Μια οξυδερκής ανάλυση του Βυζαντινού έργου «Τιμαρίων»[1] προϋποθέτει σύντομη επεξήγηση όρων που έχουμε εισάγει σε παλαιότερα δοκίμια, δημοσιευμένα στο δεύτερο και τρίτο μέρος του περιοδικού ResPublica[2]. Στο επίκεντρο της συζήτησης που αναπτύσσει το άρθρο αυτό βρίσκεται ο «υπόγειος νους», έννοια που οφείλει την ύπαρξή της στο Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, και αφορά τη δεξαμενή ανάδυσης παθών στο εμπειρικό τμήμα του νου. Πρόκειται για το αλογότερο μέρος της ψυχής, στα λόγια του Νικήτα Στηθάτου[3], βασικό χαρακτηριστικό της «ασθενική[ς] και ασταθ[ους] ανθρώπινης φύσης»[4]. Πιο συγκεκριμένα, ο εμπειρικός νους (ή διαφορετικά το λογισμικό τμήμα της ψυχής, με βάση τον Πλάτωνα, ή το λογικό κατά το Στηθάτο)[5], έχει να κάνει με την ικανότητα της ανθρώπινης σκέψης, της νόησης και της ορθοκρισίας, δηλαδή με τις δυνατότητες του νου να ανασύρει από τη μνήμη δεδομένα (σκέψις), τα οποία επεξεργάζεται εσωτερικά (νόησις), με στόχο να καταστεί διακριτό (κρίσης ή judgment) το κατά πόσο μια πράξη, μια πεποίθηση ή ακόμη και ένα συναίσθημα συμβαδίζει με τις αρχές της κοινής ευπρέπειας[6], με τις έννοιες της «δικαιοσύνης, της αλήθειας, της ευσπλαχνίας, της συμπόνοιας και της φιλανθρωπίας», κατά το Στηθάτο[7]. Όπως έχει ειπωθεί, η ανάδυση των παθών από τον υπόγειο στον εμπειρικό νου καταρρακώνει την ορθοκρισία καθότι επιτρέπει τα πάθη, δηλαδή τις πιο εγωκεντρικές ή και αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις, να επέμβουν στη νόηση, πράγμα που οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα αναφορικά με το κατά πόσο μια πράξη ή πεποίθηση συμβαδίζει με την κοινή ευπρέπεια και, επομένως, αποτελεί προϊόν ορθοκρισίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το αποτέλεσμα της επεξεργασίας (νόησις) των δεδομένων (σκέψις) δεν είναι παρά αποτέλεσμα της παρέμβασης των παρορμήσεων του υπόγειου νου (που εκφράζονται μέσω της βούλησης), παρορμήσεις που θέτουν ένα εσφαλμένο σημείο αναφοράς στη διαδικασία της εξαγωγής ορθών και δίκαιων συμπερασμάτων (ορθοκρισία). Υπό διαφορετική διατύπωση, πρόκειται για την περίπτωση όπου η «κρίση … στη διάκριση του σωστού και του λανθασμένου δεν είναι σωστή» εφόσον ο νους μας «ακολουθεί το λανθασμένο δρόμο, επειδή πιστεύει ότι είναι ο ορθός», επειδή «οι επιθυμίες του είναι προσκολλημένες σε υλικά πράγματα … και αντίθετα με τη φύση που του δώρισε ο Θεός»[8]. Έτσι, «εξομοιώνεται με τα ανόητα κτήνη»[9], «κατεβαίνει στο επίπεδο των ζώων»[10], διότι «εξαφανίστηκε η λογική του ικανότητα»[11] και επιθυμεί ανεξέλεγκτα αυτά που επιθυμεί η σάρκα (και όχι το πνεύμα)[12]. Κυριαρχεί, λοιπόν, η βούληση για πλεονεξία (ο υπόγειος νους), το «σκοτάδι» και η «αμαρτία»[13].

