
Άρθρο του Άγγελου Χρυσσόγελου
Με αφορμή την νίκη των Ταλιμπάν, έγινε εμφανές ξανά το φαινόμενο μιας διαδικτυακής νοσταλγίας για το προ-ισλαμιστικό Αφγανιστάν, με πολλά like και share στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε φωτογραφίες από την Καμπούλ της δεκαετίας του ‘60 και του ‘70, όταν οι Αφγανοί «ήταν σαν κι εμάς» και κοπέλες πήγαιναν στο πανεπιστήμιο ντυμένες όπως οι συνομήλικές τους στον Δυτικό κόσμο. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συντηρητική (και με την πολιτική και με την μη-πολιτική έννοια) αντίδραση εδώ, πράγμα λογικό αφού η νοσταλγία είναι ένα κατεξοχήν συντηρητικό συναίσθημα. Κάποιος μπορεί να θυμηθεί εκείνα τα viral άρθρα σε ελληνικά site στα χρόνια του μνημονίου με παλιές φωτογραφίες της Πατησίων και του Μινιόν του ‘60, που έδειχναν την αισιοδοξία μιας παλαιότερης Ελλάδας που ερχόταν σε αντίθεση με την μίζερη σύγχρονη πραγματικότητα.
Αυτή η αναλογία με την Ελλάδα – η έλξη για τις πρώτες αχτίδες ενός σύγχρονου μεσοαστικού τρόπου ζωής που όμως διατηρούσε ακόμα λίγη από την ποιότητα, σεμνότητα και αθωότητα μιας παραδοσιακής κοινωνίας – μας κάνει να σκεφτούμε και τις Αφγανές φοιτήτριες του ’60 μέσα στο ευρύτερο γεωπολιτικό, ιδεολογικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής τους, ως μέρος αλλαγών που διαπερνούσαν πολλές αναπτυσσόμενες χώρες στο μέσο του 20ου αιώνα. Αυτές οι αλλαγές δημιούργησαν το ενδιαφέρον φαινόμενο μιας νέας κατά τόπους κοινωνικής τάξης, «αστικής» ή «μεσαίας» με βάση την συμβατική ορολογία, αλλά καταδικασμένης να συνθλιβεί μεταξύ της αποξένωσης από τις κοινωνίες που την γέννησαν και τον αλύπητο ανταγωνισμό του ψυχροπολεμικού συστήματος.
Το διαδικτυακό κοινό της Αφγανο-νοσταλγίας βέβαια θα αισθανόταν περίεργα αν μάθαινε ότι μια φωτογραφία Αφγανών φοιτητριών στην οποία κάνει like έχει πολλές αναλογίες με μια φωτογραφία που θα απεικόνιζε Καθολικούς Βιετναμέζους να γιορτάζουν Χριστούγεννα στην Σαϊγκόν, ή Μαρωνίτες Λιβανέζους σε εκδρομή στα βουνά γύρω από την Βηρυτό την ίδια εκείνη περίοδο – για να μην αναφέρω το ακόμη πιο άβολο παράδειγμα μιας φωτογραφίας λευκών Αφρικάνερ να κάνουν μπάρμπεκιου σε κάποια βίλα με κήπο σε προάστιο της Πρετόρια ή Ευρωπαίους pied-noirs να πίνουν το κρασί τους σε μπαρ του Αλγερίου. Ενώ αυτές οι κοινωνίες έχουν πλέον πλήρως εξοβελιστεί από την μνήμη μιας Δύσης σε μόνιμο υπαρξιακό άγχος για το «αποικιακό» παρελθόν της, η γοητεία ενός φευγαλέου φιλελεύθερου, και άρα φιλοδυτικού, Αφγανιστάν επιμένει. Σαν ένας κολακευτικός καθρέπτης άλλωστε, η ανάμνηση των γυναικών του Αφγανιστάν πάντα μπορεί να κάνει την Δύση να αγαπάει λίγο περισσότερο τον εαυτό της.
