μτφρ.: Μύρων Ζαχαράκης

Ενίοτε μάλιστα πραγματοποιούν και ορισμένα ειδικά «τελετουργικά», για να τους υποβοηθήσουν στο συγκεκριμένο εγχείρημα. Για παράδειγμα, οι συμμετέχοντες σε μια «πορεία προνομίων» (“privilege walk”) απαιτείται να κάνουν ένα βήμα πίσω για κάθε ειδικό προνόμιο που απολαμβάνουν (λευκός, άνδρας, straight, ετεροφυλόφιλος κ.λπ.) και ένα βήμα πίσω για κάθε δυσχέρεια, ενώ μετά την πορεία τους καλούνται να «συλλογιστούν» όσα μόλις έμαθαν. Αυτή η «μαοϊκή» άσκηση δημόσιας ταπείνωσης αποτελεί πλέον μέρος των workshops πολυπολιτισμικής εκπαίδευσης σε πολλούς οργανισμούς. Η συνηθισμένη καθημερινότητα είναι ένας ακόμη στόχος στο στόχαστρο του ολοκληρωτισμού. Για όσους έχουν ανατραφεί με θεωρίες φυλής ή φύλου, μια συνηθισμένη ψιλοκουβεντούλα στον διάδρομο του γραφείου ή ένα ποτό σε μια παμπ, μετά τη δουλειά, δεν είναι, σε καμία περίπτωση, μια άκακη ιδιωτική υπόθεση, όπως εμείς οι υπόλοιποι πιστεύουμε απλοϊκά. Αντίθετα, είναι ένα «ναρκοπέδιο» γεμάτο με αισχρές προσβολές και ταπεινώσεις- ή αλλιώς «μικροεπιθέσεις», όπως επίσης είναι γνωστές. Μια «μικροεπίθεση» είναι μια μικρή προσβολή, από εκείνες που όσα άτομα ανήκουν σε μειονότητες πιστεύεται πως τις βιώνουν σε καθημερινή βάση. Τέτοια παραδείγματα (παραθέτω από τη λογοτεχνία) είναι το να σου κάνουν ένα κομπλιμέντο για το ότι μιλάς καλά Αγγλικά, να σε κοιτούν επίμονα έξω στον δρόμο ή και να σε ρωτούν από πού είσαι.  Το πιο ουσιαστικό εδώ είναι ότι μια τέτοια μικροεπίθεση μπορεί να είναι αθέλητη ή ακόμη και απαρατήρητη στον ίδιο τον «δράστη». Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι η συναισθηματική αναστάτωση που προκαλεί στο «θύμα» της. Με αυτόν τον τρόπο, πρακτικά το οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί μικροεπίθεση, φτάνει μονάχα να το εισπράξει κάποιος θιγόμενος ως τέτοιο. Φυσικά, μια τέτοια έννοια δε διαθέτει το παραμικρό νομικό ή επιστημονικό κύρος. Πάντως, οι μικροεπιθέσεις λαμβάνονται πολύ σοβαρά πλέον, ειδικά μέσα σε πανεπιστημιακούς χώρους, όπου μπορεί να θεωρηθούν και ως μομφή παρενόχλησης και να κατηγορηθεί κάποιος γι’ αυτές.

Πέρυσι, εκδόθηκε από την Επιτροπή Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μια αναφορά περί ρατσισμού στα πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου, που περιλαμβάνει την παρακάτω δήλωση, η οποία είναι πραγματικά αποκαλυπτική: ο «δράστης» μιας μικροεπίθεσης ενδέχεται να μην είχε καμία πρόθεση να παρενοχλήσει το θύμα του. Κατά συνέπεια, το αν η συμπεριφορά του αποτελεί όντως παρενόχληση ή όχι, εξαρτάται πιθανότατα από τον συναισθηματικό αντίκτυπο που έχει στο «θύμα». Φιλοσοφικά και νομικά, αυτή η δήλωση είναι σκέτη καταστροφή, διότι ισοδυναμεί με την άρνηση της mens rea, της πρόθεσης διάπραξης κακού, δηλαδή μιας έννοιας που αποτελεί ουσιώδες συστατικό στοιχείο για τον νομικό προσδιορισμό του τι συνιστά «έγκλημα», σε κάθε σύστημα Δικαίου. (Αποτελεί επίσης παρανόηση της Πράξης Ισότητας του 2010, σύμφωνα με την οποία το αν μια πράξη συνιστά παρενόχληση ή όχι, επαφίεται στην κρίση ενός «έλλογου ατόμου»). Aυτή η πρακτική έχει ξεσηκώσει ένα κύμα κακόβουλων κατηγοριών και, συνακόλουθα, έχει προκαλέσει καχυποψία ανάμεσα σε φοιτητές και καθηγητές. Ένας ψυχρός άνεμος φυσάει πλέον μέσα στα βρετανικά πανεπιστήμια. Μια Κινέζα ερευνήτρια που γνωρίζω προσωπικά, ισχυρίζεται ότι νιώθει πιο ελεύθερη μέσα στο Πεκίνο ή τη Σαγκάη, παρά στη Βρετανία. Σε εκείνες τις πόλεις βέβαια, ορισμένα θέματα δεν επιτρέπεται να τα θίξεις δημόσια, αλλά πάντως ανάμεσα σε φίλους που δειπνούν μαζί τίποτε δεν απαγορεύεται απόλυτα. Αντίθετα, εδώ πρέπει να προσέχει όλη την ώρα το τι λέει, ακόμη και ανάμεσα σε φίλους. Ίσως λοιπόν ήρθε η στιγμή να εγκαταλείψουμε τον πομπώδη αυτοχαρακτηρισμό μας «ο ελεύθερος κόσμος». Δικαίως οι φιλελεύθερες κοινωνίες υπερηφανεύονται ότι έχουν αναπτύξει μια παράδοση διαλόγου και διερωτήσεων που υπερβαίνει τις πολιτικές διαφορές. «Διαφωνώ μαζί του σχεδόν σε κάθε σημαντικό ζήτημα, αλλά [του αναγνωρίζω ότι] είναι άνθρωπος αφοσιωμένος στη λογική ανάλυση των ιδεών», έγραψε στη Guardian ο φιλόσοφος Jeff McMahan για τον, επίσης φιλόσοφο, Roger Scruton. Τέτοιου είδους δηλώσεις προκαλούν σε μένα ένα παράξενο αίσθημα συγκίνησης. Εκφράζουν πίστη και αφοσίωση σε κάτι που είναι υπεράνω κομμάτων και φατριών, δηλαδή σε ορισμένες κοινώς αποδεκτές προϋποθέσεις διαλόγου και, σε τελική ανάλυση, στην ίδια την αλήθεια. Το ολοκληρωτικό πνεύμα αδυνατεί να συλλάβει μια τέτοια πίστη και αφοσίωση. Για εκείνο, το παν είναι τα κόμματα και οι φατρίες! Ισχυρίζεται ότι μια πολιτικά απαθής αφιέρωση στην τέχνη, την επιστήμη ή την ακαδημαϊκή έρευνα, απλώς μαρτυρούν-και πάλι, «αντικειμενικά» υποτίθεται- αντιδραστικές πολιτικές προτιμήσεις. «Όποιος λατρεύει απλώς το ωραίο ή το αληθινό καθίσταται αμέσως ύποπτος για αδιαφορία απέναντι στην ευημερία του λαού»», παραπονέθηκε ο Ρώσος φιλόσοφος Semyon Frank το 1909, έχοντας κατά νου τους ριζοσπάστες συμπατριώτες της εποχής του.

