Τὸ τί εἶναι ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἐρώτημα ποὺ διαμορφώνει τὴν ἀντίληψή μας γιὰ τὸν κόσμο. Ἀφορᾶ τόσο τὸν ἑαυτό μας ὅσο καὶ τοὺς ἄλλους, τὴν ὀργάνωση τῆς κοινωνίας μας, τοὺς στόχους μας καὶ τὰ ταμπού μας, γιατὶ ὅλα αὐτὰ περιστρέφονται γύρω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τὸ κέντρο τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ. Δὲν ἀποτελεῖ ἔκπληξη ὅτι προσφέρονται διάφορες θεωρήσεις γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο-μηχανή/ἠλεκτρονικὸ ὑπολογιστὴ ποὺ ὁραματίζονται οἱ μετανθρωπιστές, μέχρι τὸν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα Θεοῦ ποὺ παραδοσιακὰ πιστεύει ὁ Χριστιανισμός, ὑπάρχει μεγάλη ἀπόσταση. Ἡ διάκριση τοῦ ἀνθρώπου μὲ βάση τὴν λογική του ὡς ὄν ξεχωριστὸ ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κτήση ἴσως μᾶς εἶναι πιὸ οἰκεία, καὶ πιὸ κοντινὴ τόσο στὶς ἐπιδιώξεις του πολιτισμοῦ μας ὡς τώρα ὅσο καὶ στὴν θέση ποὺ πιστεύουμε ὅτι ἔχουμε ἀπέναντι στὰ ζῶα. Μπορεῖ, ὡστόσο, νὰ γίνει ἄκαμπτη, ὅταν ζητᾶ νὰ καθορίσει ὄχι ἁπλῶς τὸ τί κάνει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ περαιτέρω, τὸ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος –καὶ κατὰ συνέπεια, τὸ ποιός εἶναι ἄνθρωπος, καὶ ποιός ὄχι.

Πρὸς αὐτὸ τὸν σκοπὸ τῆς διάκρισης ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους καὶ μή-ανθρώπους ἔχει ἀναπτυχθεῖ τὸ γνωστὸ ἐπιχείρημα τοῦ Ντουόρκιν περὶ τῆς ἐκτρώσεως. Τὸ «κλειδὶ» τῆς συζητήσεως γιὰ τὴν ἔκτρωση εἶναι, φυσικά, τὸ κατὰ πόσον τὸ κυοφορούμενο εἶναι ἄνθρωπος, καὶ γιὰ αὐτὸ ἔχει σημασία ὁ ὁρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Συχνά, μάλιστα, καλεῖται νὰ γίνει μία στάθμιση μεταξὺ τοῦ ποιός εἶναι «περισσότερο» ἄνθρωπος, τὸ μωρὸ ἢ ἡ μητέρα, κυρίως στὶς περιπτώσεις ὅπου τίθεται θέμα διάσωσης τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δύο ‒μὲ ἄλλα λόγια, στὸ ἠθικὸ δίλημμα τῆς «ἐπιλογῆς» μεταξὺ τῆς σωτηρίας δύο ἀνθρώπων, πάει περίπατο ἐν προκειμένῳ ἡ ἀπαγόρευση διάκρισης τῆς ἀξίας τῆς ζωῆς ἀνάλογα μὲ τὸν φορέα της. Ἡ ἐξαιρετικὴ μεταχείριση τῆς περίπτωσης τῆς ἔκτρωσης, λοιπόν, ἑδράζεται στὸ πόσο εὔκολο εἶναι νὰ ἀποδειχθεῖ πὼς τὸ ἔμβρυο δὲν εἶναι (ἀκριβῶς) ἄνθρωπος. Ἡ εὐελιξία τοῦ ἐπιχειρήματος τοῦ Ντουόρκιν εἶναι ὅτι καταφέρνει ἀφ’ ἑνὸς νὰ κρατήσει ὅλα ἐκεῖνα ποὺ οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ἔκτρωσης δὲν μποροῦν λογικῶς νὰ ἀρνηθοῦν, ὅτι δηλαδὴ τὸ κυοφορούμενο εἶναι ἕνα ζωντανὸ ἀνθρώπινο ὄν, καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ ἀποκλείσει τὴν κρίσιμη σύνδεση ποὺ ἐπεδίωκαν οἱ πολέμιοι τῆς ἔκτρωσης μεταξὺ τῆς θέσης τους καὶ τῆς κυρίαρχης ἠθικῆς ποὺ διέπει σήμερα τὴν ἔννομη τάξη, δηλαδὴ τῆς προστασίας τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων.

Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τὸ καταφέρνει αὐτὸ ὁ Ντουόρκιν εἶναι μὲ τὴν διάκριση δύο διαφορετικῶν, κατὰ τὸν ἴδιο, ὄψεων τοῦ ἐπιχειρήματος κατὰ τῆς ἔκτρωσης. Μπορεῖ ὅλοι νὰ νομίζουμε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ἡ ἔκτρωση εἶναι φόνος, θεωρεῖ ἐπίσης ὅτι τὸ ἔμβρυο ἔχει δικαιώματα, ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπαραίτητα ἀλήθεια, λέει ὁ Ντουόρκιν. Ἂν τὸ καλοσκεφτοῦν, οἱ περισσότεροι πολέμιοι τῆς ἔκτρωσης δὲν πιστεύουν ὅτι τὸ ἔμβρυο ἔχει δικαιώματα, ἀλλὰ ὅτι εἶναι μία ἀνθρώπινη ζωὴ ποὺ εἶναι ἀπαράδεκτο νὰ τερματίζεται αὐθαίρετα. Ὑπάρχουν, ἔτσι, δύο ἐπιχειρήματα κατὰ τῆς ἔκτρωσης: εἴτε ὅτι τὸ ἔμβρυο ἔχει δικαιώματα τὰ ὁποῖα παραβιάζονται μὲ τὴν ἔκτρωση -ἕνα ἐπιχείρημα κομμένο καὶ ραμμένο στὰ μέτρα τῆς σύγχρονης νομοθετικῆς λογικῆς- εἴτε ὅτι τὸ ἔμβρυο εἶναι μία ἀνθρώπινη ζωή, ἄβουλη καὶ χωρὶς συνείδηση, ἡ ὁποία ἔχει βλαστήσει καὶ ὑπάρχει στὴ μήτρα κατὰ τρόπο παρόμοιο μὲ τὰ βρύα ποὺ φυτρώνουν ἐπάνω στὰ κεραμίδια, καὶ εἶναι πολὺ κακό, ἀνίερο καὶ ἄδικο νὰ τὴν ξεριζώσει κανείς. Τὸ πρῶτο ἐπιχείρημα εἶναι, κατὰ τὸν Ντουόρκιν, ἁπλὰ λάθος, καὶ τὸ δεύτερο εἶναι μὲν σωστό, ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν νομικὴ ἀπαγόρευση τῆς ἔκτρωσης.

Συγκεκριμένα, κάποιος ποὺ ἀσπάζεται τὸ δεύτερο αὐτὸ ἐπιχείρημα, μπορεῖ νὰ μὴν ἀποδέχεται τὴν ἔκτρωση ὡς κάτι ἠθικὰ καλό, ἄρα καὶ ἐπιτρεπτό, ἀλλὰ τουλάχιστον θὰ τὴν ἀποδέχεται ὡς ἕνα ἀναγκαῖο κακό, τὸ ὁποῖο στὰ πλαίσια τῆς φιλελεύθερης δημοκρατίας δὲν τὸ ἀπαγορεύουμε, ἀλλὰ ἀφήνουμε στὸ ἄτομο τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ γιὰ τὸ κατὰ πόσον θὰ τὸ πράξει. Βεβαίως, ἐὰν πρέπει νὰ δεχτοῦμε αὐτὸ τὸν ἰσχυρισμό, τότε θὰ πρέπει νὰ προσαρμόσουμε τὴν ἀπαξία τῆς ἐκτρώσεως σημαντικὰ χαμηλότερα ἀπὸ τὴν ἀπαξία τοῦ φόνου –καθὼς αὐτὸς δὲν γίνεται ἀνεκτὸς ὡς θέμα ἐλεύθερης ἐπιλογῆς στὰ πλαίσια τῆς φιλελεύθερης ἠθικῆς- ἢ ἀκόμη καὶ χαμηλότερα ἀπὸ τὴν ἀπαξία τοῦ παράνομου παρκαρίσματος –τὸ ὁποῖο ἐπίσης δὲν ἐπιτρέπεται, ἁπλῶς τιμωρεῖται ἐλαφρὰ- ἀπομακρύνοντάς την τελικὰ ἀπὸ τὰ πλαίσια τοῦ κακοῦ μὲ αὐστηρὰ ἠθικοὺς ὅρους καὶ μεταφέροντάς την μᾶλλον πρὸς τὸ πλαίσιο τῶν κοινωνικῶν συμβάσεων, καθὼς αὐτὲς εἶναι ποὺ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπιδιώκεται νὰ μένουν ἀτιμώρητες καὶ ὑποκείμενες στὴν ἐλεύθερη βούληση ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη ἠθική. Αὐτὴ ἄλλωστε ἡ διαδικασία μεταφορᾶς συμπεριφορῶν καὶ ἐπιλογῶν ἀπὸ τὸν τομέα τῶν ἠθικῶν παραβάσεων στὸν τομέα τῶν κοινωνικῶν συμβάσεων/προτιμήσεων ἤδη ἔχει συντελεσθεῖ σὲ θέματα συνείδησης καὶ προσωπικῆς ζωῆς, ἁπλῶς μὲ τὸ ἐπιχείρημα τοῦ Ντουόρκιν ἡ ἴδια λογικὴ ἐπεκτείνεται σὲ θέματα ζωῆς καὶ θανάτου.

Τὸ σημαντικότερο τμῆμα τοῦ ἐπιχειρήματος τοῦ Ντουόρκιν, ὅμως, δὲν εἶναι τὸ κατὰ πόσον μποροῦμε νὰ ἀνεχόμαστε τὴν καταστροφὴ τῆς οὐδέτερης (μὴ προσωποποιημένης), ἀλλὰ πάντως ἱερῆς, ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀλλὰ τὸ κατὰ πόσον τὸ κυοφορούμενο εἶναι φορέας δικαιωμάτων, δηλαδὴ ἄνθρωπος μὲ τὴν νομικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. Διότι ἐὰν γινόταν δεκτὸ ὅτι εἶναι ἄνθρωπος μὲ δικαιώματα, τότε θὰ ἔπρεπε ἀμέσως τὸ κράτος νὰ λάβει ὑπ’ ὄψιν του τὰ δικαιώματα αὐτὰ καὶ νὰ τὰ προστατεύσει, ὅπως κάνει πρὶν προχωρήσει σὲ ὁποιαδήποτε πολιτικὴ ρύθμιση. Τότε θὰ μπαίναμε σὲ μία λογικὴ συγκρούσεως δικαιωμάτων μητέρας/κυοφορούμενου κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἔκτρωση, ἐὰν δὲν ἀπαγορευόταν τελείως λόγω τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ τῆς ζωῆς, τουλάχιστον θὰ περιοριζόταν σημαντικὰ γιὰ τὴν μέγιστη δυνατὴ προστασία του χωρὶς συνάμα νὰ θυσιάζεται, κατὰ τὸ μέτρον τοῦ δυνατοῦ, ἡ ἐλεύθερη βούληση, ὑγεία ἢ ζωὴ τῆς μητέρας. Καὶ σὲ κάθε περίπτωση, ἡ συζήτηση γιὰ τὴν ἔκτρωση θὰ ἐτίθετο σὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ βάση, θὰ ἐντασσόταν πλήρως στὸ πλαίσιο τῶν σύγχρονων ἠθικῶν προβλημάτων, χάνοντας τὴν ὑποψία θρησκευτικοῦ πουριτανισμοῦ ποὺ τὴν χαρακτηρίζει σήμερα ὡς πρόβλημα τῶν «ἀντιδραστικῶν», καὶ γι’ αὐτὸ οἱ ὑπέρμαχοί της θὰ ἀναγκάζονταν νὰ προσαρμόσουν τὰ ἐπιχειρήματά τους σὲ ἕνα πλαίσιο συμβιβασμοῦ καὶ ὄχι ἀνοικτοῦ πολέμου.

Ὁ κυοφορούμενος, λοιπόν, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει δικαιώματα ἢ συμφέροντα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ προστατευτοῦν, γιατὶ κατὰ τὸν Ντουόρκιν δὲν εἶναι ἀκόμα ἄνθρωπος. Εἶναι μελλοντικὰ ἄνθρωπος. Ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ κυοφορούμενος γίνεται ἄνθρωπος –ἡ ὁποία, ὑποθέτουμε, θὰ πρέπει νὰ συμπίπτει καὶ μὲ τὴν ἀντίληψη τοῦ Ντουόρκιν γιὰ τὸ τί εἶναι ἄνθρωπος, γενικώτερα- εἶναι ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἀποκτᾶ συνείδηση. Αὐτὴ συμπίπτει, ἂν ὄχι μὲ τὴν γέννηση, τουλάχιστον μὲ ἕνα ἀρκετὰ προχωρημένο στάδιο τῆς ἐγκυμοσύνης κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ κυοφορούμενος ἔχει πιὰ ἀρκετὰ ἀναπτυγμένο ἐγκέφαλο ὁ ὁποῖος παρουσιάζει καὶ σχετικὴ ἐγκεφαλικὴ δραστηριότητα. Τότε ὁ κυοφορούμενος ἔχει πλέον, γιὰ παράδειγμα, συναισθήματα, καὶ νιώθει πόνο. Ὅμως συμφέροντα μὲ τὴν πλήρη ἔννοια τοῦ ὅρου ὑπάρχουν μετὰ τὴν ἔκφραση τῆς συνείδησης. Πρὶν ἀπὸ αὐτό, ἰδιαίτερα στὶς ἀπαρχὲς τῆς κυτταρικῆς ζωῆς στὴ μήτρα, δὲν ὑπάρχει οὔτε ὑποψία δικαιωμάτων καὶ συμφερόντων, γιατὶ δὲν ὑπάρχει κάτι ποὺ νὰ πλησιάζει κἂν τὴν ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Ντουόρκιν χρησιμοποιεῖ πλῆθος ἀναλογιῶν –μεταξὺ τοῦ ἐμβρύου καὶ διαφορετικῶν πραγμάτων, κατὰ τὸ γνωστὸ λογικὸ σφάλμα τῶν μήλων καὶ πορτοκαλιῶν‒ γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ κυοφορούμενος δὲν ἔχει συμφέροντα καὶ ἄρα οὔτε καὶ δικαιώματα ποὺ νὰ τὰ προστατεύουν. Ὁ κυοφορούμενος συγκρίνεται μὲ ἕνα ἄψυχο ἄγαλμα, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει συμφέρον νὰ μὴν καταστραφεῖ, ἢ μὲ ἕνα μωρὸ καρότο, ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ φᾶμε ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι στὴν ἀνάπτυξη, ἢ μὲ ἔνα ὠάριο τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε διὰ τῆς ἐπιστήμης νὰ γίνει ἔμβρυο χωρὶς γονιμοποίηση, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ εἶχε συμφέρον νὰ μὴν κυοφορηθεῖ. Ἢ μὲ τὸν Φρανκενστάιν, ποὺ ἀκόμη καὶ ἂν εἶχε συνείδηση, δὲν ἦταν παρὰ ἕνα μάτσο ἀνθρώπινα μέλη κολλημένα μεταξύ τους. Συγκρίνει τὸν ἤδη κυοφορούμενο, ποὺ ἔχει συμφέρον νὰ μὴν ἐκτρωθεῖ, μὲ τὸ συμφέρον τοῦ μὴ εἰσέτι συλληφθέντος ὑποθετικοῦ παιδιοῦ ποὺ ἔχει συμφέρον νὰ μὴν λείπει ὁ πατέρας του ἀπὸ τὸ σπίτι τὴν βραδιὰ τῆς σύλληψης. Ἢ μὲ τὸ συλλογικὸ συμφέρον τῆς παρούσας ἀνθρωπότητας νὰ μὴν εἶχε ἐκραγεῖ ἡ γῆ πρὶν ἕνα ἑκατομμύριο χρόνια, ὥστε νὰ μπορέσουμε ὅλοι κάποια στιγμὴ νὰ συλληφθοῦμε, νὰ κυοφορηθοῦμε καὶ νὰ γεννηθοῦμε. Δηλαδή, τὸ πραγματικὸ συμφέρον τοῦ ὑπαρκτοῦ κυοφορουμένου, συγκρίνεται μὲ τὸ ὑποθετικὸ συμφέρον τῶν μὴ εἰσέτι συλληφθέντων προσώπων, ποὺ εἶναι alliud σὲ σχέση μὲ τὸν κυοφορούμενο. Κατόπιν ὅλων τῶν ἀναλογιῶν, καταλήγει ὅτι «ἐὰν ἡ γυναίκα κάνει ἔκτρωση, δὲν θὰ ὑπάρχει κανεὶς ποὺ θὰ ἔχει βλάψει τὰ συμφέροντά του αὐτὴ ἡ συμπεριφορά της». Ἡ ὑποτιθέμενη ἀπουσία συμφερόντων τοῦ κυοφορουμένου ἐξομοιώνεται μὲ τὴν ἀπουσία κυοφορουμένου γενικώτερα.

Τὸ κατὰ πόσον βρίσκουμε πειστικὰ αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ντουόρκιν εἶναι μᾶλλον σαφές, ὅμως τὸ μεγαλύτερο σφάλμα τῆς ἀπόψεως ποὺ ἐκθέτει δὲν εἶναι τόσο ἡ ἀπόπειρα τοῦ φιλελευθερισμοῦ νὰ ἀποφύγει τὴν ὕπαρξη συμφερόντων καὶ ἄρα δικαιωμάτων γιὰ τὸν κυοφορούμενο μέσω ἐπανειλημμένων λογικῶν πλανῶν, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἀπόπειρά του νὰ ὁρίσει τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἄρα τὸ ὑποκείμενο δικαιωμάτων, μὲ κριτήρια συνείδησης. Ἡ πρωτοκαθεδρία τῆς συνείδησης, ταυτιζόμενης μὲ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἐγκεφάλου, προσδίδει στὴν προσέγγιση αὐτὴ μία καντιανὴ χροιά, καθὼς δὲν ἀπασχολεῖται μὲ τὸ ἁπλὸ καὶ ἀδιάφορο γεγονὸς τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀποζητεῖ κάτι παραπάνω γιὰ νὰ ὁρίσει τὸν ἄνθρωπο, προσβλέπει στὶς λογικές του δυνατότητες. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη ἡ περίφημη διατύπωση τῆς καντιανῆς ἀρχῆς: «πρᾶττε πάντοτε μόνο μὲ βάση τὸ ἀξίωμα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο μπορεῖς συγχρόνως νὰ θέλεις νὰ καταστεῖ καθολικὸς νόμος», μεταβάλλεται σὲ μιὰ ἀντίφαση ὅρων ἀφοῦ αὐτὸ ποὺ ἀναγνωρίζουμε ὡς δικαίωμα ζωῆς γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς τὸ ἀρνούμαστε ὡς δικαίωμα γιὰ τὴν ἔμβρυα ζωή. Τὸ ζητούμενο τελικὰ ποὺ τίθεται πραγματικὰ εἶναι τί ὁρίζει ἡ σύγχρονη ἐποχὴ ὡς ζωὴ καὶ ἂν ἡ ζωὴ εντέλει περιβάλλεται ἀπὸ τὴν προστασία τῆς ἕκτης ἐντολῆς. Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι γιὰ τὸν Κὰντ –καθώς καὶ τοὺς νεοκαντιανούς ἐπιγόνους του˗ ἡ ζωὴ δὲν συνδέεται μὲ τὴ βιολογικὴ ὕπαρξη· ἡ κατὰ τὸν Βάλτερ Μπένγιαμιν «bloßen Leben» (σκέτη ἢ ἁπλῶς γυμνὴ ζωὴ) δὲν εἶναι ἀντάξια τοῦ ὀνόματος τῆς ζωῆς. Ζωὴ γιὰ τὴν καντιανὴ ἠθικὴ εἶναι μόνο ἔλλογη δυνατότητα τῆς ἐλευθερίας ποὺ ὑπάρχει μέσα σὲ ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα. Ἀνάμεσα σὲ μιὰ βιολογικὴ ὕπαρξη (γυμνὴ ζωὴ) καὶ σὲ μιὰ ζωὴ ἀντάξια τοῦ ὀνόματος τῆς ὁριοθετεῖ ὅλο τὸ σύγχρονο νομικὸ σύστημα δικαιωμάτων καὶ ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν.

Ἔτσι ὁριζόμενος ὁ ἄνθρωπος , τίθενται τὰ θεμέλια γιὰ νὰ διακριθεῖ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν λογικὴ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ δὲν τὴν ἔχει καί, ἐμμέσως, ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἔχει σὲ κάποιον πιὸ ἀνεπτυγμένο βαθμὸ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει σὲ μικρότερο. Ὁ Κὰντ ὅμως ἐκθέτοντας αὐτὸ τὸν ὁρισμό του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, δὲν εἶχε κατὰ νοῦ βεβαίως καὶ κάποιες ἄλλες ἐκφάνσεις ἀνθρώπινης ζωῆς ποὺ δὲν ἔχουν τὴ λογική, ἀλλὰ σὲ αὐτὴν τὴν ἰδιότητα ἐνέτασσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν ἀπέβλεπε μὲ τὸν ὁρισμὸ αὐτὸ νὰ θέσει κάποια ὅρια προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὅταν ἡ θεώρηση αὐτὴ ἀξιοποιεῖται γιὰ νὰ χαράξει τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ζωή, φεύγουμε ἀπὸ τὸ πλαίσιο γιὰ τὸ ὁποῖο τὴν κατασκεύασε ὁ Κάντ. Διότι εἶναι ἄλλο πράγμα νὰ ὁρίζω τὸν ἄνθρωπο ὂν λογικὸ γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς θεμελίωσης τῆς ἠθικῆς -ἐδῶ δὲν ἐμπλέκονται ζητήματα ἰσχύος, καὶ ἄλλο νὰ τὸν ὁρίζω ἔτσι γιὰ τὴν ἀπονομὴ ἢ μὴ τῆς προστασίας, ἀφοῦ ἡ προστασία λογικῶς προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει κάποια ἰσχυρότερη ἀπειλή, ἔναντι τῆς ὁποίας αὐτὴ προσφέρεται στὸν λιγότερο ἰσχυρό. Ἄρα, ἀποδεχόμενη τὴν περιστολὴ τοῦ πεδίου τῆς ἀπονεμόμενης προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ ἐπίκληση τῆς συνείδησης χρησιμεύει περισσότερο ὡς καντιανὸ προσωπεῖο, τὸ ὁποῖο ὑποκρύπτει τὸ γεγονὸς ὅτι μεταβήκαμε σὲ ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ ἐρώτημα. Δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ πλέον ἡ ἐλευθερία, ἀλλὰ ἡ ἰσχύς.

Ἡ συνειδητὴ ἐπιλογὴ νὰ μὴν ἀπονεμηθεῖ ἡ προστασία στοὺς χρήζοντες αὐτῆς, μὲ τὴν δικαιολογία ὅτι ἐκ φύσεως –στὴν περίπτωση αὐτή, ἐκ τοῦ φυσικοῦ σταδίου ἀναπτύξεως στὸ ὁποῖο βρίσκονται- δὲν ἔχουν κερδίσει κάποιο ἀνάλογο δικαίωμα, φέρνει στὸ νοῦ ἐποχὲς ποὺ ὁ φιλελεύθερος κόσμος ἀποστρέφεται. Ἐπιστρέφουμε στὸ δίκαιο τῶν ἰσχυρῶν, οἱ ὁποῖοι (πρέπει νὰ) εἶναι ἐλεύθεροι γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν ἐκεῖνο ποὺ ἀναγνωρίζουν ὡς συμφέρον τους. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνει πέρα τὶς ἐνστάσεις καὶ νὰ κυριαρχήσει ἐπὶ τῆς εἰσέτι κυοφορούμενης ζωῆς, ἡ ὁποία ἐντάσσεται –αὐτὸ φάνηκε ξεκάθαρα μὲ τὶς ἀναλογίες τοῦ Ντουόρκιν- στὸ πλαίσιο τῆς «νεκρῆς φύσης», ἀπαράλλαχτη ἀπὸ τὰ καρότα καὶ τὰ χορταρικά. Ἀκριβῶς ὅπως κυριαρχεῖ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ἢ ἐπὶ τῶν ζώων, ἐξασκῶντας νομίμως τὸ δικαίωμα ἐκμετάλλευσης καὶ διαχείρισης τῆς φύσεως. Μπορεῖ ἡ ἐν τῇ γεννέσει ἀνθρώπινη ζωὴ νὰ μᾶς ἐμπνέει τὸ αἴσθημα τοῦ ἱεροῦ, ὅμως τελικὰ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ πολλὲς ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐκφάνσεις τοῦ μεγαλείου τῆς φύσεως, οἱ ὁποῖες μᾶς προκαλοῦν τὸ δέος, ὅμως πρέπει τελικὰ νὰ τιθασσευθοῦν. Ἴσως σὲ αὐτὸ μοιάζει περισσότερο ἡ κυοφορούμενη ἀνθρώπινη ζωὴ μὲ τὴν ὑπόλοιπη φύση, στὸ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀντισταθεῖ. Εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ὑπόκειται στὴν θέλησή μας. Ἡ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ γιὰ τὸ ἀναγκαῖο κακό, ποὺ ὁ Ντουόρκιν θεωρεῖ ὅτι σέβεται μία κοινωνία ποὺ ἀνέχεται τὴν ἔκτρωση, ὁμοιάζει τελικὰ λιγότερο μὲ ἐπιλογὴ καὶ περισσότερο μὲ ἀκαταμάχητη ἐπιβολή. Στοιχεῖο τῆς ἐλεύθερης θέλησης εἶναι ὅτι αὐτὴ ἀναπτύσσεται ἀνάμεσα σὲ ἴσους, ἐνῶ τῆς ἰσχύος ἀνάμεσα σὲ ἐκείνους ποὺ τὴν ἔχουν καὶ ἐκείνους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἔχουν.