O Δάντης σε τοιχογραφία του Τζιότο ντι Μποντόνε (Giotto)

Darrell Falconburg για το Imaginative Conservative
Μετάφραση: Μιχάλης Θεοδοσιάδης

Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο Δάντης είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του Δυτικού κόσμου. Το πιο γνωστό του έργο, Η Θεία Κωμωδία, θεωρείται ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της ανθρωπότητας, ένα αριστούργημα που ρίχνει φως σε πτυχές της πραγματικότητας και μας βοηθά να καταλάβουμε τί πραγματικά είναι ο άνθρωπος. Με βάση τον Roger Kimball, ο λόγος του Δάντη υποδεικνύει «ισχυρή αυτοπεποίθηση, όπως ακριβώς το έργο The Tempest (του William Shakespeare) και το Κουαρτέτο Op.135 του Beethoven»[1] Η γραφή του είναι όμορφη και σαγηνευτική· μας καλεί να αποχωριστούμε προσωρινά τα εγκόσμια ώστε να κοιτάξουμε, όπως έκανε ο ίδιος, ψηλά «στους ουρανούς». Σε μια εποχή που τα έργα αξιοθαύμαστων ανδρών και γυναικών διαγράφονται από τη συλλογική μας μνήμη, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Δάντης εξακολουθεί, αιώνες αργότερα, να αποτελεί ένα από τα λαμπερά φώτα της Δύσης.

Γνωρίζουμε αρκετά για το μεγάλο πνευματικό ταξίδι του Δάντη. Είναι λιγότερο γνωστό, ωστόσο, το γεγονός ότι ο Δάντης υπήρξε συγγραφέας μιας μεγάλης ιστορίας αγάπης. Η ιστορία αυτή δεν είναι άλλη από τη σχέση του ίδιου με τη Βεατρίκη, όπως αναφέρεται στο Vita Nuova αλλά και στη Θεία Κωμωδία. Επομένως, σε αυτήν την ιστορία αγάπης θα άξιζε να στρέψουμε την προσοχή μας. Πράγματι, καθώς ξετυλίγεται η ιστορία αυτή, θα μάθουμε αρκετά ιδίως για τη φύση της αγάπης αλλά και για την ικανότητά της να μας οδηγήσει σε έναν ενάρετο βίο. Η διορατικότητα του Δάντη για τη φύση της αγάπης χρήζει ιδιαίτερης σημασία για εμάς σήμερα, δεκαετίες μετά την κυριαρχία της Σεξουαλικής Επανάστασης η οποία οδήγησε στην οριστική αποβολή της χριστιανική κατανόησης της αγάπης από τον ίδιο μας τον βίο.

Στη Vita Nuova ο Δάντης μιλά με έντονο θαυμασμό για τη Βεατρίκη, μια γυναίκα από τη Φλωρεντία. Όταν την είδε για πρώτη φορά σε ηλικία εννέα ετών την ερωτεύτηκε και παρέμεινε ερωτευμένος μαζί της για το υπόλοιπο της ζωής του. Μερικά χρόνια αργότερα η Βεατρίκη συνάντησε το θάνατο, σε νεαρή, ωστόσο, ηλικία. Ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων ετών. Η απώλεια της Βεατρίκης οδήγησε τον Δάντη σε βαθιά θλίψη. Θέλοντας να απαθανατίσει την αγάπη που έτρεφε για την ίδια, συνέθεσε στη μνήμη της Βεατρίκης 31 ποιήματα (τα οποία ο ίδιος ταυτόχρονα σχολιάζει). Το Vita Nuova ακολουθεί τα χνάρια του Boethius, ο απόλυτος πνευματικός ήρωας του Δάντη και ταυτόχρονα συγγραφέας του De consolatione philosophiae (ενός από τα πιο σημαντικά φιλοσοφικά βιβλία κατά τον Φλωρεντίνο ποιητή). Έτσι, στο Vita Nuova η πεζογραφία και ο στίχος διαρκώς εναλλάσσονται [2]. Ακόμη και αν Vita Nuova ήταν το μοναδικό σημαντικό έργο του Δάντη, αυτό από μόνο του θα αρκούσε ώστε να θεωρείται σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Δύσης.

