«Στην αρχή της καπιταλιστικής παραγωγής -έχουν περάσει ένας-δυο αιώνες από τότε-, ο αστός ήταν ένας μετριοπαθής άνθρωπος, με μυαλωμένες και φιλήσυχες συνήθειες· αρκούνταν στη γυναίκα του ή σχεδόν σ’ αυτήν δεν έπινε παρά όταν και όσο διψούσε και δεν έτρωγε παρά όταν και όσο πεινούσε. Άφηνε στους αυλικούς και στις αυλικές τις εκλεπτυσμένες αρετές της έκλυτης ζωής. Σήμερα, δεν υπάρχει γιος νεόπλουτου που να μη θεωρεί τον εαυτό του αρμόδιο να προαγάγει την πορνεία και να εμπορευματοποιήσει το σώμα του, προκειμένου να δώσει ένα σκοπό στο μόχθο στον οποίο υποβάλλονται οι εργάτες των ορυχείων του υδραργύρου».

Paul Lafargue

«Η καταναλωτική οικονομία ακμάζει (ή έστω επιβιώνει) χάρη στο μαγικό κόλπο της μετατροπής της ευκαιρίας σε υποχρέωση ή, σύμφωνα με την ορολογία των οικονομολόγων, της προσφοράς σε ζήτηση. Το φαινόμενο της μόδας- σε αυτή την περίπτωση ο καθορισμός των προτύπων εμφάνισης του σώματος με βάσης τις διαθέσιμες ευκαιρίες που παρέχουν η βιομηχανία καλλυντικών και η πλαστική χειρουργική- παίζει αποφασιστικό ρόλο στο ότι αυτή η θαυμαστή μετατροπή συμβαίνει ομαλά».

Zygmunt Bauman

«Ο ψυχικά υγιής άνθρωπος είναι τόσο σπάνιο φαινόμενο σήμερα που δεν τον συναντάς σχεδόν ποτέ, ακριβώς όπως σπάνιοι ήταν οι σωματικά υγιείς άνθρωποι πριν η έννοια της ατομικής υγιεινής βοηθήσει τον άνθρωπο ν’ αναγνωρίσει την αξία της σωματικής υγείας».

Maria Montessori

Τι είναι ο «μεταμοντερνισμός»; Όπως είναι γνωστό, ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης πάνω σε αυτό το θέμα, ξεκίνησε με τη δημοσίευση του σχετικού βιβλίου του Γάλλου φιλοσόφου Jean-François Lyotard (1924-1998)[1]. Ωστόσο, ο τελευταίος εστίασε κυρίως στο γνωσιοθεωρητικό κομμάτι, αναρωτώμενος για τη μορφή της γνώσης, της επιστήμης και της εκπαίδευσης στον νέο κόσμο που έρχεται γοργά. Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν ακόμη να διερευνηθούν, όσον αφορά τη μεταμοντέρνα εποχή: μερικά από αυτά, ενδεικτικά, είναι η κουλτούρα, οι σχέσεις των δύο φύλων, η πολιτική, η ψυχαγωγία και η σχέση με το υπερφυσικό. Πάνω σε αυτά τα ζητήματα των σύγχρονων κοινωνιών, μια από τις οξυδερκέστερες, σύμφωνα με πολλούς, αναλύσεις, είναι η Εποχή του κενού: δοκίμια για τον σύγχρονο ατομικισμό (L’ère du vide:Essais sur l’individualisme contemporain, 1983), του Gilles Lipovetsky (1944-..). Το βιβλίο αποτελείται από έναν πρόλογο, έξι επιμέρους κεφάλαια (που σχεδόν όλα τους είχαν ήδη δημοσιευθεί ως αυτοτελή δοκίμια σε περιοδικά) και έναν επίλογο, που γράφτηκε δέκα χρόνια αργότερα, προκειμένου ο Lipovetsky να εξετάσει αν όσα είχε πει εξακολουθούν να ισχύουν[2]. Αρχικά, θεμελιώδης στη σκέψη του Lipovetsky είναι η έννοια του ατομικισμού, δηλαδή της έμφασης και της σημασίας που δίνεται στο άτομο μέσα στον Δυτικό κόσμο. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, ο Δυτικός κόσμος έχει γνωρίσει δύο ιστορικές στιγμές, σε σχέση με τον ατομικισμό, τις οποίες θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «επαναστάσεις». Συγκεκριμένα, η πρώτη «ατομικιστική επανάσταση» έλαβε χώρα γύρω στον 17ο αιώνα και σηματοδοτεί τη Νεωτερικότητα, δηλαδή την ανάδυση του ορθολογισμού και της επιστήμης, καθώς και τις αξιώσεις για χειραφέτηση από την αυθεντία της θρησκείας, της πολιτικής εξουσίας και της παράδοσης. Αυτή η εποχή διήρκεσε περίπου μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Η δεύτερη «ατομικιστική επανάσταση» συνέβη γύρω στη δεκαετία του 1960, με τις περίφημες πολιτισμικές αλλαγές στα ήθη, και είναι αυτή, στις συνθήκες της οποίας ζούμε σήμερα, στη «μεταμοντέρνα» εποχή, όπως την αποκαλούμε. Σύμφωνα με τον Lipovetsky, η μια επανάσταση δεν πρέπει να νοείται εντελώς ανεξάρτητα από την άλλη. Αντίθετα, η δεύτερη αποτελεί την ακραία συνέπεια και συνέχεια της πρώτης: ουσιαστικά, ο μεταμοντερνισμός αποτελεί μεθερμηνεία του νεωτερικού ατομικισμού, πραγματώνοντας το νεωτερικό ιδεώδες της αυτονομίας του ατόμου, με διαφορετικό όμως τρόπο από ότι επιδιωκόταν στη Νεωτερικότητα. Συγκεκριμένα, ενώ η Νεωτερικότητα γέννησε μια πειθαρχική και καταναγκαστική οργάνωση των επιμέρους πτυχών του βίου, η Μετανεωτερική εποχή συντρίβει αυτή την οργάνωση. Η δεύτερη ατομικιστική επανάσταση κατέστησε συγκεκριμένο το φιλελεύθερο ιδανικό της αυτοκυβέρνησης του εαυτού. Με τα λόγια του Lipovetsky:

«Η μεταμοντέρνα εποχή, όχι μόνο δεν είναι ασυνεχής με τον μοντερνισμό, αλλά ορίζεται από την προέκταση και τη γενίκευση μιας συστατικής τάσης του, τη διαδικασία προσωποποίησης και παράλληλα από την σταδιακή περιστολή της άλλης τάσης του, της πειθαρχικής διαδικασίας».

Η νεωτερική «απελευθέρωση» της ανθρώπινης φύσης από τα σκληρά δεσμά της παράδοσης και της αυθεντίας ξεπέρασε τελικά τους περιορισμούς που η ίδια η Νεωτερικότητα της έβαζε (ηθικολογία, πουριτανισμός και συλλογικά ιδεώδη).  Οι μεγάλες ιδεολογίες, που στη Νεωτερικότητα υποκατέστησαν τα παραδοσιακά θρησκεύματα, ενέπνευσαν ιδεώδη χειραφέτησης και έγιναν αιτία έκρηξης βίας και ολοκληρωτισμού, σήμερα δεν μας εμπνέουν. Πλέον, κανένα συλλογικό πρόταγμα (ούτε το ευρωπαϊκό ιδεώδες) δεν είναι ικανό να κινητοποιήσει βαθιά τα ανθρώπινα όντα. Οι μεταμοντέρνες κοινωνίες τείνουν να μειώνουν διαρκώς όλες τις εξουσιαστικές και τις καθοδηγητικές σχέσεις προς όφελος του διαρκούς πολλαπλασιασμού της κατανάλωσης: οι πηγές πληροφόρησης, η ποικιλία των προϊόντων και η ύπαρξη των self-service και των à la carte επιδρούν καθοριστικά πάνω στον σύγχρονο άνθρωπο, με τρόπους που συχνά ούτε και ο ίδιος μπορεί να υποψιαστεί. Οι μεταμοντέρνες κοινωνίες μας, όντας καταναλωτικές, έχουν δύο σημαντικές όψεις: αφενός τον «ναρκισσιστικό ηδονισμό», καθώς το άτομο καλείται σε απολαύσεις που παίρνουν προσωπικό χαρακτήρα, και αφετέρου, «ναρκισσιστική υπερπληροφόρηση»: το άτομο επιδιώκει να είναι «μέσα σε όλα», να ενημερώνεται και να καθίσταται υπεύθυνο για τις επιλογές του. Ενώ η νεωτερική εποχή «στοιχειωνόταν» από την παραγωγή και την επανάσταση, η μετα-μοντέρνα στοιχειώνεται από την πληροφορία και την έκφραση. Ουσιαστικά, η πρόσφατη ατομικιστική επανάσταση συνιστά το πέρασμα από την πειθαρχική κοινωνία στην κοινωνία της ευμάρειας. Αυτή η ατομικιστική επανάσταση είναι διαρκής και αποτελείται από τέσσερα κύρια χαρακτηριστικά: διευρυμένη ιδιωτικοποίηση, διάβρωση κοινωνικών ταυτοτήτων, ιδεολογική και πολιτική αποξένωση, και τέλος, επιταχυνόμενη αποσταθεροποίηση προσωπικοτήτων.  Μια σημαντική παράμετρος που χαρακτηρίζει όλες αυτές τις ιδιότητες και προσδιορίζει τον σύγχρονο ατομικισμό στο σύνολό του, είναι ο ναρκισσισμός. Σύμφωνα με τον Lipovetsky, ο ναρκισσισμός διαποτίζει όλους τους θεσμούς σε μια σύγχρονη κοινωνία: τα ΜΜΕ, οι διαφημίσεις, η Παιδεία, η θρησκευτικότητα και η πολιτική υπόκεινται στην επιρροή της:

«Ο Δον Ζουάν είναι νεκρός έχει ανατείλει μία νέα μορφή, πολύ πιο ανησυχητική, ο Νάρκισσος, σαγηνευμένος από την εαυτό του μέσα στον γυάλινο θαλαμίσκο του».

Η μεταμοντέρνα εποχή είναι μια εποχή βαθιάς αδιαφορίας. Η αγανάκτηση για τις εν πολλοίς άθλιες κοινωνικές συνθήκες της πρώιμης εκβιομηχάνισης, που τόσο χαρακτηριστικά ανέλυσε ο Marx μεταχειριζόμενος τον όρο «αλλοτρίωση», έχει ήδη δώσει τη θέση της σε μια γενικευμένη απάθεια, που είναι η αντίδραση μπροστά στο ιλιγγιώδες πεδίο των εφικτών και των δωρεάν υπηρεσιών που μας προσφέρονται. Οι νεωτερικές έννοιες της προόδου, της οικονομικής μεγέθυνσης, του κοσμοπολιτισμού και της επανάστασης έχουν χάσει την ουσία τους. Για τους περισσότερους από εμάς, οι δημόσιες υποθέσεις (π.χ. οικολογικό ζήτημα) παρουσιάζουν ενδιαφέρον και κινητοποιούν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, μετά από το οποίο εξαφανίζονται εξίσου απότομα όπως αναδύθηκαν. Με λίγα λόγια, λέει ο Lipovetsky, η Νεωτερικότητα δεν ενθουσιάζει πια κανέναν. Τα σύγχρονα κινήματα, όπως για παράδειγμα ο Γαλλικός Μάης, χαρακτηρίζονται από την απουσία προγράμματος, πολιτικής στελέχωσης, και σε τελική ανάλυση, από την απουσία σκοπού. Ο Μάης του ’68 υπήρξε ένα κίνημα ανεκτικό και χαλαρό, ίσως η πρώτη «αδιάφορη» επανάσταση στην ιστορία.

Η μεταμοντέρνα αδιαφορία και απάθεια, σπεύδει να διευκρινίσει ο Lipovetsky, δεν συνεπάγονται απελπισία. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει: ενώ «ο Θεός είναι νεκρός» (Nietzsche) και όλες οι μεγάλες «τελικότητες» μοιάζει να σβήνουν, ο κόσμος απλώς αδιαφορεί γι’ αυτό. Μάλιστα, η απώλεια νοήματος είναι κάτι που συχνά δεν βιώνεται σπαρακτικά, όπως στον Nietzsche, αλλά χάνεται μπροστά στη σημερινή επιπολαιότητα της μόδας, της διαφήμισης και του ελεύθερου χρόνου. Στο εξής, φαίνεται πως είναι εφικτό στην πράξη να ζούμε δίχως την ύπαρξη κάποιου νοήματος. Ωστόσο, την ίδια στιγμή αυτή η υπάρχουσα αδιαφορία χαρακτηρίζεται από δυσαρέσκεια. Καταθλιπτικές τάσεις που κάποτε συναντούσε κανείς προ παντός στα ανώτερα αστικά στρώματα, πλέον έχουν «εκδημοκρατιστεί» και έχουν γίνει κτήμα όλων, ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση.

