Ὁ Δυτικὸς κόσμος πέρασε ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀναγέννησης πρὸς τὸν ἐνστερνισμὸ ἀξιῶν καὶ παραδοχῶν ποὺ ὁνομάστηκαν «ἀνθρωπιστικές». Πρόκειται γιὰ τὶς πολὺ γνώριμες, καὶ πολὺ σημαντικὲς στὸ σήμερα, παραδοχὲς περὶ ἰσότητας, ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, σημασίας τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, καὶ ἄλλες. Ἡ θεμελίωση αὐτῶν τῶν ἀξιῶν ἀρχικὰ στὴ Φύση, μπορεῖ νὰ ἰδωθεῖ σὰν ἕνα πρῶτο ψηλάφισμα ἐκκοσμίκευσης σὲ ἕναν ὑπερ-θρησκευτικὸ κόσμο: ἐπρόκειτο γιὰ τὶς ἀξίες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ ἔβρισκαν τὴν δικαιολογία τῆς ὑπάρξεώς τους στὴν Δημιουργία καὶ ὄχι μόνο στὴ Γραφή. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, καὶ καθῶς ἡ ἐκκοσμίκευση γινόταν ἐντονότερη, οἱ ἴδιες αὐτὲς ἀξίες μπόρεσαν νὰ θεμελιωθοῦν σὲ ἀκόμη πιὸ μακρινὲς ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴ ἀναφορὰ ἔννοιες, ὅπως ὁ ὀρθὸς λόγος, καὶ ἐσχάτως ἡ κοινὴ συναίνεση. Ὅμως ἡ ἐπιβίωση τῶν χριστιανικῆς προελεύσεως ἀξιῶν σὲ ἕναν μετα-χριστιανκὸ κόσμο, σήμαινε ὅτι οἱ ἀξίες αὐτὲς θὰ κληθοῦν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς νέες ἀξίες ποὺ γεννοῦσε ὁ νέος αὐτὸς κόσμος. Ἀξίες ἐντελῶς ἀσυμβίβαστες μὲ τὴς παραδοσιακές, ὄπως ὁ ὑλισμός, ἢ ἀξίες ἐντελῶς ἀσυμβίβαστες μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀξίας, ὅπως ὁ σχετικισμός. Ἡ θωράκιση λοιπὸν τῶν μεταφερθέντων ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ ἐποχὴ ἀξιῶν ἔπρεπε νὰ τεθεῖ ὡς προτεραιότητα, νὰ ἐξευρεθεῖ ἕνα ἔρεισμα ποὺ θὰ τὶς διατηροῦσε, ἔστω καὶ χονδροειδῶς παρερμηνευμένες, στὴ ζωή. Ὡς τώρα, ἡ επιβίωσή τους ἦταν θέμα παράδοσης, θέμα συλλογικῆς μνήμης, ἦταν τὰ «χριστιανικὰ ἀντανακλαστικὰ» ἑνὸς ἐκκοσμικευμένου πολιτισμοῦ. Εἶχαν παραμείνει στὴ θέση τους χάρη στὴν προσπάθεια τῶν φιλοσόφων νὰ ξεσκεπάσουν τὴν κοινωνία ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ ἔνδυμα, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ τινάξουν τόσο ὥστε νὰ ρίξουν ἀπὸ τὴ θέση της τὴν ἠθική.
Ὅταν ὁ στόχος αὐτὸς ἀμφισβητήθηκε, οἱ παραδοσιακὲς ἀξίες ἔπαυσαν νὰ θεμελιώνονται στὴν ἀναγκαιότητά τους, καὶ φανερώθηκε ὅτι, ὀρφανὲς ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ σύστημα ποὺ κάποτε τὶς ὑποστήριζε, δὲν πατοῦν σὲ σταθερὸ ἔδαφος. Ὁ μηδενισμὸς ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ ἀνοιχτὰ δήλωσε αὐτὸ ποὺ ὁ ὠφελιμισμὸς εἶχε μονάχα ὑπονοήσει: αὐτὲς οἱ ἀξίες εἶναι ἀντιπαραγωγικές, παραπλανητικές, ἄσχετες μὲ τὴν κοινωνία μας. Ἀνταγωνίζονται τὶς δικές μας ἀξίες, ὅμως σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς δικές μας ἀξίες ποὺ βρίσκουν θεμέλια στὴν ἐπιστήμη καὶ στὴν διανόηση τῶν ἡμερῶν μας, αὐτὲς οἱ ἀξίες δὲν βρίσκουν θεμέλιο παρὰ στὸ παρελθόν. Ἐὰν οἱ ἀξίες αὐτὲς εἶναι παραπλανητικές, τότε πιθανῶς δὲν μᾶς κρατοῦν ἀπλὰ στὸ παρελθόν, ἀλλὰ ἐπιπλέον μᾶς βλάπτουν. Μᾶς ὁδηγοῦν σὲ λάθος ἀποφάσεις. Καὶ δὲν εἶναι λίγα τὰ διλήμματα ὅπου οἱ ἀξίες αὐτὲς εἶναι παροῦσες καὶ φαίνεται νὰ μᾶς ἐπιβάλλουν μία μάταιη ὀνειροπόληση. Νὰ μᾶς ἀναγκάζουν νὰ δοῦμε ὄχι ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς τυχαιότητας, ἀλλὰ τῆς θείας Πρόνοιας, ἢ ἔστω, τῆς ἀπρόσωπης Πρόνοιας γιὰ τὸν κάθε πολύτιμο ἄνθρωπο ξεχωριστά. Μία ἔκφανση αὐτοῦ τοῦ τρόπου προσεγγίσεως ἦταν ἡ πρόσφατη τοποθέτηση τοῦ γνωστοῦ φιλοσόφου Ρ. Ντώκινς γιὰ τὰ παιδιὰ μὲ σύνδρομο Ντάουν. Ὑποστήριξε ὅτι δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ γεννιοῦνται, γιατὶ εἶναι μᾶλλον πιθανότερο νὰ αὐξήσουν τὴ δυστυχία στὸν κόσμο μας. Ὅταν ἐρωτήθηκε γιὰ τὰ διαδικαστικὰ αὐτῆς τῆς αὔξησης δυστυχίας – δὲν βοήθησε ποὺ ὁ συνομιλητής του ἦταν πατέρας ἑνὸς παιδιοῦ μὲ Ντάουν – δὲν θέλησε νὰ μπεῖ σὲ λεπτομέρειες. Ἀλλὰ μποροῦμε ὅλοι νὰ φανταστοῦμε τὶ θὰ ἤθελε νὰ πεῖ, ἂν δὲν ἔνοιωθε ὅτι οἱ ἐναπομένουσες προκαταλήψεις γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀξία θὰ κάνουν τὰ λόγια του νὰ φανοῦν ἀπάνθρωπα, ἢ ἂν δὲν συνειδητοποίησε ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὅτι πράγματι ἦταν ἀπάνθρωπα.
Στὴν περίπτωση ὅμως ποὺ εἶχε πράγματι ἀναπτύξει τὸ σκεπτικό του – τὴν κατανάλωση πόρων, τὶς αὐξημένες φροντίδες, τὴν ζωὴ πού, ἐνῶ εἶναι ζωή, δὲν μπορεῖ νὰ προσεγγίσει κάποιες πλευρὲς τῆς ζωῆς ποὺ θεωροῦμε σημαντικὲς – τὶ θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιπροτείνει ἄραγε ὁ συνομιλητής του; Προφανῶς τὶς μικρὲς χαρὲς τῆς ζωῆς, τὴν ἀγάπη ποὺ ὅλοι μποροῦν νὰ βιώσουν, ὅμως πολὺ γρήγορα θὰ ἀναγκαζόταν νὰ καταλήξει σὲ κάποιο εἶδος ἐπιχειρήματος γιὰ τὸ ἀπαραβίαστο τοῦ προσώπου, τὴν ἐγγενὴ ἀξία τῆς ζωῆς. Αὐτὸ ἐπειδὴ εἶνα πολὺ δύσκολο νὰ παραμεριστεῖ τόσο ὁριστικὰ ἡ σύγχρονη παραδοχὴ περὶ «καλῆς ζωῆς», ποὺ εἶναι μία παραδοχὴ ἐντελῶς ἐξωτερική: ἀναλύεται στὴν ὑλικὴ ἀποκατάσταση, στὴν κοσμικὴ ἀνέλιξη, στὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη μέσα ἀπὸ δραστηριότητες κοινωνικές, ἔστω στὴ βίωση μερικῶν «ἀξέχαστων» ἐμπειριῶν, ἂν τίποτε ἀπὸ τὰ προηγούμενα δὲν καταστεῖ ἐφικτό. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ συμμετέχει, δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἀπολύτως τίποτε πέρα ἀπὸ τὸ νὰ παρακολουθεῖ ἀποκλεισμένος, πῶς δὲν εἶναι ἀνεπανόρθωτα δυστυχής;
