Μιχαήλ Άγγελος – Το όνειρο της ανθρώπινης ζωής

Συνδιαμόρφωση κειμένου*: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης

Η Ημέρα της Μαρμότας

Από τη δεκαετία του ’70 έως και σήμερα, κεντρική πολιτιστική επιταγή είναι η σχετικοποίηση και μια τάση ριζικής αποδόμησης σχεδόν κάθε θεσμού -με την ευρύτερη δυνατή έννοια. Οτιδήποτε το σταθερό και ριζωμένο, που έστω και δυνητικά αντιστέκεται στο «αναπόφευκτο» αύριο και που μπορεί να παρέχει ισχυρούς πυρήνες νοήματος, ή αλλιώς «αξίες», εκλαμβάνεται αυτόματα ως μια «κακή ή περιττή μεταφυσική» που πρέπει να καταστραφεί. Όμως, μια εποχή που ρέει αδιάκοπα, χωρίς να αναγνωρίζει συνδετικά νήματα δεν είναι δυνατό να «δημιουργήσει ιστορία». Στην πραγματικότητα, το βασικό διακύβευμα της νεοτερικότητας – της ιδεολογίας της προόδου του 19ου αιώνα, που θέλει την ανθρωπότητα να βαδίζει προς μια συνεχόμενη βελτίωση, με στόχο την εξάλειψη όλων των δεινών – παγιώνεται μέσα από την ανατροπή ακόμη και της ίδιας της τελολογίας της προόδου: η γραμμική πρόοδος και οι συνεχόμενες βελτιώσεις καθιστούν απαραίτητη την απομάκρυνση του ανθρώπου από τις ρίζες του, από την οικογένειά του, και τέλος από την ίδια του την ταυτότητα. Επιβάλλουν, με άλλα λόγια, την οικοδόμηση ενός κόσμου όπου κάθε έννοια ρευστοποιείται, ώστε ο άνθρωπος να υπερβαίνει όλα τα προσκόμματα και τους νεκρούς χρόνους που γεννούσαν διαρκώς τόσο η παράδοση, όσο η οικογένεια και η πρόσδεση σε αξίες που εκλαμβάνονται ως αντικειμενικές. Έτσι, ο ύστερος νεοτερικός κόσμος έρχεται να αποδομήσει ακόμη και την αντικειμενικοποίηση της προόδου, που δίδαξε η ίδια η νεοτερικότητα, παρουσιάζοντας κάθε αντικειμενική αξία -ακόμα και την ίδια την ιδέα της προόδου- ως εμπόδιο στην απελευθέρωση του ανθρώπου, δηλαδή στην αυτο-πραγμάτωσή του χωρίς φραγμούς ηθικής φύσης.

Εδώ βρίσκεται ένα παράδοξο, διότι εάν δεχτούμε ένα στοιχειώδη ορισμό της ιστορίας ως Χρόνο + Νόημα, τότε ο υπερμοντερνισμός είναι η αναγγελία του τέλους κάθε Xρόνου, η  μη χρονικότητα της ιστορίας, Σήμερα μιλάμε για μια εποχή όπου ελάχιστοι ακολουθούν την τελολογική/γραμμική αντίληψη, αναφορικά με την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, αντίληψη κληροδότημα του δυτικού πουριτανικού χιλιασμού, πόσο μάλλον την κυκλική αρχαιοελληνική κατανόηση της ιστορίας. Η ιστορία, πλέον, κινείται σε ένα σπειροειδές μοτίβο, βιδώνεται και ξεβιδώνεται στον κάθετο άξονά της, θυμίζοντας την αέναα επαναλαμβανόμενη Ημέρα της Μαρμότας.

