον 19ο αιώνα, ασφαλές χαρακτηριστικό εκείνου που είναι ή επιθυμεί να είναι παγκόσμια ηγεμονική δύναμη.[13] Όσο οι ΗΠΑ διατηρούν αυτήν την ισχύ και τις βάσεις στις Φιλιππίνες, τη Νότ. Κορέα και την Ιαπωνία, η Κίνα δεν θα μπορέσει ανεμπόδιστα να αναπτύξει στον Ινδο-Ειρηνικό τις δικές της δυνάμεις και να εξελίξει πιθανές ηγεμονικές βλέψεις στηριγμένες στη σκληρή ισχύ˙ θα παραμένει περιορισμένη από τις αμερικανικές «κανονιοφόρους». Αλλά και στο πεδίο της ήπιας ισχύος, οι ΗΠΑ βρίσκονται πολύ ψηλά, παρά τις ιδιόμορφες κινήσεις απομονωτισμού και αδιαφορίας για την άποψη συμμάχων και αντιπάλων της παρελθούσας Προεδρίας Τράμπ. Στο δημοφιλή Δείκτη Ήπιας Ισχύος 30[14], το 2019, οι ΗΠΑ κατείχαν την 5η θέση (μετά τη Γαλλία, τη Μεγ. Βρετανία, τη Γερμανία και τη Σουηδία) ενώ η δυνάμει ανταγωνίστριά τους για την ηγεμονία, Κίνα, μόλις την 27η θέση (με την Ιαπωνία στην 8η, τη Νότ. Κορέα στην 19η και την …Ελλάδα στην 25η). Όπως ο βετεράνος εισηγητής της θεωρίας της ήπιας ισχύος, Joseph S. Nye, Jr., χαρακτηριστικά έγραψε: «Ο κομμουνισμός του Μάο ασκούσε πολύ μεγαλύτερη διεθνική έλξη στο πεδίο της ήπιας ισχύος τη δεκαετία του ’60, απ’ ό,τι η “σκέψη του Ξι Ζινπίνγκ” σήμερα»[15].

Αλλά και σε άλλους νευραλγικούς τομείς οι ΗΠΑ διατηρούν την πρωτοκαθεδρία. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το δείκτη Παγκόσμιας Ακαδημαϊκής Κατάταξης της Σαγκάης[16], στα 20 κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου τα 15 είναι αμερικανικά, κανένα κινέζικο. Επιπρόσθετα, στην ανάπτυξη κρίσιμων για το μελλοντικό τεχνολογικό υπόδειγμα εφαρμογών (νανοτεχνολογία, βιοτεχνολογία, τεχνητή νοημοσύνη), οι ΗΠΑ διατηρούν προς το παρόν σαφές προβάδισμα. Την ίδια στιγμή, με την εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου (αν και με βαριά βλάβη του περιβάλλοντος), καθίστανται για πρώτη φορά τα τελευταία 70 χρόνια αυτάρκεις σε ορυκτά καύσιμα, όταν για παράδειγμα η Κίνα αγωνίζεται να εξασφαλίσει εισαγωγές καυσίμων που θα συνεχίσουν να «ποτίζουν» το παραγωγικό της θαύμα.[17] Διόλου ευκαταφρόνητη είναι, επίσης, η δημογραφική δυναμική των ΗΠΑ. Είναι η μόνη αναπτυγμένη χώρα που ο πληθυσμός της θα συνεχίσει να αυξάνεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς (διατηρώντας την τρίτη θέση σε πληθυσμό μετά την Κίνα και την Ινδία) ενώ Κίνα, Ρωσία, Ευρωπαϊκή Ένωση, Ιαπωνία θα μπουν την επόμενη δεκαετία σε φάση δημογραφικής συρρίκνωσης.[18]

Τέλος, οι ΗΠΑ παραμένουν ευνοημένες από τη γεωγραφία, καθώς κανείς μείζον ανταγωνιστής δεν συνορεύει ή έχει εγγύτητα με αυτές. Η αποκομμένη από δυο ωκεανούς αμερικανική ήπειρος παραμένει ένα σχετικά φιλικό περιβάλλον για αυτές. Αυτή η συνθήκη έχει συνέπειες που ξεπερνούν το απλό γεωπολιτικό πεδίο των σχέσεων «εχθρού-φίλου». Για παράδειγμα, τα μεταναστευτικά κύματα που προσεγγίζουν τις ΗΠΑ, αποτελούνται στη μεγάλη τους πλειοψηφία από πληθυσμούς που μετακινούνται από τις λατινοαμερικανικές χώρες της ηπείρου. Παρά τις δυσμενείς κοινωνικές συνέπειες για τα χαμηλά και μικρομεσαία στρώματα των ΗΠΑ, τις οποίες αναλύσαμε σε προηγούμενη ενότητα και την έντονη μόχλευση του πολιτικού συστήματος από το φαινόμενο της μετανάστευσης, οι εισερχόμενοι πληθυσμοί έχουν σημαντική πολιτισμική εγγύτητα με τη χώρα υποδοχής, καθώς μοιράζονται παρόμοιες πολιτισμικές βάσεις (ανήκουν στη θρησκευτική παράδοση του δυτικού χριστιανισμού και έχουν ευρωπαϊκές αναφορές – στον αγγλοσαξωνικό, κυρίως, κόσμο οι ΗΠΑ, στον ισπανικό και πορτογαλικό οι λατινοαμερικάνοι).[19] Στο βαθμό, μάλιστα, που στη Λατινική Αμερική ο καθολικισμός κάμπτεται και ενισχύεται ο προτεσταντισμός, τότε οι φτωχοί πληθυσμοί που φτάνουν στις ΗΠΑ φέρουν ακόμα μεγαλύτερο δυναμικό πολιτισμικής συμβατότητας. Να επιμείνουμε εδώ ότι λίγο έχει γίνει κατανοητή η πολιτισμική ανατροπή και οι βαθιές γεωπολιτικές συνέπειες που αυτή θα έχει, από τη μαζική μεταστροφή πιστών του καθολικισμού στον προτεσταντισμό στη Λατινική Αμερική, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Σήμερα, περίπου το 25% των λατινοαμερικάνων δηλώνουν προτεστάντες, από το 5% πριν 50 χρόνια. Η Βραζιλία, η Γουατεμάλα, η Ονδούρα, το Ελ Σαλβαδόρ, η Νικαράγουα βρίσκονται στην κορυφή αυτού του ρεύματος μαζικής μεταστροφής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι κυριολεκτικά τη μερίδα του λέοντος από τη μαζική μεταστροφή καρπώνονται οι προτεσταντικές εκκλησίες των Πεντηκοστιανών και Νεο-Πεντηκοστιανών, οι οποίες ιδρύθηκαν σε χώρες της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής από βορειοαμερικανούς ιεραποστόλους στις αρχές του 1900. Με μια ατομικιστικού χαρακτήρα θεολογία που στηρίζεται στην αυτο-θεραπεία, την ατομική υπευθυνότητα και την προσδοκία της (οικονομικής) ευημερίας, οι εκκλησίες αυτές γίνονται ιδιαίτερα ελκυστικές στους φτωχούς και τους περιθωριακούς, στους οποίους υπόσχονται ότι με επαρκή πίστη και παράκληση στο Θεό, θα πετύχουν ό,τι επιζητούν στη ζωή τους. Τελευταία, προσηλυτίζουν με μεγάλη επιτυχία καθολικούς μετανάστες, λατινοαμερικανικής καταγωγής, στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Η συμβατότητα του θεολογικού πυρήνα αυτών των δογμάτων με το (νυν ξεθωριασμένο) «αμερικάνικο όνειρο» είναι κάτι παραπάνω από φανερή και δύναται να το αναζωογονήσει για άλλη μια φορά, στο μέλλον.[20] Μακροπρόθεσμα, αν αμβλυνθούν οι κοινωνικές αντιθέσεις που προκαλεί η μαζική μετανάστευση και ελεγχθεί η ανεξέλεγκτη διάστασή της, πιθανόν οι ΗΠΑ να γνωρίσουν μια νέα έκρηξη ζωτικότητας από ενσωματωμένους στο κυρίαρχο «αμερικανικό» παράδειγμα πληθυσμούς, όπως έχει επισυμβεί κι άλλες φορές στο πρόσφατο παρελθόν της χώρας.