Παρά τις επιμέρους διαφορές, το κοινό στοιχείο αυτών των ιδιαίτερων υβριδικών κοινωνικών ομάδων, διασκορπισμένων σε όλα τα μήκη και πλάτη του λεγόμενου τότε «Τρίτου» κόσμου, ήταν η ιδιαίτερη, ενδιάμεση θέση τους: στην πρωτοπορία των χωρών τους από την μια μεριά, έχοντας την δυνατότητα να απορροφούν διεθνείς εξελίξεις και ιδέες, αλλά από την άλλη σε επιταχυνόμενη πορεία σύγκρουσης του δικού τους αστικού τρόπου ζωής με μαζικά αιτήματα χειραφέτησης που φούντωναν τριγύρω τους.
Αυτή η αντίφαση δεν ήταν αποκλειστικότητα των αναπτυσσομένων χωρών της μεταπολεμικής εποχής του 20ου αιώνα. Μια παρόμοια διαδικασία βρίσκουμε και στην Ευρώπη στην μετάβαση από τον κλασικό αστικό φιλελευθερισμό των αρχών του 19ου αιώνα στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας – την διαδικασία που ο Παναγιώτης Κονδύλης ονόμασε «παρακμή του αστικού πολιτισμού». Αυτό που έκανε όμως την θέση των πρώιμων αστικών στρωμάτων στην παγκόσμια περιφέρεια της δεκαετίας του ’60 πολύ πιο επίφοβη ήταν η κατηγορία ότι η ίδια τους η ύπαρξη ήταν κάτι επείσακτο και ξένο, ότι τα κοινωνικά τους προνόμια ήταν προέκταση ξένης καταπίεσης και ηθών.
Και πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις η μορφοποίηση αυτής της κοινωνικής ομάδας είχε γίνει στην βάση εθνοτικών, θρησκευτικών ή άλλων βιολογικών χαρακτηριστικών, υπενθύμιση του ενδιάμεσου ρόλου που έπαιζαν οι μειονότητες ως υπηρέτες της αποικιακής επιρροής σε πολλές χώρες. Ακόμα κι εκεί όμως που τα πρώτα βήματα του εκσυγχρονισμού ήταν αποτέλεσμα εσωτερικών διαδικασιών σε χώρες χωρίς άμεση αποικιακή εμπειρία, όπως στο Αφγανιστάν, η μορφοποίηση της νέας αστικής τάξης έλαβε χώρα ως συνέχεια των προνομίων παραδοσιακών ελίτ και στρωμάτων συνδεδεμένων με την πολιτική εξουσία που μπορούσαν να επωφεληθούν πρώτες από τις ευκαιρίες του ανοίγματος στον κόσμο.
Ξεχωρίζοντας χάρη στην καταγωγή, το θρήσκευμα ή την φυλή τους, ή απλά χάρη στον τρόπο ζωής τους, αυτή η πρώιμη αστική τάξη βρέθηκε αναπόφευκτα αντιμέτωπη με αιτήματα ακόμα πιο ριζοσπαστικά και προοδευτικά από αυτά που η ίδια ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί. Η διαφορά δεν είχε να κάνει απαραίτητα με το αίτημα της «προόδου», αφού και αυτή η τάξη θεωρητικά πίστευε στην ανάγκη εκσυγχρονισμού, όσο με την μαζική διάσταση αυτού, να ανταποκρινόταν δηλαδή η κοινωνική αλλαγή στα βασικά στοιχεία ταύτισης της μεγάλης πλειοψηφίας των κοινωνιών αυτών, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ο εθνικισμός και η (επικρατούσα) θρησκεία.
Στον Δυτικό κόσμο, η αστική τάξη μπόρεσε να οικειοποιηθεί αυτά τα χαρακτηριστικά και να διατηρήσει την πρωτεύουσα θέση της (αν και με συμβιβασμούς) στην μαζική εποχή. Στις αναπτυσσόμενες χώρες του 20ου αιώνα όμως, η μετα-αποικιακή συνθήκη και το ασφυκτικό ψυχροπολεμικό πλαίσιο δεν έδωσαν χρόνο για να συντελεστεί αυτή η μετάβαση. Η μαζικότητα σάρωσε την πρωτοπορία. Η ειρωνεία ήταν ότι οι κάποτε φορείς της προόδου έφτασαν να κατηγορούνται ως «συντηρητικοί», ενώ η «πρόοδος» των μαζών συνήθως κατέληγε στην επιβολή απολυταρχιών που θύμιζαν κακέκτυπα του ευρωπαϊκού φασισμού, έστω και αν συχνά παρουσιάζονταν με σοσιαλιστικό, αντιαποικιοκρατικό ή απελευθερωτικό περιτύλιγμα.
Σε πολιτικό επίπεδο, αυτή η ευάλωτη και μεταιχμιακή θέση της μεταπολεμικής αστικής τάξης είχε την αναλογία της στην επισφαλή θέση του θεσμού της βασιλείας, παγιδευμένου μεταξύ των προ-νεωτερικών καταβολών του και του νέου ρόλου που ήθελε να επιτελέσει ως παράγοντας εκσυγχρονισμού σε χώρες πάνω στο γεωπολιτικό ρήγμα του Ψυχρού Πολέμου. Πραγματικά, πολλές από τις χώρες που έγιναν αιματηρό θέατρο της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης ήταν αρχικά μοναρχίες: Αφγανιστάν, Καμπότζη, Λιβύη, Ταϊλάνδη, Ιράκ. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοηθεί και ο ρόλος της ελλαδικής βασιλείας, η οποία επέμενε να συγκρίνει τον εαυτό της με τις μοναρχίες της δυτικής Ευρώπης, ενώ οι προκλήσεις που αντιμετώπιζε έμοιαζαν περισσότερο με αυτές της Ασίας και της Μέσης Ανατολής.
Σε τέτοιες συνθήκες, ο ασφαλέστερος τρόπος επιβίωσης του θεσμού της μοναρχίας είναι η μετατροπή του σε σύμβολο ενός αυταρχικού και εθνικιστικού εκσυγχρονισμού, όπου η αίγλη του βασιλιά ή αυτοκράτορα χρησιμεύει για την νομιμοποίηση σκληρών μέτρων κοινωνικής και οικονομικής πειθαρχίας. Στον μεταπολεμικό «Τρίτο» κόσμο, αυτόν τον ρόλο που είχαν παίξει με επιτυχία ο Ιάπωνας αυτοκράτορας και ο Γερμανός κάιζερ στα τέλη του 19ου αιώνα, μπόρεσε να επιτελέσει τελικά μόνο η μοναρχία στην Ταϊλάνδη, η οποία επιζεί ως τις μέρες μας. Οι περισσότεροι άλλοι ψυχροπολεμικοί βασιλείς όμως ήταν υπερβολικά διστακτικοί ή συντηρητικοί ή αδύναμοι για να επιτύχουν το ίδιο.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα βασιλέων όπως ο Σιχανούκ στην Καμπότζη και ο Ζαχίρ Σαχ στο Αφγανιστάν, μετριοπαθείς ηγέτες που εξέφραζαν έναν παραδοσιακού τύπου πατριωτισμό, πατερναλιστική αγάπη για τον λαό τους, και προσπάθεια αποφυγής των ακροτήτων του ψυχρού πολέμου στις χώρες τους. Παγιδευμένοι μεταξύ των δυο ψυχροπολεμικών στρατοπέδων στην εξωτερική πολιτική τους και ανάλογων ριζοσπαστικών αιτημάτων από τα δεξιά και αριστερά άκρα στο εσωτερικό, αυτοί οι βασιλείς ήταν ευάλωτοι σε κατηγορίες και από τις δυο μεριές ότι ήταν πράκτορες ξένων δυνάμεων και εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό. Στην πραγματικότητα όμως ήταν το ακριβώς αντίθετο. Στο Αφγανιστάν, το πανεπιστήμιο της Καμπούλ είχε ιδρυθεί από τον Ζαχίρ Σαχ, ο οποίος ασκούσε παράλληλα μια επιδέξια εξωτερική πολιτική εξισορρόπησης των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, κατορθώνοντας να λαμβάνει οικονομική βοήθεια και από τις δυο υπερδυνάμεις ταυτόχρονα.
