Μετάφραση και προλογισμός: Μύρων Ζαχαράκης

Ισχυρισμός 3. «Το βάρος της απόδειξης βρίσκεται στον πιστό»

Μια επίσης γνωστή στρατηγική των αθεϊστών είναι να επιμένουν ότι το βάρος της απόδειξης πέφτει στον πιστό. Αν έχουν δίκιο, αυτό μπορεί να τους επιτρέψει να αποφύγουν τις απαιτήσεις της θεμελιοκρατίας και να παραμείνουν αθεϊστές χωρίς να απαιτούμε από αυτούς αποδείξεις. Έχουν όμως δίκιο; Η αρχική έννοια του «βάρους της απόδειξης» (“onus probandi”, στα λατινικά) χρονικά μας πηγαίνει πίσω στο ρωμαϊκό δίκαιο και παραμένει σημαντική στη νομική σκέψη. Το ποιος έχει το βάρος της απόδειξης, καθώς και το από τι αυτό αποτελείται, καθορίζεται από τον δικαστή ή από θεσμοθετημένους κανόνες που ποικίλουν στα συστήματα δικαιοσύνης των διαφόρων χωρών. Το ίδιο ισχύει και για τις διαφωνίες που προκύπτουν όταν συζητάμε διάφορα ζητήματα. Η ιδέα τους βάρους της απόδειξης έχει επίσης εφαρμογή και σε ορισμένες άλλες περιστάσεις, όπως για παράδειγμα στις ακαδημαϊκές διαμάχες ή τις δημόσιες αντιλογίες. Ωστόσο, δίχως έναν δικαστή ή κάποιους κανόνες που να καθορίζουν το ποιος έχει τα αποδεικτικό βάρος και του πώς αυτό μπορεί να «αποσυρθεί» από πάνω του, είναι ασαφές το πώς εφαρμόζεται αυτή η έννοια ή ακόμη και το αν έχει ξεκάθαρες εφαρμογές. Παρόλο όμως που η έννοια του αποδεικτικού βάρους δεν έχει επαρκώς κατανοηθεί στις ανεπίσημες περιστάσεις, αυτό δεν εμποδίζει πολλούς από το να διαβεβαιώνουν, γεμάτοι αυτοπεποίθηση και σιγουριά, για το πώς ακριβώς αυτό θα πρέπει να κατανεμηθεί. Το πιο εξωφρενικό σφάλμα είναι να νομίζει κανείς πως πρόκειται για ζήτημα λογικής. Αντιθέτως, το ζήτημα του βάρους της απόδειξης αποτελεί μεθοδολογική έννοια και είναι, με τα λόγια του Nicolas Rescher, «μια κανονιστική αρχή ορθολογισμού όσον αφορά το περιεχόμενο μιας έριδας, ένας θεμελιώδης κανόνας της διαδικασίας μιας ορθολογικής διαφωνίας» (Dialectics, 1977). Άλλο ένα σφάλμα θα ήταν να υποθέσει κανείς ότι το αποδεικτικό βάρος πέφτει πάνω σε όποιον κάνει μια (γραμματικά) καταφατική δήλωση. Καταφατικές δηλώσεις μπορούν συχνά να «μεταφραστούν» εύλογα σε αποφατικές προτάσεις και το αντίστροφο: η δήλωση ότι «όλα συμβαίνουν για κάποιον λόγο» μπορεί να διατυπωθεί και ως «δεν υπάρχουν συμπτώσεις» και η πρόταση «δεν υπάρχει τίποτε το υπερφυσικό» μπορεί να εκφραστεί και ως «η πραγματικότητα είναι αποκλειστικά φυσική». Ένα τρίτο πρόβλημα, είναι ότι για να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας πολλές συγκεκριμένες αποφατικές προτάσεις π.χ. την πρόταση «δεν υπάρχουν άτομα» ή «δεν υπάρχουν συμπτώσεις»– απαιτούνται κάποια (εμπειρικά) στοιχεία, ενώ δε συμβαίνει το ίδιο με τις αντίστοιχες καταφατικές προτάσεις. Μερικές φορές λέγεται ότι το βάρος της απόδειξης πέφτει πάνω σε όποιον υποστηρίζει μια άποψη που συγκρούεται με μια κοινώς αποδεκτή γνώμη, και φαίνεται ότι συχνά αυτό όντως ισχύει. Αλλά και αυτή η πρόταση έχει προβλήματα – ένα από αυτά είναι ότι μπορεί κανείς ν’ αναλάβει το αποδεικτικό βάρος της υπεράσπισης μιας ευρέως αποδεκτής γνώμης ενώπιον ορισμένων που την αγνοούν (π.χ. οι δάσκαλοι το κάνουν). Πιθανώς είναι το περισσότερο που μπορούμε να ελπίζουμε σε καταστάσεις όπως π.χ. όταν οι κομματικοί υποψήφιοι αναμένεται σε μια συζήτηση να παίρνουν στα σοβαρά τους ισχυρισμούς των άλλων κομμάτων, καθώς εκεί όλοι οι υποψήφιοι έχουν το βάρος της απόδειξης για να πείσουν για τους ισχυρισμούς τους, εφόσον αυτό τους ζητηθεί (βλ. το άρθρο του James Cargile’s, ‘On the Burden of Proof’ στο Philosophy 72, 1997). Πάντως, η έννοια του αποδεικτικού βάρους σε ανεπίσημες περιστάσεις παραείναι περίπλοκη για να φωτιστεί πλήρως εδώ, ευτυχώς όμως αυτό δεν είναι και απαραίτητο, επειδή το ερώτημα του ποια πλευρά έχει το βάρος της απόδειξης εξαρτάται κυρίως από το ερώτημα του τι είδους στοιχεία απαιτούνται προκειμένου να τεκμηριωθούν οι ισχυρισμοί της. Ας υποθέσουμε, λόγου χάρη, ότι κάποιος/α υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν ηλεκτρόνια και ότι αυτός/ή φέρει το αποδεικτικό βάρος. Και σε αυτή την περίπτωση δεν ισχύει ότι, μέχρι να αποδειχθεί ο ισχυρισμός, θα νομιμοποιούμασταν (υποθετικά) όλοι μας να πιστεύουμε δίχως αποδείξεις ότι τα ηλεκτρόνια υπάρχουν. Αντίθετα, όπως τονίζει η θεμελιοκρατία, απαιτούνται στοιχεία για να δικαιολογηθεί μια άποψη, ακόμη και αν δεν έχει κανείς το αποδεικτικό βάρος. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν ο αθεϊστής δεν έφερε σε καμία από τις περιπτώσεις το αποδεικτικό βάρος έναντι των θεϊστών (μια υπόθεση που, όπως φάνηκε παραπάνω, δεν υπάρχει κανένας λόγος να δεχθούμε), αυτό δε θα συνεπαγόταν ότι θα μπορούσε να πιστεύει δίχως στοιχεία πως δεν υπάρχει Θεός ή θεϊκά όντα. Συνεπώς, η έννοια του αποδεικτικού βάρους αδυνατεί να βοηθήσει τους Νέους Αθεϊστές να παρακάμψουν τις απαιτήσεις της θεμελιοκρατίας.

