
Οι συμφορές δεν είναι βέβαια
ασυνήθιστες, όμως κανείς δεν τις πιστεύει,
ώσπου να του πέσουν στο κεφάλι.
Και στον κόσμο υπάρχουν και επιδημίες
και πόλεμοι, που βρίσκουν πάντα
απροετοίμαστους τους ανθρώπους.
Albert Camus[i]
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πως το «δυτικό υποκείμενο», σαν πρωτόγνωρο ανθρωπολογικό δείγμα της παγκόσμιας «σπειροειδούς» πορείας της ανθρωπότητας, έχει προσεγγίσει μια κατάσταση που, μάλλον, δεν έχει προσεγγίσει ποτέ άλλος ανθρώπινος πολιτισμός και κοινωνία.
Αυτό οφείλεται στο ότι ο «δυτικός άνθρωπος», ειδικά, έχει φτάσει στην κορυφή του γνωσιακού και τεχνολογικού του πεδίου, έχοντας, μάλιστα, επιβάλλει μια ιδιότυπη «ιμπεριαλιστική» παγκοσμιότητα του «εργαλειακού λόγου» του σε ολόκληρο τον γνωστό και άγνωστο κόσμο. Έναν κόσμο που κινείται με ταχείς ρυθμούς, τους οποίους ορίζει το «σύστημα» αυτό ανάπτυξης και οργάνωσης, βαίνοντας, ταυτόχρονα, προς μια νέα μορφή συνεχούς «εξέλιξης».[ii]
Κανείς δεν περίμενε, βέβαια, ούτε καν οι πιο αδιάλλακτοι επικριτές του, ότι μέσω ενός νέου ιού όχι μόνο θα δημιουργούταν μια κατάσταση ανασφάλειας, μέσα σε ένα τέτοιο αυστηρά (αυτο-)προσδιορισμένο πλαίσιο, αλλά και ότι θα καθιστόταν δυνατόν να περιέλθει περιορισμός μετακινήσεων και επαφών.
Είναι αυτή η απροβλεπτότητα την οποία άπαντες είχαν απολέσει, ζώντας σε μια πραγματικότητα «βατή» και «οργανωμένη», ομοιάζουσα με κάποιου είδους μαγικό τεχνούργημα από ταινία επιστημονικής φαντασίας ή σαν τον γνωστό, από την μυθολογία, «χαλκόμορφο» Τάλω.
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες γεννήθηκε σε πολλούς ανθρώπους του πνεύματος και της διανόησης μια διάθεση αναστοχασμού και χαρτογράφησης των βασικών ερωτημάτων, σχετικά με το «τι βιώνουμε» και το «που πορευόμαστε».
Μια τέτοια κατάθεση προβληματισμών, θέσεων αλλά και προτάσεων αποτελεί το βιβλίο το Παράδειγμα της Ελλάδας του Επίκουρου Καθηγητή Κοινωνικής Φιλοσοφίας Γιώργου Ν.Πολίτη, μέσα στο οποίο ο συγγραφέας προσπάθησε να αποτυπώσει μια μετρημένη και συνάμα βουλητική θέση, σχετικά με τα σύγχρονα ερωτήματα που εγείρονται γύρω από την πρωτοφανή αυτή συνθήκη. Χωρίς να ταυτίζεται, βέβαια, με καμία πλευρά του σύγχρονου διπόλου, στο οποίο καταφεύγουμε, πολλές φορές, χάριν ευκολίας· καθώς, υπό υγιείς συνθήκες, θα έπρεπε να διατυπωθούν, από όλους, νηφάλιες προτάσεις, δίχως άσκοπες εξεγερσιακότητες και συμβιβαστικές τυπικότητες που θυμίζουν ξεπερασμένες, ιστορικά, εποχές και αιώνες και δεν βοηθούν, επ’ουδενί, στην πραγματική δόμηση ενός καλύτερου και πιο ανθρώπινου κόσμου.
Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε, τα όσα καταγράφει ο συγγραφέας, σε τρείς άξονες: α)διαπιστώσεις, β)προβληματισμοί και τέλος γ)προτάσεις, με βάση την διαίρεση που προσδίδει ο ίδιος στα γραφόμενά του. Επειδή, όμως, το παρόν βιβλίο γράφτηκε πριν κάποιους μήνες, αλλά, παρά ταύτα, έχουν αναφανεί αρκετές νέες και αχαρτογράφητες συνιστώσες, θα κατατεθεί προσπάθεια να σκιαγραφήσουμε τα βασικά σημεία του, με πιο «συγχρονισμένο» στο τώρα τρόπο. Σεβόμενοι, βέβαια, την επιθυμία του συγγραφέα τόσο στο να διατυπώσει τα όσα κατέγραψε, όσο και στο να τους προσδώσει μια συγκεκριμένη μορφή και λογική στην διατύπωση, περιστρέφοντας, ταυτόχρονα, την ανάλυσή μας στην σχέση Πανδημίας και ατομικού-συλλογικού φαντασιακού, το οποίο και συντελεί στην μορφοποίηση της όποιας συλλογικής ταυτότητας.
α) Οι διαπιστώσεις
Στο πρώτο στάδιο της ανάλυσης ο συγγραφέας καταγράφει κάποιες πολύ συγκεκριμένες διαπιστώσεις, τις οποίες θα αναφέρουμε στη συνέχεια. Αυτές αφορούν τόσο τις γενικότερες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, λόγω των απροσδόκητων συνθηκών, που προέκυψαν με τον COVID-19, όσο και το πως αυτή η διαμορφωθείσα κατάσταση άλλαξε τις οικογενειακές και γενικότερα τις συλλογικές σχέσεις.
Ξεκινώντας, η Πανδημία πρόσφερε μια ευκαιρία για αναστοχασμό και επιπλέον κάποια, έμμεσα, μαθήματα. Ποια ήταν αυτά; Πρώτον, η ψευδαίσθηση περί της ανθρώπινης ατρωτότητας, υποβοηθούμενη από την (κατα-)χρήση των όποιων μορφών ανανεωνόμενου καταναλωτικού ναρκισσισμού των τελευταίων δεκαετιών, πλέον, έχει καταπέσει και άρχισε να αναφαίνεται, ξανά, η «μέγγενη» της θνητότητας.
Δεύτερον, μια αυτογνωσία πάνω στο τι, εν τέλει, είναι όντως «χρήσιμο» για την καθημερινή ζωή και τι όχι. Πράγμα που για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν σκεφτόταν κανείς συνειδητά, μέσα στην καταναλωτική μανία που, ενίοτε, μαστίζει τον «σύγχρονο άνθρωπο» των ανεπτυγμένων κρατών της Δύσης, στης οποίας το άρμα, θέλοντας και μη, είμαστε άπαντες προσδεδεμένοι.
Τρίτον, η ανάγκη για κοινωνικότητα αναφάνηκε υπό νέο πρίσμα. Καθώς, έγινε κατανοητό το πόσο σημαντική είναι η αλληλοεπικοινωνία, η συντροφικότητα και γενικότερα, η όποιας μορφής σωματική επαφή και αλληλεπίδραση. Στοιχεία της καθημερινής ζωής που περιφρονούνταν ή και αναβαλλόντουσαν συνεχώς, χωρίς λόγο και αιτία, μέσα από την αντικατάστασή τους από την υπερ-χρήση των ψηφιακών μέσων, των οποίων η χρεία, σαν μέσα έμμεσης επαφής, έχει υπερτονιστεί, μεταβάλλοντας άπαντες, λίγο ή πολύ, σε εκούσια «γρανάζια» τους.[iii]
Συνεχίζοντας, πάνω στο ζήτημα των διαπροσωπικών σχέσεων, η οικογένεια και η αγάπη προς τους οικείους ήταν, κατά κύριο λόγο, η αιτία για την οποία αρκετοί πολίτες προτίμησαν να περιοριστούν στις ιδιωτικές οικείες τους, και όχι τόσο οι όποιοι επιβαλλόμενοι περιορισμοί ή η προσήλωση στην παρούσα κυβέρνηση. Μάλλον θεωρώντας, πολλοί από αυτούς, ότι, έτσι, δεν δείχνουν «αδιαφορία» για τα «αδύναμα» μέλη της οικογένειάς τους – ειδικά τα μεγαλύτερης ηλικίας ή τα, για διάφορους ιατρικούς λόγους, ευάλωτα.[iv]
Επιπρόσθετα, ένα ακόμη ζήτημα που επανήλθε στο προσκήνιο ήταν το ζήτημα της θρησκείας, εν μέσω Πανδημίας, ειδικά λόγω της αναβολής των εθιμοτυπικών ορθόδοξων θρησκευτικών εορτών και των εβδομαδιαίων εκκλησιασμών, οι οποίοι έχουν ταυτιστεί, εν μέρει, τόσο στην επαρχία όσο και στις μεγάλες πόλεις με την κοινοτική ζωή και την καθημερινότητα της αστικής γειτονιάς.[v] Η ανάγκη για αγάπη και παρηγοριά, η οποία βρίσκεται πίσω από την εκκοσμικεύμενη και χωρίς τρανταχτό, πλέον, μεταφυσικό-οντολογικό περιεχόμενο επίσημη πίστη, κατά παράδοξο τρόπο, αναφάνηκε και έκανε ακόμη και μη πιστούς, όπως τον γράφοντα του παρόντος άρθρου, να σεβαστούνε αυτό το μετακενωμένο, στο σήμερα, αρχέγονο αίσθημα του ανθρώπου να βρει παρηγοριά σε «δυνάμεις» ευρισκόμενες εκτός της περιορισμένης πραγματικότητάς του, την οποία καθημερινά (ανα-)βιώνει. Αυτά τα ολίγα για τις διαπιστώσεις. Έφτασε η ώρα να μεταβούμε, λοιπόν, στους προβληματισμούς του συγγραφέα.
β) Οι προβληματισμοί
Ο συγγραφέας παρακάτω αναλύει κάποιους προβληματισμούς του, σχετικά με τις νέες καταστάσεις που προέκυψαν, λόγω ακριβώς της Πανδημίας. Αλλά αυτήν την φορά, σε επίπεδο περισσότερο μακροσκοπικό.
Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας αναλύει βασικές λογικές αιτιάσεις που προκύπτουν λόγω των νέων μέτρων και της επέμβασης του κράτους στα της κοινωνίας. Έτσι, για αυτόν, κατά πως ορίζει η ίδια η θέσπιση της πολιτείας, η οποιαδήποτε μορφή πολιτικής οργάνωσης στηρίζεται στην έννοια της προστασίας των πολιτών της.
Και αυτό αποτελεί γεγονός, καθότι τόσο ωφελιμιστικά, αν το δει κάποιος, σαν τον Μιλ, όσο και δεοντοκρατικά, σαν τον Καντ, όλα συντείνουν στο ότι η, υπό συνθήκες και όρους, επέμβαση της πολιτείας σε κάποιους τομείς, με κριτήριο την προστασία ενός μεγάλου μέρους του λαού, είναι, ως έναν βαθμό, θεωρητικά «δικαιολογημένη» – για όποια κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία, και με όποια, ακολουθούμενη υπό αυτήν, ιδεολογική γραμμή.
Εξάλλου, πραγματιστικά μιλώντας, υπήρχαν, κατά τον συγγραφέα, τριών ειδών αβεβαιότητες στην αρχή της κρίσης: α)η αβεβαιότητα των αριθμών των νοσούντων και η ανάγκη εύρεσης θεραπείας, β)η αβεβαιότητα για το κατά πόσο με μαζικούς ή πιο περιορισμένους, αλλά υπαρκτούς, θανάτους θα επερχόταν μερική κατάρρευση της οικονομίας και τέλος γ)η αβεβαιότητα για την αρχικά πιο περιορισμένης κλίμακας ύπαρξη μέτρων.[vi]
Έχοντας περάσει ένας χρόνος, βέβαια, από την αρχική αυτή έντονη ενδοκοινωνική κρατική επέμβαση, υπάρχει, ακόμη, μια διαχεόμενη αβεβαιότητα για τον σωστό ή μη χειρισμό των, ομολογουμένως, άσχημων συνθηκών και αν, εν τέλει, πράχτηκαν τα όσα ήταν θεμιτό να πραχτούν. Αυτό, όμως, στο παρόν σημείο, δεν είναι αναγκαίο να το αναλύσουμε ούτε συνάδει με την μορφή του περιορισμένου αυτού άρθρου, ούτε, τέλος, έχουμε υπό την κατοχή μας όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να βγάλουμε ένα τελικό πόρισμα.