Οπουδήποτε έχουν κατακτήσει την εξουσία, τα ολοκληρωτικά κινήματα έχουν ως πρώτη προτεραιότητά τους το να επιτεθούν στην ανεξαρτησία των πανεπιστημίων. Ο Lenin έστειλε εξορία τους σημαντικότερους αντιμαρξιστές διανοουμένους (στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και ο ίδιος ο Frank) το 1921. Ο Hitler ανακοίνωσε δημόσια την «εθνικοποίηση των πανεπιστημίων» σχεδόν αμέσως αφού είχε γίνει καγκελάριος το 1933. Σήμερα, οι επιθέσεις στα πανεπιστήμια προέρχονται από μια νέα κατεύθυνση. Η λεγόμενη «αποαποικιοποίηση των προγραμμάτων σπουδών» προτάθηκε για πρώτη φορά από ακτιβιστές το 2016. Πλέον είναι μέρος της επίσημης agenda πολλών βρετανικών πανεπιστημίων. Οι στόχοι του συγκεκριμένου κινήματος δεν είναι εντελώς ξεκάθαροι αλλά συμπεριλαμβάνουν, κατ’ ελάχιστον, την προσθήκη περισσότερων μη λευκών συγγραφέων στη βιβλιογραφία και, στην πιο ακραία περίπτωση, το να δίνεται ίση προσοχή στα μη δυτικά και στα δυτικά συστήματα σκέψης. Και οι δύο αυτοί στόχοι είναι εύλογοι, σε ορισμένες περιπτώσεις. Ένα μάθημα πάνω στην αγγλική λογοτεχνία των τελών του εικοστού αιώνα θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει και τους V.S. Naipaul και Wole Soyinka. Ένα τμήμα θρησκευτικών σπουδών δε θα ήταν ολοκληρωμένο δίχως τη συμμετοχή ανθρώπων ειδικών στον Ινδουισμό και Βουδισμό. Σε άλλης περιπτώσεις όμως, η ιδέα της αποαποικιοποίησης φαντάζει λιγότερο υποσχόμενη. Πώς ακριβώς θα μπορούσε να επιτευχθεί λόγου χάρη η «αποαποικιοποίηση» στην επιστήμη της οδοντιατρικής ή στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία; Κατά πάσα πιθανότητα, κανείς από εμάς δε θα επιθυμούσε να αρχίσει να γίνεται ξανά λόγος περί «εβραϊκής φυσικής», όπως επί ναζισμού. Επομένως, τα υπέρ και τα κατά της αποαποικιοποίησης είναι προς συζήτηση. Αλλά το ανησυχητικό που έχει το παρόν σχέδιο δεν είναι τόσο οι στόχοι του, όσο οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί για να τους υλοποιήσει.  Ενδογενείς διαδικασίες αναστοχασμού αναμένεται να μεταβάλλουν πολλούς ακαδημαϊκούς κλάδους σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς η παλιά εποχή ηγεμονίας της Δύσης, εξαφανίζεται. Ωστόσο, το να εξαναγκαζόμαστε [ενν. στη Δύση], από πολιτικές πιέσεις έξωθεν ημών, σε τέτοιες πράξεις και μάλιστα χωρίς κανέναν προβληματισμό για την αξιοπρέπειά μας [ενν. ως πολιτισμού], είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό και ισοδυναμεί με μια «ευθυγράμμιση[1]»- ή μάλλον θα ισοδυναμούσε, αν και εφόσον εφαρμοζόταν εκτεταμένα. Όπως εφαρμόζεται μέχρι τώρα, φαίνεται να είναι κάτι περισσότερο από μια άσκηση δημοσίων σχέσεων μονάχα. Και πάλι όμως, δημιουργεί ένα κακό προηγούμενο. Και το πλέον απογοητευτικό είναι το γεγονός ότι δεν έχει συναντήσει παρά ελάχιστη αντίδραση από μέρους μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένοι ακαδημαϊκοί πιστεύουν πραγματικά στην πολιτική agenda της αποαποικιοποίησης και έτσι τη στηρίζουν, ωστόσο υποψιάζομαι ότι είναι ακόμη περισσότεροι εκείνοι που το κάνουν απλώς επειδή τους έχει υπερνικήσει ο φόβος ότι μια πιθανή άσκηση κριτική εκ μέρους τους θα μπορούσε να εκληφθεί ως εκδήλωση συμπάθειας για την αποικιοκρατία. Το λενινιστικό σκεπτικό του «αν δεν είσαι με το μέρος μας, τότε είσαι εναντίον μας» έχει κάνει καλά τη δουλειά του λοιπόν! Η γλώσσα είναι ένα πρωτεύον κοινό αγαθό, στο οποίο εξαρτώνται αποφασιστικά όλα τα υπόλοιπα. Είναι το κοινό μας σπίτι, το μέρος όπου συναντιόμαστε σαν φίλοι, σύμμαχοι ή ακόμη και εχθροί (διότι πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε στους όρους, προτού διαφωνήσουμε επί της ουσίας). Η γλώσσα δεν είναι στατική. Νέοι όροι εισάγονται διαρκώς, συχνά με πολεμική πρόθεση. Ωστόσο, παραδοσιακά τέτοιοι όροι θα γίνονταν μέρος του κοινού μας λόγου μονάχα ύστερα από δεκαετίες ή ακόμη και αιώνες και μόνο με την ενεργό συμμετοχή εκατομμυρίων συνηθισμένων ομιλητών και συγγραφέων. Η γλωσσική αλλαγή ήταν ανέκαθεν βαθμιαία και ανεπαίσθητη, όπως το μεγάλωμα ενός δέντρου ή οι κινήσεις μέσα στον φλοιό της γης. Σε οποιαδήποτε στιγμή, οι ομιλητές μιας γλώσσα μπορούσαν να επαναπαύονται σε αυτή με σιωπηρή εμπιστοσύνη, σαν να είναι πάνω σε στέρεο έδαφος. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του εικοστού αιώνα τα άλλαξαν όλα αυτά. Εκεί, για πρώτη φορά, κατασκευάζονταν λέξεις κατά παραγγελία, περίπου όπως τα τανκς ή τα αεροπλάνα, και έπειτα λανσάρονταν με τη βία πάνω στον κόσμο χωρίς τη δική του συναίνεση. «Νέες λέξεις, νέες φράσεις και νέες εκφράσεις έρχονται στη γλώσσα μας βιαστικά και σαν ένας ανεξέλεγκτος χείμαρρος», παραπονιόταν το 1921 ο Ρώσος κριτικός Arkady Gornfeld. Λέξεις όπως Narkom, Cheka, Komsomol, και Comintern, όλες τους δημιουργήθηκαν από τους Σοβιετικούς από τμήματα υπαρχόντων ρωσικών λέξεων, μια τακτική που ακολουθήθηκε αργότερα και από τους ναζί, οι οποίοι μάλιστα (αντίθετα με τους Σοβιετικούς) απολάμβαναν τη χρήση κιτς αρχαϊσμών όπως  Sippe (σόι) και Gau (επαρχία). Κανείς από αυτούς τους βαρβαρισμούς δε φτιάχτηκε για καθαρότητα ή ευκολία στην έκφραση. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός τους. Σκοπός τους ήταν να μπερδεύουν και να εκφοβίζουν. Ο ολοκληρωτισμός είναι μια προσχεδιασμένη επίθεση στην αντίληψή μας για την πραγματικότητα, επίθεση που διεξάγεται μέσα από καταιγισμό νέων ονομάτων. Όλα τα παραπάνω μου ήρθαν στον νου πρόσφατα, όταν ένας φίλος μου «καλοθελητής», πιθανώς σκεπτόμενος που χρειαζόμουν κάποιο είδος διαφώτισης, μου προσέφερε το βιβλίο From Ace to Ze: The Little Book of LGBT Terms. Εκεί μέσα ανακάλυψα τη σημασία της λέξης «παν-φυλικός» (άτομο που το φύλο του αποτελείται από πολλά ή και όλα τα φύλα), «μη-φυλικός» (άτομο που η σεξουαλική του ταυτότητα είναι διαφορετική αναλόγως του φύλου με το οποίο ταυτίζονται την εκάστοτε περίοδο) και «ζι-σεξουαλικός» (άτομο που νιώθει σεξουαλική έλξη για άλλα άτομα). Το βιβλίο περιέχει συνολικά 160 τέτοιους όρους, οι περισσότεροι εκ των οποίων επινοήθηκαν την τελευταία πενταετία και είναι προορισμένες να εξαφανιστούν μέσα στην επόμενη πενταετία. Σε τι  μπορεί να εξυπηρετεί μια τόσο απότομη αναπαραγωγή νέων λέξεων, αναρωτήθηκα, εκτός από το να πολλαπλασιάζει τις περιπτώσεις πιθανών παρεξηγήσεων και προσβολών ανάμεσα στους ανθρώπους; Μα φυσικά αυτός είναι και ο στόχος της, ο συγκεκριμένος σκοπός της. Όπως στη σοβιετική Ρωσία και στη ναζιστική Γερμανία- αν και αυτή τη φορά, παραδόξως, από μια έκρηξη «ηθικής» υπεροχής- μια μικρή κλίκα ανθρώπων έχει πετύχει να επιβάλλει την ορολογία της σε εμάς τους υπόλοιπους, που είμαστε έτσι αναγκασμένοι να προσαρμοζόμαστε, όσο καλύτερα μπορούμε, σε αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο αίνιγμα. Ο στόχος, το λέω ακόμη μια φορά, δεν είναι η επικοινωνία. Είναι το ξάφνιασμα και η απόκτηση ισχύος σε βάρος άλλων. Ο ολοκληρωτισμός δε ρέπει μονάχα στη χρήση νεολογισμών αλλά είναι επίσης ανελέητα μεροληπτικός. Επιμένει να εκφράζουμε τη «σωστή» στάση απέναντι σε όλα: να μη λέμε απλώς «εγχείρημα» και «ορθολογισμός» αλλά «μικροαστικό εγχείρημα» και «εβραϊκός ορθολογισμός». Ή σε άλλες περιπτώσεις, δρα πιο διακριτικά, δίνοντας στα πράγματα ονόματα που εκφράζουν τη «σωστή» στάση και ωθώντας μας παράλληλα να ξεφορτωνόμαστε τους επιθετικούς προσδιορισμούς. Ο Victor Klemperer, ο μεγάλος χρονικογράφος της ναζιστικής γλώσσας, μας λέει ότι, στη χιτλερική Γερμανία, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ονομαζόταν πάντα το «σύστημα», μια λέξη που θυμίζει κάτι ξερό, σκληρό και περιοριστικό, περίπου όπως το μετρικό σύστημα ή το (φιλοσοφικό) σύστημα του Kant. Ο εθνικοσοσιαλισμός, από την άλλη μεριά, ήταν πάντοτε το «κίνημα», μια λέξη που είναι σαφώς πιο δυναμική και εμπνέει. Η ολοκληρωτική γλώσσα είναι γεμάτη από τέτοιου είδους λέξεις- λέξεις που «μιλούν και σκέφτονται για λογαριασμό μας», όπως λέει αλλού ο Klemperer. Μπορεί να τις μεταχειριζόμαστε ανέμελα, αγνοώντας τα κρυφά υπονοούμενά τους, κι όμως αυτά τα υπονοούμενα δεν παύουν να υφίστανται. Δουλειά τους είναι να εισχωρούν μέσα στο μυαλό και την καρδιά δηλητηριάζοντάς μας χωρίς να το γνωρίζουμε, σαν μικροί κόκκοι αρσενικού μέσα στο φαγητό. Η τελευταία δεκαετία έχει γίνει μάρτυρας μιας ταχείας εξάπλωσης «λέξεων που σκέφτονται για λογαριασμό μας», καθώς το κέντρο βάρους των πολιτικών διαμαχών έχει μετατοπιστεί από το πεδίο της οικονομίας στο θαμπό πεδίο της κουλτούρας και της «ταυτότητας». Πόσο συχνά τα τελευταία χρόνια έχουμε δει τη φιλοδοξία και την ανθρώπινη παραφροσύνη να παρελαύνουν ως η «λαϊκή θέληση», ενώ οι πραγματικά λογικές προτάσεις παραγκωνίζονται ως τεχνάσματα μιας υστερόβουλης και διεφθαρμένης «ελίτ», ή «παγκόσμιας ελίτ», όπως μερικές φορές συμπληρώνουν, τάχα για την προβολή μιας θετικής της αυτοεικόνας προς τα έξω. Όλα αυτά ανήκουν στη, σε όλους μας γνώριμη, ρητορική του φασισμού. Λιγότερο στομφώδη, αλλά εξίσου προβληματικά, είναι τα λόγια με τα οποία η «προοδευτική» Αριστερά μάς δείχνει ότι συγκεκριμένες ιδέες και συμπεριφορές δεν πρέπει να γίνονται ανεκτές. Οι λέξεις «ανάρμοστο» και «απαράδεκτο» είναι δύο οικείοι σε μας τρόποι με τους οποίους επιχειρείται η φίμωση. Η λέξη «τοξικό» είναι νεώτερη και εκφράζει περισσότερη μοχθηρία. Έπειτα υπάρχει και η οικογένεια λέξεων που περιλαμβάνουν τη «φοβία»: ομοφοβικός, ισλαμοφοβικός, τρανσφοβικός. Η λειτουργία τους έγκειται στο να αφοπλίζουν κάθε απόπειρα κριτικής ενός επίμαχου ζητήματος, συνδέοντάς τη με τον ανθρώπινο φόβο και την απέχθεια. Παρόμοια λειτουργεί και ο όρος «αρνητής». Όλες αυτές οι λέξεις είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να προκαλούν βραχυκύκλωμα στις συνήθειες διαδικασίες διαλόγου και αναστοχασμού, περιγράφοντας τα πράγματα με τέτοιον τρόπο που η αρνητική κριτική εναντίον τους να προκύπτει σχεδόν αυτόματα. Ο ολοκληρωτισμός δε δημιουργεί απλώς νέες λέξεις αλλά καταστρέφει και παλιότερες, συνήθως όχι ευθέως αλλά εκχυδαΐζοντας τις σημασίες τους. Η «Νέα Ομιλία» επινοήθηκε (σύμφωνα με όσα μας λέει ο Orwell) με τον επιδιωκόμενο στόχο τη μείωση των λεξιλογικών μας αποθεμάτων και, επομένως, των σκέψεών μας. Αυτό βέβαια ήταν επινόηση ενός λογοτέχνη. Στην αληθινή ζωή, οι έννοιες σπάνια καταστρέφονται επίτηδες. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι περισσότερο παύουν σιγά σιγά να χρησιμοποιούνται, καθώς χάνεται η επιθυμίας μας να τις μεταχειριστούμε. Οι λέξεις «αμεροληψία» και «διάκριση» αποτελούν τέτοια παραδείγματα: και οι δύο τους χρησιμοποιούνται μεν ακόμη, ωστόσο η επίσημη σημασία εκάστης έχει σχεδόν λησμονηθεί- καθόλου περίεργο, δεδομένου ότι οι σύγχρονοι οξύθυμοι άνθρωποι δε βλέπουν τίποτε το αξιέπαινο στην υψηλού επιπέδου αντικειμενικότητα ή στην ικανότητα ορθοτόμησης των αξιών. Η λέξη «φιλελεύθερος» είναι ακόμη ένα πρόσφατο θύμα. Κάποτε, το να είσαι φιλελεύθερος σήμαινε ότι ασπάζεσαι οικουμενικές αρχές προσωπικής ελευθερίας και πιθανότατα ότι είσαι ένα ελεύθερο πνεύμα που έχει μιαν ανοικτόμυαλη και γενναιόδωρη σχέση με τις ιδέες. Σήμερα, η λέξη «φιλελεύθερος» δηλώνει απλώς ότι ασπάζεσαι κάποιες προκατασκευασμένες απόψεις πάνω στα ζητήματα της άμβλωσης, της φυλής, των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων κ.λπ. Με αυτή την περιορισμένη σημασία του όρου λοιπόν, μπορεί κανείς να είναι «φιλελεύθερος» και παράλληλα να είναι αρκετά διάφορος ή ακόμη και εχθρικός απέναντι στην ιδέα της ελευθερίας! Ο ολοκληρωτισμός, λοιπόν, δεν είναι νεκρός. Οι προπάτορές του μπορεί να έχουν παρέλθει, αλλά έχουν αφήσει απογόνους που κρατούν ακόμη το οικόσημο της δυναστείας τους: στενοκεφαλιά στη σκέψη και ακαμψία στα λόγια.

Η ερώτηση-κλειδί εδώ είναι: μπορεί κάποιο από αυτά τα κινήματα «πολιτισμικού ολοκληρωτισμού» να αποκτήσει αρκετή υποστήριξη ώστε να εδραιώσει ένα καθεστώς που να είναι ολοκληρωτικό με την πλήρη σημασία του όρου, π.χ. με κατοχή του μονοπωλίου στην πειθώ και τη βία; Η «αφυπνισμένη» (woke) Αριστερά αυτή την ώρα προωθεί τον σκοπό της με τον γκραμσιανό τρόπο της «μακράς πορείας μέσω των θεσμών»- μια «προοδευτική» αφομοίωση των σχολείων, πανεπιστημίων, κρατικών γραφειοκρατικών δομών και των μεγάλων εταιρειών. Ωστόσο, ως κίνημα μειονοτήτων δεν έχει κατορθώσει να πάρει υπό την εξουσία του τα εκλογικά γραφεία, που έχουν σημαντική εξουσία και όπου αποτελούν όλο και περισσότερο οχήματα για έναν ακροδεξιό εξτρεμισμό. Κανείς δε γνωρίζει το πώς θα εξελιχθεί μέσα στις επόμενες δεκαετίες αυτός ο παράξενος πόλεμος θέσεων. Οτιδήποτε και αν συμβεί όμως, ο χαμένος θα είναι πιθανότατα η δημοκρατία, δεδομένου ότι η κάθε πλευρά είναι με περισσότερο πάθος προσκολλημένη στη δική της agenda, παρά στους νόμους και θεσμούς που οφείλουμε οι πολίτες να υπακούμε. Η Γερμανία, την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ήταν γνωστή ως «δημοκρατία δίχως δημοκράτες»- αποτελώντας ένα, αμιγώς νομικό, κέλυφος μέσα στο οποίο μάχονταν μεταξύ τους οι εχθρικές φράξιες, με νύχια και με δόντια. Ας θυμηθούμε την κατάληξη που είχε.

Εδώ το α’ μέρος: Edward Skidelsky – Η σκιά του ολοκληρωτισμού (μέρος α’)


[1] Σ.τ.μ.: Ο συγγραφέας μεταχειρίζεται εδώ τον όρο “Gleichschaltung”, που παραπέμπει ξεκάθαρα στο ναζιστικό καθεστώς.