Στο Vita Nuova, ο Δάντης επικαλείται τη μεσαιωνική προσέγγιση του αυλικού έρωτα με στόχο να εκφράσει τον θαυμασμό του για τη Βεατρίκη. Όπως επισημαίνει ο Mitchell Kalpakgian, ο αυλικός έρωτας δεν σχετίζεται με την αιώνια σοφία που συναντά κανείς στα μεγάλα βιβλία του Δυτικού Πολιτισμού και στις διδασκαλίες της Εκκλησίας. Από πολλές απόψεις, ήταν μια ριζοσπαστική και ταυτόχρονα μη παραδοσιακή έννοια. Όπως αναφέρει ο Kalpakgian, ο μεσαιωνικός αυλικός έρωτας δεν βλέπει τίποτα το ρομαντικό στο θεσμό του γάμου. Ο γάμος δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια παλιομοδίτικη και πεζή σύμβαση που στερείται τη μυστικότητα του ερωτικού πάθους. Ο αυλικός έρωτας θα έβρισκε συχνά την εκπλήρωσή του σε απαγορευμένες και μοιχείες σχέσεις, σαν αυτές που συναντά κανείς στο ειδύλλιο του Lancelot και της Guinevere. Ως εκ τούτου, ο αυλικός έρωτας αμφισβητεί τη χριστιανική διδασκαλία για την αγάπη και τη συνένωση των ανθρώπων [3].

Ο Δάντης το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Ήταν, ωστόσο, προσεκτικός στον τρόπο με τον οποίο επικαλέστηκε τον αυλικό έρωτα θέλοντας να εκφράσει τα συναισθήματά του προς τη Βεατρίκη. Χρησιμοποίησε την ιδέα μονάχα στο βαθμό που εξυπηρετούσε τους σκοπούς του ως ποιητής. Ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός και φρόντισε να αποστασιοποιηθεί από τις πιο προβληματικές πτυχές αυτής της λογοτεχνικής παράδοσης. Μέσα στις σελίδες του Vita Nuova ισχυρίζεται πως η αγάπη του για τη Βεατρίκη ήρθε ξαφνικά και απότομα [4]. Για να το πούμε πιο απλά, ο Δάντης την ερωτεύτηκε «με την πρώτη ματιά». Αυτός ο έρωτας κινητοποίησε την ποιητική του φαντασία. Συνεπώς, η επιρροή της παράδοσης του αυλικού έρωτα στη Vita Nuova του Δάντη είναι ξεκάθαρη.

Ωστόσο, ακόμη και στα πρώτα του χρόνια ως συγγραφέας, ο Δάντης απέφυγε τις ακρότητες του αυλικού έρωτα. Όπως ο ίδιος ξεκαθαρίζει, την έντονη αγάπη του για τη Βεατρίκη δεν έπαψε να συνοδεύει η ανθρώπινη λογική. Μην αφήνοντας τις ορέξεις του να υπερνικήσουν τη λογική του ικανότητα, ο Δάντης κατάφερε να ενεργήσει σύμφωνα με τον ηθικό νόμο. Ως εκ τούτου, η αγάπη του Δάντη στοVita Nuova δεν τον οδηγεί σε ακραίες σωματικές επιθυμίες. Η αγάπη συνοδεύεται από έντονο πάθος και ποιητική διάθεση, όχι από σεξουαλικές ορέξεις. Ο Δάντης κατέστησε σαφές ότι οι μη παραδοσιακές και ανήθικες πτυχές του αυλικού έρωτα – πάθος, μυστικότητα και μοιχεία – δεν είχαν θέση στην αγάπη του προς τη Βεατρίκη. Κατέστησε σαφές επίσης ότι «ποτέ δεν ενέδωσε σε έναν έρωτα» ο οποίος θα καταρράκωνε την «ορθή καθοδήγηση του λόγου» [5]. Κατά συνέπεια, ο Δάντης έκρινε ότι οι ικανότητες της ψυχής πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τη λογική. Με άλλα λόγια, η λογική θα πρέπει να υπερισχύει της επιθυμίας [6].

Ο Καθολικός Δάντης, αυτός ο υπερασπιστής της αιώνιας σοφίας της δυτικής παράδοσης, γνώριζε ότι η αληθινή αγάπη οδηγεί στην ηθική ανύψωση και δεν παραγκωνίζει τη λογική. Η αγάπη δεν μας καταστρέφει ούτε μας κάνει δυστυχισμένους, όπως υποστήριζαν τόσο συχνά οι αυλικοί εραστές. Δεν είναι περίεργο που ο Robert Hollander προσπαθεί να κατανοήσει την αγάπη του Δάντη προς τη Βεατρίκη σα να πρόκειται για την αγάπη που τρέφει κάποιος «προς τη φυσική και νεανική παρουσία του Χριστού». Ο Δάντης βρίσκει τον Χριστό σε μια «νέα ζωή». Ακόμα και το όνομα του ποιήματος θυμίζει τη συχνή επιμονή του Αγίου Παύλου να εγκαταλείψουμε την παλιά μας ζωή για μια άλλη, πιο νέα [8]. Αυτό που μας καλεί σε μια τέτοια μεταστροφή δεν είναι παρά η ίδια η αγάπη.

Επιπλέον, ο Δάντης αποφάσισε να μην το ολοκληρώσει το Vita Nuova, ακριβώς τη στιγμή που το μεγαλύτερο τμήμα του έργου ήταν ήδη έτοιμο. Αφού οραματίστηκε τη Βεατρίκη στον Παράδεισο, συνειδητοποίησε ότι η ποίησή του υπολείπεται του επαίνου που άξιζε η Βεατρίκη. Κάτι τέτοιο δεν μας προκαλεί καμία έκπληξη. Αν ο Δάντης αγαπούσε πραγματικά τη Βεατρίκη, όπως ισχυριζόταν, για να περιγράψει μια τέτοια αγάπη θα έπρεπε αρχικά να απεγκλωβιστεί από μη παραδοσιακά και αμφιβόλου ποιότητας λογοτεχνικά σχήματα. Συνεπώς, τη στιγμή εκείνη ο ίδιος αποφάσισε να μήν ολοκληρώσει το έργο προς την «ευλογημένη αυτή γυναίκα», έως ότου αποκτήσει τις ικανότητες που ο ίδιος έκρινε ότι μια τέτοια εργασία απαιτούσε. Ο Δάντης, τελικά, αποφάσισε τερμάτισε τη Vita Nuova ως εξής:

«Appresso questo sonetto apparve a me una mirabile visione, ne la quale io vidi cose che mi fecero proporre di non dire più di questa benedetta infino a tanto che io potesse più degnamente trattare di lei. E di venire a ciò io studio quanto posso, sì com’ella sae veracemente. Sì che, se piacere sarà di colui a cui tutte le cose vivono, che la mia vita duri per alquanti anni, io spero di dicer di lei quello che mai non fue detto d’alcuna. E poi piaccia a colui che è sire de la cortesia, che la mia anima se ne possa gire a vedere la gloria de la sua donna, cioè di quella benedetta Beatrice, la quale gloriosamente mira ne la faccia di colui qui est per omnia secula benedictus» [9]

Εδώ τελειώνει απότομα η περιγραφή αυτής της ιστορίας αγάπης μεταξύ του Δάντη και της Βεατρίκης. Μια τέτοια περιγραφή θα φτάσει στο αποκορύφωμά της χρόνια αργότερα στη Θεία Κωμωδία.

Στην Τέταρτη Ωδή της Κόλασης ο Δάντης σκιαγραφεί τους χαρακτήρες της Francesca και του Paulo με εκπληκτικό τρόπο. Στόχος αυτής της Ωδής είναι η προτροπή για αποστασιοποίηση από τις χειρότερες υπερβολές του αυλικού έρωτα και, ταυτόχρονα, η αμφισβήτηση ενός ολόκληρου του λογοτεχνικού είδους. Είτε έτσι είτε αλλιώς, παρατηρούμε τη μετατροπή του αυλικού έρωτα σε ιερή αγάπη, πράγμα που αντικατοπτρίζει το θαυμασμό του Δάντη για τη Βεατρίκη. Σε συγκεκριμένο απόσπασμα από το κεφάλαιο της Κόλασης λέγεται ότι η Francesca και ο Paulo εξέπεσαν στην αμαρτωλή λαγνεία αφού διάβασαν την ερωτική ιστορία του Λανσελώτου. Με τα δάκρυα να κυλούν στα μάτια της, η Francesca λέει στον προσκυνητή Δάντη πώς υπέπεσε στην αμαρτία:

Ἀνεγιγνωσκαμέν ποτε πρὸς τέρψιν τὰ συμβάντα
τοῦ Λανσαλῶττου, πῶς σφικτὰ τὸν ἒδεσεν ο ἔρως.
Ἤμεθα μόνοι καὶ χωρὶς καμμίαν ὑποψίαν·
συχνὰ εἰς τὴν ἀνάγνωσιν ἐκείνην συνηντῶτο
τὰ βλέμματά μας, κι ἄλλαζε τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου,
ἀλλ’ ὃ,τι μᾶς ἐνίκησεν ὑπῆξεν ἕν χωρίον·
ὃταν ἐφθάσαμεν ἐκεῖ, ποῦ ἐραστὴς τοιοῦτος
φιλεῖ τὸ πολυπόθητον χαμόγελο εκεῖνο·
αὐτὸς, ποῦ δὲν θὰ χωρισθῆ ποτέ του ἀπὸ μένα,
τὸ στόμα μοῦ ἐφίλησεν τὸ σῶμα τρέμων ὃλος [10].

Έχοντας κυριευτεί από τον αυλικό έρωτα, η Francesca φτάνει στο σημείο να ταυτίζει την αγάπη με μια καταναγκαστική δύναμη στην οποία ουδείς μπορεί να αντισταθεί. Ο Δάντης, ως ένα βαθμό, μπορεί να συμφωνεί με αυτό, όπως φαίνεται από τις αρχικές επικλήσεις του στη λογοτεχνική παράδοση του αυλικού έρωτα. Όπως φαίνεται, ο Δάντης ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι είναι αποδεκτό για ένα άτομο να επιτρέπει στο πάθος της αγάπης να υπερνικήσει τη λογική. Άλλωστε, ένας καταιγισμός επιθυμιών και ορέξεων δεν έχει σχέση με την πραγματική αγάπη. Η Τέταρτη Ωδή της Κόλασης μας διδάσκει ότι η αγάπη παρότι κυριαρχείται από το πάθος οφείλει να είναι σύμφωνη με τον λόγο και την ηθική. Δεν μπορεί να μας οδηγεί σε ανήθικες πράξεις και επιθυμίες, όπως βλέπουμε στην περίπτωση της Francesca και του Paulo. Η αληθινή αγάπη δεν μας καθιστά απόλυτους σκλάβους των παθών. Πολύ περισσότερο, η αγάπη δεν μπορεί να διαχωριστεί από την αλήθεια. Σε αντίθεση με το αρχέτυπο της Francesca και τους πολλούς σημερινούς της ακόλουθούς σήμερα, σε μια εποχή που η Σεξουαλική Επανάσταση φέρει το έντονο στίγμα της, η αληθινή αγάπη δεν είναι συνώνυμη της λαγνείας, κάτι που η κυρίαρχη κουλτούρα, η οποία προάγει την ηθική διαφθορά, θα έπρεπε να λάβει υπόψη.

Η ηθικά ανυψωτική δύναμη της αγάπης εκφράζεται από τον Δάντη στο τέλος του Καθαρτηρίου και σε όλο το κεφάλαιο του Παραδείσου. Μπορούμε ίσως να ισχυριστούμε ότι η αγάπη του Δάντη, όπως παρουσιάζεται στο Vita Nuova, στη Θεία Κωμωδία μετασχηματίζεται σε κάτι ανώτερο και πιο καθαρό. Η τόσο έντονα ευγενική και ενάρετη αγάπη του Δάντη αποκτά μια ηθικά ανυψωτική φύση που μόνο ένας χριστιανικά καλλιεργημένος νους θα μπορούσε να συλλάβει. Μια αγάπη που είχε απεικονιστεί προηγουμένως με ευγενικό τρόπο σε ένα ωριμότερο διανοητικό στάδιο αποκτά ιερά χαρακτηριστικά. Η αγάπη του είναι τόσο έντονη που χρειάστηκε να επικαλεστεί ολόκληρη τη χριστιανική θεολογία της Κόλασης, του Καθαρτηρίου και του Ουρανού για να την συλλάβει. Όπως επισημαίνει ο Hans Urs von Balthasar:

«Είναι αλήθεια ότι η φιγούρα της αγαπημένης του Δάντη είναι εμπλουτισμένη με συμβολικό περιεχόμενο, αλλά θα ήταν γελοίο να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται μόνο σύμβολο ή αλληγορία. Τί είδους σύμβολο; Της πίστης; Της θεολογίας; Του οράματος του Θεού; Μόνο κάποιοι ακαδημαϊκοί αποκομμένοι από την πραγματικότητα θα μπορούσαν να ισχυριστούν κάτι τέτοιο. Όχι! Ο τρόπος που απεικονίζεται η Βεατρίκη παραπέμπει σε μια νεαρή γυναίκα από τη Φλωρεντία με σάρκα και οστά. Γιατί ένας χριστιανός άντρας να μην αγαπά μια γυναίκα για πάντα και να μην καταφέρνει μέσω αυτού του έρωτα προς μια συγκεκριμένη γυναίκα να ανακαλύψει τί θα πει «αιωνιότητα»; Και γιατί να είναι τόσο εξαιρετικό – θα έπρεπε κανείς να μην το περιμένει – ότι μια τέτοια αγάπη χρειάζεται, για την πλήρη εκπλήρωσή της, ολόκληρη τη θεολογία και τον Παράδεισο, το Καθαρτήριο και την Κόλαση;»[11]

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στη Θεία Κωμωδία η εμφάνιση της Βεατρίκης λαμβάνει χώρα ακριβώς στην κορύφωση των όσων διαδραματίζονται μέσα στο Καθαρτήριο. Στην πραγματικότητα, η Βεατρίκη παίζει έναν κρίσιμο ρόλο στη συνολική πλοκή της Θείας Κωμωδίας. Όταν ο προσκυνητής Δάντης βρίσκεται χαμένος σε ένα σκοτεινό δάσος, είναι η ίδια η Βεατρίκη που πλησιάζει τον Βιργίλιο και του ζητά να τον οδηγήσει πίσω σε κάποιο ασφαλές περιβάλλον. Εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της, ο Βιργίλιος ακολουθεί κατά γράμμα της εντολές της Βεατρίκης. Λίγο αργότερα, όταν ο Βιργίλιος, όταν έχει ήδη οδηγήσει τον Δάντη στο ξέφωτο εξαφανίζεται από την ιστορία. Στο εξής, το ρόλο του νέου συνοδός αναλαμβάνει η Βεατρίκη.

Επιπλέον, καθ ‘όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, σε αρκετά σημεία του έργου διαπιστώνουμε ότι η ίδια η αγάπη του για τη Βεατρίκη είναι που τον ενθαρρύνει να συνεχίσει. Ο λόγος που ο Δάντης εισέρχεται στο ζοφερό σκότος της Κόλασης οφείλεται στο γεγονός ότι μόνο μέσα από την κάθοδό του θα μπορέσει να ανέβει ψηλά με τη Βεατρίκη στον Παράδεισο. Η κάθοδος στην Κόλαση αποτελεί είναι μονόδρομος ώστε ο Δάντης να συναντήσει τη γυναίκα που αγαπά. Αυτό υποδηλώνει ότι η αγάπη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα βάσανα και τις θυσίες. Πολλές φορές απαιτεί να βρεθούμε σε μέρη τα οποία ουδέποτε θα θέλαμε να επισκεφτούμε. Μάλιστα, προκειμένου να συναντήσει και πάλι τη Βεατρίκη, ο Δάντης θα αναγκαστεί να υπομείνει λίγο αργότερα νέες κακουχίες στο όρος του Καθαρτηρίου.

