«Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία να μεταχειρίζεσαι τον νου σου χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου».
Immanuel Kant
«Ο ιδεαλιστικός μύθος για την πανουργία του Λόγου, που δικαιολογεί τις φρικαλεότητες του παρελθόντος επισημαίνοντας τους καλούς σκοπούς που εξυπηρετούν, στην πραγματικότητα ψελλίζει την εξής αλήθεια: ότι το αίμα και η αθλιότητα είναι αξεχώριστα από τους θριάμβους των κοινωνιών. Τα υπόλοιπα είναι σκέτη ιδεολογία».
Τι ακριβώς είναι το μεταμοντέρνο, για το οποίο γίνεται συχνά λόγος; Τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ότι ζούμε σε μεταμοντέρνες κοινωνίες; Τι είναι αυτό που νομιμοποιεί τις σύγχρονες κοινωνίες; Μπορούμε να επικαλούμαστε ακόμη τον ορθό Λόγο ή μήπως αυτός έχει εκπέσει σε ένα παιχνίδι σχετικισμού (“anything goes”), όπου όλα μπορούν ν’ ανακατεύονται με όλα; Τι σημαίνει η φράση ότι τα δεδομένα-πληροφορίες πρόκειται ν’ αποτελούν το «πετρέλαιο του εικοστού πρώτου αιώνα»; Τέλος, η επιστήμη συμβάλλει ακόμη στην απελευθέρωσή μας ή αποτελεί πλέον μονάχα τον σύμβουλο των επιχειρήσεων για την αποδοτικότητά τους; Σε τέτοια ερωτήματα κλήθηκε ν’ απαντήσει ο Γάλλος φιλόσοφος Jean François lyotard (1924-1998), με το συνοπτικό, μα δυσνόητο και πυκνογραμμένο βιβλίο του, με τον τίτλο Η μεταμοντέρνα κατάσταση, το οποίο ξεκίνησε τον διάλογο σχετικά με τον μεταμοντερνισμό, πυροδοτώντας έντονους προβληματισμούς που συνεχίζονται μέχρι και τις μέρες μας. Δεν είναι φυσικά τυχαίο που γράφτηκε για το πανεπιστήμιο του Κεμπέκ: μέσα στο βιβλίο, το οποίο ο Lyotard αφιέρωσε στο Πολυτεχνικό ‘Ινστιτούτο Φιλοσοφίας του πανεπιστημίου των Παρισίων VIII (Vincennes), παρουσιάζεται η κατάσταση των πανεπιστημίων στον Δυτικό κόσμο. Όπως μάλιστα μας ξεκαθαρίζει ο ίδιος, η μελέτη του πραγματεύεται την κατάσταση της γνώσης στις σύγχρονες και ανεπτυγμένες κοινωνίες μας. Από τις δύο κύριες ομάδες διανοουμένων που συμμετέχουν στη σχετική συζήτηση, η μια υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα της Νεωτερικότητας περί χειραφέτησης του ανθρώπου χρήζει βελτιώσεων και συνεχίζεται κατά κάποιον τρόπο μέχρι και τις μέρες μας (έτσι υποστηρίζει π.χ. ο Habermas), ενώ η δεύτερη (στην οποία εμφανώς ανήκει ο Lyotard) αντιτείνει ότι το πρόγραμμα αυτό αναγκαστικά ανήκει στο παρελθόν, καθώς σήμερα ο κόσμος έχει μεταβληθεί ριζικά λόγω της εμφάνισης της πληροφορικής και τους νέους μετασχηματισμούς του καπιταλισμού, που κατευθύνουν διαφορετικά τη γνώση και κατά συνέπεια, αποκλείουν τη «χειραφέτηση» ως ιδανικό. Ενώ η πρώτη ομάδα επιθυμεί ανανέωση του ιδεώδους του Διαφωτισμού και της Νεωτερικότητας εν γένει, η δεύτερη το θεωρεί ιστορικά νεκρό και προειδοποιεί για την έλευση μιας νέας εποχής. Ας σημειωθεί ότι ο Lyotard αργότερα αποκήρυξε αυτή τη μελέτη του, χαρακτηρίζοντάς τη «παρωδία» και θεωρώντας τη ως τη χειρότερη από όσες είχε γράψει.
