Washington Crossing the Delaware by Emanuel Gottlieb Leutze, 1851. Metropolitan Museum of Art in New York City.

Η Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας, όπως επικυρώθηκε στην αίθουσα συνεδριάσεων της Φιλαδέλφειας, αποτελεί πράξη εφαρμογής βασικών αρχών του Διαφωτισμού (με έμφαση στην προστασία από αυθαίρετες εξουσίες και στο δικαίωμα επιδίωξης της ατομικής ευτυχίας). Για πολλούς η Αμερικανική Επανάσταση αποτελεί ιστορικό ορόσημο στην υπεροχή της λογικής, στην ελεύθερη βούληση και ατομική ελευθερία (όπως προτάσσει η Διακήρυξη), έναντι της απολυταρχίας και των αυθαιρεσιών κάθε κεντρικής εξουσίας. Στο άρθρο αυτό θα εξηγηθούν οι λόγοι που η ίδια η Επανάσταση, αναμφίβολα ένα γεγονός σταθμός στην ιστορία της νεοτερικότητας, επικαλούμενη τις πρώτο-ανθρωποκεντρικές (όπως τις έχουμε ονομάσει παλαιότερα) αξίες του Διαφωτισμού, ήρθε σε ρήξη με τη δημοκρατική παράδοση της Αμερικής, τα Town Hall Meetings (δημοτικά συμβούλια), που (σύμφωνα με αρκετούς στοχαστές, όπως η Hannah Arendt) αποτελούν μια από τις πιο σημαντικές πτυχές των βιωμάτων στο Νέο Κόσμο. Ταυτόχρονα, θα συζητηθούν και αρκετές από τις αιτιάσεις που στρέφονται ενάντια στους πρωτεργάτες της Αμερικανικής Επανάστασης αναφορικά με την «ανοχή» τους στο δουλοκτητικό καθεστώς που κυριαρχούσε κυρίως στις νότιες πολιτείες.

Το δημοκρατικό διακύβευμα στο Νέο Κόσμο και ο Χαμένος Θησαυρός

O δημοκρατικός ρεπουμπλικανισμός στην Αμερική ξεκινά με το Mayflower Compact. Οι Πουριτανοί προσκυνητές που έφτασαν στον Νέο Κόσμο από την Αγγλία, κυνηγημένοι από το Βρετανικό Στέμμα[1], συνέταξαν κοινότητες οι οποίες λειτουργούσαν σε δημοκρατικά πρότυπα[2]. Όπως ισχυρίζεται ο Tocqueville, στις αποικίες αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε, από το 1650 και έπειτα, μια δημοκρατική παράδοση, η οποία εδράστηκε στην αρχή της «λαϊκής κυριαρχίας», βάσει της οποίας όλες οι υποθέσεις της κοινότητας οφείλουν να γίνονται αντικείμενα συζήτησης σε γενικές συνελεύσεις, όπως στην αγορά της αρχαίας Αθήνας[3]. Στη Νέα Αγγλία, εξηγεί ο Kloppenberg, οι προσκυνητές ανέπτυξαν τις δικές τους πρακτικές λαϊκής κυβέρνησης. Ακολούθησαν τις αρχές του Αγγλικού αντικομφορμισμού[4] και ενστερνίστηκαν τη χριστιανική ηθική της αγάπης, της ισότητας και της αμοιβαιότητας. Πάνω σε αυτές τις αξίες εδράστηκαν οι θεσμοί της δημοκρατικής αυτοδιοίκησης που οι ίδιοι δημιούργησαν[5]. Στην πόλη του Νιου Χέιβεν, η οποία ιδρύθηκε το 1643 από τον υπουργό του Λονδίνου John Davenport, οι άποικοι βίωναν τη δημοκρατία[6]. Με βάση τον Magnusson, τα δημοκρατικά συμβούλια της Αμερικής υπάγονται σε μια γενεαλογία αυτονομίας. Πρόκειται για τη σχετική αυτονομία (από τις εξουσίες του Στέμματος) που ήδη βίωναν τα Αγγλικά χωριά κατά την περίοδο του Μεσαίωνα μέχρι και την εδραίωση του νεοτερικού εθνοκρατικού μοντέλου, το οποίο ηγήθηκε της μετάβασης προς τη βιομηχανοποίηση της χώρας, με άμεση συνέπεια να διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός των αγροτικών κοινοτήτων και να εξασθενίσουν οι θεσμοί της αυτοκυβέρνησης των χωριών[7]. Βέβαια, στις αποικίες της Βόρειας Αμερικής το καθεστώς της αυτονομίας συνεχίζεται υπό συνθήκες οι οποίες ενθάρρυναν τη διάδοση δημοκρατικών ιδεών[8]. Στη Νέα Αγγλία, γράφει ο Tocqueville, ο νόμος της αντιπροσώπευσης (όπως ορίζεται από το σύγχρονο φιλελεύθερο καθεστώς) δεν υιοθετήθηκε ποτέ[9].

Ωστόσο, η δημοκρατική παράδοση που αναπτύχθηκε στη βόρεια Αμερική, όπως πίστευαν οι έποικοι, βρίσκονταν διαρκώς σε σύγκρουση με τις επιδιώξεις του Βρετανικού Κοινοβουλίου. Στη δική τους αντίληψη το Κοινοβούλιο της Βρετανίας δεν ήταν παρά μια ορατή απειλή ενάντια στην αυτονομία των δικών τους κοινοτήτων, καθώς και στην οικονομική ευημερία των αποικιών. Το έργο του Thomas Paine Common Sense μία από τις πιο σημαντικές πραγματείες ολόκληρης της επαναστατικής εποχής, με έντονη επιρροή σε διανοητικούς κύκλους της Επανάστασης[10], προωθεί τη ρήξη όχι μόνο με το Κοινοβούλιο, αλλά και με το ίδιο το Στέμμα. Μάλιστα, στα έργα του Paine γίνονται αναφορές στην Αγία Γραφή. Με βάση τις ερμηνείες του ίδιου, οι Ισραηλίτες δεν θα έπρεπε να εμπιστεύονται τους βασιλιάδες λόγο του φθόνου και της απληστίας τους. Ο μόνος θρόνος τον οποίο οι άνθρωποι θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποδεχτούν είναι ο επουράνιος (Θεϊκός) θρόνος. Επιπλέον, εκτός από τα επαναστατικά φυλλάδια του Paine θα πρέπει να γίνει λόγος και για το ρόλο που έπαιξαν ορισμένοι Αμερικανοί ιερείς στη διάδοση πολιτικών αφηγημάτων, βάσει των οποίων η δημοκρατία είναι το μόνο πολίτευμα που θα μπορούσε να καταστεί αποδεκτό από το Χριστιανικό πνεύμα[11]. Τέλος, οι εκκλήσεις τους για ένοπλη εξέγερση ενάντια στο Στέμμα απηχούσαν ιστορίες της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες μιλούσαν μια γλώσσα που ο απλός Αμερικάνος μπορούσε να καταλάβει[12]. Όπως λοιπόν γίνεται κατανοητό, η Αμερικανική Επανάσταση δεν ήταν παρά ένα αποσχιστικό κίνημα, με άμεση επιδίωξη την προάσπιση των εν μέρη ανθρωποκεντρικών (δημοκρατικών) κεκτημένων. Σε αντίθεση με τη Γαλλική Επανάσταση, δεν επεδίωκε την ανάδυση μιας νέας ανθρωπότητας. Προφανώς, αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που ο Gordon Wood και ο Robert Fine θεώρησαν την Αμερικανική Επανάσταση «συντηρητική»[13].

Ως εκ τούτου, αντί να διαρρήξουν τις σχέσεις τους με το Αμερικανικό παρελθόν[14], οι Αμερικανοί Επαναστάτες φιλοδοξούσαν να προστατέψουν το ισχύον καθεστώς ελευθεριών[15], συντηρώντας μια πολιτική κληρονομιά, στη βάση της οποίας βρίσκεται η πεποίθηση περί υπονόμευσης της πολιτικής ελευθερίας από τη βρετανική αριστοκρατία[16] και (πιο συγκεκριμένα) από τους Καταναγκαστικούς Νόμους (Coercive Acts) που ψήφισε και επέβαλε το Βρετανικό Κοινοβούλιο το 1774, με στόχο να περιοριστεί η λαϊκή συμμετοχή στην πολιτική[17]. Όπως μας είναι γνωστό, οι βρετανικές κυβερνήσεις είχαν επανειλημμένα επιχειρήσει να επιβληθούν στις αποικίες με στόχο να προστατέψουν τα συμφέροντα της αριστοκρατίας από τον «όχλο» της δημοκρατίας[18]. Παρότι, όπως ομολογείται, το διακύβευμα της Αμερικανικής Επανάστασης ήταν η προστασία της δημοκρατίας από το Στέμμα, εντός των επαναστατικών κύκλων διαπιστώνουμε μια έκδηλη αποστροφή προς τα δημοκρατικά κεκτημένα των δημοτικών συμβουλών. Ο Paine και ο Adams, πιο συγκεκριμένα, δεν φαινόταν έτοιμοι να δεχτούν τη δημοκρατία των συμβουλίων. Αντιπροτείνουν, έτσι, τη φιλελεύθερη αντιπροσώπευση, δηλαδή την ανάθεση της λήψης των αποφάσεων σε μια ομάδα εκλεγμένων πολιτικών[19]. Με βάση τον Alexander Hamilton, η άμεση συμμετοχή στα κοινά θα έφερνε αστάθεια[20]. Σε απάντηση, ο James Madison πρότεινε μια «αντιπροσωπευτική δημοκρατία», η οποία οφείλει να είναι απλώς μια «μικρογραφία» του Αμερικανικού έθνους. Ο ίδιος πίστευε ότι μέσω των αντιπροσώπων που το ίδιο το έθνος θα εκλέγει, η φωνή των πολιτών θα εκφράζεται αρκετά ικανοποιητικά[21]. Επιπλέον, ακολουθώντας το σκεπτικό του Montesquieu θα ισχυριστεί ότι η δημοκρατία είναι εφαρμόσιμη μονάχα σε μικρά κράτη[22]. Παρότι το βασικό διακύβευμα των εξεγέρσεων ενάντια στους Καταναγκαστικούς Νόμους του 1774 ήταν η προστασία αλλά και η εξάπλωση της δημοκρατίας, «από κάτω προς τα πάνω»[23], παρότι οι μαζικές συνελεύσεις που κατάφεραν να προσελκύσουν χιλιάδες αποίκους εξαπλώθηκαν σε όλες τις αποικίες μέχρι τις ημέρες της Επανάστασης του 1776, το Αμερικανικό Σύνταγμα, που επιδίωξε να θεμελιώσει την ύπαρξη του νέου Αμερικανικού κράτους βασισμένο στις αξίες της λαϊκής κυριαρχίας, δεν αναγνώριζε τα δημοτικά συμβούλια ως θεσμικά όργανα άσκησης εξουσίας[24]. Άλλωστε, ο ίδιος ο Madison πίστευε ότι μέσω της αντιπροσώπευσης τα φατριακά συμφέροντα θα μπορούσαν να υπερνικηθούν, καθώς η σοφία των εκλεγμένων αντιπροσώπων αρκεί ώστε να διαφεντεύεται το συμφέρον της χώρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο[25].

Συνεπώς, το δημοκρατικό κεκτημένο των δημοτικών συμβουλίων της Αμερικής δεν είναι παρά ένας «χαμένος θησαυρός», όπως το αποκαλούσε η Arendt. Οι πρωτο-ανθρωποκεντρικές βάσεις του Αμερικανικού πολιτεύματος κατέπνιξαν το πνεύμα της ευκοσμίας που η ίδια η δημοκρατική επανάσταση επιχείρησε να εδραιώσει, βασισμένη στην πίστη προς τον μέσο άνθρωπο, ως τον καλύτερο κριτή, όπως είχε διατυπώσει ο ρεπουμπλικανός Niccolò Machiavelli (βλ. I Discorsi sopra la prima Deca di Tito Livio)[26]. Στην πραγματικότητα, η έμφαση των Εθνοπατέρων (ιδίως οι James Harrington, John Adams, James Madison και λιγότερο οι Thomas Jefferson και Benjamin Franklin) στην αρχή της αντιπροσώπευσης δεν αποτελεί παρά κεντρική θέση της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού. Αξίζει να εξετάσουμε, στο σημείο αυτό, τη διάκριση των ελευθεριών ως liberty και freedom. Η Ελευθερία ως liberty αποτελεί μια «βαθιά δέσμευση του φιλελευθερισμού»[27]. Είναι ισοδύναμη με την αρχή της «μη παρέμβασης». Όταν ένα άτομο είναι ελεύθερο (υπό την έννοια της liberty) απαλλάσσεται από εξωτερικούς εξαναγκασμούς και αυθαίρετες παρεμβάσεις[28]. Η liberty παραπέμπει στη χειραφέτηση[29] από τις απολυταρχικές εξουσίες οι οποίες (με βάση το φιλελεύθερο σκεπτικό) παραβιάζουν συστηματικά τα ατομικά δικαιώματα[30]. Ως εκ τούτου, η liberty παραπέμπει στην πρωτο-ανθρωποκεντρική ιδέα του περιορισμού της εξουσίας και στην ενίσχυση του Κράτους Δικαίου. Η liberty, σύμφωνα με την Arendt, αποτελεί μονάχα μια προϋπόθεση της ελευθερίας (freedom)[31], η οποία είναι απόλυτα συνυφασμένη (και συνδεδεμένη) με την πολιτική συμμετοχή (action)[32]. Η λέξη «ελεύθερος» (freeman/freewoman) προέρχεται από το ινδοευρωπαϊκό ud leudh– (κάτι που ανήκει στον λαό)[33]. Για την Arendt, η ελευθερία αναφέρεται στην ικανότητα του ανθρώπου να βγαίνει εκτός της ιδιωτικής του σφαίρας, δρώντας στο δημόσιο πεδίο με το λόγο και την πειθώ[34]. Ένα άτομο είναι ελεύθερο (free) όχι όταν υποχρεώνει μια κυβέρνηση εμπειρογνωμόνων να λαμβάνει αποφάσεις που δεν παραβιάζουν τα ατομικά του δικαιώματα (liberty), αλλά μόνο όταν το ίδιο είναι ενεργό μέλος στην κυβέρνηση. Υπό διαφορετική διατύπωση, η ελευθερία ως freedom δεν είναι παρά η βασική επιδίωξη της πολιτικής συμμετοχής[35], ή (στη δική μας ορολογία) μια από τις βασικές πτυχές της ανθρωποκεντρικής κοινωνικής διάστασης, σε αντίθεση με την ελευθερία ως liberty που μιλά μονάχα για τον περιορισμό της κεντρικής εξουσίας, βάσει της αρχής της ατομικής ελευθερίας.

Δουλεία, ευκοσμία και ανθρωποκεντρικότητα

Ένας από τους λόγους που οι Εθνοπατέρες έδωσαν έμφαση στην πρωτο-ανθρωποκεντρική ελευθερία (με μικρή εξαίρεση ίσως τον Thomas Jefferson), έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι ίδιοι παρότι αντλούσαν έμπνευση από την αρχαία Ελληνική γραμματεία, προσέγγιζαν την τελευταία υπό το πρίσμα του δυτικού Διαφωτισμού, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο ελληνικός κόσμος πάντοτε διέθετε τους δικούς του μηχανισμούς κατανόησης του εαυτού του. Ως εκ τούτου, ο homo hellenicus[36] δεν είχε ανάγκη την Εσπερία ώστε να έρθει σε επαφή με τα βαθύτερα νοήματα των δικών του προταγμάτων. Πιο συγκεκριμένα, η ανάγνωση του αρχαίου ελληνικού κόσμου υπό το πρίσμα του Διαφωτισμού δεν αποτελεί παρά μια δυτικοκεντρική της ελληνικής αρχαιότητας. Συνεπώς, οι θεράποντες του Διαφωτισμού ερμηνεύουν τον homo hellenicus μέσα από το δυτικό και νεοτερικό monocle. Προφανώς, αυτός είναι και ο βασικός λόγος που οι ίδιοι ουδέποτε κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με την ανθρωποκεντρική του διάσταση, την οποία ο αυστηρά απολυταρχικός κόσμος της δύσης δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει πλήρως. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Αμερικανού Ιερωμένου Μπέρκλεϋ, ο οποίος μιλά για τη μετακένωση των δημοκρατικών αξιών από τη Μέση Ανατολή στην αρχαία Ελλάδα, από την Ελλάδα στη Ρώμη, από τη Ρώμη στη δυτική Ευρώπη, και από τη δυτική Ευρώπη πέρα από τον Ατλαντικό στον «Νέο Κόσμο»[37], σα να μη διατήρησε ο ελληνικός κόσμος αυτούσιο τον ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα μετά το τέλος της αρχαιότητας, σα να μην ήταν η δυτική Αναγέννηση εν μέρει Βυζαντινό επίτευγμα[38]. Εδώ πραγματικά διαπιστώνουμε ορισμένες θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των προταγμάτων της Αμερικανικής και της Ελληνικής Επανάστασης, με ηγετικές φυσιογνωμίες της δεύτερης (ιδίως τον Ρήγα Φεραίο) να μένουν προσηλωμένοι στα ανθρωποκεντρικά και οικουμενικά προτάγματα του ελληνισμού[39]. Αντίθετα, οι Αμερικανοί Εθνοπατέρες, παρότι αναδύθηκαν μέσα από ένα ανθρωποκεντρικό περιβάλλον δημοκρατίας και μερικής ευκοσμίας, αγνόησαν το βασικό διακύβευμα των δημοκρατικών συνελεύσεων των δημοτικών συμβουλίων[40].

Η έλλειψη καλλιέργειας μιας ολοκληρωμένης αντίληψης ευκοσμίας στη φιλοσοφία των Αμερικανών Επαναστατών υπήρξε καταλυτική για τη συνέχιση του θεσμού της δουλείας ειδικά σε περιοχές όπου το δημοκρατικό κεκτημένο των δημοτικών συμβουλίων δεν επηρέαζε συστηματικά πτυχές του συλλογικού βίου (δηλαδή, στις πολιτείες του Αμερικανικού Νότου), όπως άλλωστε και για το γεγονός ότι δεν τέθηκε εξ’ αρχής προς συζήτηση το ζήτημα της διεύρυνσης του δικαιώματος της ψήφου σε πολίτες που δεν διέθεταν ιδιοκτησία αλλά και στις γυναίκες. Πράγματι, χρειάστηκε να περάσουν αρκετές δεκαετίες ώστε η καθολική ψηφοφορία να θεσμοθετηθεί. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της δουλείας, χρειάστηκε να επιστρατευτούν τα όπλα της (θρησκευτικής) πίστης σε μια υπερβατική αλήθεια, ικανή να εγγυηθεί την προστασία της ανθρώπινης ζωής των σκλάβων Αφροαμερικανών, προωθώντας την ιδέα ευκοσμίας, δηλαδή τη ρητή υποχρέωση κάθε ατόμου να αναγνωρίζει ότι κάθε άνθρωπος έχει τις ικανότητες να συνεισφέρει στον κοινό βίο. Σύμφωνα με τον Breen, θρησκευτικοί ηγέτες και κληρικοί (ειδικά στη Νέα Αγγλία) ταύτιζαν τη δουλεία με την αμαρτία. Ταυτόχρονα, καταδίκαζαν την έκδηλη υποκρισία εκ μέρους εκείνων που μιλούσαν ενάντια στο Βρετανικό Κοινοβούλιο «για καταπίεση», αλλά έκλειναν τα μάτια τους στη βάναυση μεταχείριση των Αφροαμερικανών[41]. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν θα πρέπει να μας οδηγεί σε βεβιασμένα συμπεράσματα, σαν αυτά που συχνά πυκνά παράγονται από τους υποστηρικτές του μεταμοντέρνου αφηγήματος, οι οποίοι επιχειρούν να διαγράψουν από την ιστορική μνήμη την αξία της Αμερικανικής Επανάστασης, ταυτίζοντάς τη με την συλλήβδην με τη δουλοκτησία[42]. Για τον Jonathan Israel, η Αμερικανική Επανάσταση, εξαιτίας της (έστω και πρωτο-ανθρωποκεντρικής, κατ’ εμάς) έμφασης στην ελευθερία (liberty), πυροδότησε την πρώτη φλόγα ενάντια στη δουλεία[43], καλλιεργώντας μια «λαϊκή θρησκευτικότητα»[44] για ανθρώπους δίχως ιδιαίτερη πνευματική καλλιέργεια αλλά και για τους ίδιους τους δούλους[45]. Πολύ πριν από την επανάσταση, γράφει ο Thomas Kidd, η Πρώτη Μεγάλη Αφύπνιση (1730-1740) καλλιέργησε μια πνευματικότητα η οποία στην πορεία βοήθησε τους Αφροαμερικανούς και τους ιθαγενείς Αμερικανούς να ενώσουν τις δυνάμεις τους με στόχο την αποδέσμευσή τους από τα δεσμά της υποτέλειας[46]. Κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Μεγάλης Αφύπνισης (1790-1820), η εκκλησία των Μεθοδιστών κατήγγειλε τη δουλεία ως «αντίθετη με τους νόμους του Θεού», ως ύβρη ενάντια στον άνθρωπο και στις αξίες του[47]. Οι κοινότητες των Κουακέρων εναντιώθηκαν στη δουλεία επίσης, μιλώντας για την αξία της ανθρώπινης ζωής, για την τιμιότητα και το σεβασμό, όπως άλλωστε προωθούσε ως ένα βαθμό η ίδια η Διακήρυξη[48]. Αυτή η «δημοφιλής θρησκευτικότητα» οδήγησε στην εξάπλωση κινημάτων που κατάφεραν να εκχριστιανίσουν μεγάλο αριθμό Αφροαμερικανών[49]. Αξίζει να σημειώσουμε επίσης ότι οι ίδιες οι φιλελεύθερες απόψεις του Adam Smith στρέφονται ενάντια στη δουλεία. Ο Smith, πιο συγκεκριμένα, θεωρεί τη δουλεία ασύμφορη, βάναυση και απάνθρωπη[50]. Αυτό, όμως, που σκιαγραφεί καλύτερα το καθεστώς της δουλείας είναι ο κοινωνικός πατερναλισμός, η προφανής επιτυχία του στην παραγωγή αντιλήψεων ικανών να δημιουργήσουν συνθήκες εντός των οποίων θα μπορούσε να επιτευχθεί η υποταγή των ατόμων μέσω της συναισθηματικής επίκλησης του δούλου προς τον αφέντη, λόγω της δήθεν ασφάλειας, φροντίδας και στοργής που ο δεύτερος προσφέρει στον πρώτο, εξουδετερώνοντας έτσι την ικανότητά του για ορθοκρισία[51]. Στην πραγματικότητα, το καθεστώς της δουλείας δεν θα κατάφερνε να καλλιεργήσει στο νου του δούλου την ταπεινωτική επιθυμία για τυφλή υπακοή δίχως να παραλύσει η αδυναμία του δεύτερου να σκέφτεται και να κρίνει. Αν η σκέψη, ο λόγος και η ορθοκρισία είναι από τις πιο βασικές προϋποθέσεις της δημόσιας ζωής και της πολιτικής, αν η ορθοκρισία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανθρωποκεντρική ελευθερία (freedom), καταλαβαίνουμε ότι ο πραγματικός στόχος της δουλείας δεν είναι η καταρράκωση της ατομικής ελευθερίας απλά και μόνο (liberty) αλλά η άρνηση της πρώτης, η περιστολή της ανθρωποκεντρικής ελευθερίας (freedom) εν γένει. Τα λόγια του David Walker, αναφορικά με την «κατωτερότητα» των Αφροαμερικανών, μια πεποίθηση που βασίζεται στην άρνηση της αναγνώρισης της ικανότητας των δεύτερων να «αυτοκυβερνώνται»[52], απεικονίζουν τους πραγματικούς στόχους της δουλείας: ο δούλος παύει να είναι άνθρωπος, παύει να είναι ζώο πολιτικό. Αντ ‘αυτού, μετατρέπεται σε αντικείμενο. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι μια πρωτο-ανθρωποκεντρική κοινωνία δεν δύναται να θεμελιώσει θεσμούς βάσει μιας αναπτυγμένης προοπτικής ευκοσμίας.

Αντί επιλόγου

Κατανοούμε τη σημαντικότητα της Αμερικανικής Επανάστασης, τη συνεισφορά της στη διάδοση δημοκρατικών ιδεών στο δυτικό κόσμο, καθώς και στο άνοιγμα οδών με στόχο την περαιτέρω εμβάθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Διαπιστώνουμε, ωστόσο, σημαντικά κενά σε πτυχές της πολιτικής φιλοσοφίας του δυτικού φιλελευθερισμού, κενά που εμποδίζουν την περαιτέρω ανθρωποκεντρική διεύρυνση των δυτικών κοινωνιών. Αυτός, εξάλλου, είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που σε παλαιότερα άρθρα μας μιλήσαμε για την ανάγκη εμπλουτισμού της δυτικής σκέψης με στοιχεία που ο φιλελευθερισμός δεν κατάφερε να διακρίνει στην ελληνική γραμματεία, στην οποία (όπως προαναφέραμε) στράφηκε προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της μετάβασης από τη φεουδαρχία σε ένα νέο κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον, απαλλαγμένο από αυθαίρετες και απόλυτες εξουσίες. Μια πιο εκτενής θεωρητική ανάλυση αναφορικά με τις ελλείψεις της δυτικής φιλελεύθερης σκέψης θα λάβει χώρα σε άλλο άρθρο. Επιπλέον, κρίνουμε ότι θα ήταν χρήσιμο σε μελλοντική ανάρτηση να σχολιάσουμε περαιτέρω τις διαφορές μεταξύ της Γαλλικής, της Αμερικανικής και της Ελληνικής Επανάστασης.


[1] Louis Hartz, 1955, The Liberal Tradition in America: An Interpretation of American Political Thought Since the Revolution, New York: Harvest. (σ.3). Επιπλέον: Hannah Arendt, 1990, On Revolution, έκτη έκδοση, London: Penguin Books. (σ. 167; 230; 319). James Kloppenberg., 2016, Toward Democracy: The Struggle for Self-Rule in European and American Thought, Oxford: Oxford University Press. (σ.92).

[2] Bernard Bailyn, 1976, The Ideological Origins of the American Revolution, Cambridge, Massachusetts: The Belknap Press of Harvard University Press. (σ.194).

[3] Alexis De Tocqueville, 1994, Democracy in America, London: Everyman’s Library. (σ.14, πρώτο μέρος).

[4] James Kloppenberg., 2016, Toward Democracy… (σ.81)

[5] Ο.π., (σ.88).

[6] Ο.π., (σ.85).

[7] Warren Magnusson, 2015. Local Self-Government and the Right to the City. Montreal & Kingston: McGill-Queen’s University Press. (σ.35).

[8] Ο.π.

[9] Alexis De Tocqueville, 1994, Democracy in America… (σ.40, πρώτο μέρος).

[10] Bernard Bailyn, 1976, The Ideological Origins of the American Revolution…  (σ.286). Επιπλέον: Kloppenberg, 2016, Toward Democracy… (σ.321). Jonathan Israel, 2019, The Enlightenment That Failed. Oxford: Oxford University Press. (σ.260, σ.264).

[11] Timothy H. Breen, 2019. The Will of the People: The Revolutionary Birth of America. Cambridge, Massachusetts: Belknap. (σ.59-60, σ.72-3).

[12] Ο.π. (σ.14, σ.71).

[13] Gordon Wood, 2003, The American Revolution, New York: Modern Library. (σ.58). Robert Fine, 2014. ‘The Evolution of the Modern Revolutionary Tradition: A phenomenological reading of Hannah Arendt’s ‘On Revolution’, European Journal of Cultural and Political Sociology [e-journal]. 1(3). (σ.224)

[14] John Miller, 1959, Origins of the American Revolution, Stanford. CA: Stanford University Press. (σ.xvii).

[15] Hannah Arendt, 1990, On Revolution… (σ.141).

[16] Gordon Wood, 2003, The American Revolution… (σ.58)

[17] Timothy H. Breen, 2019. The Will of the People… (σ.35).

[18] John Miller, 1959, Origins of the American Revolution… (σ.499).

[19] James Kloppenberg., 2016, Toward Democracy… (σ.320, σ.324, σ.390, σ.510). Επιπλέον, Jonathan Israel, 2017, The Expanding Blaze: How the American Revolution Ignited the World, 1775- 1848. Princeton: Princeton University Press. (σ.22).

[20] James Kloppenberg., 2016, Toward Democracy… (σ.334).

[21] James Madison, 2007, No. 10, The Federalist, στο έργο: Franklin, W., Gura, F., P., and Krupat, A., (eds), The Norton Anthology of American Literature, New York: W. W. Norton & Co. (σ.207).

[22] James Madison, 1993, στο έργο: Bernard Bailyn, B., The Debate on The Constitution: Federalists and Antifederalist Speeches, Articles, and Letters During the Struggle over Ratification, Part One: September 1787

to February 1788, New York: The Library of America. (σ.673).

[23] Gordon Wood, 2003, The American Revolution… (σ.47).

[24] Hannah Arendt, 1990, On Revolution… (σ.239).

[25] James Madison, 2007, No. 10, The Federalist… (s.672).

[26] Niccolò Machiavelli, 1960, Il Principe e Discorsi, Milano: Giangiacomo Feltrinelli.

[27] Patrick Deneen, 2018, Why Liberalism Failed, New Haven, Conn: Yale University Press. (σ.21).

[28] Pettit. P., 1997. Republicanism: A Theory of Freedom and Government. Oxford: Oxford University Press. (σ.25).

[29] Hannah Arendt, 1990, On Revolution… (σ.33).

[30] Patrick Deneen, 2018, Why Liberalism Failed… (σ.101)

[31] Hannah Arendt, 1990, On Revolution… (σ.33).

[32] Hannah Arendt, 1968, Between Past and Future: six exercises in political thought, London: Faber and Faber. (σ.149).

[33] Annelien de Dijn, 2020. Freedom: An Unruly History. Harvard: Harvard University Press. (σ.6).

[34] Hannah Arendt, 1968, Between Past and Future… (σ.148).

[35] Ο.π., (σ.146, σ.151).

[36] Αναφέρεται στον ανθρωπολογικό τύπο που αναπαράγει την ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία του αρχαίου ελληνικού κόσμου, καθώς και της ελληνιστικής ή/και Βυζαντινής οικουμένης. Ο homo hellenicus δεν είναι παρά ένα μείγμα των ανθρωποκεντρικών στοιχείων που ξεπήδησαν από αυτές τις τρεις διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Αυτά τα στοιχεία είναι: α) η δημοκρατία και πολιτική συμμετοχή, β) η οικονομική συμμετοχή, μια κύρια τάση που εντοπίζουμε στην ελληνιστική και τη βυζαντινή εποχή, και γ) πνευματική φώτιση, η οποία συνδέεται με το Χριστιανική εποχή του Βυζαντίου και ιδίως με τη Χριστιανική αγαπητική σχέση.

[37] Gordon Wood, 2003, The American Revolution… (σ.97).

[38] Γεώργιος Δ. Κοντογιώργης, Το Ελληνικό Κοσμοσύστημα (Τόμος Γ’). 2000. Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα. (σ.53). Επιπλέον, Βασίλειος Σύρος, Ένας Αθηναίος ξένος και η Φλωρεντία των Μεδίκων:  Ο Χριστόφορος Κοντολέων και η αναγεννησιακή πολιτική σκέψη.

[39] Γεώργιος Δ. Κοντογιώργης, Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος, 2021, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα, (σ.95).

[40] Συχνά πρωθυπουργοί της χώρας μας σε δημόσιες δηλώσεις τους αναφέρονται στην Αμερικανική Επανάσταση σα να πρόκειται για πρότυπο που ακολούθησαν οι Έλληνες του 1821. Αναμφισβήτητα και οι δύο Επαναστάσεις (η Αμερικανική και η Ελληνική) έλαβαν χώρα μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μετάβασης προς τη νεωτερικότητα. Γνωρίζουμε ότι η Γαλλική Επανάσταση, που αναμφίβολα ενέπνευσε τους υπόδουλους Έλληνες, επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό από την Αμερικανική. Ωστόσο, υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές τόσο μεταξύ της Γαλλικής και της Αμερικανικής όσο και της Ελληνικής με την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση αντίστοιχα, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τα βασικά προτάγματα των ηγετών και τις έντονες κοινωνικο-πολιτικές διαφοροποιήσεις μεταξύ Αμερικής και Γαλλίας, πόσο μάλλον μεταξύ του Αμερικανικού και του ευρύτερου ελληνικού κόσμου. Σε αντίθεση με το Αμερικανικό Σύνταγμα, αξίζει να σημειώσουμε ότι τα πρώτα Ελληνικά επαναστατικά Συντάγματα έθεταν εκτός νόμου τη δουλεία, έδιναν έμφαση στα κοινά και, ως εκ τούτου, βρίσκονται πιο κοντά στην ανθρωποκεντρική ιδέα της ευκοσμίας.

[41] Timothy H. Breen, 2019. The Will of the People… (σ.81).

[42] Αξίζει κανείς να μελετήσει τα έργα του Howard Zinn, στα οποία παρότι επιχειρείται μια ορθή κριτική στα μεγάλα συμφέροντα πίσω από τις Αμερικανικές ηγεσίες, την ίδια στιγμή προωθείται με έμμεσο τρόπο μια τάση να στιγματιστεί ολόκληρο το Αμερικανικό έθνος, σα να πρόκειται για ένα έθνος που βασίστηκε στη δουλοκτησία αποκλειστικά και μόνο.

[43] Jonathan Israel, 2017, The Expanding Blaze… (σ.140, σ.144, σ.146).

[44] Gordon Wood, 2003, The American Revolution… (σ.134).

[45] Ο.π., (σ.133).

[46] Thomas Kidd, 2012, God Of Liberty: A Religious History of the American Revolution. New York: Basic Books. (σ.22).

[47] Jonathan Israel, 2017, The Expanding Blaze… (σ.149).

[48] James Kloppenberg., 2016, Toward Democracy… (σ.310, σ.407).

[49] Gordon Wood, 2003, The American Revolution… (σ.134).

[50] Adam Smith, 2006, The Theory of Moral Sentiments, New York: Dover Philosophical Classics. (σ. 382, σ.384, σ.387).

[51] Το δουλοκτητικό καθεστώς του Αμερικανικού Νότου βασίστηκε στον κοινωνικό πατερναλισμό, όπως αναφέρει ο Eugene Domonic Genovese (1974, Roll Jordan Roll, The World the Slaves Made. New York: Vintage Books), δηλαδή στη διαμόρφωση μιας συνείδησης υπακοής, βάσει της πεποίθησης ότι οι λευκοί δουλοκτήτες προσέφεραν προστασία και φροντίδα στους Αφροαμερικανούς. Οι υποστηρικτές του καθεστώτος αυτού διατείνονταν ότι οι Αφροαμερικανοί δίχως τη βοήθεια του αφέντη τους, μέσα σε έναν έντονα ανταγωνιστικό κόσμο θα υπέφεραν πολύ περισσότερο.

[52] David Walker, 1993, Appeal. Baltimore: Black Classic Press. (σ.85).