Κοντολογίς, η αδυναμία των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την αμφισβήτηση της ηγεμονίας τους τις επόμενες λίγες δεκαετίες, θα είναι αποτέλεσμα κυρίως εσωτερικών αδυναμιών και όχι του γεγονότος ότι κάποια άλλη δύναμη θα μπορέσει να αποκτήσει προβάδισμα στο σύνολο των δυνατοτήτων που απαιτούνται για την παγκόσμια ηγεμονία (οικονομικών, στρατιωτικών, τεχνολογικών/παραγωγικών, γεωπολιτικών). Πιο συγκεκριμένα, η συνεχιζόμενη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στους «χαμένους» και τους «κερδισμένους» της παγκοσμιοποίησης, στην οποία οι ΗΠΑ έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο και η συνέχιση της απαγκίστρωσης των κερδισμένων ελίτ της Ανατολικής και Δυτικής Ακτής από τους πληττόμενους πληθυσμούς της απέραντης αμερικανικής ενδοχώρας˙ η συνακόλουθη ενεργοποίηση και ενίσχυση των λανθανουσών πολιτισμικών και ταυτοτικών διαιρέσεων και η ανάδειξή τους σε βασική γραμμή εσωτερικής αντιπαράθεσης˙ ο πειρασμός των ελίτ του πολιτικού συστήματος είτε να σνομπάρουν ή/και να καταστείλουν την πολιτισμική υπερηφάνεια των «χαμένων» (υπερφιλελεύθερη πτέρυγα των Δημοκρατικών και των κοινωνικών κινημάτων) είτε να ρίξουν λάδι στη φωτιά της πολιτισμικής αντιπαράθεσης (Τραμπιστές ρεπουμπλικάνοι)˙ και τέλος, μια διαφαινόμενη τάση επαναπατρισμού της παραγωγής και αναγέννησης της βιομηχανίας, η οποία, όμως, θα στοχεύει στη χρήση των τεχνολογιών της Βιομηχανίας 4.0 για εξοικονόμηση εργασίας αντί για εξοικονόμηση ενέργειας και πόρων και θα επαναλαμβάνει ξεπερασμένα μοντέλα προστατευτισμού[21], όλα αυτά τα ορατά ενδεχόμενα μπορούν να στεριώσουν και να καταστήσουν ανέκκλητη τη διαδικασία παρακμής της αμερικάνικης ηγεμονίας.


[1] Έχουν ληφθεί υπ’ όψιν οι ενδιαφέρουσες επισημάνσεις του πρώην πρωθυπουργού της Αυστραλίας, στην ακόλουθη διάλεξη, Rudd, K. (2019). To Decouple or Not to Decouple?. University of San Diego, Robert F. Ellsworth Memorial Lecture.

[2] Τα στοιχεία από την ιστοσελίδα https://tradingeconomics.com/

[3] Τα στοιχεία από CEIC (2021). China Total Exports to USA (1981-2020).

(https://www.ceicdata.com/en/indicator/china/total-exports-to-usa)

[4] Τα στοιχεία από CRS (2019). US-China Investment Ties: Overview. Congressional Research Service IF11283, January, 15. (https://fas.org/sgp/crs/row/IF11283.pdf)

[5] Βλέπε τη σχετική ανάλυση στο Leng, A., & Rajah, R. (2019). Chart of the week: Global trade through a US-China lens. Interpreter (Lowy Institute).

[6] Tα περισσότερα δάνεια είναι κοντά στα επιτόκια των ιδιωτών δανειστών (ενώ για παράδειγμα, η Παγκόσμια Τράπεζα δανείζει με επιτόκια χαμηλότερα των ιδιωτικών κεφαλαιουχικών αγορών) και εξασφαλίζονται με εγγυήσεις από τα έσοδα των εξαγωγών βασικών αγαθών των δανειοδοτηθεισών χωρών (ζάχαρη, καφές, σόγια, σιτάρι, χαλκός, αλουμίνιο, κλπ.). Πολλές είναι οι χώρες που απευθύνονται για δανεισμό στην Κίνα, όταν έχουν σοβαρές χρηματοοικονομικές δυσκολίες, μέσω των γραμμών swap (προσωρινή ανταλλαγή νομισμάτων δύο χωρών με τη μορφή δανεισμού) της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας, πριν καν απευθυνθούν στους διεθνείς δανειοδοτικούς οργανισμούς (από το 2013, χώρες όπως η Αργεντινή, η Μογγολία, το Πακιστάν, η Ρωσία και η Τουρκία έχουν χρηματοδοτηθεί με αυτόν τον τρόπο). Βλέπε τη διαφωτιστική ανάλυση στο Horn, S., Reinhart, C. M., & Trebesch, C. (2020). How much money does the world Owe China. Harvard Business Review, February 26. (https://hbr.org/2020/02/how-much-money-does-the-world-owe-china)

[7] Όπως ο, εκ των κορυφαίων ειδικών στην τεχνητή νοημοσύνη, Kai-Fu Lee έχει χαρακτηριστικά δηλώσει: «Τα δεδομένα (data) είναι το νέο πετρέλαιο και η Κίνα η νέα Σαουδική Αραβία». Ιδιαίτερα κατατοπιστικό για διάφορες πτυχές του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, είναι το πρόσφατο βιβλίο του, Lee, K. F. (2018). AI Superpowers: China, Silicon Valley, and the New World Order. Boston: Houghton Mifflin Harcourt.

[8] Η άποψη αυτή αναλύεται διεξοδικά στα: Chase-Dunn, C., Kwon, R., Lawrence, K., & Inoue, H. (2011). Last of the hegemons: US decline and global governance. International Review of Modern Sociology, 37, 1-29˙ Nye Jr, J. S. (2019). The rise and fall of American hegemony from Wilson to Trump. International Affairs, 95(1), 63-80˙ Nye Jr, J. S. (2020). Power and interdependence with China. The Washington Quarterly, 43(1), 7-21

[9] Το 2019, το κατά κεφαλήν εισόδημα των ΗΠΑ ήταν 65.297,5 δολάρια ενώ της Κίνας 10.216,6. Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα (https://data.worldbank.org/indicator/NY.GDP.PCAP.CD).

[10] Πηγή: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (https://data.imf.org/?sk=E6A5F467-C14B-4AA8-9F6D-5A09EC4E62A4).

[11] Βλέπε Vine, D. (2015). Where in the World is the US Military?. Politico Magazine, (4).

[12] Η Μεγ. Βρετανία, στο αποκορύφωμα της παγκόσμιας ισχύος της, το 1898, διατηρούσε 36 βάσεις στο εξωτερικό.

[13] Βλέπε το σχετικό κεφάλαιο στην κλασική εργασία, Modelski, G., & Thompson, W. R. (1988). Seapower and Global Politics. In Seapower in Global Politics, 1494–1993 (σελ. 3-26). Palgrave Macmillan, London.

[14] Βλέπε McClory, J. (2015). The Soft Power 30: A global ranking of soft power. Portland.

[15] Βλέπε Nye Jr, J. S. (2020). Power and interdependence with China. The Washington Quarterly, 43(1), 7-21. (σελ. 14)

[16] ShanghaiRanking Consultancy (2020). Academic Ranking of World Universities 2020. (http://www.shanghairanking.com/ARWU2020.html#)

[17] Βλέπε για παράδειγμα την πρόσφατη (επισφαλή;) συμφωνία της με το Ιράν για την προμήθεια πετρελαίου (https://www.nytimes.com/2021/03/27/world/middleeast/china-iran-deal.html).

[18] Ενδεικτικά, μέχρι το 2050, αναμένεται ο πληθυσμός σε παραγωγικές ηλικίες (20-64 ετών) να μειωθεί κατά 49 εκατ. στην Ε.Ε., 22 εκατ. στη Ρωσία, 20 εκατ. στην Ιαπωνία και 195 εκατ. στην Κίνα. Αντίθετα, αναμένεται να αυξηθεί στις ΗΠΑ κατά 20 εκατ.

[Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (https://knowledge4policy.ec.europa.eu/foresight/topic/changing-nature-work/demographic-trends-of-workforce_en)].

[19] Σε αντίθεση με την Ευρώπη, όπου η διαρκής αύξηση των μεταναστευτικών ροών από τον ισλαμικό κόσμο, δημιουργεί σταδιακά συνθήκες πολιτισμικού πολέμου στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών εθνών, προκαλεί σεκταριστικές και αποσχιστικές τάσεις σε επίπεδο κοινωνίας, ενώ προνεωτερικά πολιτισμικά επιβιώματα επανεισάγονται στην «κοιτίδα» της νεωτερικότητας, παραλύοντας τις διαδικασίες αφομοίωσης και ενσωμάτωσης και εν τέλει την κοινωνική συνοχή.

[20] Ενδεικτικά, βλέπε Masci, D. (2014). Why has Pentecostalism grown so dramatically in Latin America?. Pew Research Center, 14.

[21] Βλέπε την ουσιαστική ανάλυση στο Aiginger, K., & Rodrik, D. (2020). Rebirth of industrial policy and an agenda for the twenty-first century. Journal of Industry, Competition and Trade, 20, 189-207.