Σε μυθολογικές αφηγήσεις από τη Μεσοποταμία, τη Μογγολία, την Αίγυπτο, την Ινδία, τον Ισλαμικό κόσμο, την Ελλάδα και το Δυτικό κόσμο συνολικά, ερχόμαστε σε επαφή με τη λεγόμενη κατάβαση. Ο ήρωας ταξιδεύει στον Κάτω Κόσμο με στόχο να αντιμετωπίσει κάποια τερατόμορφη ύπαρξη, και όταν στη συνέχεια επιστρέφει επιβραβεύεται για την πράξη του. Με βάση την ανάλυση του Carl Jung[14], η κατάβαση (νέκυια) στον Κάτω Κόσμο συμβολίζει τη βύθιση στο ασυνείδητο με στόχο την επακόλουθη αναζήτηση απαντήσεων αναφορικά με το παρελθόν και την προσωπικότητά μας. Παραπέμπει στην ικανότητα ενός ανθρώπου να εισέρχεται στον υπόγειο νου, με στόχο να υπερνικήσει τα πάθη, να ανακαλύψει πτυχές μιας πραγματικότητας που δεν ήταν παρά αποτέλεσμα της κυριαρχίας των άλογων παρορμήσεων (της βουλησιαρχίας). Η κατάβαση είναι εθελοντική. Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να συνδέεται με την πτώση, δηλαδή την αδυναμία του ανθρώπου να αντισταθεί στις επιταγές της βούλησης και, συνακόλουθα, στον εγκλωβισμό του στο άλογο μέρος της ψυχής (υπόγειος νους). Στην Οδύσσεια του Ομήρου, για παράδειγμα, ο Οδυσσέας βυθίζεται στον Άδη και συναντά τον μάντη Τειρεσία, αναζητώντας διόδους επιστροφής στην πατρίδα. Ο Τειρεσίας αποκαλύπτει έμμεσα στον Οδυσσέα το μυστικό του θανάτου του, ενώ την ίδια στιγμή ο Αγαμέμνονας εξηγεί πώς έφυγε από τη ζωή με τρόπο άδικο και αιφνίδιο[15] εξαιτίας της απατηλής Κλυταιμνήστρας[16]. Επιπλέον, ο Τειρεσίας τον συμβουλεύει να αντισταθεί στον πειρασμό και την εξαπάτηση, να αποφύγει δηλαδή να φάει τα κοπάδια του Ήλιου[17], καθώς αυτή ήταν η πράξη που οδήγησε στο θάνατο του ίδιου. Όπως ο Οδυσσέας μαθαίνει από τον Τειρεσία (που κατοικεί στον Κάτω Κόσμο) την αιτία του τραγικού θανάτου του τελευταίου, με τον ίδιο τρόπο η κατάβαση στον υπόγειο νου μας επιτρέπει να εντοπίζουμε τις αιτίες των ανθρώπινων δυστυχιών, δηλαδή τις ψυχικές δυνάμεις που πηγάζουν από αυτό το σκοτεινό νοητικό πεδίο, δυνάμεις που μας ωθούν στην τέλεση αδικιών, στην καταστροφή, στην ύβρη και το βίαιο θάνατο. Με λίγα λόγια, πρόκειται για τη «δεινότητα» της ανθρώπινης φύσης.

Σε σύγκριση με τον Όμηρο, η κατάβαση του Τιμαρίωνα στον Άδη διαφέρει στα εξής σημεία: η κατάβαση του Τιμαρίωνα δεν είναι εθελοντική. Ο «Τιμαρίων» δεν βυθίζεται στον Άδη με στόχο την εξεύρεση απαντήσεων. Την κατάβαση επιβάλει μια εξωτερική δύναμη. Πιο συγκεκριμένα, ο «Τιμαρίων» κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στη Θεσσαλονίκη (από την Κωνσταντινούπολη), προσβάλλεται από ασθένεια και οδηγείται στον Αδη. Οι νεκραγωγοί (οι κουβαλητές των ψυχών στον Άδη) Οξύβαντας και Νυκτίωνας θεωρούν ότι ο Τιμαρίωνας «απέβαλε το τέταρτο στοιχείο, άδειασε δηλαδή από μέσα του ολόκληρη τη χολή, και στο εξής δεν είναι δυνατόν να συντηρείται και να ζει με τα υπόλοιπα τρία. Γιατί υπάρχει στον Άδη αναρτημένη σε στήλη απόφαση του Ασκληπιού και του Ιπποκράτης, να μην μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος, όταν του λείπει το ένα από τα τέσσερα στοιχεία, ακόμη κι αν είναι σε καλή κατάσταση το σώμα του»[18]. Στον Άδη ο Τιμαρίωνας συναντά διάφορες προσωπικότητες της κλασικής αρχαιότητας, μεταξύ άλλων φιλοσόφους και ρήτορες (όπως οι Στωικοί και ο Διογένης ο Κυνικός), αλλά και πανεπιστημιακούς ή δασκάλους της Βυζαντινής περιόδου (όπως ο Μιχαήλ Ψελλός και ο δάσκαλός του ο Θεόδωρος Σμυρναίος). Όπως φαίνεται, ο συγγραφέας ήταν γνώστης του έργου του Αριστοτέλη, του Θουκυδίδη, του Πλούταρχου και του Ευριπίδη, ενώ αρκετές είναι και οι «ρητές είτε έμμεσες … αναφορές στον Όμηρο»[19]. Σε γενικές γραμμές, οι αναφορές στην κλασική αρχαιότητα άμεσα υποδεικνύουν την ύπαρξη της ελληνικής συνέχειας, ως μεθάρμοσή σε ένα καθεστώς οικουμένης που σφυρηλάτησε η επικράτηση του Χριστιανισμού. Ως ένα βαθμό, αυτό ισχυρίζεται και ο Steven Runciman[20]. Θα περιοριστούμε, όμως, στο άρθρο αυτό σε συζητήσεις που επικεντρώνονται αποκλειστικά και μόνο στο ανθρωπολογικό νόημα του «Τιμαρίων», που δεν είναι άλλο από την αγάπη για ζωή μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένου κοινωνικού μηδενισμού.

Με βάση τις περιγραφές του Hunger, ο Κάτω Κόσμος (στο «Τιμαρίων») δεν διαφέρει από την επίγεια ζωή[21]. Είναι αλήθεια ότι ο Κάτω Κόσμος του «Τιμαρίων» δεν είναι αυτός που συναντά κανείς ούτε στον Όμηρο αλλά ούτε και στη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Ως ένα βαθμό αυτό ενδέχεται να οφείλεται στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο έργο δεν είναι παρά ένα σατιρικό μυθιστόρημα που άμεσο στόχο είχε να καυτηριάσει «ορισμένες ανώτερες κοινωνικές ομάδες και διάφορα φαινόμενα της εποχής του, όπως η λαιμαργία και η κοινωνική ανισότητα των Βυζαντινών»[22]. Με μια δεύτερη ανάγνωση, ωστόσο, διαπιστώνουμε ότι ο συγγραφέας δεν περιγράφει την κατάβαση στον Άδη σα μια ιδιαίτερη ευχάριστη περιπέτεια. Θα πρέπει, με άλλα λόγια, το ελαφρύ και σατιρικό ύφος του κειμένου να μην καταστεί αφορμή εξαγωγής αμφιλεγόμενων συμπερασμάτων αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις του συγγραφέα. Πιο συγκεκριμένα, την εμπειρία της κατάβασης διηγείται ο πρωταγωνιστής Τιμαρίωνας στον φίλο του Κυδίων, έπειτα από συνεχείς παρακλήσεις του δεύτερου. Μάλιστα, ο Κυδίων τον ενθαρρύνει πως δεν θα πάθει «και τίποτα σοβαρό» αν του διηγηθεί τις «περιπέτειές» του «με περισσότερες λεπτομέρειες»[23]. «Ξεστόμισέ τα, μην τα κρατάς μέσα σου, για να τα ξέρουμε και οι δύο», λέει ο Κυδίων[24] στην αρχή των διαλόγων, σα να πρόκειται για ένα δυσβάστακτο εσωτερικό βάρος που είναι καταδικασμένος ο Τιμαρίωνας να κουβαλά μέσα του. Όπως απαντά στη συνέχεια ο ίδιος όταν δειλά δειλά ξεκινά τη διήγηση: «Ας χρησιμοποιήσω όμως ως προοίμιο τα λόγια του Ευριπίδη. Από κει άλλωστε πρέπει ν’ αρχίσω για παρόμοια πράγματα. «Δεν υπάρχει τίποτε φοβερό, έτσι ας το πούμε, ούτε πάθος, ούτε συμφορά σταλμένη από το Θεό, που να μη σηκώνει το βάρος τους η ανθρώπινη φύση. Γιατί η γη δεν τρέφει τίποτε πιο δυστυχισμένο από τον άνθρωπο». Αν σου διηγηθώ λοιπόν με λεπτομέρειες τα δικά μου, φίλτατε, θα έλεγες ότι είναι καλύτερο να σωπάσω και να μη φλυαρώ σε σας, που θέλετε τόσο πολύ ν’ ακούσετε» [25]. Χαρακτηριστικές η σκηνή όπου «το σκοτάδι που διακρινόνταν μέσα από το στόμιο» της εισόδου στον Άδη, «στόμιο πολύ μεγαλύτερο από τα πηγάδια» φάνηκε στον Τιμαρίωνα «αηδιαστικό» και του «γέμισε μίσος»[26]. Πολλές φορές προβάλουν σκηνές όπου οι νεκροί τρέφονται με «λιπαρό φαγητό»[27] καθώς και η ύπαρξη αρουραίων και ποντικιών. Για την ύπαρξη ποντικιών, λέει ο Τιμαρίωνας, «αυτό πια δεν μπορώ να το υποφέρω με τίποτε· γιατί τα σιχαινόμουν περισσότερο από καθετί άλλο σιχαμερό και ένιωσα κάποια ανακούφιση στην εδώ κατάβασή μου, γιατί απαλλάχτηκα από την ενόχλησή τους. Αν όμως και εδώ θα χρειάζεται να παλεύω μ’ αυτά, ξανά θα έχω ανάγκη από άλλο θάνατο και δεν ξέρω σε ποιον Άδη θα κατέβω»[28]. Στο σημείο αυτό ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα κομβικό σημείο του έργου, καθώς ο συγγραφέας μιλά για τη φυγή μέσω του θανάτου. Πιο συγκεκριμένα, ο θάνατος εμφανίζεται σα λύτρωση από τις πιο βασανιστικές ανθρώπινες ανησυχίες που το αρχέτυπο του ποντικιού συμβολίζει (με βάση τον Jung)[29].

Σε παλαιότερη ανάρτησή μας είχε θιχτεί το ζήτημα της απόγνωσης, του πεσιμισμού και του αντίστοιχου μηδενισμού που ενδέχεται να πυροδοτήσει αντιδράσεις, οι οποίες μας ωθούν στην αυτοκαταστροφή, ως τη μόνη διέξοδο στην απώλεια νοήματος. Μιλήσαμε για την ανάδυση του Μεφιστοφελικού ανθρώπου, κάνοντας αναφορές στον Φάουστ του Γκαίτε. Ο Μεφιστοφελικός ανθρωπότυπος δεν αποτελεί παρά εξέλιξη και συνέπεια της κυριαρχίας του Φαουστικού παραδείγματος, δηλαδή του νεοτερικού άρματος της προόδου μέσω της αέναης παραγωγής και κατανάλωσης, την οποία συνόδεψε η απομάγευση του δυτικού κόσμου ώστε να κυριαρχήσει ο υλισμός της μετα-ντεϊστικής πραγματικότητας, αλλά και η οριστική διάλυση των συνεκτικών δεσμών που συγκρατούν ενωμένη μια κοινωνική συλλογικότητα. Ο πεσιμιστής Μεφιστοφελικός άνθρωπος αγαπά το σκοτάδι[30], δηλαδή τις δυνάμεις του υπόγειου νου, την τάση για εκδίκηση η οποία πολλές φορές συνοδεύεται από την τάση για αυτοκαταστροφή που αναγνωρίζει ως μοναδική διέξοδο. Πιο συγκεκριμένα, ο Μεφιστοφελικός χαρακτήρας εκτρέφει μνησικακία προς τον γήινο κόσμο, τον οποίο θεωρεί υπαίτιο για τη δική του θλίψη και κενότητα. Θα προσπαθήσει, λοιπόν, πριν αναζητήσει διέξοδο στη δική του ανυπαρξία να στραφεί εναντίον του με εκδικητική μανία. Ωστόσο, ένα από τα βασικά νοήματα που η δική μας προσέγγιση εντοπίζει στο έργο του Τιμαρίωνα είναι η τελική άρνηση του θανάτου ή (υπό τη δική μας συμβολική οπτική γωνία) η άρνηση της παράδοσής μας στις δυνάμεις του υπόγειου νου, στον πεσιμισμό, τη μνησικακία και την αυτοκαταστροφή. Με βάση τον συγγραφέα, ο Τιμαρίωνας δεν προοριζόταν να πεθάνει. Όταν εξετάστηκε η επιφάνεια της ψυχής του «διακρίνονται σάρκες σ’ αυτή, μια και ασπάστηκε βίαια από το σώμα»[31]. Στο δικαστήριο του Άδη, που λαμβάνει χώρα με στόχο να διαλευκανθεί κατά πόσο ο Οξύβαντας και Νυκτίωνας αφαίρεσαν την ψυχή του Τιμαρίωνα άδικα, οδηγώντας την στον Κάτω Κόσμο, οι δικαστές του Αδη μαζί με το συμβούλιο των γιατρών, το οποίο αποτελούν ο Ασκληπιός, ο Ιπποκράτης και ο Ερασίστρατος, αποφαίνονται υπέρ του αιτήματος για την επιστροφή του θανούντος στη ζωή. Άλλωστε, «αυτό που εκκρινόταν δεν ήταν βασικό συστατικό υγρό, αλλ’ επειδή η καθημερινή τροφή με το κάψιμο που υπήρχε στο συκώτι μεταβαλλόταν σε χολή, αναγκαστικά τέτοιο ήταν αυτό που εκκρινόταν, όμοιο με χολή και πικρό … Γι’ αυτόν το λόγο και η καθημερινή τροφή σάπιζε και γινόταν χολή και έκανε όμοια με χολή και την κένωση των περιττωμάτων· με αποτέλεσμα αυτό που αποβαλλόταν να μην είναι στοιχειώδης και καθαρή χολή, αλλά αυτά τα συνηθισμένα περιττώματα ανακατεμένα με χολή, που ήταν πολύ περισσότερη εξαιτίας του καψίματος στο συκώτι[32].

Με βάση το διατακτικό του δικαστηρίου, «επειδή ο Νυκτίων και ο Οξύβας έπεσαν σε σφάλμα σχετικά με τους νεκρικούς νόμους, από τώρα και στο εξής [θα πρέπει] ν’ απομακρυνθούν από την τάξη των ψυχοπομπών. Και ο Τιμαρίων να επιστρέψει στη ζωή και να μπει ξανά στο σώμα του» [33]. Όλη η διαδικασία της δίκης περιγράφεται με τέτοιον τρόπο ώστε να προσιδιάζει στη νόηση και ορθοκρισία (ή στη διάννοια, με βάση το Στηθάτο). Πρόκειται, στην ουσία, για την ενεργοποίηση της νόησης που η εξουσία των δυνάμεων του υπόγειου νου αδρανοποιεί· πρόκειται για την ικανότητα του ανθρώπινου νου να δημιουργεί ρωγμές φωτός, ως ελπίδα αναγέννησης της ψυχής και συνειδητοποίηση της αγάπης για ζωή έναντι του σκότους και της κυριαρχίας των υποχθόνιων δυνάμεων, των παθών, της μνησικακίας και της Μεφιστοφελικής αυτοκαταστροφής που ορισμένες φορές εμφανίζεται ως δήθεν διέξοδος στο μηδενισμό και την απόγνωση. Όπως άλλωστε αναφέρεται στο διατακτικό της δίκης, «[κ]ι όταν συμπληρώσει τον καθορισμένο χρόνο από τη μοίρα, [ο Τιμαρίωνας] αφού γίνουν προς τιμήν του οι καθιερωμένες τελετές, να οδηγηθεί πάλι στον Άδη από τους αρμόδιους για τον τόπο του ψυχοπομούς»[34]. Ας κρατήσουμε, στο σημείο αυτό τούτη τη φράση ως ύμνο στη ζωή (συμβολικά ή κυριολεκτικά), διότι αν δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα δώσουμε τέλος στο δικό μας εαυτό, τον πνευματικό ή και τον υλικό. Αν το τέλος πρέπει να αναλάβει η μοίρα (η fortuna), τότε το μόνο που μας μένει δεν είναι παρά η συνέχιση της πάλης ενάντια στις κακουχίες από τις οποίες κανένας θνητός ανθρώπινος νους δεν μπορεί να δραπετεύσει, παρά μόνο αν προσδώσει ένα νόημα σε αυτές, ώστε να αντισταθεί στην πτώση, δηλαδή στην καταρράκωση της ορθοκρισίας και την αιχμαλώτηση του εμπειρικού στις δυνάμεις του υπόγειου νου. Με άλλα λόγια, ας ενστερνιστούμε το πνεύμα του Τιμαρίωνα, σα να πρόκειται για μια αχτίδα βελτιοδοξίας και ευκοσμίας ενάντια στο γενικευμένο πεσιμισμό.


[1] Τιμαρίων, Ένα ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη. (Μετάφραση: Πέτρος Βλαχάκος). 2019. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτρος.

[2] Μιχάλης Θεοδοσιάδης, Η βελτιόδοξη και ανθρωποκεντρική ευκοσμία, η κοινή ευπρέπεια και ο λαϊκός οικουμενισμός, για το τρίτο τεύχος του περιοδικού ResPublica. 2020. Θεσσαλονίκη (σσ.29-39). Επιπλέον, Μιχάλης Θεοδοσιάδης, Βελτιοδοξία και ελπίδα, για το δεύτερο τεύχος του περιοδικού ResPublica. 2020. (σσ.69-70).

[3] Νικήτας Στηθάτος, Περί Ψυχής. (Μετάφραση: Νικόλαος Καλομπάτσος). 2006. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτρος (σ.87, 93).

[4] Ο.π., σ.87.

[5] Για τον Πλάτωνα, το λογισμικό «τά δέ ἂγοντα καί ἕλκοντα διά παθημάτων τέ καί νοσημάτων παραγίγνεται». Πλάτων, Πολιτεία. (Μετάφραση: Νικόλαος Μ. Σκουτερόπουλος). 2014. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις (σ.316). Επιπλέον, Νικήτας Στηθάτος, Περί Ψυχής… (σ.85, σ.93).

[6] Ο συσχετισμός της σκέψης (thinking) με την ορθοκρισίας (judgment) αλλά και τη νόησης (noesis) αναλύονται στο βιβλίο της Hannah Arendt, The Life of The Mind, 1978. New York: Harvest/HBJ Book. Με στόχο την αποφυγή παρουσίασης παρόμοιων αναλύσεων πάνω στο έργο της Arendt, εισάγουμε στο άρθρο αυτό τη σκέψη του Νικήτα Στηθάτου. Θα μπορούσαμε να συνδέσουμε τη νόηση και την ορθοκρισία με τη «διάνοια» του Στηθάτου, δηλαδή, με την ικανότητα του ανθρώπου να εξετάζει «κατά πόσο μια γνώμη είναι σωστή ή λανθασμένη» (Ο.π., σ.103).

[7] Ο.π., (σ.81).

[8] Ο.π., (σ.97).

[9] Ο.π.

[10] Ο.π., (σ.109).

[11] Ο.π., (σ.98).

[12] Ο.π., (σ.105, σ.115).

[13] Ο.π., (σ.107).

[14]  Carl Gustav Jung, Analytical Psychology. 2014. London: Routledge.

[15] Homer, Odyssey (Volume 2), 1966. London: William Heinemann Ltd. (σ.415).

[16] Ο.π., (σ.417).

[17] Ο.π., (σ.393).

[18] Τιμαρίων… (σ.77-9).

[19] Πέτρος Βλαχάκος, Εισαγωγή στο Τιμαρίων… (σ.31).

[20] Ο Steven Runciman, στο βιβλίο Βυζαντινός Πολιτισμός (2017. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο), συζητά εκτενώς για τις κλασσικές επιρροές στη Βυζαντινή τέχνη. Τόσο το «Τιμαρίων» όσο και οι μελέτες του Runciman καθιστούν έκδηλη την «ελληνική συνέχεια», αναιρώντας έτσι το ευρωκεντρικό αφήγημα, την αμαύρωση της φήμης του Βυζαντινού κόσμου ως παρέκκλιση από το κλασικό πνεύμα. Εδώ συναντά κανείς την εξέλιξη του λεγόμενου κλασικού ελληνισμού, ο οποίος καλείται να μεθαρμοστεί σε ένα οικουμενικό και διαπολιτισμικό πνεύμα.

[21] Herbert Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία (Τόμος Δεύτερος). (Μετάφραση: Κόλιας Ταξιάρχης). 2009. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ).

[22] Πέτρος Βλαχάκος, Εισαγωγή στο Τιμαρίων… (σ.30).

[23] Τιμαρίων… (σ.47).

[24] Ο.π., (σ.41).

[25] Ο.π., (σ.43).

[26] Ο.π., (σ.79).

[27] Ο.π., (σ.89).

[28] Ο.π., (σ.91).

[29] Carl Gustav Jung. Children’s Dreams: Notes from the Seminar Given in 1936-1940. 2012. Princeton: Princeton University Press. (σ.363)

[30] Ετυμολογικά, η λέξη Μεφιστοφελής (Mephistopheles) είναι σύνθετη: ξεκινά με το στερητικό μη (me), και ακολουθεί η λέξη φως (phos, ή phisto, κατόπιν επεξεργασίας) και φίλος (αυτός που αγαπά, όπως κατανοείται στα αρχαία ελληνικά). Ως εκ τούτου, ο Μεφιστοφελής δεν είναι άλλος παρά αυτός που δεν αγαπά το φως, με άλλα λόγια, ο λάτρης του σκότους. Βλ. Black, J., Conolly, L., Flint, K., et al. (Eds.). The Broadview Anthology of British Literature Volume 2: The Renaissance and the Early Seventeenth Century. 2016. Τρίτη έκδοση. Peterborough, Ontario: Broadview Press (σ.423).

[31] Τιμαρίων… (σ.145).

[32] Ο.π., (σ.147-9).

[33] Ο.π., (σ.151).

[34] Ο.π.