Από τα πρώτα της κιόλας βήματα, η φιλοσοφία των Νεώτερων Χρόνων συγκρούστηκε με την, κυρίαρχη έως τότε, μεταφυσική του σχολαστικισμού, απέρριψε τις δικές της μορφές συλλογιστικής και αναζήτησε νέες μεθόδους απόκτησης γνώσης, με αφετηρία όχι όμως το γενικό και το αφηρημένο (όπως είχε κάνει ο σχολαστικισμός) αλλά το επιμέρους και το εμπειρικό. Αυτή η στροφή στα εμπειρικά δεδομένα, μπορούσε να πραγματοποιηθεί μονάχα με τη μέθοδο της επαγωγής. Ο εμπειρισμός που είχε διαισθανθεί ο Bacon βρήκε την εφαρμογή του με τα μαθηματικά όταν ο Γαλιλαίος θεμελίωσε τη μηχανική ως τη θεωρία της κίνησης: ως αντικείμενο έρευνας θεωρήθηκε στο εξής μόνο οτιδήποτε μπορεί να προσδιοριστεί ποσοτικά. Η στροφή στο πείραμα (Bacon) και η μαθηματικοποιημένη φυσική (Γαλιλαίος) γέννησαν τη νεώτερη επιστήμη και προσέφεραν στη νεώτερη φιλοσοφία το πολυπόθητο όπλο της ενάντια στον σχολαστικισμό. Ο Kant έθεσε ουσιαστικά τέρμα στη σχετική διαμάχη, αναιρώντας τους κεντρικούς ισχυρισμούς των σχολαστικών φιλοσόφων, και ορίζοντας με ακρίβεια την εμπειρία ως το όριο της γνώσης μας. Με τον Kant μεταβαίνουμε από τη νεώτερη φιλοσοφία στη σύγχρονη. Ωστόσο, οι συνεχιστές του Kant καθόρισαν την ανάπτυξη νέων μεγάλων μεταφυσικών συστημάτων του 19ου αιώνα, κυρίως από τον Hegel και τους υπόλοιπους ιδεαλιστές. Έτσι, ο Wittgenstein και στη συνέχεια οι αναλυτικοί φιλόσοφοι συγκρούστηκαν με τα μεγάλα ιδεαλιστικά φιλοσοφικά συστήματα που κυριαρχούσαν στην εποχή τους, επαναλαμβάνοντας κατά κάποιον τρόπο τη διαμάχη μεταξύ σχολαστικών και νεωτερικών, στον εικοστό αιώνα, με τη βοήθεια των τότε πρόσφατων ανακαλύψεων στα μαθηματικά, (γεωμετρία του χώρου) τη λογική (εμφάνιση τυπικής λογικής) και τη φυσική (κβαντομηχανική, σχετικότητα). Μάλιστα, η αναλογία μπορεί να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, καθώς πολλοί θα υποστηρίξουν ότι ο Αυστριακός στοχαστής, Ludwig Wittgenstein (1889-1951), υπήρξε κατά κάποιον τρόπο ένας «νέος Kant». Ένα είναι σίγουρο: όπως ο Kant, έτσι και εκείνος υπήρξε αναντίρρητα μια σύγχρονη ιδιοφυΐα. Αν το έργο του Heidegger θεωρείται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά έργα του 20ού αιώνα στην ηπειρωτική φιλοσοφική παράδοση, τότε το έργο του Wittgenstein οπωσδήποτε αποτελεί αντίστοιχου κύρους προσφορά στην αναλυτική, για τη διαμόρφωση της οποίας μάλιστα διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο. Μάλιστα, όπως ο Heidegger, έτσι ο Wittgenstein έγραψε μ’ ένα αινιγματικό ύφος και μάλλον ειδικό λεξιλόγιο, με αποτέλεσμα να είναι δυσπρόσιτος στους μη ειδικούς, ενώ οι ριζοσπαστικές ιδέες του αποτέλεσαν επανάσταση στη σκέψη της Δύσης. Ο Wittgenstein υπήρξε επίσης αντισυμβατική προσωπικότητα, με βαθιές υπαρξιακές ανησυχίες και πάθος για την ανακάλυψη της αλήθειας, αλλά και απρεπή συμπεριφορά, που μερικές φορές έφτανε τα όρια της επιθετικότητας, προς όσους δε συμμερίζονταν τις ιδέες του. Ποιος πραγματικά ήταν εκείνος ο μυστηριώδης τύπος που πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εργάστηκε ως δάσκαλος, συνήθιζε