Εξάλλου, σκοπός και του ίδιου του συγγραφέα είναι να αποδείξει, πως, με βάση τα αρχικά και θεμελιώδη φιλοσοφικό-πολιτικά προτάγματα, μπορούμε να χειριστούμε το σήμερα. Όχι, λοιπόν, η παράθεση κάποιας μορφής πολιτικής επιχειρηματολογίας, υπέρ ή κατά κάποιας παροντικής πολιτικής διακυβέρνησης, η οποία, στην τελική, αποτελεί ένα, εκ φύσεως, χωροχρονικά και αξιακά περιορισμένο γεγονός.
Αυτό το τεκμηριώνει εντός του βιβλίου με την παρατήρησή του σχετικά με την (επαν-)αναφορά της έννοιας της «εμπιστοσύνης». Η «εμπιστοσύνη», ως κανονιστική έννοια, δεν αφορά κάποια τυφλή εμπιστοσύνη των πολιτών στην όποια κυβέρνηση, αλλά αντιθέτως την κοινή πορεία όλων (ιδιωτικών και δημόσιων φορέων), εν μέσω σοβαρής κρίσης. Η «φιλελεύθερη δημοκρατία», ως βασικό απότοκο του Διαφωτισμού, δεν έχει σχέση, ούτως ή άλλως, ούτε με το κράτος-δεσμοφύλακα (τύπου Κίνας) ούτε με υπερ-ατομιστικές και νεοφιλελεύθερες λογικές (τύπου Η.Π.Α.).[vii]
Και αυτό συμβαίνει διότι ενέχει στο «κοινωνικό συμβόλαιό» της το στοιχείο της συνολικής ευημερίας του ατόμου εντός ενός συνόλου και αντιστρόφως. Ενός συνόλου, όμως, που συμπεριλαμβάνει στους κόλπους του τόσο τους απελθόντες, ως ανάμνηση και παράδοση, όσο και τους ζωντανούς, καθώς και το συλλογικό φαντασιακό, το οποίο είναι γεγονός ότι επιθυμεί να διαφυλάξει ο πολίτης, εντονότερα, σε «αποκαλυπτικές», για πολλούς, καταστάσεις όπως οι τωρινές .[viii]
Όταν, όμως, παραβιάζονται αυτές οι συνθήκες ευημερίας και κοινής πορείας του συνόλου τότε αναδεικνύεται το δικαίωμα στην «πολιτική ανυπακοή», το οποίο, βέβαια, μπορούν να επικαλεστούν, κατά τον συγγραφέα, μόνο όσοι έχουν σκοπό να αντιταχθούν σε ένα καταπιεστικό καθεστώς και όχι όσοι επιθυμούν να εγκαθιδρύσουν ένα άλλο παρόμοιας υφής.[ix]
Πάνω σε αυτό το πλαίσιο ασκεί κριτική σε μερικούς στοχαστές, οι οποίοι, κατά τον συγγραφέα, περιορίζονται, μερικές φορές, σε μια «κριτική για την κριτική», και όχι τόσο στην διατύπωση ουσιωδών προτάσεων, με τελικό σκοπό την επίτευξη της κοινωνικής δικαιοσύνης.[x] Αφού καταγράψαμε τους προβληματισμούς, μπορούμε τώρα να σκιαγραφήσουμε το τελευταίο και πιο ενδιαφέρον κομμάτι των προτάσεων του συγγραφέα.
γ) Οι προτάσεις
Όπως είδαμε, στα όσα αναφέραμε παραπάνω, ο συγγραφέας διατύπωσε κάποιες γενικότερες διαπιστώσεις και προβληματισμούς. Στο τρίτο μέρος παρουσιάζει κάποιες προτάσεις τις οποίες και θα καταγράψουμε.
Οι προτάσεις αυτές εκκινούν από το ατομικό και καταλήγουν στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Πρώτα από όλα, με βάση τις νέες συνθήκες, αναφαίνεται στο προσκήνιο της ιστορίας ο λόγος που όλοι οι αυτοαποκαλούμενοι «προφήτες» των ιδεών και των θρησκευτικών ή μη κοσμοαντιλήψεων απέτυχαν να προβλέψουν το μέλλον.
Ο λόγος είναι πολύ απλός και ταυτόχρονα πολύ περίπλοκος για να περιγραφεί, απόλυτα, μέσω της ανθρώπινης σκέψης και δεν είναι άλλος από την αβεβαιότητα των όσων μας επιφυλάσσονται στο μέλλον· τα οποία, πολλές φορές, συνειδητοποιούμε και ερμηνεύουμε μονάχα όταν το μέλλον, που τα εμπεριέχει, περάσει το κατώφλι της βιωθείσας πραγματικότητας και γίνει παρόν.
Με βάση αυτή την διαπίστωση καθίσταται αναγκαίο να ζει ο άνθρωπος χωρίς τον φόβο αλλά ταυτόχρονα χωρίς φρούδες ελπίδες γεμάτες επιστημονικοφανή περιτυλίγματα. Αντιθέτως, πρέπει να μάθει να βιώνει την ύπαρξή του όπως αυτή είναι, δηλαδή ως μια ενδοκοσμική «προσωπική» υπόσταση, καθοριζόμενη από την θνητότητα και την περατότητά της. Μόνο τότε θα μπορέσει να ζήσει στο, κάθε δυνατό, «σήμερα».[xi]
Επιπροσθέτως, επανήλθε η ανάγκη καταφυγής στην «ηθική, την λογική και το μέτρο» τόσο σε πανανθρώπινο επίπεδο όσο και στο «καθ’ ημάς» χωροχρονικό διάτμημα. Μια αναγκαία συνθήκη ώστε να ειδωθεί ξανά η αντιμετώπιση μιας έκτακτης κρίσης, όπως η Πανδημία, με ώριμο συνδυασμό θεωρίας και πράξης. Ασχέτως, του εάν επιτυγχάνεται αυτό πρακτικά, από τις όποιες παρούσες πολιτικές ή μη δυνάμεις, η (επανα-)επικέντρωση στο τρίπτυχο («ηθική, λογική και μέτρο») αποτελεί ένα θεμιτό στοιχείο για το μέλλον, για όσους, βέβαια, θελήσουν να επενδύσουν πάνω σε αυτό παραγωγικά και ουσιαστικά.[xii]
Επιστρέφοντας, ξανά, στα «καθ’ ημάς», η ανάγκη για πνευματική σκέψη δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το «εθνικό αίτημα». Και αυτό διότι η απομείωση, μέσα στο σύγχρονο διεθνές περίγυρο, του συλλογικού φαντασιακού, δεν προκαλεί απαραίτητα θεμιτές εξελίξεις. Καθότι, θέλοντας ή μη, η αποσύνδεση από το ιστορικό πλαίσιο που έχει καταγραφεί στην πολιτισμική μνήμη δεν διασφαλίζει μια δυνατή θέση μέσα στο κόσμο, τόσο ατομική όσο και συλλογική, και στερεί ταυτόχρονα τον οποιοδήποτε οραματισμό για το αύριο.[xiii] Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει κάποιου είδους εμμονική σύνδεση με τα «κακώς κείμενα» της όποιας επίσημης εκφοράς αυτών των «εθνικών οραματισμών», που πολλές φορές απλά εκφυλίζονται σε άκρατες επιφανειακότατες χωρίς ουσία.