Ἔτσι ὁ Ντώκινς θὰ παρουσίαζε μία πλέον συνεπὴ μὲ τὸν δημόσιο διάλογο γραμμὴ σκέψης. Ὁ συνομιλητὴς τοῦ Ντώκινς θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐπικαλεστεῖ καὶ νὰ καταδείξει τὴν ἀξία τῆς ζωῆς αὐτῆς καθεαυτῆς, ὅμως θὰ δυσκολευόταν στὴ θεμελίωση. Ἡ ἀξία αὐτὴ δὲν φαίνεται νὰ προκύπτει ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς περιβάλλει – ὅπου ὅλα πεθαίνουν – οὔτε ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο φερόμαστε – ἀλληλοσκοτωνόμαστε συχνὰ – οὔτε ἀπὸ τὴν λογικὴ λοιπὸν ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν συνάγει ἀπὸ τὶς γύρω καταστάσεις. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀποφύγει αὐτὸ τὸ σκόπελο μὲ τὸ νὰ ἀντιπροτείνει ὑπὲρ τῆς ἀξίας τῆς ζωῆς ὅτι εἶναι μία συνθήκη χωρὶς τὴν ὁποία δὲν θέλουμε νὰ ζήσουμε. Γιατὶ τὰ συμπεράσματα στὰ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ εἶναι βαθιὰ ἀποτροπιαστικά. Εἶναι συμπεράσματα στὰ ὁποία δὲ θέλουμε νὰ φτάσουμε, ἐνθυμούμενοι τὰ ἰστορικὰ προηγούμενα στὰ ὁποία ὁδηγοῦν. Βαίνουν ἐνάντια στὴ συνείδησή μας, καὶ ἄρα – ἐδῶ ἀναγκαζόμαστε νὰ χρησιμοποιήσουμε ξανὰ τὴν περιφρονημένη κοινὴ λογική – εἶναι λανθασμένα. Θέλουμε λοιπὸν τὴν ἀξία τῆς ζωῆς. Ἐπικαλούμενος τὴ συμβατικὴ θεμελίωση τῆς ἀξίας τῆς ζωῆς ἐπειδὴ ἔτσι ἐξυπηρετοῦνται οἱ ἠθικές μας ἀνάγκες, ὁ συνομιλητὴς τοῦ Ντώκινς ἔχει μιὰ θέση σύμφωνη μὲ τὸν σχετικισμὸ τῶν ἡμερῶν μας. Ἡ θέση ὅμως δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ καταρρίψει πλήρως τὸν Ντώκινς, στὴν πραγματικότητα μοιάζει μὲ κινούμενη ἄμμο. Γιατὶ συμφωνοῦμε ἐπίσης ἠθικὰ καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα πράγματα: ἀπὸ ἐδῶ ξεκινοῦμε τὸν κατήφορο τῶν ἐξαιρέσεων. Ἀποδοκιμάζουμε ὅλοι καὶ πολλὲς ἀκόμη περιστάσεις ποὺ ὁ Ντώκινς εἶναι ἔτοιμος νὰ θέσει ὑπ’ὄψιν μας, ὅπως τὸ κόστος περιθάλψεως, τὴν ἰσόβια ἰατρικὴ καὶ βιοτικὴ φροντίδα, τὸν πρόωρο θάνατο, τὴν ἀδυναμία λειτουργίας στὴν κοινωνία. Δεχόμενος πληθώρα ἐξαιρέσεων, ὁ συνομιλητὴς τοῦ Ντώκινς θὰ φανεῖ ὅτι πιστεύει σὲ μιὰ μεμονωμένη προκατάληψη, ὄχι σὲ μία ἠθικὴ ἀξία.
Ἡ ἄλλη ἐπιλογὴ γιὰ τὸ συνομιλητὴ τοῦ Ντώκινς θὰ ἦταν νὰ ἐπικαλεστεῖ πράγματι ἀξιωματικὰ κάποιο ἐγγενὲς στοιχεῖο – μιὰ ἀτακανόμαστη ψυχὴ – ποὺ κάνει τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ νὰ ἔχει ἀπὸ μόνη τῆς ἀξία. Τὴ μοναδικότητα τοῦ κάθε προσώπου, τὴν ἰσότητα ποὺ δὲν ἐπιτρέπει σὲ κανέναν νὰ ἔχει μεγαλύτερο δικαίωμα στὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν ἄλλον, τὴν ξεχωριστὴ σημασία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὑποκειμένου, δηλαδὴ πλάσματος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κατασκευαστεῖ ἀλλὰ μόνο νὰ γεννηθεῖ, μέσα σὲ ἕναν κόσμο πραγμάτων. Νὰ ὑπογραμμίσει ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνυπέρβλητη ἀξία τῆς ζωῆς δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐξωτερικοὺς παράγοντες καὶ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου, γιὰ αὐτὸ καὶ ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνατραπεῖ ἀπὸ αὐτά. Ἡ προσέγγιση αὐτὴ παρουσιάζει μεγαλύτερη σταθερότητα ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τῆς βούλησης νὰ πιστεύει κανεὶς στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν μπορεῖ νὰ μετακινηθεῖ τόσο εὔκολα μὲ τὶς δυσμενεῖς περιστάσεις ποὺ θὰ ἐπικαλεστεῖ ὁ Ντώκινς. Μάλιστα, τὸν ξεσκεπάζει ὡς ἀληθινὰ πλανεμένο, ὄχι ὡς κάποιον ποὺ ἀπλὰ δὲ συμφώνησε, ἀλλὰ ὡς κάποιον ποὺ περιφρονεῖ μία ἀντικειμενικὴ πραγματικότητα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπορρέουν ἠθικὲς ὑποχρεώσεις.
Ὅμως ὁ ἐπίδοξος συνομιλητὴς τοῦ Ντώκινς δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ξεθαρρεύσει καὶ νὰ ἐπιλέξει αὐτὴ τὴ λύση τόσο εὔκολα. Γιατὶ παραδεχόμενος ὅτι ὑπάρχει ἔστω αὐτὸ τὸ ἐξωλογικὸ κατασκεύασμα ποὺ παρέχει πλήρη ὑποστήριξη στὸν ἰσχυρισμὸ περὶ ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, παύει νὰ ἔχει τὴν ἴδια ἐξουσία στὸν καθορισμὸ τοῦ κανονιστικοῦ πεδίου αὐτῆς τῆς ἀξίας. Αὐτὸ τὸ ἐγγενὲς στοιχεῖο μπορεῖ νὰ ἔχει παρενέργειες σὲ πολλοὺς ἀκόμη τομεῖς ὅπου καλούμαστε νὰ ἐπιλέξουμε ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο, τὸ δικό μας ἢ τῶν ἄλλων. Θὰ πρέπει τότε νὰ τὸ λάβουμε ὑπ’ὄψιν καὶ νὰ θεμελιώσουμε ἕνα ἀμάχητο τεκμήριο προστασίας καὶ σεβασμοῦ τῆς ζωῆς. Ἀκόμη καὶ σὲ περιπτώσεις ὅπου ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλες ἀξίες μας, μὲ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς ἀξίες ποὺ ἀποτελοῦν γέννημα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς καὶ δύσκολα μποροῦν νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὴ μεταγλώττιση τῶν χριστιανικῶν παραδοχῶν ποὺ ἐπιβίωσε ὡς σήμερα. Ἀξίες ὅπως ἡ ἀτομικὴ κυριαρχία στὴν ἐπιλογὴ ἀνάμεσα σὲ σωστὸ καὶ λἀθος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συνυπάρχει μὲ μεταφυσικὲς ἔννοιες ποὺ ἀξιώνουν ἀπόλυτο σεβασμό, καὶ ἄρα καθιστοῦν τὶς ἠθικὲς κρίσεις ἀντικείμενο συλλογικῆς ἐπεξεργασίας καὶ ἐπιφυλακῆς.
Βέβαια, ἡ σύγχρονη κοινωνία συνομιλώντας μὲ τὸν Ντώκινς δὲν θέλει οὔτε νὰ θυσιάσει τὶς νέες ἀξίες της οὔτε νὰ αὐτοπεριοριστεῖ ἀπὸ τὶς μεταφυσικὲς ἔννοιες ποὺ καμώνεται ὅτι πιστεύει. Στὴν πραγματικότητα, ἴσως καὶ νὰ συμφωνεῖ μὲ τὸν Ντώκινς – ἡ νομοθεσία της γιὰ τὴν ἔκτρωση αὐτὸ δείχνει. Παρ’ὅλα αὐτὰ δὲν ἐνστερνίζεται τὴν ἄποψή του πλήρως, ἀλλὰ ἀποσιωπεῖ τὴν ἐπιχειρηματολογία της καὶ τὴν δέχεται μόνο στὸ μέτρο ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὰ θέλω της. Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο κάνει καὶ μὲ τὸν ἀντίλογο στὸν Ντουόρκιν, ὅπως καὶ μὲ ὁποιαδήποτε ἀξία τὴν ἰκανοποιεῖ ἠθικά: κρατᾶ τόσο, ὅσο ἐξυπηρετεῖ τὶς ἠθικές της ἀνάγκες. Ἀμφότερα δηλαδὴ τὰ μέρη, θεωρία καὶ πράξη, περιορίζονται οὐσιωδῶς, ἐναρμονίζονται διὰ τῆς περικοπῆς, καὶ ἐν τέλει τίθενται στὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ ὑποκειμένου. Ἡ μεταφύτευση τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν στὴν κοσμικὴ κοινωνία πραγματώνεται ὡς μεταγλώττιση τῆς αὐθόρμητης ἔκφρασης σὲ ναρκισσιστικὸ μονόλογο.