Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπριασούλης

Οι ήπιες μέθοδοι χειραγώγησης των μαζών γεννήθηκαν πολύ πριν τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο. Την ίδια στιγμή που ο Χίτλερ εξολόθρευε πληθυσμούς σε διάφορες χώρες, στο εσωτερικό γοήτευε τους Γερμανούς με τις φαντασμαγορίες της ναζιστικής προπαγάνδας. Ήδη από το 1924 και την περίοδο της κράτησής του στον πύργο του Λάντσμπεργκ, ο Χίτλερ είχε σχεδιάσει το πρώτο μοντέλο ενός λαϊκού αυτοκινήτου, το Volkswagen, όπως και το μοντέλο του ιδανικού σπιτιού για τον μοντέρνο Γερμανό: πέντε δωμάτια με μπάνιο. Θα κυβερνούσε το λαό του μέσω της ήπιας ισχύος.

Τρομαγμένη όμως από τον ίδιο της τον κανιβαλισμό, όπως εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια των δύο μεγάλων πολέμων, η «πολιτισμένη» ανθρωπότητα απέρριψε τελεσίδικα τα καθεστώτα σκληρής ισχύος και επέλεξε εκείνα που θα χρησιμοποιούσαν την ήπια.  Δύο παράγοντες συνετέλεσαν σε αυτή την επιλογή: τα ατομικά όπλα και η τεχνολογική πρόοδος, η οποία χόρτασε τις πεινασμένες μάζες. Αν η σκληρή βία καταπιέζει σωματικά κυρίως το άτομο, η ήπια εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες του. Η πρώτη θέλει να μετατρέψει τον κόσμο σε κελί υψίστης ασφαλείας, ενώ η δεύτερη επιθυμεί να μεταμορφώσει τον άνθρωπο σε κατοικίδιο ζώο.

Ένα καθεστώς ήπιας ισχύος δεν έχει ανάγκη μαύρα πουκάμισα, ρόπαλα και βασανιστήρια. Τα όπλα του είναι η ψευδής υπόσχεση της υλικής ευμάρειας, η ανασφάλεια της ανεργίας και της κρίσης, ο φόβος και η ντροπή να είσαι φτωχότερος από τον γείτονα (και άρα υποδεέστερος) και τέλος η αδράνεια. Η αδράνεια είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, όπως ακριβώς και η δράση. Οι αυτοκτονίες των ανέργων είναι ένα καλό παράδειγμα για την ψυχολογική πίεση της ήπιας βίας, όπως και για την πίεση που ασκεί το τραγούδι των σειρήνων της ευμάρειας που γητεύει τους πολίτες των πολιτισμένων περιοχών του πλανήτη.

Οι οθόνες των τηλεοράσεων και των υπολογιστών στολίζουν με τα όμορφα φώτα τους τις βιτρίνες του σημερινού πολιτισμού. Η βουλιμία της πληροφορίας κατακλύζει το κοινό, μαζί με τις πανίσχυρες μηχανές που το παρασύρουν σε μια μαζική τρέλα. Το πορτραίτο του οργουελιανού Μεγάλου Αδελφού δεν θα ‘πιανε μία μπροστά στις όλο και πιο προηγμένες τεχνικές της διαφήμισης. Μπερδεμένος από τη χειραγώγηση των τόκων υπό τον ήχο των ταμπούρλων της στατιστικής (τον αριθμητικό αυτό σχετικισμό των ποσοστών που το κοινό δεν έχει ποτέ το χρόνο να αναλύσει), βουτηγμένος στον θόρυβο της μουσικής ποπ που χειροτερεύει χρόνο με το χρόνο (η μουσική ως αντίθετο της σκέψης), ο πολιτισμένος κάτοικος των πλούσιων βιομηχανοποιημένων προαστίων οδεύει ασθμαίνοντας από τη γέννηση ως τη συνταξιοδότησή του, συγχαίροντας τον εαυτό του όταν διαπιστώνει ότι το υψηλό βιοτικό επίπεδό του κατακτά την Ευρώπη, τις Η.Π.Α., την Αυστραλία και κάποιους άλλους, «λευκούς» κυρίως, θύλακες, της υφηλίου (όπως το Ισραήλ και η Νότια Αφρική).