Σχεδόν παντού τελικά, από την Ινδοκίνα στην Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική, οι παραδοσιακές μοναρχίες ανατράπηκαν στην πορεία της δεκαετίας του ’60 από τους πραγματικούς πράκτορες της ξένης επιρροής, είτε τις αντιδραστικές φράξιες των ελίτ και του στρατού που στήριζαν οι Αμερικάνοι είτε τα αριστερά κόμματα που στήριζαν οι Σοβιετικοί. Σε χώρες όπως η Καμπότζη, η ουδετερόφιλη μοναρχία ανατράπηκε από αμερικανόφιλη χούντα. Στις αραβικές χώρες αντίθετα επικράτησε ο προοδευτικός εθνικισμός, ενώ ανάλογο καθεστώς επιβλήθηκε στο Αφγανιστάν το 1973 με την ανατροπή του Ζαχίρ. Σε αντίθεση με τα συντηρητικά και ελιτίστικα μοναρχικά καθεστώτα, αυτές οι νέες κυβερνήσεις είχαν το μεγάλο πλεονέκτημα ότι καταλάβαιναν την συνθήκη της μαζικότητας στην νέα εποχή, χρησιμοποιώντας κατά περίπτωση την γλώσσα του εθνικισμού ή του σοσιαλισμού ως τρόπο ένταξης των μαζών, κάτι που οι βασιλείς ούτε γνώριζαν ούτε μπορούσαν να επιτύχουν.
Επιστρέφοντας στην αναλογία με την Ελλάδα, βλέπουμε πώς τελικά και η εδώ μοναρχία σαρώθηκε από την ίδια ακριβώς δυναμική. Σε αντίθεση με άλλες ουδετερόφιλες μοναρχίες, η ελληνική ήταν πολύ περισσότερο ταυτισμένη με ένα από τα δυο στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου, κατά ειρωνικό τρόπο όμως ξεπεράστηκε και ανατράπηκε και αυτή από τα δεξιά της. Εκ των υστέρων βλέπουμε πώς το μόνο σενάριο επιβίωσης της ελληνικής μοναρχίας θα ήταν η επιβολή μιας αυταρχικής εκσυγχρονιστικής δικτατορίας με σκοπό την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη. Όπως και οι άλλες μοναρχίες όμως, και η ελληνική ήταν υπερβολικά συντηρητική για να κάνει αυτό το βήμα προς την μαζική εποχή.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η πρώιμη αστική τάξη των αναπτυσσομένων κρατών στην περιφέρεια του Ψυχρού Πολέμου αντιμετώπιζε τα ίδια ακριβώς διλήμματα. Όπου αυτή η τάξη μορφοποιήθηκε στην βάση μιας (μειοψηφούσας) θρησκείας, όπως στο Βιετνάμ ή τον Λίβανο, το δίλημμα ήταν είτε αντιδραστική περιχαράκωση από την ίδια της την κοινωνία, ανάλογη με την θέση των λευκών της Νοτίου Αφρικής ή των Ευρωπαίων της Αλγερίας, σε συνδυασμό με την απέλπιδα ταύτιση με το Δυτικό στρατόπεδο στο πλαίσιο του «αγώνα κατά του κομμουνισμού». Είτε η αποδοχή της μαζικότητας ως λογικό επόμενο στάδιο της προόδου της οποίας η ίδια ήταν πάντα η πρωτοπορία, κάτι που οδήγησε συχνά τα μορφωμένα παιδιά των παραδοσιακών ελίτ να βρεθούν στην ηγεσία μαζικών-προοδευτικών κινημάτων, όπως Άραβες Χριστιανοί που πρωτοστάτησαν στην ίδρυση αραβικών εθνικιστικών κομμάτων.
