Ο Ορτένσιος, ο σοφολογιότατος που έχει προσλάβει η Μαρκησία για να φροντίζει την βιβλιοθήκη της, διαβάζει για εκείνη και τον παρευρισκόμενο Ιππότη γνωμικά του στωικού ρωμαίου φιλοσόφου Σενέκα σχετικά με την υπεροχή της λογικής έναντι του συναισθήματος. Ο Ιππότης δείχνει την έντονη ενόχλησή του, διακηρύσσει πως όλα όσα ακούγονται είναι ανοησίες, και διαπληκτίζεται με τον Ορτένσιο ποδοπατώντας το βιβλίο του Σενέκα. Αυτή είναι ίσως η πιο διασκεδαστική σκηνή του θεατρικού έργου του Πιέρ ντε Μαριβώ, Η δεύτερη έκπληξη του έρωτα (1727), που πραγματεύεται το ξύπνημα του αρχικα ανεπιθύμητου έρωτα ανάμεσα στην Μαρκησία (που έχει χάσει τον σύζυγό της μετά από μόλις έναν μήνα γάμου) και τον Ιππότη (που έχει πρόσφατα εγκαταλειφθεί από την αγαπημένη του). Το έργο περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ψυχολογικής αισθηματικής κωμωδίας που διαμόρφωσε ο ίδιος ο Μαριβώ: την έκφραση του κωμικού μέσω της συζήτησης (και όχι μέσω ελαττωμάτων των χαρακτήρων όπως κάνει ο Μολιέρος), την ψυχολογική αλήθεια και φαντασία, καθώς και το περίφημο μαριβωντάζ (marivaudage), νεολογισμού της εποχής που χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ειδικά το ύφος του Μαριβώ, “ύφος που βρίθει από λεπτεπίλεπτες εκφράσεις, που ανθίζει μέσα από τις συμβατικές συζητήσεις των σαλονιών, που παρέχει την εικόνα ενός αισθηματισμού συχνά ολίγον ψευδούς, ενός ύφους που ακροβατεί ανάμεσα στο επιτηδευμένο και στο οικείο” [1].
Εκτός όμως από τις ιδιαιτερότητες του ύφους, των θεματικών, και των θεατρικών καταβολών του Μαριβώ, όπου συχνά εξαντλείται η υπάρχουσα θεατρική κριτική, οφείλουμε να προσεγγίσουμε επαρκώς και το φιλοσοφικό υπόβαθρο του έργου. Εκεί ο συγγραφέας δημιουργεί αριστοτεχνικά το έδαφος για να ασκήσει κριτική στην παντοδυναμία του Λόγου, όπως αυτή γίνεται κατανοητή στο πλαίσιο των ιδεολογικών συνιστωσών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (λογική, ατομικισμός, σκεπτικισμός, πρόοδος). Ζώντας στην εποχή του Διαφωτισμού, θα ήταν πολύ πιο βολικό για τον Μαριβώ να ακολουθήσει τα επικρατούντα προτάγματα και να διακηρύσσει την υπερίσχυση της ανθρώπινης λογικής – πράγμα που θα τον έκανε και πιο δημοφιλή στους κοινωνικούς και θεατρικούς κύκλους του Παρισιού, όπως ήταν ο βασικός αντίπαλός του, Βολταίρος. Ο Μαριβώ προτιμά να σταθεί ενάντια στον ρεύμα, και να εντάξει οργανικά στο έργο του μια πετυχημένη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις του ανθρώπινου ψυχισμού: την λογική και το συναίσθημα. Μπορεί η λογική να δώσει πάντα εξήγηση στην ανθρώπινη ανάγκη για συναισθηματική έκφραση και εκπλήρωση; Υποχωρεί ή οχι η λογική μπροστά στην ισχύ των συναισθημάτων και των παθών μας;
Σε αυτό το μπρα ντε φερ λογικής και συναισθήματος, ο Μαριβώ ποντάρει υπέρ του συναισθήματος, αναδεικνύοντας το θεωρητικό αυτό δίπολο μέσα από τον διάλογο, την πλοκή και τους χαρακτήρες του. Ο λόγος που κάνει τον Ιππότη να ποδοπατεί με τόσο μένος το βιβλίο του Σενέκα, δεν είναι μια απλή διαφωνία με τα λεγόμενα του στοχαστή, όπου ο Ιππότης νιώθει να προσβάλλονται τα ρομαντικά του αισθήματα για την χαμένη του αγάπη Αγγελική (ή τα ασυνείδητα ακόμα αισθήματα που τρέφει για την Μαρκησία). Το μένος του είναι βαθύτερα ριζωμένο, σωματικό και υπαρξιακό, και η σύγκρουσή του με τον σοφολογιότατο είναι αναπόφευκτη. Μέχρι το τέλος του έργου γίνεται σαφές πως δεν είναι δυνατό να παραμείνουν και οι δύο στο σαλόνι της Μαρκησίας. Ο Ιππότης γίνεται εραστής τής και ο Ορτένσιος απολύεται, που σημαίνει ότι η λογική αποχωρεί από την σκηνή, και ο έρωτας και το συναίσθημα νικούν. Στον Ορτένσιο έχουμε λοιπόν την προσωποποίηση των αξιών του Στωικισμού (λογική, αρετή, σοφία, απάθεια, αταραξία, καθήκον) και του Διαφωτισμού, καθώς ο χαρακτήρας περιφέρεται από την μία σκηνή στην επόμενη, διατεινόμενος πολύ λογικά πως αν χάσεις μια αγαπητικιά, μπορείς απλώς να βρεις μια άλλη, ή προσεγγίζοντας ερωτικά την υπηρέτρια Λιζέτ, προσπαθώντας να την κατακτήσει “με επιχειρήματα” (“Σου αρέσει το ωραίο, εγώ είμαι ωραίος, άρα σου αρέσω εγώ!”). Δεν καταφέρνει φυσικά τον σκοπό του – η Λιζέτ τον απορρίπτει – πράγμα που αποδεικνύει το ανέφικτο της υποστασιοποίησης του έρωτα δια της λογικής. Το ερωτικό παιχνίδι γίνεται γι’ αυτόν ανέφικτο.
Πολλή συζήτηση γίνεται στην διάρκεια του έργου αναφορικά με την σχέση / αντιπαράθεση μεταξύ έρωτα και φιλίας. Αν στοχαστούμε την φιλία με αριστοτελικούς όρους – ως την σπουδαιότερη μορφή αρετής, το αγαθό εκείνο που καθιστά αχρείαστη την δικαιοσύνη μεταξύ φίλων, και συνέχει τις ανθρώπινες σχέσεις και τις πόλεις – ο Ιππότης και η Μαρκησία έχουν κάθε δικαίωμα να επιμένουν – ή να προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους – μέχρι τελευταίας στιγμής πως η φιλία μπορεί να τους προσφέρει την ανώτατη, πιο εκλεπτυσμένη μορφή σχέσης, και πως η δική τους σχέση δεν μπορεί παρά να παραμείνει φιλική. Η αδυναμία των δύο χαρακτήρων να διατηρήσουν την φιλία τους αγνή από την ερωτική επιδίωξη, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως αποτυχία του αγαθού της φιλίας, αλλά μπορεί να κατανοηθεί ως μέσω απόρροια της ταυτίσης της φιλίας με το νοητικό παρά με το επιθυμητικό μέρος της ψυχής. Ανεπηρέαστοι από αυτούς τους ενδοιασμούς και με ξεκάθαρα ερωτικες προθέσεις και επιδιώξεις είναι οι υπόλοιποι χαρακτήρες (Κόμης, υπηρέτες), με τον Κόμη να διεκδικεί αποτυχημένα την Μαρκησία, και τους δύο υπηρέτες με τον Ορτένσιο να μπλέκονται σε ερωτικό τρίγωνο.
Το πραγματικό όμως μεγάλο Τρίγωνο της ιστορίας μπορεί να κατανοηθεί με την βοήθεια του κατά τον Κάρπμαν Τριγώνου του Δράματος, που στην ψυχοθεραπεία χρησιμοποιείται για να περιγράψει συγκρούσεις ή μη λειτουργικές διαπροσωπικές σχέσεις. Θύμα, Θύτης και Σωτήρας αποτελούν τις τρεις συνισταμένες του τριγώνου: το Θύμα είναι το πρόσωπο που καταδιώκεται και νιώθει ανίσχυρο, ο Θύτης είναι εκείνος που καταδιώκει και επιρρίπτει ευθύνες, και ο Σωτήρας παρεμβαίνει για να βοηθήσει φαινομενικά το Θύμα, αλλά στην πραγματικότητα για να επιβεβαιώσει την δική του ανάγκη για παρέμβαση. Αν φανταστούμε την φιλία/λογική ως την μία κορυφή του τριγώνου (Θύτης), τον έρωτα/συναίσθημα ως την δεύτερη κορυφή (Θύμα), και την ακολουθία της πλοκής και των παρεξηγήσεων ως την τρίτη κορυφή (Σωτήρας), η λύση του Τριγώνου προκύπτει μέσα από την συνειδητοποίηση του συγκρουσιακού συσχετισμού, και την ανάληψη της ευθύνης των μερών για την στο εξής πορεία τους. Ο έρωτας στο έργο του Μαριβώ θριαμβεύει από την στιγμή που παύει να είναι θύμα των περιστάσεων που του επιφυλάσσει η εκλογίκευση ή η τύχη, και αυτονομείται για να κυριαρχήσει στις καρδιές των πρωταγωνιστών.
Πηγές:
- Το θέατρο του γαλλικού Διαφωτισμού – ΙI. Η κωμωδία από τον Μαριβώ στον Μπωμαρσαί (Άννα Ταμπάκη – Αλεξία Αλτουβά) https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/2936/3/02-chapter09.pdf
- https://www.encyclopedia.com/humanities/culture-magazines/french-enlightenment-and-drama