Ισχυρισμός 4. «Το ξυράφι του Ockham»

Τι συμβαίνει όμως με το περίφημο «ξυράφι του Ockham», εκείνη την αρχή οικονομίας που συνδέεται με τον μεσαιωνικό μοναχό και φιλόσοφο, Γουλιέλμο του Ockham; Η αρχή του συνήθως διατυπώνεται ως εξής: «μην πολλαπλασιάζεις τις οντότητες πέραν του αναγκαίου». Πιθανότατα η ιδέα ότι μια σύλληψη της πραγματικότητας χωρίς θεϊκά όντα επαρκεί για την εξήγηση όλων όσων απαιτούν εξήγηση (μια θέση που, παρεμπιπτόντως, ο ίδιος ο Ockham θα απέρριπτε σθεναρά) τότε το ξυράφι του Ockham μας επιτρέπει να αποκλείσουμε κάθε αναφορά στο υπερφυσικό στις έρευνές μας για τον κόσμο. Θα μπορούσε άραγε, με μια τέτοια μανούβρα, να δικαιολογηθεί ο αθεϊσμός δίχως στοιχεία; Όχι. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι το ξυράφι του Ockham δε χρησιμοποιείται πολύ στις έριδες σχετικά με το αν υπάρχει πραγματικά η εκάστοτε Χ οντότητα. Αυτό συμβαίνει διότι, σε τέτοιου είδους διαφωνίες, αποτελεί ανοικτό θέμα το αν κάτι μπορεί όντως να εξηγηθεί δίχως το Χ. Οι θεϊστές πιστεύουν, ή τουλάχιστον εικάζουν, ότι υπάρχουν πλευρές της πραγματικότητας που θα έμεναν ανεξήγητες δίχως την αναφορά σε ένα θεϊκό ον: π.χ. η ύπαρξη του σύμπαντος, ο σχεδιασμός των φυσικών σταθερών ώστε να ευνοούν τη ζωή στον πλανήτη μας κ.λπ. Δε χρειάζεται να εισχωρήσουμε στη διαμάχη για το αν πραγματικά απαιτείται ένα θεϊκό ον για να εξηγηθούν τα παραπάνω: το σημαντικό εδώ είναι ότι το ξυράφι του Ockham δεν είναι ικανό να μας ωθήσει σε κανένα σχετικό συμπέρασμα. Μπαίνει στο παιχνίδι [ενν. το ξυράφι] αν και μόνο αν έχουμε υποθέσει a priori ότι μια πλήρης εξήγηση των σχετικών φαινομένων είναι εφικτή δίχως το Χ. Τότε μας επιτρέπει να παραβλέψουμε το Χ από την «οντολογία» μας. Ωστόσο, οι θεϊστές αρνούνται ότι μπορούν τα πάντα να εξηγηθούν με αυτόν τον τρόπο. Επομένως, στη συγκεκριμένη συζήτηση το ξυράφι του Ockham δεν είναι ικανό να μας προσφέρει κάποια πειστική απάντηση[1].

Ισχυρισμός 5. «Η ανυπαρξία ενδείξεων για κάτι είναι ένδειξη της ανυπαρξίας του»

Προκειμένου να κρατήσουν τη θεμελιοκρατία παρά την απουσία θετικών ενδείξεων για τον αθεϊσμό, οι Νέοι Αθεϊστές χρειάζονται μιαν αρχή η οποία πρεσβεύει ότι, αν δεν έχουμε στοιχεία υπέρ του θεϊσμού, αυτό αποτελεί κατά κάποιον τρόπο «στοιχείο» υπέρ του αθεϊσμού. Ίσως αυτό αρχικά φαντάζει σε πολλούς ως «μαγικό», αλλά μια βασική θέση του δοκιμίου του Norwood Hanson, με τον τίτλο «Τι δεν πιστεύω», είναι η ακόλουθη: «Όταν δεν υπάρχουν καλοί λόγοι να πιστέψουμε ότι ένας καταφατικός ισχυρισμός είναι αληθής, αυτό από μόνο του είναι ένας καλός λόγος να πιστέψουμε ότι είναι ψευδής». Ο Michael Scriven εισηγήθηκε μια παρόμοια αρχή και έτσι, ακολουθώντας τον Thomas Morris, θα αποκαλώ αυτόν τον ισχυρισμό, “HansonScriven thesis”, ή πιο απλά “HST”. Η αρχή HST είναι μια εκδοχή της γνωστής άποψης ότι η ανυπαρξία των ενδείξεων (για κάτι) είναι ένδειξη της ανυπαρξίας (του). Ο Hanson υπερασπίζεται τη συγκεκριμένη αρχή με τρόπους που έχουμε ήδη καταρρίψει παραπάνω. Ωστόσο, η πλέον αποτελεσματική ρητορική του τακτική ήταν να παραθέτει πράγματα για την ύπαρξη των οποίων δεν έχουμε καθόλου (εμπειρικά) στοιχεία – τέτοια είναι π.