Προστατευμένος και ζώντας επί πιστώσει (και συχνά εις βάρος των «υπανάπτυκτων» κρατών που περιφρονεί), ο πολιτισμένος άνθρωπος αισθάνεται τρόμο μπροστά στην προοπτική της ανεργίας, δηλαδή στην προοπτική μιας ζωής ελεύθερης. Να γιατί ορκίζεται καθημερινά πίστη στο Κράτος Πρόνοιας, έχοντας χάσει (απεμπολήσει ηθελημένα) τα κατεξοχήν προνόμια που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο: την ανεξαρτησία και την ελεύθερη βούληση. Η υπακοή του ανταμείβεται με υποκατάστατα: η ελευθερία αντικαθίσταται από τον οργανωμένο τουρισμό και η δίψα για περιπέτεια ικανοποιείται από την τηλεόραση ή με ένα εισιτήριο κινηματογράφου. Οι αστυνομικές ταινίες, με τα ατελείωτα πιστολίδια τους, είναι ένα υποκατάστατο του, αναπόφευκτου για τον καθένα, αγώνα για επιβίωση. Ανίκανος να αμυνθεί, ο πολιτισμένος άνθρωπος έχει αναπτύξει μια παρανοϊκή εμμονή με την ασφάλεια. Οποιαδήποτε όμως πρωτοβουλία του να δράσει για την δικιά του ασφάλεια, καταστέλλεται άμεσα από το νόμο. Σε μια κοινωνία που βρίσκεται υπό καθεστώς ήπιας ισχύος, η ασφάλεια είναι αποκλειστική υπόθεση της αστυνομίας.

Και προκειμένου οι εξημερωμένες μάζες να μην ξεχνούν ότι ζουν στον καλύτερο δυνατό κόσμο, πρέπει σε τακτά χρονικά διαστήματα να παρακολουθούν εικόνες με πεινασμένα παιδάκια από την Αφρική ή με τους σκελετούς του Άουσβιτς. Το ηθικό δίδαγμα είναι το εξής: «είναι άχρηστο να φαντάζεστε μια άλλη κοινωνία. Δεν βλέπετε που κατέληξαν ανάλογες προσπάθειες; Τι έκανε ο μαρξισμός στην Αιθιοπία ή ο ναζισμός;» Και οι μάζες, τρομοκρατημένες, σωπαίνουν. Σωπαίνουν υπνωτισμένες από τις διαφημίσεις τυριών, κρασιών και απορρυπαντικών. Από τις διαφημίσεις που τη μια στιγμή σου προτείνουν ένα χαρτί υγείας έξτρα απαλό ή ένα νέο στυλ ένδυσης – από ασπρόμαυρο σε πολύχρωμο. Η εξαναγκαστική μετατροπή της μηχανοποιημένης ζωής σε βίντεο κλιπ συνοδεύεται από έναν εξίσου καταναγκαστικό παλιμπαιδισμό.

Απ’ όλα τα εγκλήματα, το πιο τρομερό, το πιο ασυγχώρητο είναι το έγκλημα κατά του ίδιου μας του εαυτού, η σπατάλη της μίας και μοναδικής ζωής που διαθέτουμε. Ακούγοντας ηλίθιες μουσικές παρκάρουμε το αμάξι μας για να πάμε σε μια δουλειά ενοχλητική (αλλά όχι πραγματικά κουραστική), και ιδού πως ολοκληρώνεται το ταξίδι μας σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Η μαζική κοινωνία κέρδισε: έφτιαξε μια ύπαρξη άχρωμη, βαρετή, έρημη, στερημένη από αληθινές ηδονές. Την ύπαρξη του κατοικίδιου ζώου. Ενάντια στη βία του Μεγάλου Αδελφού, του παλιού καθεστώτος που φορούσε μπότες και μαύρες στολές, μπορούσαμε τουλάχιστον να εξεγερθούμε (όπως έχει αποδείξει η ιστορία). Πώς να εξεγερθείς όμως ενάντια στις ίδιες σου τις αδυναμίες;

Το βιβλίο μου “Le Grant Hospice Occidental” βασίζεται σε μια μεταφορά: την μετατροπή της «εξελιγμένης» κοινωνίας σε σανατόριο, στο οποίο οι ασθενείς διαβιώνουν σε ένα κλίμα ήπιας άνεσης αλλά αυστηρά πειθαρχημένο. Αυτή η μεταφορά είναι απαραίτητη προκειμένου να δημιουργηθεί το περίφημο εφφέ της αποστασιοποίησης: να μπορέσει δηλαδή να δει ο αναγνώστης τον κόσμο διά μέσω ενός άλλου βλέμματος, του δικού μου. Στο βιβλίο αυτό δεν ασχολούμαι πολύ με την αστυνομία. Σε ένα καθεστώς σανατορίου που δεν είναι αστυνομικό κράτος, η στρατικοποίηση αφορά περισσότερο τη δημόσια διοίκηση. Η αστυνομία δεν διαθέτει πραγματική αυτονομία. Το ίδιο ισχύει και για τους διανοούμενους. Οι διανοούμενοι δεν αποτελούν πια μια αυτόνομη δύναμη, μια και η παραγωγή απόψεων έχει πλέον περάσει στα ΜΜΕ. Σήμερα οι στοχαστές δεν είναι πια Βολταίροι ή Σαρτρ, αλλά τηλεπαρουσιαστές. Το μεγαλύτερο μέρος των διανοούμενων έχει πλέον ανακυκλωθεί στο σύστημα του entertainment και έχει μετατραπεί σε ένα είδος προνομιούχων υπαλλήλων.

