Μτφρ.: Γιώργος Κουτσαντώνης
7 Φεβρουαρίου 1940*
Φίλτατε κύριε,
σε ένα δάσος μπορεί να συμβεί ένα σπασμένο ή ξεριζωμένο δενδρύλλιο να γείρει πάνω σ’ένα παλιό, και κατά συνέπεια δεν υπάρχει τίποτε άλλο που μπορεί να γίνει για το δεύτερο, επειδή, αν και φαίνεται σταθερό, είναι κούφιο κι αδύναμο, έτσι καταρρέει κάτω απ’ το αυξανόμενο βάρος του νεότερου. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί και μεταξύ μας. Αλλά τα πράγματα είναι διαφορετικά τώρα. Μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου στη θέση σας, γιατί έζησα τα τέσσερα χρόνια, από το 1914 έως το 1918, μέχρι την κατάρρευση και αυτή τη φορά έχω τρεις γιους στρατιώτες.
Ένα παράδειγμα από τη μυθολογία θα σας δείξει, ίσως καλύτερα απ’ όλα, πώς βλέπω το όλο πράγμα. Η ινδική μυθολογία, λόγου χάρη, γνωρίζει το μύθο των τεσσάρων ηλικιών του κόσμου: όταν ο κόσμος έχει φτάσει στο σημείο όπου όλα βυθίζονται στον πόλεμο, στην καταστροφή και η δυστυχία φτάνει ίσαμε το λαιμό, τότε ο Σίβα, ο θεός της μάχης, πρέπει να παρέμβει, έτσι με το χορό του σαρώνει και καταπατά τον κόσμο. Μόλις τελειώσει, ο ευγενής δημιουργός θεός Βισν, ξαπλωμένος κάπου στο γρασίδι, βλέπει ένα όμορφο όνειρο, και απ΄ το όνειρό του, απ’ την ανάσα ή ακόμη κι απ’ την τρίχα του, ανθίζει ένας χαριτωμένος και μαγευτικός νέος κόσμος: όλα ξεκινούν ξανά, όχι μηχανικά, αλλά αναζωογονημένα, θεσπέσια κι όμορφα.
Λοιπόν, πιστεύω ότι η Δύση διανύει την τέταρτη ηλικία της και ο Σίβα χορεύει ήδη πάνω μας. Νομίζω ότι σχεδόν όλα θα καταρρεύσουν. Αλλά πιστεύω επίσης ότι θα ξεκινήσουν απ’ την αρχή, οι άνθρωποι σύντομα θα αρχίσουν να ανάβουν τη θυσιαστική φωτιά και να οικοδομούν ιερά. Επομένως, μεγάλος και κουρασμένος καθώς είμαι, απολαμβάνω την προχωρημένη μου ηλικία και εύχομαι ένα θάνατο χωρίς οδύνη. Αλλά τα νιάτα, και τα παιδιά μου, δεν τα αφήνω πίσω σε απελπισία, αλλά μόνο σε δυσκολίες κι αγωνία, στη φωτιά της δίκης. Ούτε και αμφιβάλλω: ό, τι ήταν ιερό και όμορφο για εμάς, δεν πρέπει να είναι για αυτά και τον άνθρωπο του μέλλοντος. Ο άνθρωπος, πιστεύω, είναι ικανός για πράξεις πολύ υψηλές, αλλά και για τρομερή δολιότητα, ξέρει να εξυψωθεί σε ημίθεο, αλλά και να βουτήξει στη δαιμονική άβυσσο. Όμως όταν έχει κάνει την υψηλή πράξη ή τη φοβερή βρωμιά, σε αντίθεση με την εκκρεμή κίνηση της σατανικής βαρβαρότητας, επιστρέφει και καταλήγει πάντα να στέκει στα πόδια του και στο μέγεθός του, έτσι ώστε η έμφυτη φιλοδοξία στον άνθρωπο να είναι αδιαχώριστη από το μέτρο και την τάξη.
Δείτε, στην εποχή μας ένας γέρος δεν έχει τίποτα καλό να περιμένει απ΄ τον έξω κόσμο και κάνει καλά να στρέφεται στο παρελθόν, αλλά πιστεύω επίσης ότι ένας όμορφος στίχος, μια μουσική, μια ειλικρινή ώθηση προς το θείο είναι σήμερα τουλάχιστον εξίσου πραγματικά, ζωντανά και άξια σε σχέση μ’ εκείνα του παρελθόντος. Συμβαίνει ότι η λεγόμενη «πραγματικότητα», αυτή των τεχνικών, των στρατηγών και των διευθυντών τραπεζών, γίνεται όλο και περισσότερο εξωπραγματική, ανύπαρκτη και απίθανη. Ακόμη κι ο πόλεμος, αφού φουντώσει τον πόθο για εξόντωση, χάνει σχεδόν κάθε δύναμη έλξης και μεγαλείο: οι μεγαλοπρεπείς μάχες, με πολεμικά μέσα, που πολεμούνται είναι γιγάντιες οθόνες και χίμαιρες – ενώ αντίθετα κάθε πνευματική πραγματικότητα, κάθε αλήθεια, κάθε ομορφιά και κάθε υψηλή φιλοδοξία εμφανίζεται τώρα πιο πραγματική και πιο αληθινή από ποτέ.
Hermann Hesse
*επιστολή του Hermann. Hesse προς νεαρό αναγνώστη του, πηγή: L’Intellettuale Dissidente.