Η φθίνουσα αίγλη της δυτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στο ίδιο το εσωτερικό των δυτικών χωρών, έχει σε σημαντικό βαθμό να κάνει και με την μεταλλαγή που υφίσταται. τις τελευταίες δεκαετίες. η βασική νεωτερική πολιτική οργάνωση, που είναι το κόμμα. Από το καθαρόαιμο μαζικό κόμμα (αριστερό στις αρχές του 20ού αιώνα, όποιας πσράταξης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) το οποίο εξέφραζε τα συμφέροντα και το αίτημα ελέγχου ή και κατάληψης της εξουσίας συμπαγών κοινωνικών ομάδων, περάσαμε σταδιακά σε μορφές μαζικών κομμάτων που απευθύνονταν σε μια ποικιλία κοινωνικών ομάδων διαμέσου της προβολής μιας «χαρισματικής» ή λαοφιλούς ηγεσίας και επιτελούσαν για πολλά χρόνια με επιτυχία μια διπλή λειτουργία: αντιπροσωπευτική και εκτελεστική. Με την πρώτη, το κόμμα λειτουργεί ως ενδιάμεσος ανάμεσα στις μάζες των πολιτών και το πολιτικό σύστημα, αντιπροσωπεύοντάς τες στις δομές του τελευταίου. Με τη δεύτερη, στελεχώνει τον κυβερνητικό/κρατικό μηχανισμό. Όμως, με την πάροδο του χρόνου, η παγίωση στις περισσότερες δυτικές χώρες μιας συνθήκης δικομματικής κυβερνητικής εναλλαγής (ή εναλλαγής λίγο πολύ γνωστών συνασπισμών κομμάτων) έχει οδηγήσει στην υπερτροφία της εκτελεστικής/κυβερνητικής λειτουργίας των κομμάτων, σε βάρος της αντιπροσωπευτικής. Είναι μια οργανωτική εκδοχή που ιδιαίτερα επιτυχημένα έχει αποδοθεί με τον όρο «κόμμα-καρτέλ» και έχει οδηγήσει, μεταξύ άλλων, στην επαγγελματοποίηση και κρατικοποίηση των κομματικών στελεχών και τη σταδιακή ιδεολογικοπολιτική σύγκλιση των κομμάτων εξουσίας. Η αποξένωση των κομμάτων από την κοινωνική τους βάση, την οποία υποτίθεται αντιπροσωπεύουν, εντάθηκε σε όλη την περίοδο της παγκοσμιοποίησης, καθώς στο εθνικό επίπεδο λήψης των αποφάσεων προστέθηκε ένα διεθνές και ένα υπερεθνικό επίπεδο που υπερκαθορίζουν το εθνικό και δεν υπόκεινται στον άμεσο εκλογικό έλεγχο των πολιτών κάθε χώρας. Τα κόμματα-καρτέλ δεν χάνουν σταδιακά τους δεσμούς αντιπροσώπευσης μόνο με την εκλογική τους βάση, αλλά, επιπρόσθετα διαρρηγνύουν τους δεσμούς τους και με τα οργανωμένα μέλη τους. Αυτό οφείλεται στην αύξουσα επικοινωνιοποίηση της σύγχρονης πολιτικής, ως αποτέλεσμα της μεγάλης επιρροής των ΜΜΕ, ιδιαίτερα των ηλεκτρονικών και, εσχάτως, του καθοριστικού ρόλου που παίζουν το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα. Για τις ηγεσίες των κομμάτων, οι επικοινωνιολόγοι και οι μηχανικοί δημιουργίας αλγορίθμων επιρροής στα κοινωνικά δίκτυα έχουν πια μεγαλύτερη αξία από τους παραδοσιακούς κομματικούς «αγωνιστές». Μέσα από τα Μέσα και τα Δίκτυα μπορούν και επικοινωνούν απευθείας με τις μάζες των πολιτών, χωρίς να έχουν ανάγκη τον κομματικό μηχανισμό. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η φθίνουσα πορεία στράτευσης και συμμετοχής των πολιτών στα κόμματα και η σταδιακή απομάκρυνσή τους από την επίσημη πολιτική ζωή.
Το ΠΑΣΟΚ, ως το εμβληματικότερο πολιτικό κόμμα της Μεταπολίτευσης, αποτέλεσε τη χαρακτηριστική περίπτωση μετατροπής ενός μαζικού κόμματος (έστω και με τη χαρισματική ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου ως στέρεη συνδετική ύλη) σε κόμμα-καρτέλ. Υπό την ηγεσία, μάλιστα, του Γεωργίου Α. Παπανδρέου (ΓΑΠ), συγκροτεί το εξής παράδοξο που σύντομα θα αντιγράψουν τα υπόλοιπα κόμματα του καρτέλ εξουσίας: όσο πιο πολύ απομακρύνεται από τις κοινωνικές ομάδες που το στήριξαν, όσο πιο πολύ χαλαρώνει τη σχέση του με την «αγωνιστική» κομματική βάση, τόσο περισσότερο μετατρέπει σε θέαμα την επόμενη εκλογή ηγεσίας, προσφεύγοντας στις «μάζες» για τη νομιμοποίησή της. Το 2004, αν και μοναδικός υποψήφιος, ο ΓΑΠ εκλέγεται με βορειοκορεάτικα ποσοστά από 1 εκατομμύριο κομματικούς (ακόμη, τότε) ψηφοφόρους. Το 2007, μετά την ήττα του στις εθνικές εκλογές, επαναλαμβάνει την προσφυγή στις «μάζες» και επανεκλέγεται έναντι των Βενιζέλου και Σκανδαλίδη. Τη δοκιμασμένη, πια, συνταγή ακολουθεί η Νέα Δημοκρατία και έτσι, το αουτσάιντερ Αντώνης Σαμαράς εκλέγεται πρόεδρος του κόμματος, το 2009, κατανικώντας το μέχρι τότε φαβορί Ντόρα Μπακογιάννη. Οι εσωκομματικές αυτές εκλογές προσθέτουν ένα νέο χαρακτηριστικό στη μέθοδο. Στελέχη και μέλη άλλων κομμάτων ή απλά πολίτες που δεν είχαν κομματική (συχνά ούτε καν πολιτική σχέση) με τη ΝΔ εικάζεται ότι συμμετέχουν στις εκλογές για να μοχλεύσουν το αποτέλεσμα, με το μάτι στις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις. Το ίδιο φαίνεται να επαναλαμβάνεται, σε μικρότερο βαθμό, και το 2015, όταν το αουτσάιντερ και χαμένος του πρώτου γύρου, Κυριάκος Μητσοτάκης, εκλέγεται πανηγυρικά στο δεύτερο γύρο.
Πριν λίγες ημέρες, στις εκλογές για την ανάδειξη ηγεσίας στο ΚΙΝΑΛ, προσήλθαν στις κάλπες περί τους 280.000 ψηφοφόρους, όταν το συγκεκριμένο κόμμα στις τελευταίες εθνικές εκλογές, το 2019, απέσπασε περίπου 460.000 ψήφους. Υποθετικά, 61% των ψηφοφόρων (τα μέλη είναι προφανώς πολύ-πολύ λιγότερα) του κόμματος προσήλθαν στις κάλπες. Στην πραγματικότητα, είναι φανερό εδώ και καιρό, ότι οι εκλογές ανάδειξης ηγεσίας «από τη βάση» στα κόμματα-καρτέλ είναι τύποις εσωκομματικές. Όποιος/α θέλει, πληρώνει μια συνδρομή, γίνεται μέλος «μίας χρήσης» και παίρνει μέρος στην ψηφοφορία. Όλος ο τόπος βοά ότι δυνάμεις από τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως, (αλλά και από άλλους πολιτικούς χώρους) θα επιχειρούσαν να σπρώξουν την εκλογή του όποιου «δικού τους» εκλεκτού.
Υπάρχουν αρκετοί που βλέπουν στην εγκαθίδρυση αυτής της καινοφανούς υπερκομματικής συνθήκης των «εσωκομματικών» εκλογών την επιστροφή της «κοινωνίας» στο πολιτικό πεδίο και την έμμεση διεκδίκηση, από μέρους της, λόγου στις πολιτικές εξελίξεις, μέσα από τον άμεσο επηρεασμό των εξελίξεων στα κόμματα-καρτέλ, τα οποία στη συνέχεια νέμονται την πολιτική εξουσία. Άλλοι, πιο ενθουσιώδεις ακόμα, διαβλέπουν μια αναζωογόνηση της λαϊκής συμμετοχής στην πολιτική και ένα προανάκρουσμα κατάρρευσης των στεγανών της «κομματοκρατίας». Πολύ φοβάμαι ότι οι αναλύσεις αυτές είναι ένα φαντασιοκόπημα. Για τους πιο αγνούς από τους εκφραστές τους, αποτελούν την καταφανή ένδειξη πολιτικής αδυναμίας τους και έλλειψης ικανότητας ανταγωνιστικής παρέμβασης στο πολιτικό σύστημα. Το διαπερατό κόμμα είναι στην πραγματικότητα η αναμενόμενη εξέλιξη του κόμματος-καρτέλ. Οι απογειωμένες πολιτικές ελίτ των κομμάτων αυτών, μέσα από τη χρόνια εναλλαγή στην εξουσία, μπαίνουν στον πειρασμό να θεσμοποιήσουν και να νομιμοποιήσουν τη λογική του καρτέλ, μέσα από τη μαζική συμμετοχή των πάντων στις εκλογές για τις κομματικές ηγεσίες, αντιμετωπίζοντας το τάχα πολυκομματικό σύστημα ως ένα ενιαίο πεδίο όπου μπορούν να παρεμβαίνουν, προς όφελος των εκλεκτών τους, όπου θέλουν, χωρίς να δεσμεύονται πια από κομματικά όρια [τα ιδεολογικά έχουν εδώ και καιρό καταπέσει, τουλάχιστον από τις κυβερνήσεις Τζανετάκη (1989) και, έπειτα, Παπαδήμου (2011) και Τσίπρα (2015)]. Τα εναπομείναντα όντως μέλη και οι αντίστοιχες οργανώσεις, εκ των πραγμάτων, απαξιώνονται στον έσχατο βαθμό και αποτελούν αποκλειστικά μια (μικρή πια) δεξαμενή άντλησής στελεχών για τον πολυδαίδαλο κυβερνητικό μηχανισμό. Η έστω περιορισμένη επιρροή της κοινωνίας στη γενική εξέλιξη του πολιτικού συστήματος, μέσα από την ψήφο σε πανεθνικές εκλογές (κοινοβουλευτικές, ευρωεκλογές και τοπικής αυτοδιοίκησης), κάθε τέσσερα χρόνια, διαστρέφεται πια σε μια «λαϊκή» συμμετοχή στις εκλογές της ηγεσίας ενός κόμματος (ακόμα και μικρού, όπως το ΚΙΝΑΛ). Και αυτό γίνεται αντικείμενο πανηγυρισμού!
Είναι αφελές να πιστεύουμε, εξάλλου, ότι το πολύπλοκο πολιτικό σύστημα των νέων χρόνων καθορίζεται μόνο από τα πρόσωπα που θα εκλεγούν σε ηγετικές θέσεις κομμάτων και όχι από την ταυτόχρονη αλληλεπίδραση πλειάδας θεατών και αθέατων παραγόντων, ντόπιων και διεθνικών. Ας θυμηθούμε ότι ο υπερπατριώτης Σαμαράς κατανίκησε, προς ανακούφιση πολλών μη νεοδημοκρατών πατριωτών, την ενδοτική Μπακογιάννη στις εκλογές της ΝΔ, για να συναινέσει αργότερα στο σχηματισμό της γερμανόφιλης κυβέρνησης Παπαδήμου, να συγκυβερνήσει με τον ενδοτικό Βενιζέλο, να ψηφίσει το δεύτερο μνημόνιο και να ρίξει στα τάρταρα τις αμυντικές δαπάνες της χώρας…
Κοντολογίς, οι κομματικές ηγεσίες δεν χρειάζεται πια να περιμένουν τις εθνικές εκλογές για να δουν με πιο τρόπο θα (συν)κυβερνήσουν, αλλά, κατά τα πρότυπα του σύγχρονου μάνατζμεντ των μεγάλων επιχειρήσεων, δρουν προορατικά και τακτοποιούν από τώρα το επόμενο μπλοκ κυβερνητικής εξουσίας.
Γνώμη μου είναι ότι το διαπερατό κόμμα είναι η φυσιολογική συνέχεια του κόμματος-καρτέλ και το έσχατο όριο απαξίωσης και εκφυλισμού του άλλοτε κραταιού συστήματος της πολυκομματικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αντί για ενθουσιασμό και αφελείς διαδικασίες εκλογίκευσης, μας πρέπει μάλλον η βαθιά περίσκεψη για το πού θα οδηγήσει τα απομεινάρια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μας αυτός ο εκφυλισμός.