Hogarth overpainted canvases to stop the fakes' progress | News | The Sunday Times
Hogarth, A Rake’s Progress

Το κείμενο που τιτλοφορείται ως Progress or Return? The Contemporary Crisis in Western Civilization προέρχεται από μια σειρά διαλέξεων που είχε παραδώσει ο Leo Strauss το 1952 στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Όπως διαφαίνεται από τον τίτλο, ο Strauss καταπιάνεται τόσο με την ιδέα της προόδου όσο και με την διαφαινόμενη παρακμή της Δύσης, επιστρατεύοντας επικουρικά για την ερμηνευτική του προσέγγιση μια σειρά από δίπολα, όπως επί παραδείγματι πρόοδος – αντίδραση, πίστη – εξέγερση και προκατάληψη – ελευθερία. Τα συγκεκριμένα δίπολα μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις εννοιολογικές αλλά και ουσιαστικές μετατοπίσεις που έχουν επισυμβεί από την νεωτερικότητα και έπειτα, οδηγώντας στον μετασχηματισμό του ανθρώπινου νοείν αναφορικά με την εκδίπλωση του ιστορικού χρόνου και την θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Ειδικότερα, η ιδέα της προόδου, που αποτελεί απόρροια της νέας φιλοσοφίας και επιστήμης, οδήγησε στην ανάδυση ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου, του προοδευτικού ανθρώπου, ο οποίος κοιτά το παρελθόν όχι μονάχα με καχυποψία, ούτε καν με συγκατάβαση, αλλά με πλήρη κακεντρέχεια. Απέναντι σε αυτή την αντίληψη, ο Strauss αντιπαραβάλλει την επιστροφή στις κλασικές αξίες, δηλαδή την επιστροφή στην κλασική αρχαιότητα και στο βιβλικό στοιχείο, τα οποία, αν και κάπως διαφοροποιημένα, συγκλίνουν σε ένα συγκεκριμένο κοσμοθεωρητικό πλαίσιο, δημιουργώντας μια δυναμική στους κόλπους του Δυτικού Πολιτισμού. Όπως θα δούμε, ειδικότερα στο β μέρος, αυτή η επιστροφή πρέπει να συνοδεύεται από την διερεύνηση της ιδέας της φύσεως, η οποία δεν απαντάται στο βιβλικό στοιχείο, αλλά στην ελληνική αντίληψη· η επιστροφή στην ιδέα της φύσεως ή για να το πούμε καλύτερα στο φυσικό δίκαιο, κάτι που λείπει από την νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφία, είναι για τον Strauss μια πιθανή απάντηση στα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν τον Δυτικό Πολιτισμό.


Ας διασαφηνίσουμε αυτό το θέμα κάπως πιο ολοκληρωμένα αντιπαραβάλλοντάς την ζωή που χαρακτηρίζεται από την ιδέα της επιστροφής με την ζωή που χαρακτηρίζεται από την ιδέα της προόδου. Όταν οι προφήτες καλούν τους ανθρώπους να λογοδοτήσουν, δεν περιορίζονται στο να τους κατηγορήσουν για ένα συγκεκριμένο έγκλημα ή μια συγκεκριμένα αμαρτία. Αναγνωρίζουν ότι η κοιτίδα όλων των επιμέρους εγκλημάτων είναι στην πραγματικότητα η απομάκρυνση από τον Θεό τους. Κατηγορούν λοιπόν τους ανθρώπους για ανταρσία (εναντίον του Θεού τους). Αρχικά, στο παρελθόν, χαρακτηρίζονταν από πίστη και αφοσίωση· τώρα είναι σε μια κατάσταση εξέγερσης. Μελλοντικά θα επιστρέψουν στην αρχική τους κατάσταση και ο Θεός θα τους αποδώσει ξανά την αρχική τους θέση. H αρχική και αυθεντική θέση ήταν αυτή της αφοσίωσης· η απιστία και η προδοσία έπονται. Η ιδέα της απιστίας προϋποθέτει ότι η πίστη και η αφοσίωση είναι πρωταρχικές. Ο τέλειος χαρακτήρας του πρωταρχικού είναι μια κατάσταση αμαρτίας – της ιδέας της αμαρτίας. Ο άνθρωπος που διακατέχεται από μια τέτοια αντίληψη ποθεί την τελειότητα του πρωταρχικού ή το κλασικό παρελθόν. Βασανίζεται από το παρόν και προσβλέπει στο μέλλον.

