Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης.

Ο ξυλοδαρμός του φοιτητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από ακροαριστερές ομάδες, αποτελεί ένα ακόμη σύμπτωμα μιας χρόνιας ασθένειας που ταλαιπωρεί το ελληνικό πανεπιστήμιο, και κατ’ επέκταση την ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες. Συγκρίνοντας τα πανεπιστήμια άλλων χωρών (δυτικών και ανατολικών) με τα ελληνικά, μπορούμε με τρόπο αποστασιοποιημένο, και με το δεδομένο πλεονέκτημα που προσφέρει η σύγκριση, να εντοπίσουμε καλύτερα και πιο αντικειμενικά, τις αιτίες αυτών των παρακμιακών φαινόμενων. Το ένα σκέλος των αιτιών θα πρέπει να αναζητηθεί εντός του πανεπιστημίου και αφορά στο προσωπικό, κυρίως ορισμένους καθηγητές και πρυτάνεις. Η αδιαφορία, ο φόβος και η ανοχή τους σε φαινόμενα βίας και καταστροφής δημόσιας περιουσίας – ενίοτε λόγω της ιδεολογικής τους ταύτισης με τον αντισυστημικό αριστερισμό – έχει δώσει άλλοθι σε ομάδες που θεωρούν κεκτημένο το δικαίωμα στη βαρβαρότητα. Το δεύτερο σκέλος του προβλήματος είναι βαθύτερο. Εντοπίζεται εκτός των πυλών της γνώσης. Βρίσκεται στα έδρανα του Κοινοβουλίου, στα κομματικά γραφεία και τις νεολαίες, στις οχυρωματικές και ψυχαγωγικές φωλιές των επαγγελματιών της επανάστασης, στην αριστερόστροφη και σταλινική διανόηση, στους αιώνιους και πολιτικά ανώριμους επαναστάτες και αντιφασίστες, καθώς και στις κάθε λογής επαναστατικές γραφειοκρατίες. Βρίσκεται επίσης σε όλους αυτούς και αυτές που το πρωί καταγγέλλουν τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, και το βράδυ την καλλιεργούν με σύστημα ή της κλείνουν το μάτι, σε εκείνους που την σχετικοποιούν και την διακρίνουν σε καλή (βαπτισμένη επαναστατική) και κακή (βαπτισμένη φασιστική) – που δεν τους βολεύει ή δεν τολμούν να παραδεχτούν ότι η θεωρία των δυο άκρων (που θέτει την ακροαριστερά και την ακροδεξιά ως αντίπαλα στρατόπεδα, τα οποία ρέπουν προς την ανομία και τον ολοκληρωτισμό), στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν αποτελεί μόνο εργαλείο ιδεολογικής/πολιτικής πολεμικής στα χέρια του φιλελεύθερου Κέντρου, αλλά τυχαίνει να αντικατοπτρίζει μια ντροπιαστική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα όπου τα δυο αυτά άκρα – με τις πρακτικές τους – μοιάζουν με ένα διμερές σώμα, σχεδόν ομοιών, που κακοποιεί συστηματικά το χώρο της εκπαίδευσης και όχι μόνο της τριτοβάθμιας.

Οι κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα, μόλις από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, διαιωνίζουν το τραύμα της δικτατορίας και των αντι-αριστερών διώξεων που επέτρεψε στην Αριστερά να υιοθετήσει τη στάση του μονίμως διωκόμενου μάρτυρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο πολιτικός κόσμος να αδιαφορεί και/ή να ανέχεται φαινόμενα ακροαριστερής-σεχταριστικής βίας, αλλά και να μην ασκείται κριτική στους κάθε λογής οργανικούς διανοούμενους της πανεπιστημιακής Αριστεράς. Το θέμα βέβαια δεν είναι μόνο κατά πόσο οι ακροαριστεροί και οι ακροδεξιοί αποτελούν εμπόδιο στην ευνομία και την ευταξία που επικαλούνται οι πολιτικές δυνάμεις του Κέντρου. Περισσότερο θα άξιζε να ασχοληθεί κανείς με τους βαθύτερες αιτίες που διαιωνίζουν τις συνθήκες εντός των οποίων νομιμοποιείται η βία της εκάστοτε πολιτικής υποκουλτούρας (συμπεριλαμβανομένων και των αριστερών). Θα άξιζε, επομένως, να μιλήσουμε για την απαξίωση του φυσικού δικαίου, της παιδείας, της αρετής, της υπακοής στους θεσμούς, της υπακοής των θεσμών στους νόμους και για όλα όσα αποδομήθηκαν στο όνομα του πολέμου που κήρυξαν όχι μόνο οι δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά και του πολιτικού Κέντρου ενάντια στη θρησκεία και στο θεσμό της οικογένειας. Γνωρίζουμε ότι η μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Δεξιά είχε οικειοποιηθεί και καταχραστεί τη θρησκεία και την οικογένεια για ίδιον όφελος, δυσφημώντας θεσμούς πάνω στους οποίους οι άνθρωποι ευημερούσαν για αιώνες. Στην πραγματικότητα, είναι το ίδιο το φιλελεύθερο Κέντρο που ενστερνίστηκε απόψεις βάσει των οποίων το άτομο θεωρείται χειραφετημένο όταν απαλλαγεί από το βαρίδι της παράδοσης και, συνεπώς, μόνο τότε γίνεται υπεύθυνο για τις πράξεις του. Αν όντως φτάσαμε στο τέλος της Ιστορίας, τότε δεν χρειάζεται καν να αναζητήσει κανείς τις αιτίες που επέτρεψαν την αναζωπύρωση της πολιτικής βίας στο όνομα αξιών της αυτονομίας και της αναρχίας. Δεν χρειάζεται, με άλλα λόγια, να εξετάσουμε ενδελεχώς για ποιον λόγο η Ελληνική κοινωνία ζει ακόμα στα πέριξ του 1975, γιατί τα τραύματα δεκαετιών εξακολουθούν να στοιχειώνουν το συλλογικό νου. Υπό μια έννοια, η αναρχική περσόνα στο πεδίο του δρόμου δεν είναι παρά η ιδεολογική προβολή των ηδονιστικών ορέξεων και της ροπής στην ανομία του ατομοκεντρικού ανθρωπότυπου που έχει κυριαρχήσει στις δυτικές κοινωνίες υπό το δόγμα της διεθνούς των μονοπωλίων, το οποίο και έχει ασπαστεί πλήρως το φιλελεύθερο Κέντρο.

Καταλήγοντας, στην πραγματικότητα, το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν χρειάζεται ειδική αστυνομία, αλλά διεύρυνση της κανονικότητας στο εσωτερικό του. Χρειάζεται να ανοιχτούν οι πύλες του στη νομιμότητα, χωρίς λογικές εξαίρεσης και ιδιαιτερότητας. Τα ήδη υπάρχοντα μέσα εφαρμογής και τήρησης της νομιμότητας θα ήταν αρκετά. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να υπάρχει μια στοιχειώδης συναίνεση, κατά της βαρβαρότητας, από την πλευρά του πολιτικού συστήματος, πράγμα που, προς το παρόν, φαίνεται απίθανο διότι οι έμποροι αντισυστημικότητας, οι επαγγελματίες της εξέγερσης – που κάθονται στα έδρανα της Βουλής, καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης – δεν είναι διατεθειμένοι να συναινέσουν στην κανονικότητα, ενδεχομένως γιατί αυτή θα ισοδυναμούσε με τη σταδιακή πτώση τους στο βάραθρο της ανυπαρξίας. Με δεδομένη και την αδιαφορία της τρέχουσας κυβέρνησης, ο μόνος που μπορεί να αλλάξει αυτή τη ντροπιαστική εικόνα, είναι η ελληνική κοινωνία με τις δικές τις έννομες δυνάμεις. Ένα πρώτο βήμα θα ήταν, με τη ψήφο του και τη στάση του, ο πολίτης να απομακρύνει από έδρανα και αξιώματα όλους εκείνους και εκείνες που με τους τρόπους τους, έμμεσα και /ή άμεσα, διαιωνίζουν και τρέφονται από αυτή την κατάντια. Η κοινωνία γνωρίζει ποιοι/εις είναι – αυτό που απαιτείται, ωστόσο, είναι μια καλύτερη ενημέρωση. Όταν γίνεται λόγος για ενημέρωση δεν αναφερόμαστε μόνο στην ειδησεογραφία και στην ενασχόληση με τα πολιτικά πρόσωπα ή τα κοινά. Επί της ουσίας, έχουμε ανάγκη ως κοινωνία από ενημέρωση αναφορικά με το παρελθόν μας, το οποίο (και αυτό είναι ουσιώδες να το κατανοήσουμε) δεν ξεκινά απλά από τη δεκαετία του 1920. Δυστυχώς, μεγάλο τμήμα του δημόσιου διαλόγου εξαντλείται γύρω από την ιστορία της Ελλάδας ως έθνος κράτος και επικεντρώνεται σχεδόν μονοθεματικά στην εποχή του εμφυλίου και της δικτατορίας. Όμως, γνωρίζουμε, ότι η Ελληνική ιστορία έχει και άλλες εξαιρετικά σημαντικές πτυχές, πολύ πριν το 1920, για τις οποίες συζητάμε ελάχιστα ή καθόλου. Οφείλουμε, επομένως, να έρθουμε σε επαφή με το πραγματικό μας συνολικό παρελθόν, να αναζητήσουμε ήρωες και διανοούμενους πέρα από τα σκοτεινά χρόνια μεταξύ του 1920 και του 1960 που συχνά πυκνά εξιδανικεύονται ή ρομαντικοποιούνται.

Σε κάθε περίπτωση ο κόσμος, εκτός Ελλάδας, αλλάζει πολύ γοργά για να επιτραπεί στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα να παραμείνει κολλημένο σε αυτόν τον δύσοσμο βάλτο. Αν η φυγή των νέων στο εξωτερικό απασχολεί την ελληνική κοινωνία, το πρώτο που θα πρέπει να σκεφτεί είναι η ψυχολογία ενός ανθρώπου που εισάγεται σήμερα στο πανεπιστήμιο. Αν βασικό της στοιχείο είναι ο φόβος, τότε αυτός ο άνθρωπος, αργά ή γρήγορα, θα στραφεί κάπου άλλου, εκτός Ελλάδας – και συνήθως θα είναι από τους πιο ικανούς, τολμηρούς και εύστροφος που, όπως είναι λογικό, δεν έχουν καμία διάθεση να μετρούν στο κεφάλι τους τη διατομή των καδρονιών ή να προσπαθούν να δικαιώσουν ένα από τα δύο μέρη του ελληνικού εμφυλίου.