Για να λάβει μορφή, όμως, κάτι τέτοιο σαν σχεδιασμός, χρειάζεται ένας «νέος πατριωτισμός». Αυτός ο «νέος πατριωτισμός», θα πρέπει να στηρίζεται σε μια νέα χειραφετική αφήγηση περί πατρίδας που δεν θα διαχωρίζεται από την κοινωνία και τα προβλήματα της τελευταίας. Αντιλαμβανόμενος, έτσι, το έθνος-κράτος, όχι σαν μια μορφή άμεσης έκφρασης της κυριαρχίας των ταξικών συμφερόντων διάφορων ελίτ, αλλά, αντιθέτως, σαν το θεσμικό επιστέγασμα, μέσα στους κόλπους του οποίου οι πολίτες θα μπορούν να εκφράσουν τις ανησυχίες τους, μέσω της άμεσης συμμετοχικότητάς τους, με αυτοπεποίθηση και δυναμικότητα.[xiv]
Τέλος, αυτός ο συλλογικός και συμμετοχικός δημοκρατικός τρόπος ύπαρξης μπορεί να ενυπάρξει εντός ευρύτερων σχημάτων, όπως η Ε.Ε., αρκεί τα τελευταία να έχουν υπερβεί την ηγεμονία μεμονωμένων χωρών, όπως στην παρούσα περίπτωση η Γερμανία· η οποία στηρίζει, εις βάρος άλλων μελών ή μη της Ε.Ε., φιλοδικτατορικές χώρες με γενοκτονικές τάσεις, όπως είναι, διαχρονικά και όχι μόνο στην παρούσα χρονική στιγμή, η Τουρκία.[xv]
Συμπέρασμα
Ανακεφαλαιώνοντας, όπως είδαμε στην μέχρι τούδε ανάλυση του μικρού αυτού δοκιμιακού βιβλίου, ο συγγραφέας προσπάθησε να καταδείξει πως μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να εκμεταλλευτεί τις νέες συνθήκες, τις οποίες επέφερε η Πανδημία, με μετρημένη θετικότητα. Ώστε, να καταβάλει προσπάθεια να καλυτερεύσει τον περιβάλλοντα κόσμο, τον οποίο, πλέον, βλέπουμε, με όλη την γυμνότητά του, μπροστά μας.[xvi]
Επίσης, επαναφέρει στην μνήμη μας, το ότι, επειδή ακριβώς βρισκόμαστε συλλογικά μέσα σε ένα ημι-«δανεικό» πολιτισμικό εποικοδόμημα, είναι αναγκαία η καλλιέργεια ενός νέου ήθους και μιας νέας αυτοσυνειδησίας εντός της κοινότητας στην οποία, εν τέλει, ανήκουμε.
Το έθνος, όντας μια τέτοια κοινότητα, βέβαια, σαν όνομα-τοτέμ, μετατρέπεται σε εκφραστή μιας μεταφυσικής αλληλοταύτισης, που καθιστά το κοινωνικό σύνολο, ως «υπάρχον». Αποτελεί, όμως, αρκετές φορές έναν «φενακισμό», ειδικά όταν ξεπέφτει σε άκαρπες αντιδημοκρατικές μορφές «εθνικισμού» ξεπερασμένων εποχών ή γραφικές πατριωτικές εκδηλώσεις φολκλορικού τύπου.
Παρά ταύτα, όπως καταγράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, μάλλον αρκετά σωστά, δεν παύει σαν ουσία, όμως, να εκπροσωπεί τόσο μια βαθιά ανάγκη για ένα υπερ-ιστορικό «ανήκειν» στον μακρόκοσμο, όσο και μια έτερη αναγκαιότητα «κοινής ιστορίας» και «κοινωνικοποιητικής μυθολογίας» που καθιστά τις ανθρώπινες κοινωνίες, όπως είδαμε παραπάνω, υπαρξιακά δυνατές. Καθώς, μόνο έτσι πλάθονται οι πολιτισμικές κοσμοαντιλήψεις, οι οποίες, απόλυτα ή μη, μετατρέπουν το «ανοίκειο» και το «άγνωστο» σε μέρος ενός «σημαίνοντος όλου» για τους φορείς-εκφραστές τους.[xvii]
Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω διαφαίνεται, ως μεγάλης σπουδαιότητας, το να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος την τραγική φύση της ανθρωπινότητάς του και να επαναπροσδιορίσει την θέση του μέσα στον κόσμο. Δεν μπορεί, έτσι, στο μετά την Πανδημία διαμορφωμένο πλαίσιο, να διατηρηθεί ο ψευδαισθησιακός μικρόκοσμός του «χωρίς ιδιότητες» υπερ-ατόμου, που αλαζονικά υπεκφεύγει την οποιαδήποτε σύνδεσή του με το «πραγματικό»[xviii] ή όταν επιθυμεί να πραγματοποιήσει κάποιου είδους αναφορά, σε κάτι δι-ατομικό, καταφεύγει σε υπερ-αναλυτικές απλουστεύσεις.[xix]
Και αυτό όχι διότι βαίνει σε τροχιά αντίθεσης με κάποιου είδους διπόλου «τοπικότητας εναντίον παγκοσμιότητας», καθότι είμαστε μέτοχοι τόσο της μιας όσο και της άλλης ιδιότητας, αλλά επειδή πρέπει να διαβλέψουμε τον τωρινό δυτικό πολιτισμό και δη τον πολιτισμό γενικότερα, ως αυτό που είναι, δηλαδή ως ένα ανθρώπινο δημιούργημα που «ενυπάρχει» μέσα στις φυσικές πιθανότητες και όχι στις τεχνολογικές «βεβαιότητες». Η «φύση», εξάλλου, δεν έχει «σύστημα», ούτε μπορεί να υπάρξει εντός μιας τέτοιας σύγχρονης δυτικής επιστημονολογικής και μεταφυσικής ερμηνείας.[xx]
Κλείνοντας, μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο, όπου οι μοναδικές, οι απόλυτες και οι «εξ’ αποκαλύψεως αλήθειες», έχουν βρει την αρμόζουσα θέση τους στον χρονοντούλαπο της ιστορίας, χρειάζεται μια πολυτασική θέαση του «Πολιτικού» και της «Κοινωνικής Οντολογίας», σμίγοντας δημιουργικά στοιχεία που μοιάζουν, προ το παρόν, αντιθετικά.[xxi]
[i] Albert Camus, Η πανούκλα, μτφρ.Αγγελική Τατάνη, Γράμματα, Αθήνα 1990, σελ.41.
[ii] Henry David Thoreau, Περιπλανήσεις-Φιλοσοφικοί στοχασμοί, μτφρ.Βασίλης Αθανασιάδης, Κέδρος, Αθήνα 2013, σελ.231.
[iii] Γιώργος Ν.Πολίτης, Το παράδειγμα της Ελλάδας, Ψυχογιός, Αθήνα 2020, σελ.30-32.
[iv] Στο ίδιο, σελ.21-23.
[v] Στο ίδιο, σελ.33-35.
[vi] Στο ίδιο, σελ.51-58, passim.
[vii] Στο ίδιο, σελ.15-20, 75-80, passim.
[viii] Στο ίδιο, σελ.27-28.
[ix] Γιώργος Ν.Πολίτης, Ελευθερία και Εξουσία, Αθήνα 2010, σελ.336-337, του ιδίου, Το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής, Ψυχογιός, Αθήνα 2012, σελ.97 και τέλος επίσης του ιδίου, Εξουσιαστική Αριστερά, και η κρυφή γοητεία της ανοησίας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2019, σ.240. Όπου, με τον όρο «αριστερά», δεν εννοεί ο συγγραφέας γενικά την Αριστερά, η οποία συμπεριλάμβανε/νει στις τάξεις της πνευματικές μορφές που δεν διέπονταν/νται από συγκεντρωτικά και εξουσιαστικά σύνδρομα, αλλά, αντιθέτως, αναφέρεται σε προβληματικές μορφές ιδεοληπτικής κατάχρησης όρων και εννοιών, με σκοπό, εν τέλει, που απέχει παρασάγγας από την κοινωνική χειραφέτηση. Πάνω στο ζήτημα αυτό όσο και γενικότερα πάνω στην προβληματική της εμφάνισης του γραφειοκρατικού και συγκεντρωτικού μοντέλου καθεστώτος του 20ου αιώνα, τόσο με «φασιστικές» όσο και με «κομμουνιστικές» ιδεολογικές βάσεις, όπως το αντιλήφθησαν στοχαστές, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο James Burnham και πολλοί άλλοι, θα γίνει προσπάθεια διαύγασης σε επόμενη μελλοντική σειρά άρθρων. Για το δε φαινόμενο του «φασισμού» θα αναφερθούμε, επίσης, περιληπτικά στο εκτενές άρθρο που ετοιμάζουμε πάνω στην μελέτη του Παναγιώτη Κονδύλη για τον «συντηρητισμό» και την άνοδο της «μαζοδημοκρατίας», εν μέσω κρίσης του «αστικού πολιτισμού» και των νέων εξελίξεων, πάσης χροιάς, του 20-21ου αιώνα.
[x] Γιώργος Ν.Πολίτης, Το παράδειγμα της Ελλάδας, ό.π., σελ.59-66, passim.
[xi] Στο ίδιο, σελ.83-89, passim.
[xii] Στο ίδιο, σελ.91-95, passim.
[xiii] Στο ίδιο, σελ.97-105, passim.
[xiv] Στο ίδιο, σελ.115-122, passim. Μια θέση, εξάλλου, που προσιδιάζει στον πρωταρχικό φιλελευθερισμό των συμμετοχικών καθηκόντων του Μιλ (βλ.John Stuart Mill, Περί Ελευθερίας, μτφρ. Νίκος Μπαλής, Επίκουρος, Αθήνα 2014, σελ.131-132), του προγενέστερού του Λοκ (βλ.John Locke, Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως, μτφρ.Πασχάλης Μ.Κιτρομηλίδης, Πόλις, Αθήνα 2010, σελ.212-214), όσο και στον «κοινωνικό φιλελευθερισμό» του, αρκετά μεταγενέστερου αυτών, Ρωλς (βλ.John Rawls, Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, μτφρ.Σπύρος Μαρκέτος, Μεταίχμιο, Αθήνα 2000, σελ.115-118).
[xv] Στο ίδιο, σελ.41-47, 67-74, 107-114, passim.
[xvi] Αυτή δεν είναι, βέβαια, η πρώτη του (ανα-)στοχαστική συγγραφική δραστηριοποίηση πάνω σε τέτοιες θεματικές. Για μια παρόμοια συγγραφική δοκιμή του ιδίου, βλ. Γιώργος Ν.Πολίτης, Να σηκωθούμε όρθιοι, Ψυχογιός, Αθήνα 2014.
[xvii] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφρ.Σωτήρης Χαλικιάς-Γιούλη Σπαντιδάκη-Κώστας Σπαντιδάκης, Κέδρος, Αθήνα 1978, σελ.220-221.
[xviii] Για κάποιες ευρύτερες σκέψεις σχετικά με το αναπάντεχο της εισβολής του «πραγματικού» στον σύγχρονο υπερψηφιακό κόσμο, επ’ αφορμής της Πανδημίας, βλ. Στέφανος Ρέγκας, Πανδημίες και αισθήματα.
[xix] Για μερικές πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις για τα 200 χρόνια της Εθνικής Επανάστασης του 1821 και την οντολογική σχέση των σημερινών νεοελλήνων μαζί της, βλ. Ν. Σινιόσογλου: Επανάσταση σε πλεξιγκλάς.
[xx] Για την μεταφυσική και εκκοσμικευμένη θρησκειολογική φύση του «επιστημονισμού», βλ.Paul Tyson, «Είναι η επιστήμη η θεολογία της νεωτερικότητας», μτφρ.Πασχάλης Πασχαλίδης, στο Σωτήρης Μητραλέξης-Paul Tyson-Peter Harisson (επιμ.), Πέρα από την επιστήμη και την θρησκεία, Επιμ.Αθανάσιος Σ.Φωκάς, Ροπή, Αθήνα 2021, σελ.222-223. Σε επόμενο άρθρο θα πραγματοποιηθεί συνοπτική ανάλυση του προαναφερόμενου αυτού πρωτότυπου και ενδιαφέροντος συλλογικού τόμου.
[xxi] Για το δρασκέλισμα των παλιών ιδεολογικών σχημάτων και την δημιουργική ζύμωση των γόνιμων στοιχείων της «σοσιαλιστικής, φιλελεύθερης και συντηρητικής σκέψης», βλ. τον Επίλογο, στο Γιώργος Ν.Πολίτης, Εξουσιαστική Αριστερά, και η κρυφή γοητεία της ανοησίας, ό.π., σελ.302-303.