Η σχέση γονέα – παιδιού

Ως ένα σημείο της ύστερης νεοτερικότητας η σχέση γονέα-παιδιού, είχε ως στόχο, εκτός των άλλων, να μεταβιβαστούν εκείνοι οι άγραφοι κανόνες, οι «κώδικες» και ένας γενικός νοηματικός ορίζοντας για την χαρτογράφηση του κόσμου. Αυτή η μεταβίβαση υπήρξε μάλιστα ένα από τα κοινά στοιχεία σε όλα τα «πολιτισμικά» πλάτη και μήκη της ανθρωπότητας. Ακόμη και στο πιο «χαμηλό» πολιτισμικό επίπεδο, υπάρχει πάντα ένας νοηματικός ορίζοντας που πρέπει να μεταβιβαστεί. Ανεξάρτητα από τους πόνους, τις εντάσεις και τα δάκρυα που μπορεί να ενέχει αυτή η μεταβίβαση, πρόκειται για ένα νήμα που συνδέει μεταξύ τους τις γενιές στον ιστορικό-κοινωνικό ιστό του ανθρώπου. Τη στιγμή όπου το παιδί ξεπερνά την κατάσταση της απόλυτης εξάρτησης από τους γονείς του γίνεται μια υπέρβαση η οποία όμως δεν μπορεί παρά να εκφραστεί μέσα από την εκ νέου επεξεργασία και ερμηνεία κάποιων κανόνων που προϋπάρχουν. Ακόμη και ο πιο «επαναστάτης και αντάρτης» γιος, υπό μια έννοια, «καταδικάζεται» να είναι στο τέλος ένας καλός γιος «φτιαγμένος» από τα ίδια υλικά με τον πατέρα του. Σε αυτή τη σχέση γονέα-παιδιού σήμερα φαίνεται κάτι να αλλάζει· η παύλα ανάμεσα στις δυο λέξεις που διακρίνει, αλλά δεν χωρίζει τον γονέα από το παιδί, γίνεται όλο και πιο ισχνή. Δεν είναι πλέον γονέας – παιδί, αλλά γονέας καί παιδί. Δύο ξεχωριστές οντότητες και, αν είναι δυνατόν, ριζικά ανεξάρτητες μεταξύ τους. Ο γονέας σταδιακά δεν έχει τίποτα να μεταβιβάσει, καμία παράδοση που μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά το σήμερα. Αυτό γιατί οι παραδόσεις, οι συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα είναι ιστορικά «αντικείμενα», ενώ η εποχή του υπερμοντερνισμού είναι μια μη ιστορική εποχή – αποκομμένη από το παρελθόν και τις ρίζες.

Οι οντότητες «γονέας» καί «παιδί» αγωνίζονται να αναγνωρίσουν η μια την άλλη. Μοιάζει σαν να έχει αυξηθεί, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η απόσταση των γενεών σε σύγκριση με το χάσμα που υπήρχε σε προηγούμενες εποχές. Θυμίζουν δυο υπάρξεις ριγμένες στο ίδιο τσουβάλι, χωρίς καμία θέσμιση των μεταξύ τους σχέσεων. Έτσι, η σχέση γονέα-παιδιού γίνεται τελικά μια σχέση δύο ατόμων που μοιράζονται κυρίως βιολογικά, δευτερευόντως συναισθηματικά και σπανίως θεσμικά και ιστορικό-πολιτιστικά στοιχεία. Σταδιακά από την αμοιβαία εξάρτηση και την υποχρέωση, περνάμε στην αντιπάθεια και σε συγκρούσεις που αγγίζουν τα όρια ενός σκληρού διαγενεακού ανταγωνισμού. Από αυτή την άποψη γονέας και παιδί δεν είναι κάτι παραπάνω από δυο ξένοι που μέχρι κάποια στιγμή της ζωής τους μπορούν να ζουν στην ίδια γεωγραφική θέση και ίσως κάτω από την ίδια στέγη -μέχρι να απαλλαγούν οριστικά ο ένας από τον άλλο.

Στις υπεραναπτυγμένες χώρες της Δύσης το φάντασμα του αυτοδημιούργητου ανθρώπου, δηλαδή η ιδέα ότι ο καθένας μπορεί και πρέπει να βασίζεται μόνο στον εαυτό του για να δημιουργήσει τη ζωή του, ενίοτε από το μηδέν, τώρα πρέπει να προεξοφληθεί με προσύμφωνο και με «καθαρούς λογαριασμούς». Μάλιστα σε αυτό το φάντασμα δίνονται και ονόματα όπως «ελευθερία», «ανεξαρτησία», «αυτονομία». Οι (συν)δεσμοί με την ιστορία ή με τους θεσμούς, από τα νέα άτομα του σήμερα, νοούνται κυρίως από ψυχαναλυτική άποψη και ως απαρχαιωμένες εντολές που θέτουν όρια στην απόλαυση και στην υποκειμενική τους βούληση. Είναι αλυσίδες που πρέπει να σπάσουν, ώστε να απελευθερωθεί το άτομο στην ασταμάτητη ορμή του You Only Live Once (YOLO) και του Follow Your Heart. Αυτή είναι η εποχή του ασταμάτητου τώρα! Δηλαδή το λεγόμενο τέλος της ιστορίας είναι ένα συνεχώς επιταχυνόμενο σήμερα[1]. Η άρση των απαγορευτικών μέτρων, τα οποία αποσκοπούσαν στην ανάσχεση της πανδημίας, δεν μοιάζει να φανέρωσαν νέες τάσεις απομάκρυνσης από αυτή την κουλτούρα της εφήμερης απόλαυσης. Η θεοποίηση της αυτο-πραγμάτωσης συνεχίζει να αποτελεί την κυρίαρχη τάση της εποχής, τη στιγμή που η ανθρωπότητα καλείται να ανταπεξέλθει σε μια νέα δοκιμασία, όχι μονάχα αυτή της φυσικής, αλλά και της πνευματικής της επιβίωσης, την οποία δεν απειλεί κάποια ασθένεια, αλλά η αδυναμία της να αναγνωρίσει την άλλη πλευρά της ύπαρξής της, που δεν σχετίζεται με την υλική κτητικότητα. Το άτομο είναι πλέον αποκομμένο από το παρελθόν του, και επομένως από το μέλλον του, διότι το μέλλον του είναι υποθηκευμένο στις αλάθητες διεθνείς των μονοπωλίων, στην αφιλοσόφητη τεχνοκρατία και στο κράτος πρόνοιας. Η αρχαία αντίληψη του χρόνου μεταβάλλεται σε μια χρονική κουκίδα που απλά διαστέλλεται και ενίοτε ξεφουσκώνει -η συνέχεια με το χθες και το αύριο εξαφανίζεται. Έτσι γίνεται περιττή κάθε χαρτογράφηση του κόσμου η οποία μπορεί να κληρονομηθεί. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη στον άνθρωπο να ζει μέσα σε ένα πλαίσιο αξιών! Όλα είναι «καταπίεση» και «πατριαρχικά γνωρίσματα» που στερούν την ελευθερία. Στην ύστερη νεοτερικότητα σπανίζει η ηθική κρίση που μπορεί να είναι αντικειμενικά ορθή ή λανθασμένη και αν κάποια φαίνεται πιο ορθή είναι λόγω της πίεσης που ασκείται για να προωθηθεί αυτή, αντί για κάποια άλλη. Είναι, με άλλα λόγια, μια προσπάθεια αναγέννησης του κόσμου εξ ολοκλήρου, από γενιά σε γενιά, σε μια αέναη δημιουργία εκ του μηδενός (creatio ex nihilο).

Η εφηβεία και η περίπτωση της Σουηδίας

Όμως η καλή λειτουργία μιας πολιτικής κοινότητας εξαρτάται από τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην υποκειμενική και στη αντικειμενική ελευθερία. Υποκειμενική ελευθερία θα μπορούσαμε να ορίσουμε εκείνο το στενά ατομικό χώρο που επάξια υποστήριξε η πρώιμη νεοτερικότητα, ενώ η αντικειμενική ελευθερία σχετίζεται με τα καθήκοντα που απορρέουν από το πλαίσιο των κοινών εθίμων, νορμών και πρακτικών. Η παραπάνω ισορροπία, που βασίζεται στον – απολύτως απαραίτητο – αυτοπεριορισμό, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ένα συγκεκριμένο πλαίσιο που περιλαμβάνει όρια ενεργειών και δράσης, άγραφους κανόνες, νόρμες και κώδικες συμπεριφοράς.
Αντιθέτως αυτοί που ζουν σε μια διάσταση καθαρής και «ανοιχτής» δυνατότητας είναι οι έφηβοι, επειδή είναι άτομα που, ειδικά στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, δεν έχουν ακόμη ένα σαφή κοινωνικό ρόλο. Η κοινωνική τους ταυτότητα είναι συνεχώς υπό κατασκευή. Ως εκ τούτου, παρουσιάζουν την τάση να κινούνται στο δημόσιο χώρο -τον ψηφιακό και τον πραγματικό – εκτός πλαισίων αναφοράς, διότι στην πράξη δεν έχουν επιφορτιστεί με αντικειμενικά καθήκοντα και ρόλους. Ένα παράδειγμα, όπου αυτό το μοντέλο «αιώνιας εφηβείας» σταδιακά έγινε η κυρίαρχη κοινωνική κατάσταση, αποτελεί η Σουηδία. Κατάσταση στην οποία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τα κινήματα της δεκαετίας του ‘70 που βασίστηκαν στον αντικομφορμιστικό νεολαιϊσμό. Ο νέος έπαψε να είναι ο μαθητευόμενος πολίτης και μετατράπηκε στον ανατρεπτικό έφηβο που εφόσον αυτός είναι το μέλλον, πρέπει να του προσφερθεί κάθε ευκαιρία, και μάλιστα έτοιμη, στο πιάτο. Κι έτσι φτάνουμε σε μια γενιά (“snowflake generation”) όπου η πλειοψηφία των νέων της Δύσης, ενώ απολαμβάνουν πολύ μεγαλύτερες ανέσεις από ότι οι προηγούμενες γενιές, ζητάνε ακόμη περισσότερα από τους μεγαλύτερους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της νεαρής Σουηδέζας Γκρέτα Τούνμπεργκ, η οποία, όπως υποστηρίξαμε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Res Publica, πλαισιώνεται από ακτιβιστές οι οποίοι παρότι ορθά εντοπίζουν το πρόβλημα της περιβαλλοντικής κρίσης στον πολιτισμό της αέναης προόδου, την ίδια στιγμή εμφανίζονται ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι στις παλαιότερες γενιές, τις οποίες θεωρούν υπαίτιες για όλα τους τα προβλήματα, καθώς και για τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου. Στην ουσία αυτός ο νεολαιϊσμός και η επικριτική στάση προς τις παλαιότερες γενιές – που αγγίζει τα όρια της απόρριψης – είναι διαστρεβλώσεις του Ρομαντισμού, και μάλιστα στη χειρότερη εκδοχή του.

«Δεν ταλαντευόμαστε σε θέματα αρχών, ούτε θα υποκύψουμε σε απειλές ή εξαναγκασμούς. Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, θα ήταν καταστροφικό για το μέλλον της Σουηδίας. […] «Δεν είμαστε δογματικοί στα αιτήματά μας. Αυτό που επιζητούμε είναι ισορροπία ανάμεσα στις δυνάμεις της αγοράς και τα δικαιώματα των εργαζομένων.» […] «Όμως: Αν σταματήσουμε να είμαστε οραματιστές, αν σταματήσουμε να αναζητούμε την ουτοπία, αν σταματήσουμε να δημιουργούμε στόχους για τους πολίτες, τότε όλη μας η προσπάθεια θα εξανεμιστεί και μαζί θα χαθεί η ηθική και η ιδεολογική μας δύναμη. Τότε το κόμμα μας θα χάσει την αίγλη του και την εμπιστοσύνη του λαού.» (Olof Palme)

Στο μανιφέστο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος το 1972[2] υπό την καθοδήγηση του Olof Palme, περιγράφεται το τέλεια οργανωμένο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, στόχος του οποίου ήταν να προσφέρει στο μέλλον, σε όλους του Σουηδούς, μια εντελώς αυτόνομη, ελεύθερη και ανεξάρτητη ζωή. Ωστόσο η μετα-φορντιστική Σουηδική σοσιαλδημοκρατία από ένα ρεύμα υπέρ των φτωχών, καταλήγει να προστατεύει όχι την εργασία μέσω του κράτους πρόνοιας, αλλά το ίδιο το κράτος πρόνοιας από την εργασία. Σχεδόν μισό αιώνα μετά από αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο αρχίζουμε, έστω και δειλά, να μιλάμε όχι πλέον για την υπέροχη Σουηδία της ευημερίας, που ανοίχτηκε με «ορθό» τρόπο στις αγορές, αλλά για την πραγματική Σουηδία που δείχνει με τον φακό του ο Ιταλός σκηνοθέτης Erik Gandini στην ταινία ντοκιμαντέρ The Swedish Theory of Love (2015).

Δεν πρόκειται για την Σουηδία με την πλέον πρωτοποριακή ευρωπαϊκή κοινωνία, από τις πιο προηγμένες όσον αφορά την πρόοδο, την ευημερία και την κοινωνική πρόνοια. Πρόκειται για την Σουηδία με τις αμέτρητες μονογονεϊκές οικογένειες, την τεχνητή γονιμοποίηση, και με όλη αυτή τη μανία για ακραία ανεξαρτησία, πρωτοπορία και χειραφέτηση. Μια κοινωνία γεμάτη μοναξιά, μελαγχολία και μαζικές δόσεις δυστυχίας, όπου η καταφυγή στο απρόσωπο κράτος πρόνοιας – ένας ιεροποιημένος θεσμός βοήθειας και στήριξης – έχει αντικαταστήσει την ανθρώπινη αλληλεγγύη, τη βοήθεια του φίλου και το νοιάξιμο των ανθρώπων μεταξύ τους ως κοινωνικές οντότητες. Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε καταθλιπτικές, απόμακρες και σιωπηλές μονάδες, που ζουν, εργάζονται και πεθαίνουν μόνοι και μεταξύ τους άγνωστοι. Το ανθρωπολογικό όραμα της δεκαετίας του ‘70 τελικά διαπέρασε, για δεκαετίες, ολόκληρη τη σουηδική κοινωνία και τα αποτελέσματά του σήμερα είναι ορατά. Πράγματι κατά την δεκαετία του ’70 η σουηδική σοσιαλδημοκρατία ένιωσε την ανάγκη να αλλάξει την αντίληψή της για τις ανθρώπινες σχέσεις. Απελευθέρωσε τις γυναίκες από τους άνδρες, τους ηλικιωμένους από τα παιδιά, τους εφήβους από τους γονείς. Όλα έγιναν μια ξέφρενη απελευθέρωση και ξεκίνησε ένα ασταμάτητο κυνήγι αυτο-πραγμάτωσης, δικαιωμάτων και κατανάλωσης.

«Η καταναλωτική κουλτούρα σαγηνεύει τα παιδιά από την πιο πρώιμη ηλικία, μέσα από μια ατέλειωτη προπαγάνδα εμπορευμάτων. Κι έτσι τα κάνει να μην μπορούν πλέον να υπομένουν τη γονική πειθαρχία, καθώς ενισχύει την τάση τους να αντιστέκονται σε οποιονδήποτε νιώθουν πως προσπαθεί να επέμβει στη δική τους ευχαρίστηση. Η κουλτούρα της κατανάλωσης δε διαφθείρει μονάχα τα παιδιά με άμεσο τρόπο, αλλά υπονομεύει, μακροπρόθεσμα, και την ίδια την οικογένεια, καθώς ανεβάζει διαρκώς το θεωρούμενο ως αποδεκτό επίπεδο ζωής της μεσαίας τάξης.» (Christopher Lasch)[3]

Ο Gandini, μέσα από το ντοκιμαντέρ, του δείχνει, ομολογουμένως με αρκετή ειρωνεία, τους σιωπηλούς τοίχους μέσα στους οποίους κάποιος πεθαίνει στη απόλυτη ανωνυμία. Ειδικές κρατικές υπηρεσίες αναζητούν την ταυτότητα του πτώματος που βρέθηκε μετά από εβδομάδες σε μια πολυκατοικία της περιφέρειας. Ο νεκρός είναι τελείως ξεχασμένος από παιδιά και συγγενείς, κανείς δεν γνωρίζει ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, ποιον αγαπούσε και ποιος τον αγαπούσε, απλά ερωτήματα που δεν βρίσκουν καθόλου εύκολα απαντήσεις. Ένας άντρας αυνανίζεται σε ένα λευκό δωμάτιο για να δώσει το σπέρμα του στην τράπεζα και ένα κορίτσι αυτογονιμοποιείται με το ειδικό κιτ, ολοκληρώνοντας χωρίς εξουσιαστικές παρεμβάσεις την «θηλυκοποίησή» του (girling of the girl, σύμφωνα με την Judith Butler). Διαδικασίες λιγότερο «αυταρχικές», πολύ πιο αποτελεσματικές, ασφαλείς συναισθηματικά και υγειονομικά και τεχνολογικά αποδοτικές, αλλά δίχως την προσωπική σχέση μεταξύ των δυο φύλων· χωρίς καμία αλληλεπίδραση και δέσιμο. Αν και με μια δόση υπερβολής, σε άλλο σημείο, μέσα από τα μάτια ενός Σουηδού χειρουργού που εργάζεται στη Αιθιοπία, φαίνεται ο κοινωνικός πλούτος της φτωχής αφρικανικής κοινότητας σε αντίθεση με την πλούσια, αλλά κοινωνικά άγονη Σουηδία. Ωστόσο, το ντοκιμαντέρ συνολικά καταφέρνει να αναδείξει κάτι πολύ σημαντικό: ότι η μέγιστη χειραφέτηση μοιάζει να συμπίπτει με τη μέγιστη απομόνωση.

Απλουστευτικά μπορούμε να πούμε ότι στην «σουηδική θεωρία» -μια ολόκληρη κοινωνική οντολογία που αναγνωρίζεται μέσα από τον υπερμοντερνισμό- το βασικό στοιχείο δεν είναι η πραγματική ελευθερία (με όρους πολιτικούς), αλλά η μη εξάρτηση από τους άλλους, δηλαδή η απομάκρυνση από καθετί που θεωρείται αυτομάτως «παρωχημένη αντίληψη». Η ανεξαρτησία του ενός από τον άλλο ακούγεται συχνά στο ντοκιμαντέρ του Gandini ως η απαραίτητη προϋπόθεση για χειραφέτηση. Έτσι η αυτονομία (δηλαδή η ελευθερία) καταλήγει να επισκιάζεται και να συμπιέζεται από την ανεξαρτησία. Πράγμα που οδηγεί στο να θεωρείται ο κάθε άλλος ως ένας εχθρός της ατομικής ανεξαρτησίας. Όμως οι άνθρωποι, επειδή δεν θέλουν και δεν αντέχουν την μοναξιά, πράγμα που κατανοούν μόνο όταν τη βιώσουν, καταλήγουν να μισούν το γεγονός ότι οι άλλοι προσπαθούν να απομακρυνθούν, αλλά ταυτόχρονα και οι ίδιοι πράττουν αναλόγως: απομακρύνονται, εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα στρεβλό μηχανισμό αποξένωσης. Μοιάζουν με καρικατούρες χαμένες σε έναν τεράστιο ωκεανό χωρίς νόημα, φυλακισμένες στην επιφανειακότητα της στιγμής, του ασταμάτητου και βαρυσήμαντου τώρα. Ίσως ο φόβος της προδοσίας και του ψυχικού τραυματισμού να είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα που γεννά, σε τέτοιο βαθμό, αυτό το σύστημα. Στην πραγματικότητα η εξαιρετικά εξελιγμένη αυτή κοινωνία έχει να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρά θέματα που οι περισσότεροι άνθρωποι, εκτός Σουηδίας, δεν γνωρίζουν. Εκεί, η έννοια της λέξης «απομόνωση» μοιάζει να έχει περάσει σε μια πραγματικά άλλη διάσταση, ενώ η «ανεκτικότητα» σε μια χώρα που οι πολίτες της με το ζόρι αντέχουν ο ένας τον άλλο, μοιάζει με καφκικό ανέκδοτο -πόσο μάλλον εάν αρχίζουμε να συζητάμε για τη φιλοξενία μεταναστών και προσφύγων[4]. Εάν, υποθετικά, μια ημέρα γίνουμε όλοι Σουηδοί και η υπερμοντέρνα ιδέα του κόσμου γίνει μια καθολική «φυσική» κατάσταση, μπορεί να ξυπνήσουμε συνειδητοποιώντας ότι τελικά μια κοινωνία απόλυτης ανεξαρτησίας, χωρίς πραγματικούς ανθρώπινους δεσμούς, δεν είναι τίποτα περισσότερο από το άθροισμα των μοναξιών που συνθέτουν μια συλλογική δυστυχία.

*η συνδιαμόρφωση είναι μια επικαιροποίηση παλαιότερου άρθρου του Γιώργου Κουτσαντώνη, για το Res Publica, με τίτλο: «Η Σουηδία και ο σοσιαλδημοκρατικός μεταμοντερνισμός»,


[1] βλ. Η επιτάχυνση στην κοινωνία των προφίλRespublica.gr 2017.

[2] βλ. άρθρο, Ούλοφ Πάλμε – Η πολιτική είναι θέμα αρχών, Ελευθεροτυπία 2013.

[3] Christopher Lasch, “Hillary Clinton, Child Saver: What She Values will not Help the Family”, Harper’s Magazine, Οκτώβριος 1992.

[4] Χαρακτηριστική φαίνεται να είναι η πορεία του κόμματος των Σουηδών Δημοκρατών. Με αφορμή τα αποτελέσματα των σουηδικών εκλογών του 2018 παραθέτουμε ορισμένα στοιχεία που θα μπορούσαν να εξηγήσουν καλύτερα τη σημαντική αλλαγή του πολιτικού χάρτη σε αυτή τη χώρα. Σήμερα το ποσοστό ανεργίας, στους μετανάστες, είναι πραγματικά υψηλό, σαφώς πολύ υψηλότερο από αυτό των Σουηδών. Όμως το σουηδικό κράτος πρόνοιας είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρο, ως εκ τούτου για όσο καιρό οι μετανάστες λαμβάναν απλόχερα τα υψηλά κρατικά επιδόματα στην σουηδική κοινωνία δεν υπήρχαν και ιδιαίτερες αντιδράσεις, ούτε από τους Σουηδούς, ούτε από τους μετανάστες. Όμως το σύστημα σταδιακά άρχισε να πάσχει και να κλονίζεται, έτσι το κράτος άρχισε να μειώνει τις παροχές, ενώ παράλληλα εμφανίστηκε μια συνολική απροθυμία να στηρίζεται μια τόσο υψηλή χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας -που επιβάρυνε περισσότερο τους λιγότερο εύπορους Σουηδούς. Αυτή η δυναμική δημιούργησε μια έντονη δυσαρέσκεια. Πέρα από τα προϋπάρχοντα ζητήματα κοινωνικής συνοχής που αναφέρουμε στο άρθρο, στην Σουηδία οι μετανάστες είναι οι μεγάλοι καρπωτές του κοινωνικού κράτους, που όμως συνεισφέρουν ελάχιστα σε αυτό, γεγονός που στη συνέχεια, επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό και, κατά συνέπεια, καθιστά δυσαρεστημένους όλους εκείνους που το χρηματοδοτούν με τους φόρους, αλλά τελικά βλέπουν ότι, αναλογικά, το χρησιμοποιούν όλο και λιγότερο.