να εκφράζεται με αποφθέγματα σχεδόν σαν guru και που κάποτε απείλησε τον Popper με ένα σκαλιστήρι τζακιού; Για να δούμε ποιος ήταν ο φιλόσοφος Wittgenstein πρέπει πρώτα να δούμε τα συγκεκριμένα φιλοσοφικά ερωτήματα που εκείνος επιχείρησε ν’ απαντήσει με το έργο του. Πώς είναι δυνατή η γλώσσα και η σκέψη; Πώς συμβαίνει να λέμε μια πρόταση και οι άλλοι να κατανοούν για ποιο πράγμα μιλάμε; Αυτά είναι ορισμένα από τα σοβαρότερα ερωτήματα που απασχόλησαν από παλιά το φιλοσοφείν. Το Tractatus , το μόνο έργο του Wittgenstein που δημοσιεύτηκε όσο εκείνος ζούσε, είναι ένα έργο σπάνιο στην ιστορία της φιλοσοφίας, καθώς είναι γραμμένο αποφθεγματικά και χωρίς καθόλου βιβλιογραφία, ενώ πέρα από τους Russel, Frege και Kant δεν κατονομάζονται άλλοι στοχαστές.
Το βιβλίο, που γράφτηκε κυριολεκτικά μέσα στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όπου υπηρετούσε ο Wittgenstein (με τον αυστροουγγρικό στρατό), εκδόθηκε χάρη στον Βρετανό φιλόσοφο Bertrand Russell (1872-1970), που φρόντισε να το προλογίσει, αν και στον πρόλογό του ήταν αυστηρά επικριτικός απέναντί του. Αρχικά, το Tractatus δημοσιεύτηκε στη Γερμανία, στο περιοδικό Annalen der Naturphilosophie, με τον τίτλο Logisch-Philosophische Abhandlung. Ο μεταγενέστερος τίτλος, Tractatus Logico-philosophicus, ήταν ιδέα του φίλου και πρώην καθηγητή του Wittgenstein, T.E Moore, για να θυμίζει το έργο του Spinoza, Tractatus Theologico-Politicus, χωρίς ωστόσο να έχει κάποια σχέση με αυτό. Ολόκληρο το βιβλίο επιχειρεί να απαντήσει πρωτίστως σ’ ένα καίριο και θεμελιώδες ερώτημα: τι μπορεί να ειπωθεί με λογικό τρόπο και τι όχι; Προκειμένου να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, ο Wittgenstein σχηματίζει επτά κύριες αποφθεγματικές διατυπώσεις, καθεμιά από τις οποίες αποτελείται από υποπροτάσεις που την επεξηγούν και τη διασαφηνίζουν. Συνεχίζοντας την παράδοση των δασκάλων του, Frege και Russel, ο Wittgenstein διατυπώνει τις προτάσεις του με τύπους της μαθηματικής λογικής.
Η θεωρία του Wittgenstein ονομάστηκε «απεικονιστική». Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Wittgenstein, η λογική είναι αυτή που μας συντονίζει με τον κόσμο, αφού μπορεί να τον απεικονίζει μέσω της γλώσσας. Η γλώσσα με λίγα λόγια, είναι ένα «πρόπλασμα» της πραγματικότητας, την οποία μπορεί να περιγράφει με τις λέξεις και τις προτάσεις της, καταφέρνοντας να συσχετίσει σε καταστάσεις τα επί μέρους πράγματα. Κάθε πρόταση που εκφέρουμε με τη γλώσσα αποτελεί ένα «σημείο», σημαίνει δηλαδή κάτι και αντλεί το νόημά της αποκλειστικά από την αναφορά σε αυτό το κάτι. Αν επαληθεύεται από την εμπειρία μας, τότε η δήλωση της πρότασης είναι αληθής, διαφορετικά είναι ψευδής. «Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν», με αυτή τη φαινομενικά απλή και αυτονόητη φράση ξεκινά το βιβλίο. Ήδη από εδώ όμως εκφράζεται μια επαναστατική ιδέα: ο κόσμος, η εξωτερική πραγματικότητα, δεν είναι ένα σύνολο από επί μέρους αντικείμενα, αλλά από συμβάντα, δηλαδή από ποικίλους συσχετισμούς αυτών των αντικειμένων.
«Ο κόσμος είναι το σύνολο των γεγονότων, όχι των πραγμάτων» είναι η δεύτερη δήλωση του βιβλίου. Για παράδειγμα, όταν λέμε την απλή καθημερινή φράση «ο σκύλος είναι στον κήπο», δεν ονοματίζουμε απλώς δύο πράγματα (σκύλος, κήπος) αλλά εκφράζουμε με μια πρόταση δύο γεγονότα, δηλαδή δύο σχέσεις των πραγμάτων μεταξύ τους. Η δεύτερη δήλωση δηλώνει ότι όλος ο κόσμος που μας περιβάλλει δεν είναι παρά ένας συσχηματισμός των πραγμάτων σε διάφορες καταστάσεις. Αν γνωρίζαμε το σύνολο των πραγμάτων, συνεχίζει ο Wittgenstein, «Αυτό που συμβαίνει, το γεγονός, είναι η ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων». Η αμέσως επόμενη πρόταση καθιστά ακόμη ξεκάθαρο το συλλογισμό του: «κάθε σκέψη είναι μία λογική εικόνα των γεγονότων». Κατά συνέπεια, στο φιλοσοφικό ερώτημα του πως μπορούμε να προσανατολιζόμαστε και να αλληλεπιδρούμε με τον εξωτερικό κόσμο, ο Αυστριακός στοχαστής απαντά με την περίφημη απεικονιστική θεωρία του. Σύμφωνα με αυτή, η λογική είναι αυτή που μας συντονίζει με τον κόσμο, αφού μπορεί να τον απεικονίζει μέσω της γλώσσας.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η γλώσσα αποτελεί απεικόνιση της πραγματικότητας, την οποία περιγράφει με λέξεις και προτάσεις, συσχετίζοντας τα πράγματα μεταξύ τους. Πράγματι, μέσα από τα γλωσσικά σύμβολα πετυχαίνουμε να διατυπώνουμε προτάσεις με νόημα και έτσι οι άνθρωποι ξεφεύγουμε από την απόλυτη απομόνωση (που στη φιλοσοφία συνήθως αποκαλείται «σολιψισμός») και επικοινωνούμε μεταξύ μας. «Η σκέψη είναι μια πρόταση με νόημα» συνεχίζει ο Wittgenstein. Ως εδώ όλα μοιάζουν ξεκάθαρα, αυτές όμως οι φαινομενικά απλές ιδέες έχουν ορισμένες φιλοσοφικές προεκτάσεις. Επειδή όμως, εξηγεί ο Wittgenstein, τα επιμέρους αντικείμενα είναι απλά, δε μπορούν δηλαδή να διαιρεθούν λογικά σε απλούστερα, δε μπορούμε να συνάγουμε από τη γνώση και την κατανόηση του ενός τη γνώση και την κατανόηση του άλλου. Αφού και τα γεγονότα είναι συσχετισμοί αυτών των πραγμάτων, αυτό που έπεται είναι ότι δεν υπάρχει καμία αιτιώδης σύνδεση ανάμεσά τους. Πρακτικά λοιπόν είχε δίκιο ο Hume που υποστήριζε ότι δεν υφίσταται λογική αναγκαιότητα που να εξασφαλίζει πως ο ήλιος θα ανατείλει και αύριο. Άρα η πίστη στην αιτιώδη σύνδεση των πραγμάτων δεν είναι παρά μια παράλογη πίστη των σημερινών ανθρώπων, όπως ακριβώς κάποτε ήταν η μαγεία. Η αιτιότητα είναι μια απλή δεισιδαιμονία, υποστηρίζει χαρακτηριστικά ο Wittgenstein.
Ορίζοντας τον κόσμο ως ένα σύνολο γεγονότων (συσχετισμοί πραγμάτων), ο Wittgenstein εισηγείται έναν ακραίο εμπειρισμό σύμφωνα με τον οποίο, για να έχει νόημα μια σκέψη, πρέπει να υφίσταται ένα εμπειρικό αντίκρισμα στο οποίο αυτή να αντιστοιχεί. Η γλώσσα είναι η γέφυρα που συνδέει τη λογική μας με τον κόσμο. Οτιδήποτε βρίσκεται εκτός της, δε μπορούμε να το προσεγγίσουμε λογικά. Ο Wittgenstein υποστηρίζει πως η πλειοψηφία των ερωτημάτων και των προτάσεων που έχουν διατυπωθεί μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας είναι κυριολεκτικά α-νόητα, δηλαδή στερούνται νοήματος. Η ύπαρξή τους στηρίζεται στο ότι οι φιλόσοφοι αδυνατούν να κατανοήσουν τη λογική της γλώσσας. Αυτό που πραγματικά οφείλει να κάνει η φιλοσοφία, αν θέλει βέβαια να θεωρείται σοβαρή, είναι να οριοθετήσει την έκφραση της σκέψης στη γλώσσα. Χρέος της φιλοσοφίας, η οποία βρίσκεται πέραν των φυσικών επιστημών είναι η κριτική της γλώσσας. Αρνούμενος κάθε ψυχολογισμό, ο Wittgenstein υποστηρίζει ότι το μόνο που μπορεί να λέει η φιλοσοφία, είναι αυτό που μπορεί να ειπωθεί, δηλαδή οι προτάσεις των φυσικών επιστημών. Αυτές διέπονται από λογική και μπορούν να ελεγχθούν αντικειμενικά από την εμπειρία. Οι προτάσεις της γλώσσας μας, που έχουν λογική δομή, υπόκεινται σε εμπειρική επαλήθευση. «Η πρόταση είναι μια συνάρτηση αλήθειας των στοιχειωδών προτάσεων» αναφέρει ο φιλόσοφος στην πέμπτη δήλωση του βιβλίου του. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι κάθε πρόταση ενδέχεται να είναι αληθής ή ψευδής στους ισχυρισμούς της. Καινοτόμος στη μαθηματική λογική, ο Wittgenstein κατασκευάζει έναν πίνακα αληθείας στον οποίο αναπαριστά όλες τις δυνατότητες αλήθειας/ψεύδους για μια δυνατή πρόταση.
Για παράδειγμα, στο συνδυασμό προτάσεων «ο σκύλος είναι στον κήπο και η γάτα είναι στην κουζίνα», η δήλωση για καθένα από τα πράγματα που αναφέρονται (σκύλος, κήπος, γάτα, κουζίνα) ενδέχεται να είναι αληθής (Α) ή ψευδής (Ψ). Το αν είναι αληθής ή ψευδής εξαρτάται από το αν εμπειρικά συμβαίνει αυτό που περιγράφει (αν όντως ο σκύλος είναι στον κήπο και η γάτα είναι στην κουζίνα).
Κάθε πρόταση που εκφέρουμε με τη γλώσσα αποτελεί ένα σημείο, σημαίνει δηλαδή κάτι και αντλεί το νόημά της αποκλειστικά από την αναφορά σε αυτό. Αν εμπειρικά επαληθεύεται, τότε η δήλωση της πρότασης είναι αληθής, διαφορετικά, είναι ψευδής. Για παράδειγμα, η πρόταση «ο σκύλος είναι στον κήπο» έχει κάποιο νόημα επειδή περιγράφει μια κατάσταση που συγκροτείται από εμπειρικά επαληθεύσιμα γεγονότα. Το αν είναι αληθής ή ψευδής η δήλωση εξαρτάται ασφαλώς από το αν όντως ο σκύλος είναι στον κήπο. Ορίζοντας τον κόσμο ως ένα σύνολο γεγονότων (συσχετισμοί πραγμάτων), ο Αυστριακός φιλόσοφος εισηγείται έναν ακραίο εμπειρισμό σύμφωνα με τον οποίο για να έχει νόημα μια σκέψη πρέπει να υφίσταται ένα εμπειρικό αντίκρισμα στο οποίο να αντιστοιχεί. Βέβαια, στη γλώσσα υπάρχουν και οι προτάσεις της καθαρής λογικής, οι οποίες ισχύουν ανεξάρτητα από κάθε δυνατή εμπειρία. Δε μπορούν να μας πουν κάτι για τον κόσμο. Είναι δηλαδή αναλυτικές (ταυτολογίες) και γι’ αυτό δεν έχουν κανένα νόημα . Το ίδιο ισχύει όμως και για τις λογικές αντιφάσεις, οι οποίες εκφράζουν κάτι που είναι λογικά αδύνατο .
Κάθε πρόταση της γλώσσας που έχει νόημα, υποστηρίζει ο συγγραφέας, βρίσκεται ανάμεσα στην ταυτολογία και την αντίφαση. Γι’ αυτό, συμπεραίνει ο Wittgenstein, η γενική μορφή της συνάρτησης αλήθειας είναι [p, ξ, Ν (ξ)], όπου ως p ορίζονται οι ατομικές προτάσεις, ως ξ ένα οποιοδήποτε σύνολο προτάσεων και Ν (ξ) είναι η άρνηση του ξ. Έτσι δηλώνεται η παραγωγή γενικών προτάσεων από συζεύξεις και διαζεύξεις. Αν όμως κάθε πράγμα που σκεφτόμαστε και λέμε βασίζεται στη λογική, τότε οι ορίζοντές μας σχηματίζονται αποκλειστικά από τη λογική. Η γλώσσα είναι όμως η γέφυρα που συνδέει τη λογική μας με τον κόσμο. Οτιδήποτε βρίσκεται εκτός αυτής δε μπορούμε να το προσεγγίσουμε λογικά. Κατά συνέπεια, τα όρια της γλώσσας μας είναι τα όρια του κόσμου μας.
Πίσω από τον αυστηρό μαθηματικό λογικισμό της δομής του, το βιβλίο έχει μια ξεκάθαρη και ριζοσπαστική δήλωση την οποία προσπαθεί να υποστηρίξει: η πλειοψηφία των ερωτημάτων και προτάσεων που έχουν διατυπωθεί μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας είναι κυριολεκτικά α-νόητα, δηλαδή στερούνται νοήματος. Η ύπαρξή τους στηρίζεται στο ότι οι φιλόσοφοι αδυνατούν να κατανοήσουν τη λογική της γλώσσας. Με λίγα λόγια, ολόκληρη η Δυτική φιλοσοφία από τον Πλάτωνα ως τον Hegel τελικά στηρίζεται σε ψευδοπροβλήματα. Αυτό που πραγματικά οφείλει να κάνει η φιλοσοφία, αν θέλει βέβαια να θεωρείται σοβαρή, είναι να οριοθετήσει την έκφραση της σκέψης στη γλώσσα. Χρέος της φιλοσοφίας είναι η κριτική της γλώσσας. Θεωρώντας ότι έχει ορίσει τη δομή μιας λογικά τέλειας γλώσσας, ο Wittgenstein υποστηρίζει ότι το μόνο που μπορεί να λέει η φιλοσοφία, είναι αυτό που μπορεί να ειπωθεί, δηλαδή οι προτάσεις των φυσικών επιστημών . Αυτές διέπονται από λογική και μπορούν να ελεγχθούν αντικειμενικά από την εμπειρία.
Τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής δεν έχουμε καταφέρει να τα απαντήσουμε ως τώρα ακριβώς επειδή δεν επιδέχονται καμία λογική απάντηση. Είναι δηλαδή ασήμαντα; Καθώς το βιβλίο φτάνει προς το τέλος του, ο Αυστριακός φιλόσοφος εγκαταλείπει τις μαθηματικές εκφράσεις του και αρχίζει να θίγει ζητήματα όπως η αισθητική, η ηθική, ο Θεός, η ψυχή και ο θάνατος. Πρόκειται ακριβώς για αυτά που, σύμφωνα με τον ίδιο, δε μπορούν να λυθούν. Έχοντας ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τα άλλα, μοιάζει να έχει μεταβεί σε όσα τον (και μας) ενδιαφέρουν περισσότερο: πρόκειται για όλα αυτά που ο ίδιος συμπεριλαμβάνει κάτω από τον τίτλο «το μυστικό στοιχείο» (“das Mystische”). Αυτό, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, δε μπορεί να λεχθεί, μπορεί όμως να δειχθεί.
Αυτή η μεθοδολογία, εξηγεί, είναι σαν μια ανεμόσκαλα την οποία μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει και αφού ανέβει με τη βοήθειά της, να την παραμερίσει τελικά ως στερημένη νοήματος. Ο Wittgenstein υποστηρίζει πως ύστερα από αυτή την παρέμβασή του με την απεικονιστική θεωρία, όσα ζητήματα μπορεί να απαντήσει η φιλοσοφία έχουν πια απαντηθεί. Ωστόσο, τα ουσιώδη της ζωής δεν τα έχουμε καν αγγίξει. Αυτά εκτοπίζονται εντελώς από τη φιλοσοφία. Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για τα θεμελιώδη της ύπαρξής μας; Ο Wittgenstein είναι κατηγορηματικός: «για όσα δε μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά θα πρέπει να σωπαίνει».Τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής δεν έχουμε καταφέρει να τα απαντήσουμε ως τώρα ακριβώς επειδή δεν επιδέχονται απάντηση. Πρόκειται για όλα αυτά που ο ίδιος συμπεριλαμβάνει κάτω από τον τίτλο «μυστικό στοιχείο». Αυτό, δε μπορεί να λεχθεί, παρά μονάχα να δειχθεί, διότι ακόμη και αν όλα τα ζητήματα που μπορεί να απαντήσει η φιλοσοφία έχουν απαντηθεί, τα ουσιώδη της ζωής δε θα τα έχουμε καν αγγίξει. Αυτά εκτοπίζονται εντελώς από τη φιλοσοφία. Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για τα θεμελιώδη της ύπαρξής μας; Ο Wittgenstein είναι κατηγορηματικός: «για όσα δε μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά θα πρέπει να σωπαίνει». Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχτηκε αργότερα σε προσωπική επιστολή του, το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη: όσα έγραψε και όσα δεν έγραψε. Τα τελευταία είναι τα σημαντικότερα και η λογική (γλώσσα) αδυνατεί να τα ορίσει. Ή μάλλον, είναι τα σημαντικότερα, ακριβώς επειδή η λογική (γλώσσα) αδυνατεί να τα ορίσει. Παρόμοια με τον Kant, ο Wittgenstein αναλαμβάνει το φιλόδοξο εγχείρημα να κάνει μια σαφή οριοθέτηση ανάμεσα στη λογική και το μυστικισμό, το ρητό και το άρρητο, τη γνώση και το βίωμα, με στόχο να προστατεύσει και τις δύο αυτές πλευρές του ανθρώπινου βίου. Με το συγκεκριμένο έργο, ο Wittgenstein στόχευε στην πολεμική και στην αποδόμηση των μεταφυσικών συστημάτων που αυτοπροβάλλονταν ως «υπερεπιστήμες». Ως στόχος της φιλοσοφίας αναγνωρίζεται η κριτική των ψευδαισθήσεων που προκύπτουν από τη γλωσσική καταγωγή φιλοσοφικών προβλημάτων, δηλαδή την κακή χρήση της γλώσσας. Αυτή τη σημασία έχει η φράση του ίδιου ότι, τα όρια της γλώσσας μας είναι και τα όρια του κόσμου μας.
Η φιλοσοφία για τον Wittgenstein δεν έγκειται στην παραγωγή νέων θεωριών αλλά στην προσπάθεια μιας καθαρότερης θέασης όσων ήδη γνωρίζουμε. Αυτή ήταν η ιδέα που ενέπνευσε μια ομάδα επιφανών φιλοσόφων και επιστημόνων της εποχής (λογικοί θετικιστές ή αλλιώς νεοθετικιστές), οι οποίοι αποτέλεσαν τον λεγόμενο Κύκλο της Βιέννης, που όρισε τη γλωσσική στροφή της φιλοσοφίας και δημοσίευσε το φιλοσοφικό του πρόγραμμα με τον τίτλο “Wissenschaftliche Weltauffaschung der Wiener Kreis”, σύμφωνα με το οποίο σχεδόν το σύνολο της παραδοσιακής φιλοσοφίας είναι χωρίς νόημα και ότι το χρέος των φιλοσόφων έγκειται στη γλωσσανάλυση. Εξαιτίας της ανόδου των ναζί και του γεγονότος ότι αρκετοί από αυτούς ήταν εβραϊκής καταγωγής, οι νεοθετικιστές μετανάστευσαν στη Βρετανία και τις Η.Π.Α., όπου έως σήμερα κυριαρχεί η αναλυτική φιλοσοφία (και ονομάζεται έτσι σε αντιδιαστολή με την «ηπειρωτική», που έχει κυρίως απήχηση στην ηπειρωτική Ευρώπη). Να διευκρινιστεί εδώ ότι ο λογικός θετικισμός-νεοθετικισμός δεν ταυτίζεται με την αναλυτική φιλοσοφία, αλλά αποτελεί μια σχολή σκέψης εντός της, με μεγάλη επίδραση. Συγκεκριμένα, ενώ ο λογικός θετικισμός ξεκίνησε τυπικά γύρω στη δεκαετία του 1920 (με τη δημοσίευση του Tractatus του Wittgenstein και τον σχηματισμό του Κύκλου της Βιέννης γύρω από τη μελέτη αυτού του βιβλίου) και παρήκμασε οριστικά γύρω στη δεκαετία του 1970, η αναλυτική φιλοσοφία αναπτύχθηκε για πρώτη φορά γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα και παραμένει ενεργή και σήμερα, με σημαντικό ρόλο στον σύγχρονο φιλοσοφικό διάλογο.
Η γνωστή αυτή εικόνα, με το ζώο που μπορεί να είναι κουνέλι ή πάπια, αναλόγως με το σημείο που θα επιλέξει κανείς να κοιτάξει, δείχνει στην ύστερη φιλοσοφία του Wittgenstein τον ρόλο που παίζει η προϋπάρχουσα εμπειρία ζωής μας γενικότερα, για την αναγνώριση μιας έννοιας (π.χ. αν δεν έχουμε δει ποτέ μας ένα κουνέλι, στο σχήμα θα δούμε μόνο την πάπια).
Ωστόσο, ο Wittgenstein θα αποστασιοποιηθεί αρχικά από τους νεοθετικιστές και αργότερα μάλιστα θ’ αναθεωρήσει ορισμένες από τις βασικές θέσεις τις απεικονιστικής θεωρίας του, στην οποία στηριζόταν ο νεοθετικισμός, και θα διατυπώσει μια νέα θεωρία περί γλώσσας: πρόκειται για τη θεωρία των «γλωσσικών παιγνίων» (“Sprachspiele”). Συγκεκριμένα, στο νέο βιβλίο του με τον τίτλο Φιλοσοφικές Έρευνες (το οποίο όμως εκδόθηκε μετά τον θάνατό του), ο Wittgenstein εξήγησε ότι δεν έχει νόημα να αναρωτιόμαστε για τη σημασία των ονομάτων. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό για το οποίο μπορούμε να αναρωτηθούμε είναι η χρήση τους μέσα στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας. Δε μπορεί να ευρεθεί ένα και μοναδικό νόημα αλλά αντίθετα, κάθε λέξη έχει ένα νόημα ως μέρος εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου. Αν θέλουμε να δούμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί, οφείλουμε να αναζητήσουμε τη χρήση της. Η επιχειρηματολογία του (ύστερου) Wittgenstein ενάντια στη δυνατότητα ύπαρξης μιας ιδιωτικής γλώσσας επιχειρεί να δείξει τον θεμελιωδώς «δημόσιο» χαρακτήρα του γλωσσικού παιχνιδιού που αναπαριστά νοητικές καταστάσεις. Έτσι, όχι απλώς απορρίπτεται κάθε δυνατότητα σχηματισμού μιας μεταγλώσσας αλλά η αλήθεια και η γνώση δεν έχουν ένα σταθερό υπόβαθρο: αυτό μοιάζει να είναι το σχετικιστικό συμπέρασμα που προκύπτει από τις Φιλοσοφικές Έρευνες. Με αυτή τη θεωρία του, ο Wittgenstein μοιάζει να δίνει το τελειωτικό χτύπημα στον νεοθετικισμό και στις επίμονες προσπάθειες του τελευταίου να σχηματίσει μια σταθερή σχέση ανάμεσα στα υποκείμενα και στον κόσμο.