Όπως και οι βασιλείς τους όμως (τους οποίους τα παιδιά της πρώιμης αστικής τάξης συχνά έβλεπαν ως παρωχημένους και αντιδραστικούς), τα μέλη αυτή της τάξης ήταν καταδικασμένα όπου και να στρέφονταν. Ακόμα και αν υποστήριζαν ακραία αντιδημοκρατικά καθεστώτα για κάποια περίοδο, οι ΗΠΑ αναπόφευκτα αποδέχονταν τελικά την ορμή της μαζικότητας, αφήνοντας τους συμμάχους τους στην μοίρα τους, κάποιες φορές κυριολεκτικά για να σφαγιαστούν όπως έγινε στις χώρες της Ινδοκίνας. Όπου επιβλήθηκαν προοδευτικά μαζικά καθεστώτα από την άλλη, οι υποσχέσεις για χειραφέτηση και κοινωνική δικαιοσύνη αποδείχτηκαν φρούδες, οδηγώντας από την αριστερή μονοκομματική απολυταρχία στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και την κατάρρευση του κράτους, όπως έγινε σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής και το Αφγανιστάν.
Η νοσταλγία για τις φοιτήτριες του Αφγανιστάν του ’60 σήμερα είναι επομένως και μια ρομαντική ταύτιση με αυτούς που βλέπουμε ως εξαρχής καταδικασμένους, παγιδευμένους στο αίτημα της προόδου που νόμιζαν ότι κομίζουν οι ίδιοι ενώ στην πραγματικότητα ήταν το πρώτο στάδιο για μια μαζικότητα που αναπόφευκτα θα τους κατάπινε. Η παραπάνω ανάλυσή μας όμως δείχνει και κάτι άλλο. Ότι παρά τις πολιτικές επιλογές που κατά καιρούς έκανε αυτή η τάξη προς τα αριστερά ή τα δεξιά, οι οποίες ήταν αναπόφευκτες με δεδομένο το ψυχροπολεμικό πλαίσιο της εποχής, η κατηγορία που της αποδιδόταν ότι ήταν ξενόφερτη, ξενόδουλη και αλλότρια από την ίδια της την κοινωνία – μια κατηγορία που θυμίζει σήμερα την ξενοφοβική ακροδεξιά αλλά τότε εκτοξευόταν κυρίως από τα αριστερά – ήταν τελικά άδικη.
Όπως και οι συντηρητικές μοναρχίες με τις οποίες σε αρκετές χώρες ήταν συναρτημένη (αν και όχι πάντα πολιτικά ταυτισμένη), αυτή η πρώιμη αστική τάξη βρισκόταν ταυτόχρονα και μέσα και έξω από την κοινωνία που την περιέβαλλε, υποδεχόταν ξένες επιρροές και μόδες αλλά τις συνταίριαζε με τις παραδόσεις που είχε μάθει από προηγούμενες γενιές, ανοιγόταν στον κόσμο αλλά αγαπούσε τον τόπο της, παρήγαγε σε τελική ανάλυση μια κατά τόπους νεωτερικότητα με ιδιοπροσωπία και χρώμα. Χάρη στην μόρφωση και τα διαβάσματά της, καταλάβαινε πρώτη την ανάγκη ικανοποίησης μαζικών αιτημάτων τριγύρω της, ενώ αν έβγαζε έναν κοινωνικό σνομπισμό έναντι της φτωχολογιάς, σε κάθε περίπτωση καταλάβαινε ότι ήταν αναπόδραστα συνδεδεμένη με αυτήν μέσα στην κοινή πατρίδα.
Το βαθύ ρήγμα μεταξύ αυτού του ελιτιστικού αστισμού και των χαρακτηριστικών μαζικής ταύτισης – του έθνους, του επαναστατημένου λαού, της επικρατούσας θρησκείας – μπορεί να φαίνεται εκ των υστέρων αναπόφευκτο. Στην πραγματικότητα όμως, η ρήξη επήλθε μόνο λόγω της εξωτερικής πίεσης, καθώς η διεθνής ψυχροπολεμική αντιπαλότητα μεταφράστηκε στο εσωτερικό ως πόλωση μεταξύ εξαρτημένων από τις υπερδυνάμεις ακραίων ιδεολογικά ανταγωνιστών που όμως, σε αντίθεση με τον πολιτικό ελιτισμό των μοναρχιών και τον κοινωνικό ελιτισμό της πρώιμης αστικής τάξης, είχαν το πλεονέκτημα ότι μπορούσαν να ικανοποιήσουν της συνθήκης της μαζικότητας.