χ. το Yeti, το τέρας του Λοχ Νες, η περιοχή Shangri-La και οι καλικάντζαροι – και στα οποία ούτε εμείς φυσικά πιστεύουμε. Η βασική ιδέα είναι ότι όλοι μας πιστεύουμε λίγο-πολύ πως δεν υπάρχουν όλα αυτά, ακριβώς διότι δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για την ύπαρξή τους. Ωστόσο, ο Hanson δεν προσφέρει κανένα επιχείρημα για τον τελευταίο αυτόν ισχυρισμό. Τα παραπάνω παραδείγματα απλώς δείχνουν ότι και εμείς συνήθως σκεφτόμαστε όπως επιτάσσει η αρχή HST. Πιο πρόσφατα, οι Νέοι Αθεϊστές έχουν επιστρατεύσει παρόμοια επιχειρήματα, για να προβάλλουν τον αθεϊσμό τους. Τους ακούμε να κάνουν λόγο για τον Δία, τη νεράιδα των δοντιών και το ιπτάμενο μακαρονοτέρας. Υπάρχει επίσης και το περίφημο παράδειγμα του Russell, με την τσαγιέρα που βρίσκεται σε τροχιά μεταξύ της Γης και του πλανήτη Άρη, όντας όμως υπερβολικά μικρή για να την ανιχνεύσουν τα τηλεσκόπιά μας. Το σκεπτικό είναι ότι, παρόλο που αδυνατούμε να καταρρίψουμε οριστικά τον αλλόκοτο ισχυρισμό περί μιας περιφερόμενης διαστημικής τσαγιέρας, αυτό δε σημαίνει πως θα πρέπει και να τον λαμβάνουμε στα σοβαρά. Αντιθέτως, το ορθολογικό θα ήταν να σκεφτούμε πως δεν υπάρχει η τσαγιέρα. Το σκεπτικό του Russell, σύμφωνα με τον Dawkins, «είναι ότι το βάρος της απόδειξης πέφτει πάνω στους κάθε λογής πιστούς, όχι στους μη πιστούς» (βλ. το βιβλίο του Η περί Θεού αυταπάτη). Για να αξιολογήσω αυτό το, μέσω παραδειγμάτων, επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ της αρχής HST, θα ήθελα πρώτα να διακρίνω δύο γενικούς τύπους «ενδείξεων». Στο εξής θα αποκαλώ «αδύναμη» ένδειξη κάθε ένδειξη που είναι δεν είναι επαρκής για να πεισθεί ένας δύσπιστος. Πολλές αδύναμες ενδείξεις μπορούν αθροιστικά να αποτελέσουν μια ισχυρή ένδειξη και μπορούν επίσης να υποστηρίξουν διαφορετικές ή και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις (αναλογιστείτε, για παράδειγμα, τα επιμέρους στοιχεία που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια μιας ποινικής δίκης). Σε αντιδιαστολή, «ισχυρή» ένδειξη είναι εκείνη που περιλαμβάνει επαρκή ή έστω ισχυρή βάση για μιαν άποψη, ή τουλάχιστον, ισχυρές σκέψεις που οι αντιρρήσεις εναντίον της αδυνατούν να παράσχουν. Κάθε φορά που ρωτάμε «πού είναι οι αποδείξεις σου», τέτοιου τύπου «αποδείξεις» προσδοκούμε (δηλ. ισχυρές ενδείξεις). Η διάκριση ανάμεσα σε αδύναμες και ισχυρές ενδείξεις είναι σημαντική, επειδή όταν η αρχή HST κάνει λόγο για «επαρκή στοιχεία», όσον αφορά την περί Θεού υπόθεση, προφανώς εννοεί τις ισχυρές ενδείξεις. Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχουν ήδη κάποιες αδύναμες ενδείξεις για την ύπαρξη Θεού – π.χ. το θρησκευτικό βίωμα πολλών ανθρώπων, η ύπαρξη πλήθους φυσικών σταθερών που ευνοούν τη ζωή στον πλανήτη μας, η ενδεχομενικότητα του σύμπαντος κ.λπ. Αυτά και διάφορα άλλα, αν και όχι αποφασιστικής σημασίας και έχουν και άλλες δυνατές εξηγήσεις, θα μπορούσαν ωστόσο να χρησιμοποιηθούν ως βάσιμες εικασίες υπέρ της ύπαρξης Θεού. Επομένως, αν η αρχή HST αναφερόταν στην απουσία αδύναμων ενδείξεων, σε καμία περίπτωση δε θα προέκυπτε από αυτή ότι δεν υπάρχει Θεός ή θεϊκά όντα. Έτσι, αν είναι να χρησιμοποιηθεί η αρχή HST υπέρ του αθεϊσμού, ο όρος «αποδείξεις» θα πρέπει αναγκαστικά να αναφέρεται στις ισχυρές ενδείξεις. Βλέπουμε τώρα το γιατί η αρχή HST είναι εσφαλμένη. Σκεφτείτε τον ισχυρισμό ότι τα σκουλήκια της γης έχουν μια πρωτόγονη μορφή συνείδησης. Υπάρχουν ίσως κάποιες αδύναμες ενδείξεις, αλλά σίγουρα όχι ισχυρές. Παρόλα αυτά, πολλοί ερευνητές το πιστεύουν (με ποικίλους βαθμούς σιγουριάς ο καθένας τους). Ή πάρτε την πρόταση ότι η φυσική πραγματικότητα είναι πολύ «περιπλοκότερη» και μυστηριώδης από ότι μας δείχνουν οι τρέχουσες θεωρίες της φυσικής. Ούτε γι’ αυτό υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις, ωστόσο πολλοί το πιστεύουν και αυτό (όπως, π.χ., ο αστροφυσικός Martin Rees). Ή αναλογιστείτε την περίφημη θεωρία των χορδών. Και πάλι, δε διαθέτουμε καθόλου ισχυρές ενδείξεις για την επιβεβαίωσή της, κι όμως αρκετοί φυσικοί την παραδέχονται για αληθινή. Θα μπορούσε να βρει κανείς πλήθος αντίστοιχων παραδειγμάτων. Αν όμως έπρεπε να πάρουμε στα σοβαρά την αρχή HST, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν καθόλου ισχυρές ενδείξεις για τους παραπάνω ισχυρισμούς, τότε θα έπρεπε αναγκαστικά να θεωρήσουμε πως τίποτε από τα παραπάνω δεν υπάρχει: δηλαδή ότι τα σκουλήκια δε διαθέτουν συνείδηση, ότι η φυσική δεν απέχει από την τελική και ολοκληρωμένη μορφή της και ότι η θεωρία των χορδών είναι εσφαλμένη. Αλλά αυτό φυσικά θα ήταν παράλογο. Βέβαια, τέτοια αποφατικά συμπεράσματα θα μπορούσαν να προκύψουν – και πράγματι, πολλοί άνθρωποι τα προσυπογράφουν – ωστόσο δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι θα πρέπει αυτά να προκύπτουν αναγκαστικά. Και το πράγμα χειροτερεύει και άλλο, στη συνέχεια. Κάθε φορά που οι αποφατικές δηλώσεις προτάσεων όπως οι παραπάνω αναδιατυπώνονται σε καταφατική μορφή, η αρχή HST θα μας ωθούσε να πιστεύουμε αλληλοσυγκρουόμενες ιδέες ως αληθινές. Για παράδειγμα, η δήλωση ότι «τα σκουλήκια δε διαθέτουν συνείδηση» μπορεί να αναδιατυπωθεί σε κατάφαση ως εξής «το όριο μεταξύ των συνειδητών και των μη συνειδητών όντων βρίσκεται πάνω από το επίπεδο των σκουληκιών». Δεδομένου ότι δε διαθέτουμε ισχυρές ενδείξεις γι’ αυτό, σύμφωνα με την αρχή HST πρέπει να πιστεύουμε ότι δεν υφίσταται τέτοιο όριο – πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θα πρέπει να πιστέψουμε πως τα σκουλήκια διαθέτουν συνείδηση! Έτσι, με βάση την αρχή HST, για να είναι κανείς λογικός θα πρέπει να πιστεύει συγχρόνως ότι τα σκουλήκια έχουν και ότι δεν έχουν συνείδηση. Αυτό μας οδηγεί καταφανώς σε μια απαγωγή της εν λόγω αρχής σε άτοπο.  Εύκολα βλέπει κανείς, λοιπόν, τώρα το πού έσφαλαν οι Νέοι Αθεϊστές και ο Hanson όσον αφορά την αρχή HST: επέλεξαν μονάχα τα παραδείγματα που συμπορεύονται μαζί της και απλώς αγνόησαν όλα εκείνα που δείχνουν να την αναιρούν[2]. Αυτό όχι απλώς δίνει τη λανθασμένη εντύπωση πως η αρχή HST είναι αληθής, αλλά υποδεικνύει ότι και κάθε θρησκευτική πεποίθηση είναι εξίσου γελοία με την πίστη σε νεράιδες και καλικάντζαρους, επειδή δε διαθέτει ισχυρές ενδείξεις υπέρ της. Δεδομένου όμως ότι υπάρχουν κάμποσες πεποιθήσεις που δε διαθέτουν ισχυρή τεκμηρίωση και όμως κάθε άλλο παρά γελοίες είναι, παραμένει ανοικτό το ζήτημα αν τελικά η πίστη στο υπερφυσικό είναι κάτι περισσότερο από τις συγκεκριμένες γελοιότητες. Πάντως, ούτε ο Hanson ούτε οι Νέοι Αθεϊστές έχουν προσπαθήσει να επιχειρηματολογήσουν για το αντίθετο. Πολύ περισσότερο, είναι φανερό πως δε διαθέτουν κανένα επιχείρημα για να μας πείσουν ότι η θρησκευτική πίστη είναι σε κάθε περίπτωση «γελοία»: αν διέθεταν, δε θα χρειαζόταν να δικαιολογούν τον αθεϊσμό δίχως ενδείξεις – το ίδιο το επιχείρημά τους θα ήταν οι ενδείξεις. Εδώ ίσως αντιτείνει κανείς ότι ούτε οι πιστοί έχουν κάποιο επιχείρημα για να μας πείσουν για τη σοβαρότητα των πεποιθήσεών τους. Αυτό είναι πιθανώς αληθές, αλλά και άσχετο. Διότι το θέμα μας εδώ είναι ότι, με το να παρουσιάζουν μονάχα τα γελοία παραδείγματα και να αγνοούν όλα τα μη γελοία, ο Hanson και οι Νέοι Αθεϊστές δημιουργούν την απατηλή εντύπωση ότι η ανοησία των θρησκευτικών πεποιθήσεων προκύπτει τάχα ως αποτέλεσμα συλλογιστικής, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί απλώς μια δική τους ανεπιβεβαίωτη προκατάληψη.

Συμπέρασμα

Παραπάνω εξετάσαμε τους πέντε τρόπους με τους οποίους οι Νέοι Αθεϊστές επιχειρούν να «εξαιρέσουν» τους εαυτούς τους από τις απαιτήσεις της θεμελιοκρατίας, την ίδια στιγμή που κριτικάρουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ότι δεν πληρούν τις ίδιες απαιτήσεις, και όπως είδαμε, και οι πέντε τρόποι τους είναι ανεπαρκείς. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τα στοιχεία και τη δικαιολόγηση πεποιθήσεων, οι Νέοι Αθεϊστές δεν έχουν κανέναν λόγο να αντιμετωπίζουν διαφορετικά τον αθεϊσμό τους σε σχέση με την πίστη στο θείο. Τι θα μπορούσαν να αποκριθούν οι Νέοι Αθεϊστές στο παρόν συμπέρασμα; Μια επιλογή θα ήταν ν’ αποδεχθούν ότι οι θεμελιοκρατικές αρχές ισχύουν και για τον αθεϊσμό. Μια άλλη θα ήταν να απορρίψουν τη θεμελιοκρατία. Αφού δεν μπορούμε να εξετάσουμε αυτές τις επιλογές εδώ λεπτομερώς, θα επιχειρήσω να ολοκληρώσω κάνοντας ένα συνοπτικό σχεδιάγραμμα του πώς βλέπω εγώ το συγκεκριμένο ζήτημα. Πιστεύω ότι η διαμάχη ανάμεσα σε πιστούς (θρησκευόμενους), αθεϊστές και αγνωστικιστές