Σύμφωνα με τον Lyotard, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι κοινωνίες μας έχουν αρχίσει να μπαίνουν στη μεταβιομηχανική εποχή και οι πολιτισμοί στη μεταμοντέρνα. «Μοντέρνες» (νεωτερικές) ονομάζει ο Lyotard εκείνες τις κοινωνίες που καθοδηγούνταν από μεγάλες αφηγήσεις/μετά-αφηγήσεις. Αυτό που καθιστά τις κοινωνίες μας μεταμοντέρνες/μετανεωτερικές είναι η δυσπιστία απέναντι στις μετά-αφηγήσεις. Η (μεταμοντέρνα) δυσπιστία απέναντι στις μετά-αφηγήσεις σημαίνει ότι πλέον δεν προσδοκούμε μια σωτήρια διέξοδο από τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα (όπως π.χ. εκείνη που οραματιζόταν ο Marx). Η μεταμοντέρνα εποχή χαρακτηρίζεται από μια πλειάδα «γλωσσικών παιγνίων» (“Sprachspiele”). Εδώ βέβαια ο Lyotard δανείζεται έναν όρο από τη φιλοσοφία του ύστερου Ludwig Wittgenstein (1889-1951). Ας δούμε όμως λίγο σύντομα τι είναι το γλωσσικό παιχνίδι που επικαλείται. Σύμφωνα με αυτή τη φιλοσοφική θεωρία, που διατυπώθηκε από τον Wittgenstein γύρω στα 1950, οι λεκτικές διατυπώσεις αποκτούν τη σημασία τους μέσα από τη χρήση τους στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας. Αν δηλαδή θέλουμε να δούμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί μια λέξη, οφείλουμε να αναζητήσουμε τη χρήση της. Επομένως η αλήθεια και η γνώση δεν έχουν ένα οικουμενικό υπόβαθρο αλλά εξαρτώνται από το ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς μιας «μορφής ζωής»: αυτό είναι το σχετικιστικό συμπέρασμα που προκύπτει από τις Φιλοσοφικές Έρευνες του Wittgenstein. Με αυτή τη θεωρία του, ο τελευταίος έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στις επίμονες προσπάθειες της φιλοσοφίας να σχηματίσει μια σταθερή λογική σχέση αντιστοιχίας ανάμεσα στα υποκείμενα και στον κόσμο. Σύμφωνα με τον Lyotard, αυτό που νομιμοποιεί τα γλωσσικά παίγνια είναι αποκλειστικά το κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Οτιδήποτε δεν πληροί αυτό το κριτήριο σήμερα, δεν είναι δηλαδή αρκούντος λειτουργικό, απειλείται με αφανισμό. Να σημειωθεί εδώ πως η δυσπιστία που μας χαρακτηρίζει γενικά σήμερα προς τις κάθε λογής μετά-αφηγήσεις, δεν εκπηγάζει από το αίσθημα της απογοήτευσης. Ο Lyotard μάλιστα ξεκαθαρίζει πως είναι το αίσθημα τη απογοήτευσης είναι ξένο για την εποχή μας. Στις μοντέρνες κοινωνίες, η γνώση λογιζόταν συχνά ως η λήψη ευρύτερης μόρφωσης, με στόχο τη γενικότερη καλλιέργεια (“Bildung”) του πνεύματος. Αυτή η έννοια της γνώσης πέφτει όλο και περισσότερο σε αχρηστία. Η γνώση πλέον λαμβάνει έναν φανερά εμπορευματικό χαρακτήρα. Όπως τονίζει ο Lyotard:
«Η γνώση παράγεται και θα παράγεται για να πωλείται· καταναλώνεται και θα καταναλώνεται για να παίρνει αξία μέσα σε µία νέα παραγωγή: και στις δύο περιπτώσεις ο σκοπός είναι η ανταλλαγή της. Παύει να είναι αυτοσκοπός, χάνει την “αξία χρήσης της”».
