Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης
Όπως κάθε λέξη που μπορεί να θεωρηθεί νεολογισμός, για να έχει νόημα η χρήση της πρέπει να εκφράζει και να περιγράφει μια πραγματικότητα· να μην είναι δηλαδή μια ιδεολογική επινόηση, αλλά απόρροια της ανάγκης να διατυπωθεί μια αλήθεια. Ο όρος «Οικοφοβία» (Oikophobia) δεν είναι καινούργιος, όμως χρησιμοποιήθηκε αναλυτικά – σε πολιτικό και φιλοσοφικό πλαίσιο – μόλις το 2004 από το Βρετανό φιλόσοφο Ρότζερ Σκρούτον[1]. Κατά πάσα πιθανότητα η λέξη εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1808[2] με τον ποιητή και δοκιμιογράφο Robert Southey για να περιγράψει την επιθυμία, ιδιαίτερα των Βρετανών, να φύγουν από το σπίτι και τη χώρα τους για να ταξιδέψουν μακριά. O Southey υποστήριξε ότι το φαινόμενο της οικοφοβίας ήταν το αποτέλεσμα μιας ορισμένης «κατάστασης πολυτελείας του βρετανικού πολιτισμού». Πράγματι μιλάει για τη συνήθεια των πλουσίων να επισκέπτονται λουτροπόλεις και παραθαλάσσια θέρετρα τους καλοκαιρινούς μήνες, όλο και πιο μακριά από τη βάση τους. Αναφέρεται επίσης στη μόδα της εποχής: τα γραφικά ταξίδια σε άγρια και εξωτικά τοπία, όπως λ.χ. τα υψίπεδα της Σκωτίας.
Η σχέση οικοφοβίας, κατά Southey, με τον πλούτο και την αναζήτηση νέων εμπειριών, αναγνωρίστηκε και από άλλους συγγραφείς και στοχαστές με αποτέλεσμα να συμπεριληφθεί σε λεξικά και να χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του όρου «wonderlust». Το 1829 δημοσιεύθηκε το δοκίμιο ενός ανώνυμου συγγραφέα με τις εμπειρίες του από τη Μάχη του Βατερλό. Εκεί θα γράψει: «η λατρεία της μετακίνησης είναι τόσο φυσική σε έναν Άγγλο που τίποτα δεν μπορεί να τον αλυσοδέσει στο σπίτι του εκτός, από την απόλυτη αδυναμία να ζήσει στο εξωτερικό. Για εμένα, δεν υπήρξε κάτι τόσο αποτρεπτικό, έτσι υπέκυψα στην οικοφοβία μου και το καλοκαίρι του 1815 με βρήκε στις Βρυξέλλες». Το 1959 ο Αγγλοαιγύπτιος συγγραφέας Bothaina Abd el-Hamid Mohamed χρησιμοποίησε την οικοφοβία του Southey στο βιβλίο του «Oikophobia: Or, A literary craze for education through travel». Βέβαια, όπως και οι Έλληνες, έτσι και οι Άγγλοι ήταν ανέκαθεν εξερευνητές, έμποροι και θαλασσοπόροι στην ιδιοσυγκρασία τους, επομένως η τάση τους για ταξίδια δεν είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα οικοφοβίας, αλλά και γνώρισμα του λαϊκού πολιτισμού.
Όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό ο όρος «οικοφοβία» είναι σύνθετος και μπορεί να αφορά έναν μη φυσιολογικό φόβο (φοβία). Στη ψυχιατρική η οικοφοβία θα χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την αποστροφή προς το οικιακό περιβάλλον και τα περιεχόμενά του. Ειδικότερα, θα συνδεθεί με τη φοβία για τα έπιπλα, το μπάνιο, τις ηλεκτρικές συσκευές και άλλα στοιχεία του σπιτιού που γίνονται αντιληπτά ως δυνάμει επικίνδυνα. Ο όρος σχετίζεται με το φόβο για πράγματα που βρίσκονται μέσα στο σπίτι και όχι για το ίδιο το σπίτι ή τους ανθρώπους που διαμένουν σε αυτό. Ο φόβος του σπιτιού, ως δομικό όλον, χαρακτηρίζεται «Δομοφοβία». Την εποχή μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ορισμένοι αναλυτές χρησιμοποίησαν αυτόν τον όρο για να αναφερθούν σε έναν υποτιθέμενο «φόβο και αποστροφή προς τις δουλειές του σπιτιού» που βιώνουν ορισμένες γυναίκες, εργαζόμενες έξω από το σπίτι, οι οποίες έλκονταν από έναν καταναλωτικό τρόπο ζωής.
Ο Ρότζερ Σκρούτον και η πολιτική χρήση του όρου
Ο Σκρούτον το 2004 θα προσαρμόσει τον όρο σε μια σύγχρονη πραγματικότητα: οικοφοβία για τον φιλόσοφο είναι «η αποκήρυξη της εθνικής κληρονομιάς και του οικείου». Ο φιλόσοφος υποστήριξε ότι η οικοφοβία είναι ένα στάδιο από το οποίο διέρχεται κανονικά ο εφηβικός νους, αλλά και χαρακτηριστικό κάποιων με τυπικά αριστερές, επιφανειακά διεθνιστικές και ύπερ-φιλελεύθερες πεποιθήσεις. Πρόκειται για πολιτικές-ιδεολογικές παρορμήσεις και προτιμήσεις που συνδυάζονται με την ξενοφιλία, την προτίμηση δηλαδή του ξένου στοιχείου έναντι του οικείου. Ως εκ τούτου, η οικοφοβία για τον Σκρούτον δεν είναι παρά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος: της ξενοφοβίας. Εκφράζει μια έντονη περιφρόνηση, όχι για έναν πολιτισμό εκτός της ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας, όπως η ξενοφοβία, αλλά για το σύνολο των αξιών και πολιτισμικών παραδόσεων που κληρονομεί κανείς από την κοινωνία εντός της οποίας έχει γαλουχηθεί. Υπό διαφορετική διατύπωση, η οικοφοβία περιγράφει το φαινόμενο της αυτοπεριφρόνησης ενός πολιτισμού.
Στο βιβλίο του, «Roger Scruton: Philosopher on Dover Beach», ο Mark Dooley μιλά για την οικοφοβία ως ένα φαινόμενο επικεντρωμένο στο δυτικό ακαδημαϊκό κατεστημένο «τόσο στην κοινή κουλτούρα της Δύσης, όσο και στο παλιό εκπαιδευτικό πρόγραμμα σπουδών που προσπαθούσε να μεταδώσει τις ανθρώπινες αξίες της». Αυτή η διάθεση αναπτύχθηκε, για παράδειγμα, στα γραπτά του Ζακ Ντεριντά και, ως ένα βαθμό, μέσα από την επίθεση του Μισέλ Φουκώ στην αστική κοινωνία με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας «αντικουλτούρας» που έβαλε στο στόχαστρό της το Ιερό, καταδικάζοντας και αποκηρύσσοντάς το ως καταπιεστικό και γεμάτο «εξουσιαστικότητα». Για τον Σκρούτον, ο Ζακ Ντεριντά είναι ένας κλασσικός οικοφοβικός, στο βαθμό που αποκηρύσσει τη λαχτάρα για το οικείο, μια λαχτάρα που ικανοποιούν οι δυτικές θεολογικές, νομικές και λογοτεχνικές παραδόσεις. Η αποδόμηση του Ντεριντά προσπαθεί να αποτρέψει την πορεία προς αυτή τη «θεμελιώδη εμπειρία του ανήκειν», προτιμώντας αντ’ αυτού μια ύπαρξη χωρίς ρίζες που βασίζεται «στο τίποτα». Για τον Σκρούτον πρόκειται για περιφρόνηση και ακραία αποστροφή προς το Ιερό που συνοδεύεται από την επιθυμία να αποσυνδεθεί το Ιερό από η δυτική κουλτούρα. Αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος της οικοφοβίας και όχι η αντικατάσταση του ιουδαιοχριστιανισμού με ένα άλλο συνεκτικό σύστημα ιδεών και πεποιθήσεων, εξηγεί ο Άγγλος στοχαστής.
Το παράδοξο της οικοφοβίας είναι ότι πρέπει να ενθαρρύνεται κάθε άμεση αντίθεση με τη θεολογική και πολιτιστική παράδοση της Δύσης ακόμη κι αν αυτή είναι «σημαντικά πιο πατριαρχική και εθνοκεντρική», όπως οι ολοκληρωτικές ιδέες του κομμουνισμού. Ο όρος χρησιμοποιείται και από ορισμένους Αμερικανούς πολιτικούς σχολιαστές για να αναφερθούν στην απόρριψη της παραδοσιακής αμερικανικής κουλτούρας από την ύπερ-φιλελεύθερη ελίτ. Τον Αύγουστο του 2010, ο James Taranto θα γράψει ένα άρθρο στη Wall Street Journal με τίτλο «Oikophobia. Why the liberal elite finds Americans revolting», στο οποίο επέκρινε τους υποστηρικτές του, τότε προτεινόμενου, ισλαμικού κέντρου στη Νέα Υόρκη ως οικοφοβικούς που υπερασπίζονται αλόγιστα τους μουσουλμάνους για να εκμεταλλευτούν τη θηριωδία της 11ης Σεπτεμβρίου.
Η επικαιρότητα του φαινομένου
Ας δούμε όμως γιατί ο όρος είναι σημαντικός και πολύ επίκαιρος. Ο Σκρούτον θα υποστηρίξει ότι η οικοφοβία δεν αποτελεί μονάχα βρετανική ιδιαιτερότητα, αν και οι Σκωτσέζοι φαίνονται σχετικά άνοσοι σε αυτή, αλλά αφορά και άλλες χώρες δυτικού τύπου. Όταν ο Σαρτρ και ο Φουκώ σχεδιάζουν την εικόνα τους για την «αστική» νοοτροπία, τη νοοτροπία του Άλλου στην Ετερότητά του, όπως θα περιγράψουν με τρόπο αρκετά θολό, αλλά εντυπωσιακό, στην πραγματικότητα περιγράφουν το μέσο απλό και αξιοπρεπή Γάλλο και εκφράζουν την περιφρόνησή τους για τον εθνικό του πολιτισμό. Και αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη αντίφαση: το «υποκείμενο» που θεωρητικά ήθελαν να γοητεύσουν, οι Σαρτρ και Φουκώ, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εθνικού πολιτισμού που τόσο αγαπούσαν να στηλιτεύουν και να υποτιμούν. Έτσι, στην ουσία απορρίπτουν όχι μόνο τους αστούς που προάγουν τον καπιταλισμό, αλλά και τους απλούς ανθρώπους που υποτίθεται ότι έχουν στην καρδιά τους. Ο Σκρούτον ήταν από τους πρώτους που περιέγραψε «μια χρόνια μορφή οικοφοβίας που έχει εξαπλωθεί στα αμερικανικά πανεπιστήμια, με το πρόσχημα του πολιτικά ορθού» και υποστήριξε ότι εκφράστηκε σε όλη την έντασή της κατά τον απόηχο της 11ης Σεπτεμβρίου, για να περιφρονήσει την κουλτούρα που φέρεται να προκάλεσε τις τρομοκρατικές επιθέσεις, ώστε τελικά να συμπαρασταθεί στους τρομοκράτες.
Όπως είχε τονίσει ο Τζορτζ Όργουελ, μερικές δεκαετίες πιο πριν, οι διανοούμενοι της Αριστεράς είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε αυτή την οπτική, πράγμα που τους ωθεί συχνά στην εξυπηρέτηση ξένων (και συνάμα εχθρικών) προς την ίδια τους τη χώρα συμφερόντων και δυνάμεων[3]». Όπως αναφέρει ο ίδιος, στους Βρετανούς διανοούμενους συναντά κανείς τις πιο έντονες τάσεις περιφρόνησης και απαξίωσης όλων όσων πρεσβεύει ο τρόπος ζωής και η πολιτισμική κληρονομιά των Άγγλων. «Οι κατάσκοποι του Κέιμπριτζ προσφέρουν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι σημαίνει η οικοφοβία για τη χώρα μας», θα γράψει ο Σκρούτον, προσθέτοντας ότι, «είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ένα πρόσφατο «docudrama» του BBC που δημιουργήθηκε με αφορμή το αξιοθρήνητο επεισόδιο δεν εξέτασε την πραγματικότητα της εθνικής προδοσίας, ούτε τα βάσανα των εκατομμυρίων ανατολικοευρωπαίων θυμάτων τους, αλλά απλώς ενέκρινε την οικοφοβία που είχε προκαλέσει τους κατασκόπους να δράσουν ως προδότες της χώρας τους. Το πορτρέτο της αγγλικής κοινωνίας, κουλτούρας, εθνικότητας και αφοσίωσης ως ηθικά κατακριτέο και πολιτικά γελοίο προβάλλεται με τρόπο «κανονικό» από το BBC – ακριβώς όπως το περιέγραψε ο Όργουελ στο 1984».
Στο England and the Need for Nations, θα γράψει ο Βρετανός: «η ιστορική ταυτότητα, τόσο στην αγγλική όσο και στη βρετανική της έκφανση, έχει εισέλθει σε κατάσταση βαθιάς κρίσης. Αυτή η κρίση προέκυψε γιατί η πίστη που χρειάζονται οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή και την οποία επιβεβαιώνουν με τις αυθόρμητες κοινωνικές τους ενέργειες, γελοιοποιείται διαρκώς ή δαιμονοποιείται από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και το εκπαιδευτικό σύστημα. Η εθνική ιστορία διδάσκεται (αν διδάσκεται καθόλου) ως μυθολογία ντροπής και εξαχρείωσης. Η τέχνη, η λογοτεχνία και η μουσική του έθνους μας έχουν αφαιρεθεί λίγο-πολύ από το πρόγραμμα σπουδών και οι λαϊκοί τρόποι, οι τοπικές παραδόσεις και οι εθνικές τελετές συνήθως απορρίπτονται. Μπορούμε να δούμε την επίδραση αυτού του πράγματος όταν οι νεαροί Βρετανοί κάνουν τις διακοπές τους σε ξένα μέρη. Έχοντας ανάγκη να επιβεβαιώσουν την εθνική τους ταυτότητα και στερούμενοι την κουλτούρα που θα τους επέτρεπε να νιώθουν περήφανοι γι’ αυτήν, καταφεύγουν σε άθλιες πολεμικές, από τόπο σε τόπο με μεθυσμένα ουρλιαχτά, κραδαίνοντας μπουκάλια και κουτάκια μπύρας. Αυτοί οι εξαγριωμένοι απόκληροι οφείλουν σε μεγάλο βαθμό την κατάστασή τους στο γεγονός ότι οι μέντορες και οι κηδεμόνες τους έχουν αποκηρύξει την εθνική ιδέα. Αυτή η αποκήρυξη είναι το αποτέλεσμα μιας ιδιόμορφης νοοτροπίας που έχει προκύψει σε όλο το δυτικό κόσμο, από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά, η οποία είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη μεταξύ των διανοούμενων και των πολιτικών ελίτ».
Εκφάνσεις του φαινομένου στην Ελλάδα: οι ρίζες της εγχώριας οικοφοβίας
Παρότι οι διανοούμενοι της Βρετανίας, σύμφωνα με τον Όργουελ, ανέκαθεν υπήρξαν εκφραστές οικοφοβίας, το φαινόμενο στην ελληνική πραγματικότητα είναι εξίσου διαχρονικό. Από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού κράτους μέχρι και σήμερα, η κυρίαρχη ιντελιγκέντσια – με στόχο να δικαιολογήσει τις λεηλατικές βλέψεις της άρχουσας πολιτικής τάξης – καλλιεργεί συστηματικά ένα «σύμπλεγμα εθνικής κατωτερότητας» απέναντι στις δυτικές δυνάμεις, τις οποίες εκλαμβάνει ως σημείο αναφοράς για τη λεγόμενη κοινωνική και πολιτική προκοπή της Ελλάδας. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, αυτή η κυρίαρχη ελίτ θα υπερασπιστεί την έλευση της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα (υπό τις ευλογίες των Βαυαρών) ως τη μοναδική οδό για την πολυπόθητη «δυτικοποίηση» της χώρας. Το δόγμα που υπερασπίστηκαν αρκετοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι της εποχής (όπως ο Αδαμάντιος Κοραής) δεν ήταν άλλο από την ένταξη της Ελλάδας στο δυτικό κόσμο, ο οποίος -με βάση τη δική τους αντίληψη- ήταν ο μόνος που μπορούσε να απεγκλωβίσει τη χώρα από τα οθωμανικά και βυζαντινά κατάλοιπα. Εδώ κανείς συναντά, όχι μόνο της εξίσωση της οθωμανικής δεσποτείας με το Βυζαντινό Ανθρωποκεντρικό Πολιτισμό, αλλά και τη ριζική άρνηση της ύπαρξης ενός άλλου δρόμου προς τη νεωτερικότητα -σε σχέση με αυτόν που χάραζε ο δυτικός κόσμος. Το μίσος προς οτιδήποτε εκπροσωπούσε το Βυζάντιο αποτελεί πάγια τακτική αυτής της διανοητικής γραμμής, η οποία συνδέεται με τον αντι-βυζαντινισμό του Βολταίρου και του Μοντεσκιέ, για τους οποίους η Βυζαντινή Οικουμένη δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια απολυταρχική θεοκρατία. Οι Έλληνες διανοούμενοι που ασπάζονται το συγκεκριμένο ιδεολογικό ρεύμα-δόγμα[4] υπερασπίζονται τη βίαιη αποκοπή των Ελλήνων από το βυζαντινό ιστορικό τους παρελθόν, το οποίο αποσυνδέουν τόσο από την κλασσική Ελλάδα, όσο και από την αρχαία Ρώμη.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση το αφήγημα του Διαφωτισμού, μοναδικός κληρονόμος της αρχαίας ελληνικής δημοκρατικής παράδοσης υπήρξε η Ρώμη. Το τέλος του Μεσαίωνα σηματοδοτεί η επανασύνδεση του δυτικού κόσμου με την αρχαία ρωμαϊκή και ελληνική γραμματεία. Το Βυζάντιο, ακριβώς λόγω του σχίσματος με τη λατινική Εκκλησία και, κυρίως, εξαιτίας του σταδιακού του εξελληνισμού, έκοψε κάθε δεσμό με τη Ρώμη, και κατά συνέπεια με την αρχαία ελληνική κληρονομιά της δημοκρατίας. Συνεπώς, ο εξελληνισμός του Βυζαντίου οδήγησε στην παρακμή της Ανατολικής Ρώμης. Με βάση το ίδιο αφήγημα, οι Έλληνες της Τουρκοκρατίας δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό σύνολο ελληνόφωνων πληθυσμών, δίχως εθνική και δημοκρατική συνείδηση. Επομένως, ήταν αναγκαίο οι πληθυσμοί αυτοί, προκειμένου να εναρμονιστούν με την κλασσική Ελλάδα, να ενσωματωθούν στη δυτική ορθοταξία. Έτσι, όλα τα πολιτισμικά επιτεύγματα του Βυζαντίου, καθώς και των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας, θα έπρεπε να εγκαταλειφθούν μαζί και το κοινοτικό σύστημα, το οποίο υπήρξε μια δημοκρατική παράδοση, που ξεκινάει από την εποχή της αρχαιότητας. Η οικοφοβία αυτή, το μίσος δηλαδή προς την ίδια ιστορική κληρονομιά, καλλιέργησε διαχρονικά ένα σύνδρομο κατωτερότητας απέναντι στη Δύση, καταδίκασε τη μεγάλη δημοκρατική παράδοση των Ελλήνων στην ανυπαρξία, και την ίδια στιγμή, στις μέρες μας, εξακολουθεί να εκτρέφει μια κουλτούρα ηττοπάθειας και απραγίας, θεωρώντας μονόδρομο την ολική εξάρτηση της χώρας από τις ισχυρές δυνάμεις της Δύσης – τόσο για την ασφάλεια, όσο και την ευημερία. Κάθε παραπομπή στην πολιτισμική παράδοση της χώρας αυτόματα βαφτίζεται «παρωχημένος επαρχιωτισμός» και καταγγέλλεται ως «σκοταδιστικός εθνοκεντρισμός» απέναντι σε μια δήθεν εξελιγμένη και οικονομικά προηγμένη Δύση.
Οι εγχώριες εθνικιστικές φωνές της Άκρας Δεξιάς εκφράζουν μια παρόμοια οικοφοβία, ασχέτως κι αν μιλούν υπέρ της «πατρίδας» και της «παράδοσης» καταδικάζοντας την «ξενομανία» η οποία (αναμφισβήτητα) από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα έχει καταστεί κυρίαρχη. Το φαινόμενο της ξενομανίας, ειδικά κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, υπήρξε απόρροια του «ανήκουμε στη Δύση» και όχι του «συμμαχούμε με τη Δύση». Το συναντά κανείς στη διαρκή εξιδανίκευση των δυτικών χωρών, μέσα από τη στροφή προς τον πολιτισμικό αμερικανισμό και τη βίαιη είσοδο αγγλόφωνων στοιχείων στη γλώσσα μας, αλλά και στους εγχώριους κώδικες επικοινωνίας. Στην ουσία, η ξενομανία αποτελεί άξιο συνεχιστή των προσπαθειών τμήματος των Ελλήνων διανοούμενων να αποξενώσουν τη σύγχρονη Ελλάδα από το «παρωχημένο» της παρελθόν: από το Βυζαντινισμό και τον Οθωμανισμό, για τα οποία οι σύγχρονοι Έλληνες πρέπει να αισθάνονται ντροπή και τίποτα περισσότερο. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι οι δυνάμεις της Άκρας Δεξιάς, κατά τη διάρκεια της μετεμφυλιακής εποχής, αντί να μιλήσουν για την ανάγκη επαναπροσέγγισης της ιστορίας, επικαλέστηκαν σύμβολα και συνθήματα με έναν τρόπο εντελώς επιφανειακό, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στο καραμανλικό οικοφοβικό αφήγημα του «ανήκουμε στη Δύση» ενάντια στον τότε, αναμφισβήτητα υπαρκτό, κομμουνιστικό/σοβιετικό κίνδυνο. Υπερασπίστηκαν έτσι την αποκοπή των Ελλήνων από την ιστορία και το παρελθόν τους, παρά το φανατισμό και το ζήλο που έτρεφαν για οτιδήποτε το «ελληνικό». Διότι αν αυτές οι δυνάμεις είχαν πραγματικά εντρυφήσει στον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του Βυζαντίου, αν είχαν ξοδέψει έστω και λίγο χρόνο μελετώντας τα γραπτά του Ρήγα Φεραίου, θα απέφευγαν να χρησιμοποιούν τη βυζαντινή σημαία του δικέφαλου αετού και τις σπαρτιατικές αμφιέσεις σε συγκεντρώσεις έκφρασης μισαλλοδοξίας και φανατισμού. Αντιθέτως, θα ήταν σε θέση να ανακαλύψουν τα ανθρωποκεντρικά χαρακτηριστικά της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου και, πολύ περισσότερο, θα μιλούσαν για το Λαϊκό Οικουμενισμό, ένα διαχρονικό γνώρισμα του μείζονος Ελληνισμού, από την αρχαία Αθήνα και την Τραπεζούντα μέχρι τη Μικρά Ασία και την Αλεξάνδρεια.
Εγχώρια οικοφοβία: από το χθες στο σήμερα
«[…] αυτό που σήμερα οι πεφωτισμένοι φιλελεύθεροι καταδικάζουν ως λαϊκισμό, στην πραγματικότητα είναι η προσπάθεια διατήρησης αρχαίων και κληρονομημένων αισθημάτων ταυτότητας και ανήκειν. Και αυτό που ο απλός κόσμος καταδικάζει ως ελιτισμό είναι στην πραγματικότητα η αντίληψη του Διαφωτισμού για μια οικουμενική πολιτική τάξη πραγμάτων, χωρίς σύνορα και ρίζες, στην οποία οι συγκρούσεις δήθεν εξαφανίζονται επειδή εξαλείφουν την υποτιθέμενη αιτία τους: τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφορετικών εθνικών πίστεων» (Ρότζερ Σκρούτον)
Ακολουθώντας τη σκέψη του Σκρούτον, η συγκεκριμένη νοοτροπία, στην Ελλάδα και αλλού, θα βρει τη φυσική της στέγη στους κρατικούς θεσμούς, εφόσον αυτοί προσφέρουν τη βάση ισχύος από την οποία μπορεί κανείς να επιτεθεί στην εθνική πίστη των απλών ανθρώπων. Τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια και οι γραφειοκρατίες περιέχουν μεγάλο αριθμό οικοφοβικών των οποίων το κύριο μέλημα, κατά την άσκηση της εξουσίας, είναι να περιφρονούν τις εθνικές αξίες και να πασχίζουν για την ανατροπή τους. Η συμμαχία της πολιτισμικά κυρίαρχης ελληνικής Αριστεράς, ειδικά κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, με τους ύπερ-φιλελεύθερους, και με άλλες προοδευτικές δυνάμεις του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού», είναι υπεύθυνη τόσο για την αποδοχή της επιδοτούμενης μετανάστευσης, όσο, και κυρίως, για τις επιθέσεις σε ήθη και θεσμούς που συνδέονται με παραδοσιακές μορφές ζωής, δηλαδή για την εξάπλωση της οικοφοβίας στη χώρα μας. Χαρακτηριστικά είναι επίσης τα φαινόμενα αντικληρικαλισμού όπου με κάθε αφορμή (ακόμη και ασήμαντη ή άσχετη), κάποιοι σπεύδουν να συγκρίνουν την Ελλάδα, με τρόπο εντελώς αυθαίρετο και ανυπόστατο, με θεοκρατικά καθεστώτα όπως αυτό του Ιράν. Στην πραγματικότητα η οικοφοβία αποκηρύσσει την εθνική πίστη και το ρόλο της Εκκλησίας μέσα στην κοινωνία, επινοεί και καθορίζει στόχους και ιδανικά ενάντια στο έθνος, προωθεί τους διακρατικούς θεσμούς έναντι των εθνικών κυβερνήσεων, εγκρίνει νόμους που επιβάλλονται από τα πάνω, από την ΕΕ, τον ΟΗΕ… Γίνεται έτσι υπερασπιστής ενός δήθεν πεφωτισμένου οικουμενισμού, που όμως δεν είναι λαϊκός, διότι το «λαϊκό» θεωρείται συστηματικά φορέας τοπικού σωβινισμού. Πρόκειται για μια μηδενιστική δυναμική που επηρεάζει αρνητικά την αίσθηση του ανήκειν και τη δημιουργία μιας ταυτότητας, κυρίως στους ηλικιακά νεότερους ανθρώπους. Παράλληλα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η άνοδος της οικοφοβίας οδήγησε σε μια αυξανόμενη κρίση νομιμοποίησης στα εθνικά κράτη. Διότι βλέπουμε μια τεράστια διεύρυνση της νομοθετικής πίεσης, με όπλο συνήθως την οικονομία, προς τους λαούς της Ευρώπης και μια αδυσώπητη επίθεση στη μοναδική πίστη που θα τους επέτρεπε να αντέξουν όλες αυτές τις πιέσεις οικειοθελώς: την εθνική. O Σκρούτον πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια είχε σημειώσει κάτι που βλέπουμε πιο καθαρά σήμερα: «οι εκρηκτικές συνέπειες αυτής της λογικής γίνονται ήδη αισθητές στην Ολλανδία[5] και στη Γαλλία. Σύντομα θα γίνουν αισθητές παντού και τα αποτελέσματα μπορεί να μην είναι αυτά που αναμένουν οι οικοφοβικοί».
Καταληκτικοί προβληματισμοί
Αξίζει να αναρωτηθούμε κατά πόσο το αίσθημα ντροπής και ενοχών οφείλεται και στο ότι στη Βρετανία, και σε άλλες χώρες, το αντι-αποικιοκρατικό κίνημα εξέθρεψε την οικοφοβία και συνάμα τράφηκε από αυτή. Φαίνεται πάντως ότι η ανάγκη σύγχρονων Άγγλων να είναι ανοιχτοί, ανεκτικοί, και υπέρ της πολυπολιτισμικότητας, βασίζεται ακριβώς στην ιδέα που έχουν για τη Βρετανική εξωτερική πολιτική, που είναι μακρόβια και περίπλοκη, δύσκολο να κατανοηθεί. Σε κάθε περίπτωση, το φαινόμενο της ελληνικής οικοφοβίας έχει διαφορετικές πηγές και συνδέεται κυρίως με το σύμπλεγμα εθνικής κατωτερότητας, που καλλιεργήθηκε επί δεκαετίες, άλλωστε η νεότερη Ελλάδα δεν υπήρξε μια αποικιοκρατική χώρα.
Καταλήγοντας, σημειώνουμε ότι θα ήταν στρατηγικό σφάλμα (παιδείας) να αφεθούμε στα χέρια αυτής της δυναμικής -με όχημα την οικοφοβία- και να επιτρέψουμε στην αυτοπεριφρόνηση, και σε άλλους πολιτισμούς, να παραγκωνίσουν το δικό μας. Ασφαλώς, θα πρέπει να δείχνουμε ενδιαφέρον και να μαθαίνουμε πράγματα από άλλες παραδόσεις – η ανταλλαγή των καλύτερων στοιχείων μπορεί να είναι ευεργετική. Ωστόσο, ταυτόχρονα πρέπει να εκφράζουμε ευγνωμοσύνη για την ιδιαίτερη κληρονομιά μας. Δυστυχώς, φαίνεται ότι αρκετοί είναι ανίκανοι να διαχειριστούν αυτό το βάρος και να βρουν μια ισορροπία, έτσι όσο πιο οικοφοβικοί γινόμαστε, τόσο απομακρυνόμαστε από τις πηγές και συνεπώς από την ανακάλυψη, κατανόηση και εκτίμηση του μακραίωνου πολιτισμού που φέρει ο ελληνισμός.
[1] Βλ. Roger Scruton, England and the Need for Nations, (Λονδίνο: εκδόσεις Civitas – Institute for the Study of Civil Society, 2004).
[2] Robert Southey, Letters from England, (Longman, Hurst, Rees and Orme, 1808).
[3] George Orwell, The Lion and the Unicorn, in The Lion and the Unicorn: Socialism and the English Genius and Other Essays, (London, 1941).
[4] Το χαρακτηρίζουμε «δόγμα» διότι όπως έχουμε αναφέρει στην αρθρογραφία μας, στερείται αντικειμενικότητας εφόσον δεν εδράζεται σε συμπεράσματα τα οποία προκύπτουν από τη μελέτη ιστορικών πηγών, αλλά από βεβιασμένες παραδοχές και ιδεολογικούς αναγωγισμούς.
[5] Στην Ολλανδία, ο όρος οικοφοβία υιοθετήθηκε από τον πολιτικό και συγγραφέα Thierry Baudet, στο βιβλίο του, Oikophobia: Fear of the house.