Η Βεατρίκη, μια γυναίκα που ο Δάντης αγάπησε στην πραγματική ζωή, απεικονίζεται ως εκπρόσωπος της χριστιανικής αποκάλυψης. Είναι ταυτόχρονα μια πραγματική γυναίκα και ένα σύμβολο, ένα τέλειο σύμβολο (εφόσον ήταν μια αληθινή γυναίκα). Είναι σαν ο Δάντης να οδηγήθηκε στη Θεία αποκάλυψη μέσα από τη Βεατρίκη, μια γυναίκα που αγάπησε όσο τίποτε άλλο. Είναι σαν να του έδειξε το δρόμο προς την αιωνιότητα όταν ήταν ακόμη ζωντανή. Για τον λόγο αυτόν η ίδια απεικονίζεται ως οδηγός του στην αιωνιότητα σε όλο το ποίημα. Σε όλο το κεφάλαιο του Παραδείσου, λοιπόν, ο Δάντης δεν έχει παρά να κοιτάξει τη Βεατρίκη για να ανέβει πιο κοντά στον Θεό. Ο Δάντης κοιτάζει τη Βεατρίκη και η Βεατρίκη κοιτάζει ακόμη ψηλότερα, στον ίδιο τον παράδεισο. Στη συνέχεια, ο Δάντης βλέπει τον παράδεισο να αντανακλάται στα μάτια της Βεατρίκης σαν καθρέφτης[12].

Καθώς αναγνωρίζουμε το μεγαλείο του Δάντη και τη Θεία Κωμωδία, καλούμαστε να αντιληφθούμε τη σημασία αυτής της ιστορίας αγάπης σε συνάφεια με το «σήμερα». Στην εποχή του ο Δάντης κατάφερε να απορρίψει τις χειρότερες πτυχές του πολιτισμού του – συγκεκριμένα, τις υπερβολές του αυλικού έρωτα. Ταυτόχρονα, κατάφερε να αντλήσει με μεγάλη επιδεξιότητα τη σοφία της δυτικής παράδοσης και τις διδασκαλίες της Εκκλησίας για τη φύση της αγάπης. Ως εκ τούτου, ο Δάντης ασχολήθηκε με τους τρόπους που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς προκειμένου να προστατέψει μια πολιτιστική κληρονομιά, επιτρέποντάς την να καταστεί αντικείμενο διορθώσεων. Έτσι κι εμείς θα μπορούσαμε να απορρίψουμε τις χείριστες υπερβολές της κουλτούρας μας μετά τη Σεξουαλική Επανάσταση που έχει καταστήσει το γάμο απλό συμβόλαιο και τη σεξουαλική επαφή απλή συναινετική δραστηριότητα. Τέλος, με βάση το έργο του Δάντη, καλούμαστε να ανακαλύψουμε εκ νέου το είδος της αγάπης που φέρνει ένα άτομο πιο κοντά στον Θεό. Αυτό μας διδάσκει ολόκληρη η θεολογία της Κόλασης, του Καθαρτηρίου και του Παραδείσου.

Σημειώσεις:

[1] Οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί παραπέμπουν στον Josef Pieper. Παραπέμπουν επίσης στον Δάντη. Βλ. Roger Kimball, “Josef Pieper: Leisure and its Discontents,” The New Criterion 17, no. 5 (January 1999), 23-24.

[2] Dante, Convivio II, Trans. Richard Lansing (Garland, Texas: Garland Library, 1990), chapters 11-12.

[3] Mitchell Kalpakgian, “Chaucer and the Heresy of Courtly Love,” The Imaginative Conservative (August 15, 2018), online.

[4] To read the Vita Nuova, go to the Digital Dante online library via Columbia University. See Dante Alighieri, Vitta Nuova, translated by Andrew Frisardi (Evanston: Northwestern UP, 2012), online.

[5] Ο,π.

[6] Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομήδεια I, 13. Ο Αριστοτέλης ήταν ένας από τους αγαπημένους φιλοσόφους του Δάντη.

[7] Robert Hollander, “Dante: A Party of One,” First Things (April 1999), online.

[8] Ο.π.

[9] Dante, La Vita Nuova, online.

[10] Dante Alighieri, Θεία Κωμωδία. Κόλαση. Μετάφραση: Γεωργίου Εμμ. Αντωνιάδου. Τυπογραφείο Αντωνιάδου: Αθήνα. σ.20.

[11] Hans Urs von Balthasar, The Glory of the Lord: A Theological Aesthetics, Volume III: Lay Styles, μετάφραση. Andrew Louth, John Saward, Martin Simon και Rowan Williams (San Francisco: Ignatius Press, 1986), 31-32.

[12] Balthasar, GL, 63-64. For an example, see Dante, Alighieri, The Divine Comedy: Paradiso, μετάφραση. Mark Musa (repr. New York: Penguin Books, 1971), I 64-71.