Καθώς ο «εξουσιαστικός» καπιταλισμός, του παρελθόντος, έχει παραχωρήσει τη θέση του σε έναν «επιτρεπτικό» καπιταλισμό, οι συνήθεις νευρώσεις του 19ου αιώνα (υστερίες, φοβίες, ιδεοληψίες), με τις οποίες διαμορφώθηκε η ψυχανάλυση, έχουν επίσης παραχωρήσει στη θέση τους σε ναρκισσιστικές διαταραχές: μείζον πρόβλημα είναι σήμερα το διάχυτο αίσθημα «κενού», μια διάχυτη και ενοχλητική δυσφορία. «Μακάρι να μπορούσα να νιώσω κάτι»: αυτά τα λόγια εκφράζουν την ψυχολογική κατάσταση πλήθους σημερινών ανθρώπων. Με λίγα λόγια, οι νευρώσεις όλο και περισσότερο αντικαθίστανται από ναρκισσιστικές διαταραχές. Όσο περισσότερο «εύκολες» γίνονται οι κοινωνικές επαφές, μέσω του υπερπληθυσμού των πόλεων και των νέων μέσων επικοινωνίας, όσο περισσότεροι περιορισμοί και taboo καταργούνται, τόσο πιο μοναχικοί αισθανόμαστε. Η πρώτη μας προτεραιότητα σήμερα είναι να «είμαστε ο εαυτός μας» και αυτό το κάλεσμα για μια άνευ όρων αυθεντικότητα, μας παρακινεί σε εσωτερική ανεξαρτησία από τους άλλους. Ο σημερινός νάρκισσος είναι υπερβολικά απορροφημένος από τον εαυτό του, για να μπορέσει να συνδεθεί συναισθηματικά με άλλους, δεν παύει όμως ταυτόχρονα να ποθεί μια τέτοια συνάντηση και να υποφέρει που δεν την έχει.  Συναφές με αυτό το φαινόμενο, είναι και το φαινόμενο της αυτοκτονίας. Αντίθετα με την ντυρκεμιανή προσέγγιση, που όριζε τις αυξημένες αυτοκτονίες ως προσωρινό φαινόμενο μετάβασης από τις παραδοσιακές στις ατομικιστικές κοινωνίες, ο Lipovetsky θεωρεί ότι ο αριθμός των αυτοκτονιών δεν πρόκειται να μειωθεί. Όπως εξηγεί, λίγο-πολύ σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες σήμερα υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός αυτοκτονιών, παρά τη μείωση του αριθμού των πετυχημένων θανάτων από αυτοκτονιών. Οι μεταμοντέρνες κοινωνίες μας, οξύνοντας τον ατομικισμό και μετατρέποντάς τον σε ναρκισσισμό, έχουν πολλαπλασιάσει τις αυτοκαταστροφικές τάσεις μας σε σχέση με την εξουσιαστική εποχή που προηγήθηκε (και που κάπως προφύλασσε με την πειθαρχία της), παρότι την έχουν καταστήσει όλο και λιγότερο αιματηρή και ανώδυνη, με αποτέλεσμα συχνά να μην είναι επιτυχημένη στην πράξη. Εδώ όμως υφίσταται ένα ακόμη παράδοξο: πολλές φορές, οι επίδοξοι αυτόχειρες δεν επιθυμούν να πεθάνουν. Πράγματι, μας λέει ο Lipovetsky, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνων που παίρνουν ένα ολόκληρο μπουκάλι με χάπια και αμέσως ζητούν ιατρική βοήθεια, σαν να μην έχουν αποφασίσει τελικά αν θέλουν να πεθάνουν ή σαν η θέλησή τους να μετατοπίζεται ακαριαία από τον θάνατο στη ζωή και τανάπαλιν. Πολλές αυτοκτονίες, αλλά και πολλοί φόνοι, σήμερα συμβαίνουν σχεδόν από ατύχημα, σαν μια ακαριαία και παρορμητική εξώθηση στα άκρα, χωρίς προκαθορισμένο σχέδιο ή σκοπό. Αυτό συνήθως δεν έχει καν τα χαρακτηριστικά ενός τραγικού μηδενισμού, όπως θα αναμενόταν. Θα έλεγε αντίθετα κανείς ότι μοιάζει περισσότερο με μια επιπόλαιη απάθεια που χαρακτηρίζει γενικότερα το σύστημα:

«Παντού διαδίδεται το κύμα αποξένωσης, μειώνοντας το προγενέστερο μέγεθος των θεσμών και συγχρόνως την ισχύ συναισθηματικής κινητοποίησης που είχαν. Κι ωστόσο το σύστημα λειτουργεί, οι θεσμοί αναπαράγονται και αναπτύσσονται αλλά ανεξέλεγκτα, από τους “ειδικούς”, τους τελευταίους ιερείς, όπως θα έλεγε ο Nietzsche, τους μόνους που θέλουν ακόμα να εγχύσουν νόημα, αξία, εκεί που βασιλεύει πια μόνο μία έρημος απάθειας».

Πουθενά αλλού δεν φαίνεται τόσο έντονα αυτή η απάθεια, όσο στη θεσμοθετημένη εκπαίδευση. Σήμερα, λόγου χάρη, στα Λύκεια, το κύρος του εκπαιδευτικού έχει υποβαθμιστεί σημαντικά μέσα σε λίγες δεκαετίες και συναγωνίζεται τον λόγο των ΜΜΕ. Στον χώρο της γνώσης βασιλεύει ένας αμέριμνος σκεπτικισμός και μια διασπασμένη προσοχή. Ακόμη και η αμφισβήτηση του 1968, με τις απεργίες και τις κινητοποιήσεις της, έχει πια σβήσει. Τα Λύκεια μοιάζουν πλέον λιγότερο με στρατώνα και περισσότερο με μια έρημο, μέσα στην οποία περιπλανώνται οι διδάσκοντες δίχως ενδιαφέρον. Το ίδιο ισχύει και για τους μαθητές. Περισσότερος φιλελευθερισμός, καινοτομίες και παιδαγωγικοί διάλογοι: όσο περισσότερο το σχολείο «αφουγκράζεται» τους μαθητές του, τόσο περισσότερο εκείνοι απομακρύνονται από αυτόν τον κενό χώρο.  Αντίστοιχα, στον χώρο της πολιτικής, η αδιαφορία των πολιτών είναι επίσης μεγάλη. Η αποχή των ψηφοφόρων στις εκλογές καταγράφεται σε μεγάλα ποσοστά. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως οι πολιτικοί και τα κόμματα έπαψαν να ενδιαφέρουν τον κόσμο. Σε καμία περίπτωση. Απλώς η πολιτική έχει περάσει στο επίπεδο του θεάματος (σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν εδώ τα ΜΜΕ), όπου η συστηματική και συγκροτημένη ιδεολογία θυσιάζεται υπέρ της γενικής, διάχυτης και αδιάφορης περιέργειας, που την ενδιαφέρουν τα πάντα και συγχρόνως τίποτε. Φυσικά, εδώ καθοριστικός είναι ο ρόλος της αλματώδους πληροφόρησης, με την οποία «βομβαρδίζεται» διαρκώς ο πολίτης, σε βαθμό όμως που μοιάζει αδύνατο να συμβαδίσει και να ενημερωθεί πλήρως για τα όσα συμβαίνουν. Στο επίπεδο της ψυχαγωγίας (ιδιαίτερα της μαζικής), συμβαίνει το εξής παράδοξο: όσο περισσότερο περιστέλλεται η βία στις κοινωνίες μας, τόσο περισσότερο εντείνεται η προβολή της. Cinema, θέατρο λογοτεχνία: όλα αυτά συνθέτουν σήμερα μια «πορνογραφία της φρίκης». Τι συμβαίνει όμως με τη θρησκευτικότητα; Ο Lipovetsky δεν ισχυρίζεται πως οι άνθρωποι απλώς γίνονται άθρησκοι. Η κατάσταση είναι σαφώς πιο περίπλοκη. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι παρακμάζουν οι παραδοσιακές μορφές θρησκευτικότητας και εξαπλώνεται μια νέα μορφή: πρόκειται για την à la carte θρησκευτικότητα. Η πίστη στο υπερφυσικό καθίσταται ολοένα πιο ρευστή, ακαθόριστη και εξαρτάται από το Εγώ μας όσο ποτέ προηγουμένως. Αυτό, παραδόξως, ισχύει τόσο για τις πλατιές μάζες που ζουν μέσα στην ανεκτικότητα, όσο και για τις κλειστές ακραίες θρησκευτικές και πολιτικές ομάδες, που υμνούν την αυστηρή περιχαράκωση και απειλούν με τη χρήση βίας. Ο Lipovetsky ισχυρίζεται επίσης πως ο σύγχρονος καλοζωισμένος άνθρωπος βρίσκεται μακριά από την έννοια της θυσίας. Κι όμως, ακούμε συνεχώς για νέα ιδεώδη: από την οικολογία μέχρι τη φιλανθρωπία και τη δικαιοσύνη. Ο Lipovetsky εξηγεί πως η μεταμοντέρνα ηθική είναι σε γενικές γραμμές άκοπη και προσαρμοσμένη στο ναρκισσιστικό πρωτείο του Εγώ, που αυτοεπικυρώνεται δίχως θυσίες:

«Παντού απαξιώνεται το πνεύμα της αυταπάρνησης, ενώ ενισχύεται το πάθος του Εγώ, της ευζωίας και της υγείας· παντού η καρδιά συνδυάζεται με τις γιορτές του strass, οι αξίες με το συμφέρον, καλοσύνη με τη σμικρυμένη συμμετοχή, η μέριμνα για το μέλλον με τις επιτακτικές βλέψεις του παρόντος. Ανεξάρτητα από την κατάσταση χάριτος της ηθικής, η κουλτούρα της θυσίας είναι νεκρή· έχουμε πάψει να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στην υποχρέωση να ζούμε για κάτι άλλο και όχι για τον εαυτό μας».

Λέγεται ότι κάθε ιστορική περίοδος τείνει να βλέπει τον εαυτό της, μέσα σε μια θρυλική μορφή ή κάποιο μυθολογικό πρόσωπο: ο Προμηθέας, ο Σίσυφος, ακόμη και ο Faust ήταν μερικά από αυτά τα πρόσωπα με τα οποία συχνά ταυτίστηκε, από εύστροφους διανοητές, ο πολιτισμός της Δύσης. Σύμφωνα με τον Lipovetsky, η πιο ταιριαστή φιγούρα της εποχής μας δεν είναι άλλη από τον Νάρκισσο, εκείνον τον μυθικό νεαρό που ερωτεύτηκε την ίδια του τη μορφή και πέθανε κοιτάζοντάς τη με πάθος και θαυμασμό, ενώ αυτή καθρεπτιζόταν μέσα σε ένα ποτάμι. Απέναντι σε όλα τα παραπάνω, μπορούν να γεννηθούν πολλές αμφιβολίες, ειδικά όσον αφορά τον «στεγανοποιημένο» τρόπο με τον οποίο ο Lipovetsky τείνει διαχωρίζει τη μεταμοντέρνα εποχή από την προηγούμενή της, μεταχειριζόμενος ένα μάλλον ποιητικό ύφος. Θα μπορούσε όμως κανείς να θεωρήσει ότι η ανάλυση του Lipovetsky πραγματοποιεί μια δραστηριότητα «μεγέθυνσης», δηλαδή τεχνητής διόγκωσης των κοινωνικών φαινομένων, ώστε αυτά να γίνουν ορατά από τον καθένα που είναι πρόθυμος να τα κοιτάξει μέσα από τον «μεγεθυντικό φακό» του.

May 1968 • Paris • Bruno Barbey • Magnum Photos


[1] Όσον αφορά τον Lyotard και τη δική του «ανάγνωση» του μεταμοντερνισμού, μπορεί κανείς να συμβουλευτεί επίσης το κείμενο που βρίσκεται στον σε αυτόν τον σύνδεσμο.

[2] Μια καλή και μάλλον εύληπτη εισαγωγή στη σκέψη του Γάλλου διανοητή, είναι το επεισόδιο από την παλαιότερη εκπομπή «Στα μονοπάτια της σκέψης», όπου παραχώρησε συνέντευξη στον κοινωνιολόγο και συγγραφέα, Κωνσταντίνο Τσουκαλά.