Απόσπασμα από: «Elémire Zolla – Τί είναι η παράδοση», σε μετάφραση του Αλέξανδρου Μπριασούλη.

Παράδοση είναι αυτό που παραδίδεται, αυτό που μεταβιβάζεται, ιδίως από γενιά σε γενιά, και αφορά τη ρίζα κάθε ανθρώπινης κατάστασης ή πράξης. Για την Παράδοση όμως πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς είναι οι νεκροί κι όχι αυτοί που κυλά στις φλέβες τους αίμα και που πέφτουν συχνά θύματα μιας πλάνης που τους κάνει να νομίζουν για πρωτότυπη επινόηση ό,τι αποτελεί απλή αναβίωση ή να συγκινούνται με κουβέντες των οποίων ο νεωτερισμός είναι ανάλογος με την λήθη στην οποία έχει περιπέσει η αρχαία φωνή που κάποτε πρόφερε τα ίδια λόγια. Βέβαια, υπάρχουν παραδόσεις κάθε είδους, αφού και μια συμμορία ληστών παραδίδει σε κάθε νέο μέλος της τα κόλπα, τα συνθηματικά και τους κανόνες της μοιρασιάς της λείας, με τον ίδιο τρόπο που μια σχολή ζωγραφικής μεταβιβάζει στους μαθητές της τα μυστικά της τεχνικής, τη σύνθεση των χρωμάτων ή την τεχνική της βελατούρας. Το Κράτος επίσης μεταβιβάζει από γενιά σε γενιά νόμους και κανόνες, τραγούδια και πατριωτικές ιστορίες που με τον καιρό γίνονται μυθικές, αφού βέβαια πρώτα έχουν καθαγιαστεί από την ιστορική κριτική.

Η κατεξοχήν όμως παράδοση, αυτή που αξίζει το κεφαλαίο “π” λόγω ουσίας κι όχι ως απλό ρητορικό σχήμα, είναι αυτή που μεταβιβάζει το υπέρτατο αγαθό, τη γνώση του τέλειου όντος. Αυτή η Παράδοση είναι ανώτερη κάθε άλλης, γιατί λογικά είναι προγενέστερη αλλά και σύμφυτη του κατεξοχήν εργαλείου μετάδοσης κάθε γνώσης, της γλώσσας. Κάθε ουσιαστικό είναι το σημείο μιας ουσίας που μπορούμε να αδράξουμε κάθε φορά που αυτή δρα ή απλά φανερώνεται, όταν δηλαδή γίνεται ρήμα κατάστασης ή κίνησης. Το ρήμα κατάστασης είναι αποτελεί την προϋπόθεση και άρα το περιέχον όλων των γλωσσικών περιεχομένων. Από τους χρόνους και τις εγκλίσεις αυτού του ρήματος, πρώτο και σημαντικότερο είναι το απαρέμφατο: το είναι (essere) δεν είναι (è), δεν ήταν ούτε θα είναι, αφού ξεπερνά τα όρια του χώρου και του χρόνου. Όπως κάθε αισθητή μορφή προϋποθέτει ένα αδιάστατο σημείο, όπως κάθε αριθμός διαφοροποιεί περισσότερο ή λιγότερο την ενότητα, έτσι και κάθε λέξη συγκεκριμενοποιεί το άπειρο είναι. Το είναι είναι για τη γλώσσα ό,τι το σημείο για το χώρο, η ενότητα για τους αριθμούς. Και το είναι στην ύψιστη τελειότητά του αποτελεί την απόλυτη αρχή κάθε υλικής, πεπερασμένης ύπαρξης. Κάθε φθαρτό πράγμα καθορίζει την ουσία του με βάση το είναι του, δηλαδή σε σχέση με την απόσταση, μεγαλύτερη ή μικρότερη, που το χωρίζει από το τέλειο ον.  Έτσι, κάθε κάθε σχήμα μέσα στο χώρο, κάθε figura huius mundi, έχει ως αιτία και ως αρχή της πεπερασμένης και σχετικής ύπαρξής του την ιδέα ενός σημείου που δεν καταλαμβάνει χώρο. Παρόμοια, κάθε αριθμός, κάθε χρονική μέτρηση, διαφοροποιεί την ιδέα της ενότητας και κάθε λέξη που καθρεφτίζει αυτή την τάξη ανάγεται έτσι σε μια τροπικότητα του άπειρου όντος.

Υλοποιούμενη η Παράδοση σε μια πληθώρα μορφικών εκφάνσεων, οφείλει να διαποτίσει πολλές διαφορετικές ελάσσονες παραδόσεις, έτσι ώστε να προάγεται η διαισθητική γνώση του όντος σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Μέσω της Παράδοσης οι τέχνες και τα επαγγέλματα καθαγιάζονται: κάθε εργαλείο, κάθε χειρονομία του τεχνίτη μπορεί έτσι να κατανοηθεί ως σύμβολο μιας φάσης της συνολικής διαδικασίας κατανόησης του τέλειου όντος. Γι’ αυτό το λόγο οι μεσαιωνικές συντεχνίες εκμεταλλεύονταν την εργασία για λόγους κυρίως πνευματικούς και άφηναν το υλικό κέρδος να περάσει σε δεύτερο πλάνο. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα είναι, στην τελειότερή της μορφή, φορέας Παράδοσης: η τέχνη του εκδοροσφαγέα και του κρεοπώλη παραπέμπει και καθιερώνεται στο θυσιαστικό τελετουργικό, ο πόλεμος στην ασκητική εξιλέωση, η συζυγική ζωή διαποτίζεται από την communio in sacris, η γεωργία αποτελεί μεταφορά της σποράς του Λόγου, της ενσάρκωσης του τέλειου όντος στην ατελή ανθρώπινη καρδιά, στην περισσότερο ή λιγότερο γόνιμη γη.

(Κυκλοφορεί πριν τα τέλη Νοέμβρη 2021)