Μετάφραση και προλογισμός: Γιώργος Κουτσαντώνης
Μεταφράζουμε ένα αξιόλογο κείμενο, από άποψη διαύγειας και οξυδέρκειας, που δείχνει ότι καί στην «αδρανή γεωπολιτικά» Ιταλία, ακούγονται πλέον κάποιες φωνές, αναλυτών αλλά και πολιτικών παραγόντων, που έχουν αντιληφθεί τα πολύ επικίνδυνα σχέδια της Τουρκίας, όχι μόνο για την Ελλάδα/Κύπρο και την ευρύτερη ΝΑ Μεσόγειο, αλλά και για τη σταθερότητα της Βόρειας και Υποσαχάριας Αφρικής. Τον τελευταίο καιρό η Ιταλία αισθάνεται, όλο και περισσότερο, την πίεση των γεγονότων στη Λιβύη και αργά ή γρήγορα η πολιτική τάξη της γείτονος θα πρέπει να πάρει θέση (και πρωτοβουλίες) σε ένα μεγάλο πρόβλημα που δεν απειλεί μόνο την ίδια, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη: τα νέο-οθωμανικό σχέδιο της Τουρκίας. Η οικονομική έκθεση/εξάρτηση της Ιταλίας από την Τουρκία δεν είναι αμελητέα, ωστόσο, την ίδια στιγμή, είναι εμφανές ότι το διακύβευμα είναι πολύ πιο υψηλό από μερικά κεφάλαια και επιχειρηματικά πλάνα.
— // —
Γράφει ο Sergio Restelli από το geopolitica.info
Ανακοινώνοντας την επικείμενη απόσυρση από το Αφγανιστάν, ο Ιταλός Υπουργός Εξωτερικών Λουίτζι Ντι Μάιο απάντησε στις κατηγορίες εκείνων που ισχυρίζονται ότι το Αφγανιστάν αφήνεται στους Ταλιμπάν, ως εξής: «Δεν θα σταματήσουμε να βοηθούμε τη χώρα», διαβεβαίωσε, «τα σχέδια συνεργασίας μας θα συνεχιστούν. Σε τελική ανάλυση, η Αλ Κάιντα ηττήθηκε. Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν πέθανε». Αυτά είπε στις 16 Απριλίου 2021. Λίγες εβδομάδες αργότερα, σε μια τεράστια έκρηξη, περισσότερα από 80 κορίτσια σκοτώθηκαν σε σχολείο της Καμπούλ.
Το σχολείο έγινε στόχος για να εκφοβιστούν άλλες νεαρές γυναίκες που θέλουν να σπουδάσουν και τα θύματα ήταν από μειονότητες Σιιτών και Χαζάρα. Φέτος, ο μήνας του Ραμαζανιού υπήρξε ένας μήνας αίματος και όχι ειρήνης και προσευχής. Με την αλλαγή του γεωπολιτικού σκηνικού, ο σημερινός κόσμος γίνεται όλο και πιο επικίνδυνος για τα ιταλικά συμφέροντα. Δεν είμαστε προστατευμένοι από το λεγόμενο «φτερούγισμα της πεταλούδας», ειδικά από τον Απρίλιο που ξεκίνησε η επικείμενη απόσυρση στρατευμάτων, με την «ήττα» των δυτικών, στο Αφγανιστάν. Τώρα κάθε ισλαμική εξτρεμιστική ομάδα πιστεύει ότι εάν οι Ταλιμπάν κατάφεραν να εκδιώξουν τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ από το Αφγανιστάν, μπορεί να το καταφέρει και εκείνη. Επίσης, η δολοφονία του Ιντρίς Ντεμπί, προέδρου του Τσαντ, αυξάνει τον κίνδυνο στη Λιβύη. Ο Ντεμπί διατηρούσε μια πολύπλοκη ειρήνη σε μια περιοχή που περιβάλλεται από την Μπόκο Χαράμ και με τον τρόπο του αντιμετώπιζε αρκετά αποτελεσματικά το Ισλάμ. Οι δολοφόνοι του, το FACT (Front for Change and Concord in Chad), δρουν από τη Λιβύη, είναι κοσμικοί, αλλά ο θάνατος του Ντεμπί, προέδρου για 31 χρόνια της φτωχής υποσαχάριας χώρας, θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της Λιβύης και αυξάνει τη ζώνη κινδύνου στο τρίγωνο: Τσαντ, Μάλι, Νίγηρας και Νιγηρία, δίνοντας περισσότερο χώρο στη Μπόκο Χαράμ, στο Ισλάμ και σε άλλες εξτρεμιστικές ομάδες, που δείχνει να αυξάνουν την ισχύ τους. Πρόσφατα, το Τσαντ έγινε βασικό πιόνι σε μια σκακιέρα αντιπαλότητας μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας, και ο Ντεμπί ήταν ένας ισχυρός σύμμαχος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Ισραήλ. Τώρα ο γιος του Ντεμπί, ως μεταβατικός αρχηγός του κράτους, φοβάται ότι στα τουρκικά χέρια, μετά από δύο πραξικοπήματα στο Μάλι, το πρώτο να υποστηρίζεται από την MIT (Τουρκική Εθνική Οργάνωση Πληροφοριών) και από ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας (μισθοφόρους) που συνδέονται άμεσα με τον Ερντογάν, το Τσαντ θα μπορούσε να γίνει το επόμενο μέτωπο για τον έλεγχο της Λιβύης.
Επιπροσθέτως, υπάρχει η ανάπτυξη της Τουρκίας τόσο στη Μεσόγειο, όσο και στην περιοχή του Λεβάντε που θα πρέπει να προκαλεί μεγάλη ανησυχία στην Ιταλία. Η Ιταλία περιθωριοποιήθηκε από την Τουρκία σε όλες τις πρώην αποικίες της, από τη Σομαλία έως τη Λιβύη. Οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες εξασφάλισαν ακόμη και την ιταλική πρεσβεία στην Τρίπολη, αναζήτησαν και βρήκαν την συνεργάτη Σίλβια Ρομάνο και δύο άλλους συμπατριώτες που είχαν απαχθεί στο Μάλι. Η Τουρκία, με τη συμμαχία της με το Κατάρ, το Πακιστάν, το Ιράν και τη σταθερή κινεζική υποστήριξη, στοχεύει να υφαρπάξει από τη Σαουδική Αραβία την ηγεσία της Umma, δηλαδή της παγκόσμιας ισλαμικής κοινότητας. Ο Ερντογάν ακολουθεί το σχέδιό του, ως κύρια φωνή ενάντια στο Ισραήλ στη συνάντηση του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας υποστηρίζοντας ανοιχτά τη Χαμάς. Η θέση του στο ΝΑΤΟ κάνει τον Ερντογάν σχεδόν ανέγγιχτο από τις ΗΠΑ και τους δυτικούς συμμάχους και, με τον έλεγχο του Λιβυκού ναυτικού, ορίζει τις μεταναστευτικές ροές στην Ευρώπη, επηρεάζοντας έτσι ουσιαστικά την τύχη των ευρωπαϊκών δημοκρατικών κυβερνήσεων. Έχοντας επίγνωση των παραπάνω, ο Ερντογάν με αλαζονεία δε διστάζει να προσβάλλει την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κατά την επίσκεψη στην Άγκυρα, ενώ η Ιταλία περιμένει την τουρκική απάντηση στα επικριτικά λόγια του Προέδρου Μάριο Ντράγκι, ο οποίος υπερασπίστηκε την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τις ευρωπαϊκές αξίες, και χαρακτήρισε τον Ερντογάν δικτάτορα.
Το σενάριο ασφαλείας μετά την πανδημία
Η πανδημία έχει περιορίσει την παράνομη μετανάστευση και τις τρομοκρατικές ενέργειες. Οι αυξημένοι συνοριακοί έλεγχοι, η παρουσία δυνάμεων επιβολής του νόμου στην περιοχή και η οικονομική κρίση επιβραδύνουν τις αφίξεις πλοιαρίων από τη Λιβύη και τις άλλες αφρικανικές ακτές. Ωστόσο, τώρα που η Ευρώπη εμβολιάζεται και αναρρώνει, η μεταναστευτική κρίση είναι πιθανό να αυξηθεί την επόμενη καλοκαιρινή περίοδο. Από τη μία πλευρά, υπάρχουν κοινωνικοοικονομικά προβλήματα: σύμφωνα με την AISE (Υπηρεσία Πληροφοριών Εξωτερικής Ασφάλειας): αυτή τη στιγμή είναι συγκεντρωμένοι πάνω από 70.000 μετανάστες έτοιμοι να φύγουν από τις ακτές της Λιβύης προς την Ευρώπη και άλλες 200-300.000 στην ηπειρωτική χώρα. Αν στο παρελθόν ήταν οι διακινητές που είχαν τον έλεγχο των επιχειρήσεων, τώρα υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουν οι μετανάστες το όπλο εκβιασμού του Ερντογάν για την αποσταθεροποίηση της Ιταλίας και της ΕΕ. Όσο περισσότερο περνά ο χρόνος, τόσο τα εδάφη των «διαδρομών μετανάστευσης» καταλήγουν να αποσταθεροποιούνται, να πέφτουν στα χέρια ισλαμιστικών ομάδων και πολέμαρχων, που ελέγχουν αυτές τις διαδρομές, χρηματοδοτούμενες από την Τουρκία και από άλλες δυνάμεις. Με το θάνατο του Ντεμπί και την αστάθεια στο Τσαντ, είναι καιρός η ΕΕ να ενεργήσει ως μια ενωμένη γεωπολιτική ομάδα και να δημιουργήσει ένα κοινό σχέδιο δράσης, στο οποίο η Μέρκελ αντιτάσσεται συστηματικά τα τελευταία 10 χρόνια.
Η παλιά-νέα υπόθεση.
Η Λιβύη, όπως και οι περισσότερες αφρικανικές χώρες, χωρίζεται σε φυλές και αυτές οι σχέσεις αίματος και γάμου στην Αφρική είναι πολύ ισχυρότερες από την εθνική ταυτότητα που γνωρίζουμε στη Δύση. Η ικανότητα του συνταγματάρχη Καντάφι ήταν η εναρμόνιση του καθεστώτος του με αυτές τις φυλές (και το αντίστροφο), πράγμα που του επέτρεψε να ηγεμονεύει. Αν δεν είχε υπάρξει η βούληση των ΗΠΑ και της Γαλλίας, ο Καντάφι πιθανότατα θα κατείχε ακόμη την εξουσία. Το ζήτημα της Λιβύης χρειάζεται μια νέα προσέγγιση, ίσως όχι τόσο ελκυστική για τους Ευρωπαίους ηγέτες: πριν τεθεί εκτός ελέγχου ολόκληρη η περιοχή και υποκύψει στον Σουλτάνο της Άγκυρας (με την πρόφαση παροχής προστασίας), η ΕΕ πρέπει να συμφωνήσει σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο. Το πρώτο τμήμα του σχεδίου πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της μετανάστευσης. Το ζήτημα αν θα βοηθηθούν οι μετανάστες που διακινδυνεύουν τη ζωή τους διασχίζοντας τη Μεσόγειο αναζητώντας «μια καλύτερη ζωή» έχει διχάσει την Ευρώπη, Η ιδέα ανθρώπων που ξεφεύγουν από την πείνα, τον πόλεμο ή οτιδήποτε άλλο, και πρέπει να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για να αποκτήσουν (ίσως) μια άδεια παραμονής και εργασία με σχεδόν μηδενικές απολαβές, είναι αντίθετη με τις ευρωπαϊκές αξίες.
