Ο κόσμος που ζούμε είναι ιδιαίτερα πολύπλοκος και δυσνόητος. Οι παίχτες που δρουν κεντρικά σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και περιφερειακά, στο αιώνα μας είναι πολυάριθμοι και αξιοσημείωτα ισχυροί σε σχέση με παλαιότερες εποχές. Η γνώση και η κατανόηση των λειτουργιών του μερικώς παγκοσμιοποιημένου κόσμου, είναι ατελής. Αυτή η μερική διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, τουλάχιστον όπως την ονειρεύτηκαν οι εμπνευστές της, φέρνει ξανά στο προσκήνιο το ρεαλισμό και τους σκληρούς γεωστρατηγικούς υπολογισμούς, όπως αναφέρει ο Robert D. Kaplan στο «Η Εκδίκηση της Γεωγραφίας». Επομένως, κάθε απόπειρα ερμηνείας θα πρέπει να στηρίζεται σε όσο το δυνατόν ισχυρά και αμετάβλητα δεδομένα. Τέτοια είναι τα γεωπολιτικά μεγέθη. Ασφαλώς, κάθε διατύπωση πρόβλεψης, ειδικά όταν αφορά γεωπολιτικά και οικονομικά ζητήματα μεγάλης κλίμακας, όπως λ.χ. «η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη», είναι πάντα παρακινδυνευμένη. Όμως πρέπει να μιλάμε· η ανάγκη των ανθρώπων να δημιουργούν λογικές αλυσίδες γεγονότων, να ερμηνεύουν και να συσχετίζουν πληροφορίες είναι ακαταδάμαστη, αλλά και χρήσιμη γιατί, σε τελική ανάλυση, αυτοί είναι που συνθέτουν ένα συλλογικό «εθνικό νου».
Υπάρχει μια πολύ γενική αρχή ότι η ειρήνη και η σταθερότητα μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την άμβλυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών. Κάποιοι πιστεύουν ότι αυτή η άμβλυνση γίνεται πραγματικότητα όταν ένας παίχτης επικρατήσει έναντι του αντιπάλου του (ή αντιπάλων) σε σημείο που ο ανταγωνισμός να μην έχει πλέον νόημα για το χαμένο, καθώς ο βαθμός εξάρτησής του (από τον ισχυρότερο νικητή) θα είναι μεγάλος και η μεταξύ τους ασσυμετρία βαθιά και ρητή. Άλλοι πιστεύουν ότι η οικοδόμηση συμμετρικών σχέσεων, στενής αλληλεξάρτησης, μεταξύ δυο ή περισσοτέρων παιχτών πρέπει να θεωρείται βασικός πυλώνας σταθερότητας. Η δεύτερη προσέγγιση είναι λογική, αλλά καθόλου εύκολο να επιτευχθεί και αμφίβολο αν αποτελεί κάποιον κοινά αποδεκτό «κανόνα» που μπορεί να επιβεβαιωθεί ιστορικά. Η θεωρία λέει ότι όταν δυο αντίπαλοι γνωρίζουν, εκ των προτέρων, ότι ο μεταξύ τους ανταγωνισμός ή ακόμη και η σύγκρουση θα έχει για αμφότερους παρομοίως υψηλό κόστος, δύσκολα θα σκεφτεί ο ένας να εκμεταλλευτεί τον άλλο. Ωστόσο, το υψηλό κόστος, για αμφότερους τους αντιπάλους/ανταγωνιστές, δεν εξασφαλίζει τη σταθερότητα της σχέσης μέσα στο χρόνο, αλλά μάλλον καθυστερεί τη σύγκρουση, ανεξάρτητα από τη σφοδρότητα του ανταγωνισμού, έως ότου βρεθεί ο τρόπος να ξεπεραστεί ο παράγοντας «κόστος». Λαμβάνοντας υπόψη το Βυζάντιο ως ενιαία δικαιοπολιτική και γεωπολιτική οντότητα με διάρκεια άνω των χιλίων ετών, έχει ιστορικά αποδειχτεί επιτυχέστερη μια τρίτη οπτική, η ελληνική: όπου η ισορροπία ισχύος εδράζεται τόσο σε γεωπολιτικά και οικονομικά, όσο και σε γεωπολιτισμικά δεδομένα με τα τελευταία να μην θεωρούνται καθόλου δευτερεύουσας σημασίας.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στην ενέργεια, μια τέτοια σχέση – όπως η προαναφερθείσα στη δεύτερη προσέγγιση (στενής αλληλεξάρτησης) – φαίνεται ότι έχει αναπτύξει η Ρωσία με την Γερμανία, τουλάχιστον προσωρινά. Συνεπώς, επί του παρόντος πολύ δύσκολα – οποιαδήποτε γερμανική κυβέρνηση – θα διακινδύνευε τις διμερείς ενεργειακές σχέσεις της Γερμανίας με την Ρωσία, που είναι σχέσεις καταναλωτή – προμηθευτή, ζωτικές και για τις δυο χώρες. Αυτό παρά το γεγονός ότι η Γερμανία είναι μια χώρα του ΝΑΤΟ, όπου ο ρόλος των ΗΠΑ είναι καθοριστικός και κατά βάση εχθρικός απέναντι στη Ρωσία. Εντούτοις, σημαντικό στοιχείο είναι ότι η ιδιοσυγκρασία της Γερμανίας φαίνεται αμετάβλητη: έχει τη δική της ατζέντα και θέλει, στις διμερείς σχέσεις, να έχει αυτή το πάνω χέρι (του αφεντικού) – στην προκειμένη περίπτωση με όχημα την οικονομία. Ειδικά την τελευταία δεκαπενταετία φάνηκε πολύ καθαρά αυτός ο γερμανικός τρόπος. Έτσι, σε αντίθεση με τους δύο παγκοσμίους πολέμους, του 20ου αιώνα, όπου το κύριο όχημα των Γερμανών ήταν η στρατιωτική τους ισχύς, τώρα έχουν αλλάξει «όχημα», διατηρώντας ωστόσο τους γεωπολιτικούς στόχους. Αν το σκεφτούμε πιο μακροσκοπικά, το Βερολίνο, εδώ και αρκετά χρόνια, κερδίζει χρόνο μέχρι να γίνει ο κυρίαρχος που φαντάζεται, με άλλους όρους και με άλλα μέσα. Είναι ήδη εμφανές ότι η υπόθεση της Μέσης Ευρώπης (Mitteleuropa) έχει πλέον μετατραπεί σε μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων (Kerneeuropa), όπως την οραματίστηκε o Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ένας από τους βασικούς της εμπνευστές. Πλέον είναι αρκετά τα δεδομένα που επιβεβαιώνουν την ορθότητα της θέσης του πρώτου Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, λόρδου Ισμέι (Ismay), ο οποίος το 1952 είχε σημειώσει ότι ο σκοπός της Νατοϊκής Συμμαχίας είναι να κρατηθούν μέσα οι ΗΠΑ, έξω οι Ρώσοι και κάτω οι Γερμανοί (keep the Americans in, the Russians out and the Germans down).
Η στάση της Ελλάδας.
Χώρες όπως η Ελλάδα, που στο επίπεδο της ενέργειας (του κόστους και της επάρκειάς της) εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από ρυθμίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές όταν επιχειρούν να συμμετέχουν στην λεγόμενη πράσινη μετάβαση. Ήδη, η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη, δείχνει ότι τα μεγαλεπήβολα σχέδια πρασινίσματος της ενέργειας ήταν πολύ αισιόδοξα και κυρίως βιαστικά. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Ε.Ε. δεν είναι τίποτε άλλο από μια ακόμα αρένα ανταγωνισμού και αντιπαλότητας (rivalité), κι όχι συνεργασίας και κοινών οραμάτων. Αυτή η διαπίστωση υπαγορεύει στην Ελλάδα να χρησιμοποιήσει όλα (ανεξαιρέτως) τα θεσμικά εργαλεία που έχει στη διάθεση της για να πάρει αυτό που θέλει και να προασπίσει το στενά εθνικό της συμφέρον, ακόμη κι αν χρειαστεί να αναθεωρήσει σημαντικές πτυχές του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης. Αυτό που επιζητά σήμερα η χώρα μας είναι, από τη μια η αδρανοποίηση των φιλότουρκων, κυρίως της Γερμανίας και της Ισπανίας, και από την άλλη η ευαισθητοποίηση, αυτών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «Πόντιοι Πιλάτοι», δηλαδή των σκανδιναβικών χωρών, της Βαλτικής και άλλων καίριων παικτών. Σε επίπεδο στρατηγικής, για την ενέργεια, η χώρα μας πρέπει να προσπαθεί, με κάθε τρόπο (διπλωματικό και άλλο), να «γλυκάνει» όλους τους εμπλεκόμενους δρώντες, προκειμένου να εκμεταλλευτεί τα ενεργειακά κοιτάσματά της και να έχει υποστηρικτές όσον αφορά τη χάραξη της ΑΟΖ από κοινού με την Κύπρο. Επίσης πρέπει να ευνοήσει τις συνθήκες ώστε να προχωρήσει ομαλά η ηλεκτρική διασύνδεση της χώρας με την Κύπρο και το Ισραήλ (EuroAsia Interconnector). Πολύ περισσότερο για έναν ακόμη λόγο. Η νοητή γραμμή χάραξης του αγωγού East Med ήταν και παραμένει σαφώς ευνοϊκή για την Ελλάδα, ωστόσο φαίνεται ότι κατασκευή του, επί του παρόντος, είναι αβέβαιη κάτι που πρέπει να μας απασχολήσει. Αυτό για να εντοπιστούν τα ενδεχόμενα ελληνικά σφάλματα/αστοχίες και να ερμηνευτεί ο ρόλος της τριάδας (Γερμανία, Ρωσία, Τουρκία) σε αυτή την αρνητική εξέλιξη. Σε κάθε περίπτωση, η διασύνδεση της Ελλάδας με το Ισραήλ, αλλά και με την Αίγυπτο (μέσω του EuroAfrica Interconnector), ακολουθεί την ίδια νοητή γραμμή του αγωγού Est Med και στην ουσία, ακόμη και ως σχεδιαστική διαδικασία, ενισχύει την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή – κάτι που επιθυμεί τόσο η ΕΕ, όσο και οι ΗΠΑ – ενώ ταυτόχρονα ακυρώνει το Τουρκολιβυκό Σύμφωνο Θαλάσσης (σημειωτέον ότι στην Λιβύη είναι πολύ πιθανό να γίνουν εκλογές μέσα στο 2022).
Σε γενικές γραμμές, η ενεργειακή μετάβαση, σε βάθος χρόνου, θα επηρεάσει τις χώρες που εξάγουν πετρέλαιο και δευτερευόντως φυσικό αέριο, αλλά και εκείνες που λειτουργούν ως σταθμοί διαμετακόμισης, όπως η Λευκορωσία και η Ουκρανία. Είναι άγνωστο πώς θα εξελιχθεί στο μέλλον η κατάσταση με την ενέργεια στην Ευρώπη, δεδομένου ότι η Γερμανία, με όλο και περισσότερες ενεργειακές ανάγκες, έχει αποφασίσει να αποσυνδεθεί από την πυρηνική ενέργεια (σε αντίθεση με την Γαλλία και άλλες χώρες), ενώ η Ρωσία δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένο ότι θα αποτελεί πάντα τον σχετικά ευκόλως διαχειρίσιμο μπίζνες παρτενέρ των Γερμανών, ειδικά από τη στιγμή που οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν τη μονίμως υψηλή ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από την Ρωσία.
Καταλήγοντας, μια ακόμη γενική αρχή ορίζει ότι ιδίως οι μικρότερες χώρες, πρέπει να είναι πολύ πιο προσεκτικές όταν αποφασίζουν να διακινδυνεύσουν, ακόμη και το εθνικό τους συμφέρον, στο όνομα ενός μεγαλύτερου υπερεθνικού σκοπού, τον οποίο ανά πάσα στιγμή οι περισσότερο ισχυροί παίκτες ενδέχεται να μεταθέσουν για το μέλλον ή ακόμη και να εγκαταλείψουν πλήρως, αν πάψει να εξυπηρετεί τον κεντρικό τους σκοπό που είναι η κυριαρχία σε έναν σύγχρονο πολυπολικό κόσμο που αλλάζει ριζικά. Σε περιόδους ρευστότητας, αναθεωρητισμών και αναταραχών, οι μικρότερες χώρες, πρώτα απ’ όλα, οφείλουν να επαγρυπνούν και να εξασφαλίζουν, με κάθε τρόπο, το εθνικό συμφέρον και την κυριαρχία τους, ώστε να παρουσιάζονται αποφασιστικές, αξιόμαχες και αξιόπιστες στη σύναψη των κατάλληλων συμμαχιών με τους μεγαλύτερους δρώντες. Ο ελληνισμός έχει αποδείξει, περισσότερες από μια φορές, το αληθές του Κωστή Παλαμά: Ἡ μεγαλοσύνη τῶν ἐθνῶν δὲ μετριέται μὲ τὸ στρέμμα…