Σχετικά με τις διακλαδώσεις που κυριαρχούν στην επαγγελματική δραστηριότητα της κοινωνίας, η γενικότερη συμπεριφορά μπορεί να αναχθεί σε κάποια βασικά αρχέτυπα. Να γιατί χρησιμοποιώ στο βιβλίο μου έννοιες όπως «Λαός», «Διοίκηση», «Ιδεώδης Άρρωστος», «Ταραξίες», «Θύματα» κι όχι καθιερωμένους όρους όπως «κατώτερη τάξη», «ανώτερη τάξη» κτλ. Η αυξανόμενη ομογενοποίηση του τρόπου ζωής, των προτιμήσεων, των καταναλωτικών συνηθειών οδηγεί στην ομογενοποίηση των κοινωνικών, επαγγελματικών και ηλικιακών ομάδων. Δεν χρησιμοποιώ επίσης την έννοια «αστική τάξη» και τον όρο «μεσαία τάξη», αφού είναι γνωστό ότι η νοοτροπία και η γενικότερη συμπεριφορά του εργάτη λίγο διαφέρει, αν όχι καθόλου, από αυτή του αστού. Ελάχιστη σημασία αποδίδω επίσης και στους υποτιθέμενους εχθρούς του Σανατορίου. Συνδικάτα, κομμουνιστές, οικολόγοι, εθνικιστές και αριστεροί εξτρεμιστές δεν αμφισβητούν τις αρχές του πολιτισμού του Σανατορίου, την Ευημερία και την Πρόοδο. Αντιτίθενται μόνο στο σύστημα διαμοιρασμού του πλούτου, το οποίο θέλουν να αντικαταστήσουν, λένε, με ένα δικαιότερο. Στα Σανατόρια όμως δεν υπάρχει αντιπολίτευση.

Είναι ξεκάθαρο ότι μόνο τα οικονομικά, ποσοτικά, συμφέροντα χωρίζουν την Ανατολή και τη Δύση. Ο Τολστόι, ο Τσέχωφ και ο Σολτζενίτσιν μοιράζονται τον ίδιο πολιτισμό με τον Σταντάλ, τον Φλωμπέρ και τον Καμύ. Η ανερμάτιστη όμως και ναρκισσιστική Δύση, μη θέλοντας να κοιτάξει κατάματα τον δίδυμο αδελφό της, κατασκεύασε εκ του μηδενός τον απόλυτο Εχθρό. Ο απόλυτος Εχθρός είναι απαραίτητος για την ψυχική υγεία της Δύσης. Κρατά τους πολίτες φοβισμένους και υποταγμένους και διοχετεύει το μίσος και την επιθετικότητα στο εξωτερικό της κοινωνίας. Έχοντας όμως χάσει αυτόν τον Εχθρό (ή μάλλον την ιδέα του Εχθρού, αφού μια ανοιχτή σύγκρουση δεν είναι επιθυμητή από κανέναν), ο πολιτισμός του Σανατορίου δεν μπορεί πλέον να είναι σίγουρος για την επιβίωσή του, αφού έχει επιλέξει να ορίζεται μέσω της άρνησης, μέσω της ηθικής καταδίκης του αντιπάλου του.

Γι’ αυτό εξάλλου και δεν έχω πολλά καλά λόγια για τον Λαό. Κάποιος έπρεπε επιτέλους να το πει: εδώ και πολύ καιρό, ο Λαός απολαμβάνει εξαιρετικά προνόμια, φαντασιωνόμενος ταυτόχρονα ότι είναι θύμα των κυβερνητών του, ενώ συμμετέχει στη μοιρασιά και είναι συνένοχος. Οι «Διαχειριστές» γνωρίζουν την πραγματική, βαθιά υποκριτική, φύση του Λαού, αλλά προτιμούν να σιωπούν και να συντηρούν τον μύθο των κακών κυβερνήσεων που αντιτίθενται στους πάντα καλούς και ευγενικούς λαούς. Κι αυτό για έχουν πάντα τη δυνατότητα να αποπλανούν το Λαό μέσω μιας «καλής» κυβέρνησης. Μου φαίνεται ότι σήμερα, το να ξεσηκωθεί κανείς ενάντια στο Λαό είναι μια πράξη εξίσου ευγενής όσο ήταν πριν διακόσια χρόνια η εξέγερση ενάντια στον Απολυταρχισμό.

Πηγή : https://www.pangea.news/eduard-limonov-le-grand-hospice-occidental-lombardi-ferretti/