Υπό αυτήν την έννοια, η συντηρητική νοσταλγία για τις εικόνες των Αφγανών φοιτητριών του ’60 την ώρα που οι Αμερικάνοι αποχωρούν όπως-όπως από την Καμπούλ αντανακλά και ένα άλλο συντηρητικό συναίσθημα πέραν της νοσταλγίας: τον φόβο και την ανησυχία των πολιτών της Δύσης σήμερα που συνειδητοποιούν ότι ο μεσοαστικός τρόπος ζωής τους είναι συναρτημένος με την τοπικότητα και τα όρια της χώρας τους. Ότι, όσο και αν είναι αναπόφευκτα επηρεασμένος από ξένα καταναλωτικά πρότυπα, αυτός ο τρόπος ζωής ξετυλίγεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο χωρικό και χρονικό πλαίσιο, το οποίο του αποδίδει το κατά τόπους ιδιαίτερο χρώμα και χαρακτήρα του.
Η καταδικασμένη αστική τάξη του Αφγανιστάν του ‘60 θυμίζει επομένως την δική μας ευάλωτη θέση σήμερα. Αν τότε ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος, σήμερα είναι μια σειρά από αλλαγές πλανητικού μεγέθους που δεν απειλούν απλά τον τρόπο ζωή μας, αλλά την ίδια μας της ύπαρξη ως ιδιαίτερα πρόσωπα: κλιματική αλλαγή, πανδημία, μαζική μετανάστευση. Σε εποχές που η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης αποθεώνει την «παγκόσμια μεσαία τάξη», εννοώντας τους πλουτοκράτες και ολιγάρχες του Πεκίνου, του Κατάρ, της Κωνσταντινούπολης και της Λουάντα που συμμαχώντας με το 1% της Δύσης δημιουργούν μια νέα υπερεθνική ελίτ της οποίας η παιδεία, ο πλούτος, η διασκέδαση και τα συμφέροντα ξεπερνούν σύνορα, είναι οι κατά τόπους μεσαίες τάξεις που βλέπουν το πλαίσιο που τις δημιούργησε, αυτό του έθνους-κράτους, να βάλλεται από παντού.
Η βασική διαφορά με τον Ψυχρό Πόλεμο είναι ότι, ενώ η πρώιμη αστική τάξη των αναπτυσσομένων χωρών συνεθλίβη από το αίτημα της μαζικότητας, η σημερινή μεσαία τάξη εξανδραποδίζεται από την αντίστροφη διαδικασία, την αναίρεση της μαζικότητας προς όφελος ενός διεθνικού ελιτισμού. Η μαζικότητα πλέον αναιρείται στην πολιτική, όπου οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως κάποτε οι μεταπολεμικές τριτοκοσμικές μοναρχίες, αδυνατούν να διαχειριστούν την δυσανεξία των λαϊκών πλειοψηφιών έναντι του ριζοσπαστισμού ακραίων ιδεολογικών μειονοτήτων. Στην οικονομία, όπου τα εκλεκτότερα προϊόντα θα καταναλώνονται από τους λίγους, ενώ οι ελάχιστες πολυτέλειες των πολλών (πχ ένα αεροπορικό ταξίδι τον χρόνο για διακοπές) πρέπει να περικοπούν «για να σωθεί ο πλανήτης». Και στην διανόηση και τέχνη, όπου ό,τι αρέσει και απευθύνεται στους πολλούς απορρίπτεται ως γκροτέσκο και ό,τι αφορά τους ελάχιστους αποθεώνεται ως πρωτοπορία.
Όπως οι φοιτήτριες του Αφγανιστάν, και ο δικός μας τρόπος ζωής κινδυνεύει σε 50 χρόνια από τώρα να γίνει μια νοσταλγική ασπρόμαυρη φωτογραφία. Με το πέρας των never-ending wars στην Μέση Ανατολή, μήπως η επόμενη αποστολή «εκπολιτισμού» που θα αναλάβει η Δύση θα είναι ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό;