«H αντιηρωική και αντιουτοπική φύση του δυτικού φιλελευθερισμού είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των θρησκόληπτων σκληροπυρηνικών, των ιερέων βασιλέων και όσων επιζητούν την αγνότητα και την ηρωική σωτηρία».
Ian Buruma & Avisahi Margalit
μτφρ:. Μύρων Ζαχαράκης
Τον Μάρτιο του 2019, η φορολογική εμπειρογνώμων Maya Forstater απολύθηκε από τη δουλειά της — δια νόμου, σύμφωνα με δικαστική απόφαση — επειδή διατύπωσε την άποψη ότι «το φύλο είναι βιολογική πραγματικότητα και είναι κάτι το αμετάβλητο». Όταν η συγγραφέας J.K. Rowling επιχείρησε να υπερασπιστεί τη Forstater, δέχτηκε ένα βομβαρδισμό ύβρεων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν και η υπόσχεση μιας κυρίας, να «την πνίξει με το χοντρό trans πέος της». Η συγκεκριμένη υπόθεση έγινε ένα cause célèbre. Ωστόσο, είναι μονάχα μια από τις πολλές τέτοιου είδους υποθέσεις. Σήμερα, οποιοσδήποτε τολμάει να διατυπώσει μια αμφιλεγόμενη άποψη σχετικά με τρανσεξουαλισμό, φυλή, αναπηρία, πολιτική στη Μέση Ανατολή και για μια χούφτα αντίστοιχων ζητημάτων, διακινδυνεύει να απολυθεί, να δεχτεί προσβολές, εκφοβισμό και πιθανότατα να του ασκηθεί και ποινική δίωξη.
Πέρυσι, κυκλοφόρησε ένα «Περιοδικό Αμφιλεγόμενων Ιδεών», το οποίο έδινε στους συντάκτες του τη δυνατότητα να γράφουν χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα, «με σκοπό την προστασία των ίδιων από απειλές για την επαγγελματική σταδιοδρομία ή και τη σωματική τους ακεραιότητα». Πώς έφτασαν ως εδώ τα πράγματα;
Η νέα έλλειψη ανεκτικότητας θεωρείται συχνά ως ένα ιδιαιτέρως Αριστερό πολιτικό φαινόμενο — μια πιο έντονη μορφή «πολιτικής ορθότητας» που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα πανεπιστήμια των Η.Π.Α., κατά τη δεκαετία του 1980. Αλλά αυτή αποτελεί μια μονοδιάστατη προσέγγιση του προβλήματος. Πρώτοι οι Σιωνιστές των Η.Π.Α. εφάρμοσαν, ως τακτική, την άσκηση πίεσης σε οργανισμούς με σκοπό οι τελευταίοι να μην προσκαλούν «ανεπιθύμητους» ομιλητές. Οι Ακροδεξιοί εθνικιστές ανήκουν στους πλέον θερμόαιμους διαδικτυακούς νταήδες, και οι κάθε λογής θρησκόληπτοι ζηλωτές ξεστομίζουν αφειδώς απειλές θανάτου.
Γενικεύοντας, θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι Αριστερές ομάδες, όντας πιο αξιοσέβαστες στη δική μας γωνιά του πλανήτη, προτιμούν να διεκδικούν την επίτευξη των στόχων τους μέσα από οργανισμούς και δια της νόμιμης οδού, τη στιγμή που οι Δεξιές ομάδες κρύβονται πίσω από την ανωνυμία του διαδικτύου. Αλλά η επιδίωξη και των δύο είναι η ίδια: να εκφοβίζουν, να καταπιέζουν, να φιμώνουν στόματα. Σε κάθε περίπτωση, η διάκριση μεταξύ «Αριστερού» και «Δεξιού» καθίσταται όλο και περισσότερο μπερδεμένη, καθώς τα όρια μετατοπίζονται και νέες συμμαχίες προκύπτουν. Αυτό που μπορεί κανείς να πει με σιγουριά είναι ότι οι διάφορες μορφές του σύγχρονου εξτρεμισμού μιμούνται και ερεθίζουν η μια την άλλη. Αυτό που έχει παραμεριστεί, είναι ο πολιτισμένος χώρος που βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο αυτών των δύο.
Γι’ αυτόν τον λόγο, προτιμώ να μην κάνω λόγο περί «φασισμού» ή «πολιτικής ορθότητας» αλλά περί «ολοκληρωτισμού», καθώς αυτός αποτελεί μια ταμπέλα η οποία έχει σχεδιαστεί ώστε να συμπεριλαμβάνει εντός της όλα τα κοινά στοιχεία των Δεξιών και των Αριστερών φανατικών. Συχνά ο ολοκληρωτισμός λογίζεται ως ένα πολιτικό καθεστώς, πράγμα που ίσως καθιστά ρητορική υπερβολή τη δική μου χρήση του όρου. Στο κάτω κάτω, ζούμε ακόμη σε δημοκρατικό πολίτευμα. Θα μπορούσε όμως κανείς να συλλάβει την έννοια του ολοκληρωτισμού και υπό την ευρύτερη σημασία της, ως ένα γενικότερο διανοητικό πλαίσιο και ένας τρόπος πολιτικής συμπεριφοράς. Ο ολοκληρωτισμός, με αυτή την έννοια της λέξης, υπήρχε στη Ρωσία και τη Γερμανία πριν την εδραίωση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, και διατηρήθηκε ως δύναμη στην πολιτική της Δυτικής Ευρώπης ακόμη και μετά τον πόλεμο, στα άκρα του πολιτικού ριζοσπαστισμού. Είναι αυτή η μορφή ο ολοκληρωτισμού, της οποίας η πρόσφατη άνοδος στο προσκήνιο με ανησυχεί. Μια κοινωνία που έχει εξοικειωθεί με σκέψεις και συμπεριφορές που θυμίζουν ολοκληρωτισμό, είναι απίθανο να προβάλλει κάποια ιδιαίτερη αντίσταση σε μια ολοκληρωτική κατάληψη της κρατικής εξουσίας.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού (με την ευρεία έννοια του όρου); Πρώτο και σημαντικότερο, η έλλειψη ανεκτικότητας. Όλα τα ολοκληρωτικά κινήματα είναι εκ πεποιθήσεως μη ανεκτικά, ακόμη και αν δε διαθέτουν τη δύναμη να επιβληθούν με νόμους στους υπόλοιπους. Ο Λένιν πάντοτε απαιτούσε την υπακοή σε μια μονάχα αρχή, που ο ίδιος είχε θεσπίσει. Μεγάλο μέρος των ενεργειών του, πριν το 1917, ήταν αφιερωμένο σε επιθέσεις ενάντια στους «παρεκκλίνοντες» ανάμεσα στα μέλη του κόμματος. Εξίσου δραστήριος υπήρξε ο Χίτλερ στη δίωξη των αντιπάλων του, αν και βέβαια στη δική του περίπτωση εκείνοι δεν προέρχονταν τόσο από το κόμμα του, αλλά ήταν μάλλον όσοι δεν ανήκαν σε αυτό. Από το 1929 και έπειτα, οι «αντιγερμανοί» συγγραφείς και καλλιτέχνες ήταν αναμενόμενο να δέχονται απειλητικά σημειώματα και τηλεφωνήματα και να παρεμποδίζονται οι δημόσιες εμφανίσεις τους. Τον Μάρτιο του 1932, η εφημερίδα των Ναζί Völkischer Beobachter εξέδωσε μια διακήρυξη, την οποία υπέγραφαν 42 καθηγητές, καλώντας σε προστασία της γερμανικής κουλτούρας ενάντια στους «εχθρούς» της. Αργότερα την ίδια χρονιά, τα Dessau Bauhaus έκλεισε εξαιτίας πιέσεων εκ μέρους των Ναζιστών. Όλες εκείνες οι τακτικές καταπίεσης και εκφοβισμού έχουν επαναληφθεί στα πρόσφατα χρόνια, συνήθως από ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα για τους Μπολσεβίκους και Ναζιστές προδρόμους τους.
Τουλάχιστον οι Λένιν και Χίτλερ περιφρονούσαν ανοικτά την ανεκτικότητα, συνδέοντάς τη σωστά, με τον φιλελευθερισμό, τον οποίον μισούσαν. Πολλοί από τους σύγχρονους μιμητές τους, όμως, αρέσκονται να θεωρούν τους εαυτούς τους, όχι απλώς ως ανεκτικούς αλλά και ως εξαιρετικά ανεκτικούς. Πώς είναι δυνατό κάτι τέτοιο; Η απάντηση βρίσκεται σε μια παράξενη διαστροφή των εννοιών, η σημασία των οποίων περνά συχνά απαρατήρητη. Η ανεκτικότητα, με την κλασική φιλελεύθερη έννοια, περιλαμβάνει την αποδοχή δύο προτάσεων, συγχρόνως: ότι 1) μια ιδέα ή πρακτική είναι λάθος, και ότι 2) έχει και αυτή το δικαίωμα να υφίσταται. Αυτή η διπλή κατάφαση, αν δεν είναι αυστηρά αντιφατική, ψυχολογικά είναι οπωσδήποτε δύσκολο να υπάρχει. Είναι αντίθετη στη φυσική μας προδιάθεση να θέλουμε να εξαφανίσουμε τις ιδέες και τις πρακτικές που θεωρούμε εσφαλμένες. Η ανεκτικότητα είναι μια κοπιαστική στάση ζωής. Είναι η στάση μιας πεπαιδευμένης ελίτ, η οποία έχει κατορθώσει να αντιμετωπίζει τις διχογνωμίες με ειρωνεία και καλής ποιότητας χιούμορ.
Στα πρόσφατα χρόνια, η κλασική φιλελεύθερη ιδέα περί ανεκτικότητας έχει ανεπαισθήτως ξεθωριάσει, μπροστά την πολύ διαφορετική ιδέα, της διαβεβαίωσης. Αν η ανεκτικότητα απαιτεί από εμάς να παραχωρούμε ελευθερία σε πεποιθήσεις και πρακτικές που βλέπουμε ως λανθασμένες, η «διαβεβαίωση» απαιτεί να ασπαζόμαστε αναντίρρητα ολόκληρο το φάσμα lifestyles και ταυτοτήτων. («Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι» και «αποδοχή χωρίς εξαίρεση» είναι δύο πρόσφατα σλόγκαν από την καμπάνια του Stonewall).
Από την οπτική γωνία της διαβεβαίωσης, η απλή ανεκτικότητα είναι σαν ένα μη ικανοποιητικό κέντρο επανένταξης — μια απρόθυμη ανοχή ενός πράγματος που θα όφειλε κανείς να αποδέχεται ολόψυχα. Όπως το έθεσε κάποτε ο Bernard Williams, υπάρχει κάτι προβληματικό στη στάση ενός ζευγαριού που απλώς «ανέχεται» τους ομοφυλόφιλους γείτονές του.
Η παρουσίαση της διαβεβαίωσης ως το αποκορύφωμα της ανεκτικότητας — εν είδει «υπερ-ανεκτικότητας», είναι παραπλανητική. Στην πραγματικότητα, η απαίτηση για διαβεβαίωση εισάγει μια νέα μορφή μη ανεκτικότητας, και μάλιστα ισχυρής, καθώς αυτή δεν αναγνωρίζεται ανοικτά ως τέτοια. Λογικά, αν απαιτείται διαβεβαίωση, η μη διαβεβαίωση απαγορεύεται. Δε μπορεί να υπάρξει ανεκτικότητα για όσους δεν διαβεβαιώνουν αυτό που πρέπει.
Αυτό — σημειωτέον — είναι πολύ διαφορετικό από την παλιά φιλελεύθερη αρχή περί «μη ανοχής στον μη ανεκτικό». Εκείνη η αρχή εξυπηρετούσε μονάχα τον αποκλεισμό των διαφόρων Λένιν και Χίτλερ του κόσμου μας, διατηρώντας ένα ευρύ πεδίο για διαφωνίες. Αν όμως δεν απαιτείται απλή ανεκτικότητα, αλλά διαβεβαίωση, το πεδίο για διαφωνίες είναι μηδενικό. Όλοι οφείλουν να διαβεβαιώνουν, διαφορετικά θα αντιμετωπίσουν την «ακύρωση». Εδώ βρίσκεται το μυστικό αυτής της παράξενης και απαίσιας μεταμόρφωσης, όπου οι πρωταθλητές της «πολυπολιτισμικότητας» και της «ανοικτότητας» έχουν καταντήσει οι πλέον ζηλωτικοί διώκτες της σύγχρονης εποχής.
Κατά τα τελευταία χρόνια, η απαίτηση για διαβεβαίωση έχει ακουστεί δυνατότερα από έναν συγκεκριμένο χώρο. Υπάρχουν πολλές απόψεις πάνω στο τι σημαίνει να είναι κανείς γυναίκα ή άνδρας, καμία όμως από αυτές δε θεμελιώνεται στη λογική ή την επιστήμη. Υπό την υπεράσπιση του Stonewall και άλλων πανίσχυρων lobbies, μια μονάχα άποψη έχει αποκτήσει το «μονοπώλιο» στην κοινή αίσθηση: το να είσαι άνδρας ή γυναίκα εξαρτάται από το αν αυτοπροσδιορίζεσαι έτσι, ανεξάρτητα από εμφάνιση, ανατομία και του τι πιστεύουν άλλοι. Το να αμφισβητεί κανείς αυτή την άποψη, ακόμη και στο πλαίσιο ενός φιλοσοφικού διαλόγου, θεωρείται τρανσφοβική ρητορική, πράγμα που αποτελεί αξιόποινη πράξη. «Κάποιες γυναίκες έχουν πέη. Δεχτείτε το».
Θα νόμιζε κανείς ότι τα πανεπιστήμια, αυτοί οι «προμαχώνες» του ελεύθερου διαλόγου, θα είχαν ηγηθεί στην αμφισβήτηση αυτής της νέας, και τόσο αμφιλεγόμενης, δέσμης ιδεών. Αντίθετα, έχουν ηγηθεί στην προσπάθεια επιβολής των. Τα περισσότερα βρετανικά πανεπιστήμια είναι πρωταθλητές στη διαφορετικότητα τύπου Stonewall, πράγμα που σημαίνει ότι έχουν αφιερωθεί στην επιβολή της γραμμής Stonewall, όσον αφορά τις ταυτότητες φύλου.
Οι αντιφρονούντες ανάμεσα στο προσωπικό και στους φοιτητές τραβάνε τις υποψίες, λογοκρίνονται και μερικές φορές αποβάλλονται από το πανεπιστήμιο. Ο φόβος και η ντροπή διαποτίζουν την ατμόσφαιρα. Ένας ανώνυμος κριτικός γράφει ότι περιθωριοποιείται από συναδέλφους και φίλους, οι οποίοι πέφτουν στη λογική πλάνη του συσχετισμού και τον υποπτεύονται. Ένας άλλος παραδέχεται ότι έχει «βιώσει τον φόβο της αντιπαράθεσης και δυσφήμησης του προσώπου του». Βέβαια, δεν υπάρχουν ακόμη αστυνομικές κλούβες— τουλάχιστον προ το παρόν. Αλλά η θεμελιώδης αρχή του ολοκληρωτισμού μπορεί να αναγνωριστεί εδώ: ο βολονταρισμός στον προσδιορισμό των φύλων είναι το επίσημο δόγμα της εκπαίδευσης στη Βρετανία, όπως ακριβώς ο διαλεκτικός υλισμός ήταν το επίσημο δόγμα της εκπαίδευσης στη Σοβιετική Ένωση,
Η έλλειψη ανεκτικότητας αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο του πνεύματος του ολοκληρωτισμού, αλλά δεν συναντάται αποκλειστικά μέσα σε αυτό. Όλες οι μεγάλες Αβραμικές θρησκείες πειθαρχούν, όποτε έχουν αυτή τη δυνατότητα, στην εντολή του ψαλμωδού να μην επιτρέπουν σε «έναν κακό ομιλητή να παραμένει πάνω στη Γη». Αυτό που ξεχωρίζει την ολοκληρωτική έλλειψη ανεκτικότητας από τον παλιού τύπου θρησκευτικό αυταρχισμό, είναι η απαίτηση εκείνης για απόλυτη, ενθουσιώδη αφοσίωση στον σκοπό της. Όχι απλώς η αποχή από το κακό, αλλά και η ολόψυχη προβολή του αγαθού, αυτό απαιτείται από όλους μας. Η ουδετερότητα αποτελεί υπεκφυγή. Η σιωπή αποτελεί προδοσία. «Αν δεν είσαι μέρος της λύσης, τότε είσαι μέρος του προβλήματος».
Ο κλασικός θιασώτης της λογικής του «είτε-είτε» ήταν ο Λένιν, ο οποίος τη μεταχειρίστηκε πολύ αποτελεσματικά, προκειμένου να φιμώσει όσους εκ των υποστηρικτών του τολμούσαν να σκέπτονται ανεξάρτητα. «Η μόνη επιλογή είναι είτε η αστική ιδεολογία είτε η σοσιαλιστική ιδεολογία», έγραφε το 1901. «Κατά συνέπεια, το να υποβαθμίζει κανείς τη σοσιαλιστική ιδεολογία με οποιονδήποτε τρόπο, το να της γυρίζει την πλάτη έστω και ελάχιστα, σημαίνει ότι προσφέρει ενίσχυση στην ιδεολογία των αστών». Η λογική του Λένιν ήταν αδιάλλακτη. Από τη στιγμή που ο Μαρξισμός κατείχε την πληρότητα της αλήθειας, το να παρεκκλίνει κανείς από αυτόν έστω και μια κεραία— «αντικειμενικά», όπως άρεσε στον Λένιν να λέει, πράγμα που σημαίνει «ανεξαρτήτως των προθέσεών του» — σήμαινε ότι τοποθετεί τον εαυτό του στην πλευρά του ψεύδους και της αντίδρασης στην πρόοδο. Δε γινόταν να υπάρξει κανένας συμβιβασμός, καμία μέση λύση.
Το κίνημα Black Lives Matter ανήκει ακριβώς σε αυτή λενινιστική παράδοση του επαναστατικού μαξιμαλισμού. Συνθήματα όπως «η σιωπή είναι βία» και «δεν αρκεί να μην είσαι ρατσιστής, οφείλεις να είσαι και αντιρατσιστής», έχουν κατασκευαστεί για να στιγματίζουν ως εχθρούς, όσους δεν είναι ήδη οπαδοί του. Όλοι πρέπει να «γίνουν μέλη», να «ενσωματωθούν». Όσοι επιλέξουν να ξοδεύουν τον χρόνο τους αλλού, είναι είτε προδότες (αν είναι μαύρου χρώματος) ή ρατσιστές (αν είναι λευκοί). Αυτή είναι η σημασία των τελετουργικών συμβόλων που το κίνημα BLM έχει επιβάλλει στη σαστισμένη κοινή γνώμη. Αν όλοι γύρω σου υψώνουν τη γροθιά τους ή γονατίζουν, η άρνηση να πράξεις το ίδιο σου καταλογίζεται ως σκόπιμη απόπειρα εναντίωσης. Η ουδετερότητα δεν αποτελεί επιλογή. Είτε θα είσαι με το μέρος μας, είτε εναντίον μας.
Αλλά η ώθηση για απόλυτη αφοσίωση δεν αρκείται σε υψωμένα μπράτσα και γονάτισμα. Επιδιώκει να διαπεράσει την ψυχή, να ξετρυπώσει τις κρυμμένες αντιστάσεις και προκαταλήψεις, που υποτίθεται ότι παραμονεύουν εντός μας. Καλεί σε εξονυχιστική αυτοεξέταση και αυτοκριτική. Κατά συνέπεια, οι κινηματίες του BLM απορρίπτουν θυμωμένα τη δήλωση διαμαρτυρίας πολλών λευκών ότι δεν είναι ρατσιστές. Όλοι οι λευκοί είναι ρατσιστές, «υπόρρητα» ή «δομικά» — να ένας ισχυρισμός που είναι αδύνατη η διάψευσή του. Οφείλουν [ενν. οι λευκοί] να ομολογήσουν την ενοχή τους— να «αποκτήσουν επίγνωση του λευκού προνομίου τους», σύμφωνα με την κολακευτική ρητορική του κινήματος— αν βέβαια επιθυμούν να θεωρηθούν «σύμμαχοι».
Εδώ το β’ μέρος: Edward Skidelsky – Η σκιά του ολοκληρωτισμού (μέρος β’)