Από την άλλη, ο προοδευτικός άνθρωπος κοιτάζει πίσω σε μια εντελώς ατελή αρχή. Η αρχή, το ξεκίνημα, χαρακτηρίζεται από βαρβαρότητα, ανοησία, χοντροκοπιά και ακραία ανεπάρκεια. Δεν νιώθει ότι έχει χάσει κάτι αξιόλογης, για να μην πω απόλυτης, σπουδαιότητας· νιώθει μονάχα ότι έχασε τα δεσμά του. Δεν βασανίζεται από την ανάμνηση του παρελθόντος. Κοιτώντας πίσω στο παρελθόν νιώθει περήφανος για τα κατορθώματά του· είναι βέβαιος για την ανωτερότητα του παρόντος από το παρελθόν. Ωστόσο, δεν είναι ικανοποιημένος με το παρόν· αναζητά την μελλοντική πρόοδο. Νιώθει ότι μπορεί να την πραγματοποιήσει με τις δικές του δυνάμεις. Αποβλέποντας την τελειότητα σε ένα μέλλον που σε καμία περίπτωση δεν συνιστά την αρχή ή την αναβίωση του παρελθόντος, ζει απρόσκοπτα με το βλέμμα στο μέλλον. Η αντίληψη για την ζωή που εδράζεται στην αφοσίωση και την πίστη φαίνεται σε αυτόν ως οπισθοδρόμηση, σαν να είναι υπό την επήρεια προαιώνιων προκαταλήψεων. Αυτό που οι άλλοι αποκαλούν εξέγερση, εκείνος το αποκαλεί επανάσταση ή απελευθέρωση. Στο δίπολο πίστη-εξέγερση αντιπαρατάσσει το δίπολο προκατάληψη – ελευθερία. […]

Η στενή σημασία του όρου «πρόοδος» πρακτικά έχει εξαφανιστεί από την πιο σοβαρή λογοτεχνία. Οι άνθρωποι μιλούν ολοένα και λιγότερο για πρόοδο και περισσότερο για αλλαγή. Δεν υποστηρίζουν πλέον ότι γνωρίζουν πως κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση. Όχι η πρόοδος αλλά η πίστη στην πρόοδο ή η ιδέα της προόδου ως κοινωνικό ή ιστορικό φαινόμενο είναι ένα μείζον θέμα για τον τωρινό ερευνητή της κοινωνίας. Πριν από μια γενιά περίπου, η πιο διάσημη έρευνα σε αυτό το ζήτημα τιτλοφορούταν ως Η ιδέα της προόδου. Πλέον τιτλοφορείται ως Η πίστη στην πρόοδο. Η αντικατάσταση της ιδέας από την πίστη είναι από μόνη της αξιοσημείωτη. Τώρα, για να αντιληφθεί κανείς αυτή την κρίση στην πίστη για την πρόοδο, πρέπει να διασαφηνιστεί το περιεχόμενο αυτής της πίστης. […]

Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η σύγχρονη κρίση του Δυτικού Πολιτισμού είναι ταυτόσημη με την σταδιακή κρίση της ιδέας της προόδου στην πληρέστερη και πιο εμφατική σημασία του όρου. Επαναλαμβάνω, αυτή η ιδέα αποτελείται από τα ακόλουθα στοιχεία: η ανάπτυξη της ανθρώπινης σκέψης ως σύνολο είναι μια προοδευτική διαδικασία, πιο συγκεκριμένα αφορά την ανάδυση της μοντέρνας σκέψης, καθώς τον 17ο αιώνα συντελείται μια πρόοδος άνευ προηγουμένου. Υπάρχει ένας θεμελιώδης και αναγκαίος παραλληλισμός μεταξύ της διανοητικής και της κοινωνικής προόδου: δεν υπάρχουν όρια που να μπορούν να περιορίσουν αυτές τις δύο ιδέες. Η απεριόριστη διανοητική και κοινωνική πρόοδος είναι πράγματι κάτι εφικτό. Όμως, από τη στιγμή που η ανθρωπότητα έφτασε σ’ ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης, υπάρχει ένα σταθερό έδαφος κάτω από το οποίο δεν μπορεί να βυθιστεί. Όλα αυτά είναι αμφισβητήσιμα, πιστεύω, σε ‘μας. Για να αναφέρω μονάχα ένα παράδειγμα, ίσως το πιο τρανταχτό, η ιδέα της προόδου ήταν συνυφασμένη με την ιδέα της κατάκτησης της φύσεως· δηλαδή, του ανθρώπου που θα γίνει κυρίαρχος και ιδιοκτήτης της φύσεως. Το μέσο για αυτόν τον σκοπό ήταν η επιστήμη. Όλοι γνωρίζουμε τις τρομακτικές επιτυχίες της νέας επιστήμης, στην οποία βασίστηκε η τεχνολογία, και όλοι είμαστε μάρτυρες τις κολοσσιαίας αύξησης της ανθρώπινης ισχύος. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ένας γίγαντας συγκριτικά με τον μοντέρνο άνθρωπο. Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν υπάρχει ανάλογη αύξηση στο πεδίο της σοφίας και της αγαθότητάς του. Ο μοντέρνος άνθρωπος είναι ένας γίγαντας για τον οποίο δεν γνωρίζουμε αν είναι καλύτερος ή χειρότερος από τον προηγούμενο άνθρωπο. Πολύ περισσότερο, η εξέλιξη της σύγχρονης επιστήμης οδήγησε τον άνθρωπο να μην μπορεί να διακρίνει με υπεύθυνο τρόπο μεταξύ καλού και κακού. Τίποτα δεν μπορεί να λεχθεί υπεύθυνα για την ορθή χρήση αυτής της αχανούς ισχύος. O μοντέρνος άνθρωπος είναι ένας τυφλός γίγαντας. Η αμφιβολία σχετικά με την πρόοδο οδήγησε στην κρίση του Δυτικού Πολιτισμού, διότι κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ καλού και κακού αντικαταστάθηκε βαθμιαία από την διάκριση μεταξύ προοδευτικού και αντιδραστικού. Όταν τούτοι οι άνθρωποι, που είχαν συνηθίσει να αξιολογούν σύμφωνα με τους όρους της προόδου και της αντίδρασης, άρχισαν να αμφιβάλλουν για την πρόοδο, καμία απλή, αυστηρή, διαχρονική διάκριση μεταξύ καλού και κακού δεν μπορούσε να τους προσφέρει βεβαιότητα.

Η αντικατάσταση της διάκρισης μεταξύ καλού και κακού από την διάκριση μεταξύ προοδευτικού και αντιδραστικού είναι ακόμα μια έποψη της ανακάλυψης της ιστορίας, την οποία ανέφερα παραπάνω. Η ανακάλυψη της ιστορίας, για να το θέσω απλά, είναι ταυτόσημη με την αντικατάσταση του αιώνιου από το παρελθόν ή το μέλλον – δηλαδή αντικατάσταση του αιώνιου από το παροδικό. Τώρα, για να γίνει κατανοητή η κρίση του Δυτικού Πολιτισμού, δεν μπορούμε να περιοριστούμε στην κατανόηση του προβληματικού χαρακτήρα της ιδέας της προόδου, καθώς αυτή είναι μονάχα ένα μέρος, μια πλευρά ενός μεγαλύτερου συνόλου, το οποίο δεν διστάζουμε να ονομάσουμε μοντερνισμό. […]

Ο Δυτικός Πολιτισμός αποτελείται από δύο κοιτίδες: από την Βίβλο και την Ελληνική Φιλοσοφία. Ας ξεκινήσουμε διερευνώντας το πρώτο από αυτά τα στοιχεία, την Βίβλο και το βιβλικό στοιχείο δηλαδή. Ο σύγχρονος ορθολογισμός απορρίπτει την βιβλική θεολογία και την αντικατέστησε με διάφορες θεωρίες όπως τον ντεϊσμό, τον πανθεϊσμό ή τον αθεϊσμό. Ωστόσο σε αυτή τη διαδικασία η βιβλική ηθική διατηρήθηκε κατά κάποιον τρόπο. Η καλοσύνη θεωρούταν ακόμα ότι αποτελείται από την δικαιοσύνη, την αγαθότητα, την αγάπη ή την ελεημοσύνη· ο σύγχρονος ορθολογισμός πυροδότησε την τάση σύμφωνα με την οποία θεωρείται ότι η βιβλική ηθική διατηρείται καλύτερα αν διαχωριστεί από την βιβλική θεολογία. Αυτό, λοιπόν, ήταν πιο φανερό κατά την διάρκεια του 19ου αιώνος από ότι είναι σήμερα· πλέον δεν είναι τόσο φανερό εξαιτίας ενός κρίσιμου συμβάντος της περιόδου 1870-1880: η εμφάνιση του Νίτσε. Η νιτσεϊκή κριτική μπορεί να απλοποιηθεί στην εξής θέση: ο μοντέρνος άνθρωπος προσπαθεί να διατηρήσει την βιβλική ηθική ενώ εγκαταλείπει την βιβλική πίστη. Αυτό είναι αδύνατον. Αν η βιβλική πίστη εξαφανιστεί, πρέπει να εξαφανιστεί και η βιβλική ηθική, ώστε μια ριζικώς διαφορετική ηθική να γίνει αποδεκτή. Η φράση που χρησιμοποίησε ο Νίτσε ήταν η «θέληση για δύναμη». Βέβαια, ο Νίτσε της απέδωσε έναν ευφυή και ευγενή χαρακτήρα αλλά ο χονδροειδής και αδαής τρόπος με τον οποίο ερμηνεύτηκε μεταγενέστερα δεν είναι εξ’ ολοκλήρου ανεξάρτητος από την ριζική αλλαγή προσανατολισμού που ο ίδιος πρότεινε.

Όσο για το δεύτερο μέιζον στοιχείο του Δυτικού Πολιτισμού, το κλασικό, δηλαδή την ιδέα της φιλοσοφίας και της επιστήμης, αυτό επίσης ξεκίνησε να μετασχηματίζεται. Στο 17ο αιώνα, μια νέα φιλοσοφία και μια νέα επιστήμη άρχισαν να αναδύονται. Διατύπωσαν τους ίδιους ισχυρισμούς όπως είχαν κάνει παλαιότερα η φιλοσοφία και η επιστήμη, αλλά το αποτέλεσμα της επανάστασης του 17ου αιώνος παρήγαγε κάτι που δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν – την ανάπτυξη της Επιστήμης με κεφάλαιο «Ε». Αρχικά επιχειρήθηκε η αντικατάσταση της παραδοσιακής φιλοσοφίας και επιστήμης από μια νέα φιλοσοφία και μια νέα επιστήμη· αλλά με το πέρασμα μερικών γενιών παρατηρήθηκε ότι μόνο ένα μέρος της νέας φιλοσοφίας και επιστήμης ήταν πετυχημένο, και πιο συγκεκριμένα εξαιρετικά επιτυχημένο. Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει αυτή την εξέλιξη, επί παραδείγματι τον Νεύτωνα. Αλλά, όπως προειπώθηκε, μόνο ένα μέρος αυτών των πεδίων ήταν πετυχημένο, και έπειτα πραγματοποιήθηκε η μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης, με την οποία είμαστε όλοι εξοικειωμένοι. Η επιστήμη είναι το επιτυχημένο μέρος αυτής της διαφοροποίησης, ενώ η φιλοσοφία αποτελεί το αποτυχημένο μέρος. Επομένως, η επιστήμη θεωρείται πιο μεγαλοπρεπής από την φιλοσοφία. Η επίπτωση, την οποία γνωρίζετε, είναι η υποτίμηση κάθε γνώσης που δεν είναι επιστημονική με την ιδιαίτερη σημασία του όρου.  Η επιστήμη γίνεται o καθοδηγητικός μίτος της φιλοσοφίας, γεγονός που μπορεί να συγκριθεί με τον τρόπο με τον οποίο η θεολογία έγινε οδηγός της φιλοσοφίας στη διάρκεια του μεσαίωνα. Η επιστήμη αποτελεί την τελειοποίηση, την ολοκλήρωση της ανθρώπινης κατανόησης του φυσικού κόσμου. Όμως τον 19ο αιώνα συντελέστηκαν ορισμένα γεγονότα, όπως η ανακάλυψη της μη ευκλείδειας γεωμετρίας και της χρήσης της στην φυσική επιστήμη, που έκαναν φανερό ότι η επιστήμη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επαρκώς ως τελειοποίηση της ανθρώπινης κατανόησης του φυσικού κόσμου αλλά, αντιθέτως, ως ριζική μετατροπή αυτής. Με άλλα λόγια, η επιστήμη βασίζεται σε συγκεκριμένες θεμελιώδεις υποθέσεις οι οποίες, ακριβώς επειδή είναι υποθέσεις, δεν είναι απολύτως αναγκαίες και επομένως παραμένουν πάντοτε υποθετικές. Η συνέπεια αυτής της κατάστασης εντοπίστηκε ξανά από τον Νίτσε: η επιστήμη είναι μονάχα μια από τις πολλές ερμηνείες του κόσμου. Έχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, αλλά αυτό δεν της αποδίδει φυσικά καμία απολύτως ανώτερη γνωστική κατάσταση. Η τελευταία συνέπεια που έχει υπογραμμιστεί στην εποχή μας από μερικούς είναι, όπως ενδεχομένως θα γνωρίζετε, η παρακάτω: όπως η μοντέρνα ποίηση δεν είναι ανώτερη από την ελληνική, έτσι και η μοντέρνα επιστήμη δεν είναι καθόλου ανώτερη από την ελληνική. Με άλλα λόγια, ακόμα και η επιστήμη με την τεράστια αίγλη της – μια αίγλη ανώτερη από κάθε άλλη δύναμη στον σύγχρονο κόσμο – είναι επίσης ένα είδος γίγαντα με αδύναμα πόδια, αν συνυπολογίσει κανείς τα θεμέλιά του. Ως αποτέλεσμα της επιστημονικής ανάπτυξης, η ιδέα μιας ορθολογικής ηθικής, ως κληρονομία της ελληνικής φιλοσοφίας, έχασε εντελώς την φήμη της· όλες οι επιλογές, υποστηρίζεται, είναι εντελώς παράλογες και ανορθολογικές.