Η εμπορευματοποίηση της γνώσης, μέσα από τη μετατροπή της σε «πληροφορία», σημαίνει όμως και τη μετατροπή της γνώσης σε παραγωγική δύναμη του καπιταλιστικού συστήματος. Τις τελευταίες δεκαετίες η γνώση έγινε ίσως η κύρια παραγωγική δύναμη, θεωρούμενη ως «πληροφορικό εμπόρευμα». Είναι βέβαιο πως η επιστήμη θα διατηρήσει, πιθανώς μάλιστα και να ενισχύσει, τον καίριο ρόλο της ως παραγωγική δραστηριότητα μέσα στο πλαίσιο των σύγχρονων κρατών. Παλιότερα τα έθνη συγκρούονταν για τον έλεγχο εδαφών και πρώτων υλών. Στη μεταμοντέρνα εποχή, που είναι η εποχή της πληροφορικής, κίνητρο της σύγκρουσης θα είναι η απόκτηση πληροφοριών.
Μέσα στις μεταμοντέρνες κοινωνίες αλλάζει όμως και ο ρόλος των κρατών. Συγκεκριμένα, τα κράτη ετοιμάζονται ν’ αναθεωρήσουν τον ρόλο πού είχαν μάθει να παίζουν από την δεκαετία του 1930, δηλαδή τον ρόλο της προστασίας ή (και) του προγραμματισμού των επενδύσεων. Η κρίση του κράτους πρόνοιας, που φάνηκε ήδη από το 1974, πρόκειται να συνεχιστεί και να φτάσουμε σε μια κατάσταση ελάχιστης κρατικής παρέμβασης. Όσον αφορά πάλι τα γλωσσικά παίγνια, αυτά έχουν τρία καίριας σημασίας χαρακτηριστικά: 1) οι κανόνες τους νομιμοποιούνται όχι από μόνοι τους, αλλά από μια (ρητή ή σιωπηρή) συμφωνία ανάμεσα στους «παίκτες», 2) οποιαδήποτε τροποποίηση κάποιου κανόνα τροποποιεί και το παιχνίδι, 3) κάθε απόφαση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια «κίνηση» που γίνεται εντός του παιχνιδιού. Η εξαφάνιση των μεγάλων ιδεολογιών που υπήρξαν καθοριστικής σημασίας για τους Νεώτερους Χρόνους, είχε τις συνέπειές της σε διάφορους τομείς. Αυτό σημαίνει ότι η εκπαίδευση δε θεωρείται πια ως εξοπλισμός ενός συνόλου ατόμων για την εξασφάλιση της χειραφέτησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ αποτελεί το γεγονός ότι διαρκώς κερδίζει έδαφος η διεπιστημονικότητα στην κατάκτηση της γνώσης: η συνεργασία των διαφορετικών και ποικίλων επιστημονικών κλάδων παραπέμπει στη σχέση των χρηστών ενός πολύπλοκου δικτύου. Όμως μια τέτοια ιδέα θα ήταν απαράδεκτη για τα πανεπιστημιακά μοντέλα της Νεωτερικότητας (π.χ. Humboldt), με βάση τα οποία η γνώση λογιζόταν ως πραγμάτωση του πνεύματος και όπου η εκάστοτε επιστήμη διαθέτει τα σαφή και απαραβίαστα όριά της. Όπως παραδέχεται ο Lyotard:
«Το κράτος και ή η επιχείρηση εγκαταλείπει την αφήγηση της ιδεαλιστικής ή ανθρωπιστικής νομιμοποίησης για να δικαιώσει τη νέα υπόθεση: στον λόγο των σημερινών χορηγών κεφαλαίων η μόνη αξιόπιστη υπόθεση είναι η ισχύς. Δεν αγοράζει κανείς ειδήμονες, τεχνικούς και συσκευές για να γνωρίσει την αλήθεια, αλλά για να αυξήσει την ισχύ».
Το κριτήριο της αποδοτικότητας είναι εκείνο που καθορίζει και το ποια κέντρα έρευνας θα ενισχυθούν. Μέσα στο πλαίσιο της απονομιμοποίησης, τα πανεπιστήμια και τα ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης καλούνται στο εξής να διαπλάσουν αρμοδιότητες και όχι πλέον ιδεώδη. Η σχέση μας μαζί της σήμερα δεν είναι σχέση χειραφέτησης, αλλά σχέση των χρηστών ενός περίπλοκου, αλλά και ιδιαίτερα χρήσιμου, θεωρητικού και υλικού οπλοστασίου. Σήμερα, μετά την παρακμή των «μεγάλων αφηγήσεων» για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας, με αποτέλεσμα τα πανεπιστήμια να μην προσπαθούν πλέον να σχηματίσουν ιδεώδη αλλά αρμοδιότητες που βοηθούν στο παιχνίδι των ρόλων εντός του θεσμικού συστήματος. Η γνώση δε διαδραματίζει ούτε κατά διάνοια τον της διαμόρφωσης μιας πεπαιδευμένης ελίτ που να συμβάλλει στη χειραφέτηση του έθνους, όπως συνέβαινε από την εποχή του Διαφωτισμού, αλλά απλώς προσφέρει στο υπάρχον σύστημα τους νέους παίκτες, μέσα στις ήδη διαμορφωμένες θέσεις και θεσμούς του. Η γνώση στον μεταμοντέρνο κόσμο μας λαμβάνει τον χαρακτήρα ενός παιχνιδιού πλήρους πληροφόρησης, χωρίς επιστημονικά «μυστικά», με μοναδικό απώτερο σκοπό την περαιτέρω αύξηση της αποδοτικότητας. Ο καπιταλισμός σήμερα καθοδηγεί περισσότερο από ποτέ την πορεία της επιστημονικής έρευνας (με κονδύλια, ίδρυση ιδρυμάτων κ.λπ.) προς κατευθύνσεις επιθυμητές, με βάση τα δικά του κριτήρια περί αποδοτικότητας. Όσοι τομείς έρευνας αδυνατούν να υποβοηθήσουν τη μεγιστοποίηση των αποδόσεων του συστήματος, δε λαμβάνουν χρηματοδότηση και καταλήγουν σε μαρασμό.
Καθώς το τεχνικό κριτήριο θεωρείται ως βασικό, η σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και την τεχνολογία αντιστρέφεται. Μαζί με την αναδιαμόρφωση της γνώσης αναδιαμορφώνεται και ο τρόπος που ορίζουμε το αληθές και το ψευδές. Αφού κριτήριο είναι η αποδοτικότητα, η αλήθεια έχει μονάχα δευτερεύουσα σημασία. Δεν υπάρχει απόδειξη και επαλήθευση των αποφάνσεων, ούτε και φανέρωση «αλήθειας», χωρίς χρήμα. Τα παιχνίδια της γλώσσας θα γίνουν παιχνίδια των πλουσίων, όπου ο πιο πλούσιος έχει περισσότερες πιθανότητες να έχει δίκιο, λέει χαρακτηριστικά ο Lyotard. Διαφαίνεται λοιπόν μια εξίσωση ανάμεσα στον πλούτο, στην αποτελεσματικότητα και στην αλήθεια. Δεν είναι τυχαίο που το παρόν έργο προέκυψε μέσα από ένα πανεπιστήμιο και αφιερώθηκε σε ένα ινστιτούτο. Σήμερα, γεννιέται το ινστιτούτο και το πανεπιστήμιο, συμπεραίνει ο ίδιος, διατρέχει τον κίνδυνο να εξαφανιστεί.