Όλοι οι μηχανισμοί που διχάζουν τον ευρωπαϊκό κόσμο πρέπει να αντιμετωπιστούν, η Ευρώπη πρέπει να δράσει ενωμένη, επιβάλλοντας ένα ναυτικό αποκλεισμό στη Μεσόγειο και δημιουργώντας έτσι μια προστατευμένη θαλάσσια ζώνη. Στο έδαφος της Λιβύης, υπό την αιγίδα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ ή ενός νέου ευρωπαϊκού οργανισμού (EUAfR: European Union Agency for Refugees), θα πρέπει να δημιουργηθούν διάφορα σημεία υποδοχής για τους μετανάστες, που θα προστατεύονται από Ευρωπαίους στρατιώτες. Σε αυτά οι πρόσφυγες και μετανάστες θα αντιμετωπίζονται με αξιοπρέπεια, θα εξετάζονται όσοι από αυτούς δικαιούνται άσυλο και στη συνέχεια θα εντάσσονται σε ένα ευρωπαϊκό σύστημα «λοταρίας» ώστε στη συνέχεια να μεταφέρονται στη χώρα που θα τους παρέχει άσυλο, ενώ σε όλους τους άλλους θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα εθελοντικού επαναπατρισμού ή παράδοσης στις αρχές της Λιβύης. Οι ΜΚΟ, που σήμερα δραστηριοποιούνται στη Μεσόγειο για τη διάσωση των μεταναστών, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους πόρους και το προσωπικό τους για την υποστήριξη αυτών των δομών υποδοχής. Οι λαθρέμποροι που σήμερα πληρώνονται ανεπίσημα για τη διαχείριση των κέντρων υποδοχής, θα εξακολουθούν να πληρώνονται για να παραδώσουν τους μετανάστες σε αυτά τα κέντρα. Με αυτά τα μέτρα, τόσο η μετανάστευση από μακρινές χώρες της Ασίας, όσο και από αφρικανικές χώρες θα περιορίζονταν σημαντικά, ειδικά από εκείνες όπου δεν υπάρχει πολεμική σύγκρουση και επομένως δεν υπάρχει και ανάγκη για παροχή ασύλου. Η ναυτική ζώνη προστασίας θα αυξήσει την ασφάλεια στη Μεσόγειο απέναντι στην. Επίσης οι στόλοι των χωρών της ΕΕ θα προσέφεραν ασφάλεια στα αλιευτικά σκάφη μας με την εποπτεία της λιβυκής ακτοφυλακής.
Η Ευρώπη πρέπει να δράσει τώρα και μάλιστα «με το σπαθί της», όχι όπως το ΝΑΤΟ, που το μόνο που θέλει είναι να διατηρήσει τις εσωτερικές «ισορροπίες». Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να προστατευτεί η Ευρώπη από την τρομοκρατία και τη μαζική μετανάστευση, δημιουργώντας δηλαδή υποδομές που καί θα προστατεύουν τους αδύναμους καί θα αποτρέπουν τους πνιγμούς στη Μεσόγειο ή το θάνατο ανθρώπων από τις κακουχίες.
Το πολιτικό κόστος
Το δεύτερο μέρος της στρατηγικής στη Λιβύη είναι να βρεθεί η απαραίτητη συναίνεση και να ενισχυθεί η συνοχή της φυλετικής δομής της χώρας που θα οδηγήσει σε μια κυβέρνηση και έναν ηγέτη. Η συμμετοχή του Σαΐφ αλ Ισλάμ Καντάφι, γιου και κληρονόμου του συνταγματάρχη, είναι τόσο σημαντική όσο είναι απαράδεκτη για τις δυτικές δυνάμεις. Μετά από μια δεκαετία, η Λιβύη βρίσκεται ακόμη σε σύγκρουση και έχει μετατραπεί σε σκακιέρα γεωπολιτικής αντιπαράθεσης για διάφορες διεθνείς δυνάμεις, από τους τζιχαντιστές έως το ISIS, και μόνο κάποιος με δεσμούς αίματος μπορεί να καλύψει το κενό εξουσίας. Ο ρόλος του Σαΐφ αλ Ισλάμ, με τον Χαλίφα Χάφταρ (επικεφαλής του Εθνικού Στρατού της Λιβύης), μπορεί να είναι το κλειδί για την εξεύρεση μιας εσωτερικής λύσης με μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ακόμη κι αν οι δυτικές δυνάμεις έχουν έντονη αλλεργία στην οικογένεια Καντάφι, ο ρόλος τους, ειδικά της κόρης Aysha και του Σαΐφ αλ Ισλάμ, μπορεί να είναι καθοριστικός για τη συνοχή του λιβυκού κοινωνικού ιστού και τη διατήρηση των ισορροπιών των δυνάμεων εκτός της Λιβύης.
Εάν η Δύση δεν θέλει να παραμείνει όμηρος του Σουλτάνου, η ΕΕ πρέπει να οργανωθεί για να επαναφέρει τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή (Λιβύη-Τσαντ-Μάλι), η οποία κινδυνεύει να ρίξει όλη την Υποσαχάρια Αφρική στο γεωπολιτικό σπιράλ του άξονα Τουρκίας-Ιράν που με «πληρεξούσιο» του Ιράν την Χεζμπολάχ, προσπαθεί να εδραιώσει την κυριαρχία του στα ερείπια αυτού του ήδη εύθραυστου οικοσυστήματος. Ταυτόχρονα, η στάση του Ερντογάν επιβεβαιώνει τη φιλοδοξία της Τουρκίας να εκμεταλλευτεί την περιφερειακή κρίση προκειμένου να καταλάβει την ηγεσία του σουνιτικού Ισλάμ. Η τελευταία αυτή πτυχή είναι η πιο σημαντική από στρατηγική άποψη και με τις ευρύτερες συνέπειες. Εάν ο Ερντογάν επικαλεστεί την «τιμωρία του Ισραήλ» και σε έξι ημέρες καλέσει πάνω από είκοσι αρχηγούς κρατών –συμπεριλαμβανομένου του Ρώσου Βλαντιμίρ Πούτιν– ώστε να μετατρέψει την ανοιχτή υποστήριξη προς τη Χαμάς σε πραγματικό συνασπισμό, είναι επειδή επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία ώστε να αποσπάσει από τους Σαουδάραβες και τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν – και τους συμμάχους του στο εμιράτο – την ηγεσία του Σουνιτικού Ισλάμ. Ήδη πρωταγωνιστής των στρατιωτικών παρεμβάσεων στη Βόρεια Συρία και τη Λιβύη, ο Ερντογάν βρίσκεται παντού ως πρωτοστάτης του κινήματος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ορκίστηκε εχθρός των μοναρχιών του Κόλπου (με εξαίρεση το Κατάρ) και στοιχηματίζει σε αυτήν την μεγάλη πρόκληση για να εντάξει την περιοχή υπό την επιρροή της νεο-οθωμανικής Τουρκίας. Τώρα ο Ερντογάν αυτοανακηρύσσεται καί προστάτης του Αφγανιστάν και φιλοξενεί στην Κωνσταντινούπολη τη σύνοδο κορυφής μεταξύ της αφγανικής κυβέρνησης, των Ταλιμπάν, των ΗΠΑ, της Κίνας, του Πακιστάν, της Ινδίας και του Ιράν για την εξεύρεση μίας συμφωνίας.
Εξού και η πρόκληση του Ερντογάν ενάντια στις «Αβρααμικές Συμφωνίες» – που υπεγράφησαν το 2020 από το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Σουδάν και το Μαρόκο χάρη στην αμερικανική διαμεσολάβηση – και κατά του Αμπού Ντάμπι που αποφάσισε να καταδικάσει τις επιθέσεις της Χαμάς. Εάν προσθέσουμε σε όλα τα παραπάνω ότι το ισλαμικό κίνημα στο Βορρά – με εντονότατη παρουσία μεταξύ των Αράβων-Ισραηλινών στη Γαλιλαία – δεν κρύβει τους δεσμούς του με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τις συμπάθειές του για τον Ερντογάν, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι η ισραηλινο-παλαιστινιακή κρίση έχει γίνει πιόνι της φιλοδοξίας του Ερντογάν να γίνει η Τουρκία ηγέτης των Σουνιτών, δηλαδή, να ηγεμονεύσει σε όλη τη νότια ακτή της Μεσογείου.