μπορεί να εκδηλωθεί σε επιμέρους διαφωνίες σε θέματα επιστημών, φιλοσοφία και άλλων κλάδων όπου υπάρχουν ανεπαρκή δεδομένα για να σχηματίσει κανείς μια ξεκάθαρη θέση. Σε πολλές τέτοιες διαφωνίες, όλες οι θέσεις έχουν ένα είδος διανοητικής θεμιτότητας (που προφανώς όμως δεν είναι αρκετό για να τερματίσει τις σχετικές διαφωνίες). Ας σκεφθεί κανείς την ποικιλία τέτοιων θεμιτών πεποιθήσεων για ζητήματα όπως η θεωρία των χορδών ή η πιθανότητα τα σκουλήκια της γης να διαθέτουν συνείδηση. Είναι πραγματικά δύσκολη υπόθεση το να πει κανείς σε τι έγκειται η διανοητική θεμιτότητα και από τι ακριβώς εξαρτάται. Μπορεί να φανεί κατώτερο μιας επιστημολογικής δικαιολόγησης και αντί γι’ αυτό, να απαιτεί επιπλέον μια εργαλειακή ή πρακτική ορθολογικότητα. Μπορεί επίσης να στηρίζεται στην αξία που έχουν τα ισχυρά και αδιάσειστα στοιχεία για τον ερωτώντα και η αποδοχή τέτοιων στοιχείων μπορεί να είναι ο τελικός «διαιτητής» σε θεωρητικά ερωτήματα. Ωστόσο, αυτό στο οποίο πρέπει να δώσουμε έμφαση εδώ, είναι το εξής: οι διάφορες θέσεις που μπορεί να πάρει κανείς απέναντι στην ύπαρξη θεϊκών όντων – θεϊσμός, αθεϊσμός, αγνωστικισμός και ποικίλες άλλες – δεν είναι λιγότερο θεμιτές από αντίστοιχες θέσεις σε διχογνωμίες επιστημονικών και άλλων ζητημάτων στα οποία καμία από τις επιμέρους θέσεις δεν έχει ισχυρά και αδιάσειστα τεκμήρια υπέρ της.

Εδώ μπορείτε να δείτε τo πρώτο μέρους του κειμένου: Michael V. Antony – Πού είναι οι αποδείξεις; (μέρος α)


[1] Σ.τ.Μ.: Αυτό που ισχυρίζεται εδώ ο συγγραφέας είναι ότι το επιχείρημα των Νέων Αθεϊστών λέει βασικά πως ο κόσμος και όλα όσα παρατηρούμε μπορούν να εξηγηθούν δίχως προσφυγή σε Θεό, επομένως, δεδομένου ότι δε θα πρέπει να πολλαπλασιάζουμε τις οντότητες χωρίς λόγο και άρα μεταξύ ισοδύναμων εξηγήσεων πρέπει να προτιμούμε την πιο απλή (δηλ. αυτή που εμπεριέχει λιγότερες υποθέσεις), δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε την ύπαρξη Θεού. Όλα μπορούν να εξηγηθούν χωρίς αυτή και οι θεϊστές, πιστεύοντας στον Θεό, κάνουν μια επιπλέον υπόθεση που είναι περιττή. Το πρόβλημα με αυτόν τον συλλογισμό είναι ότι η πρώτη του προκείμενη είναι λογικά αυθαίρετη. Γιατί; Μα διότι οι δύο εξηγήσεις δεν είναι ισοδύναμες. Γιατί θεωρείται δεδομένο ότι μπορούμε να εξηγήσουμε τα πάντα δίχως την ύπαρξη Θεού; Οι θεϊστές ακριβώς αυτόν τον ισχυρισμό αρνούνται. Όταν λοιπόν χρησιμοποιείται με τον παραπάνω τρόπο, το «ξυράφι του Ockham» υφίσταται κατάχρηση και η συλλογιστική καταλήγει να πέφτει στη λογική πλάνη της λήψης του ζητουμένου (κυκλική επιχειρηματολογία): θεωρώντας δεδομένο πως όλα μπορούν να εξηγηθούν χωρίς τον Θεό, οι νεοαθεϊστές ουσιαστικά εισάγουν μέρος του συμπεράσματός τους μέσα στην προκείμενη. Η άποψη των Νέων Αθεϊστών απηχείται, αν και με πιο ήπιο τρόπο, σε βίντεο ενός δημοφιλούς youtuber εκλαϊκευμένης επιστήμης, όπου λέγεται ότι η εικασία της φυσικής θεραπείας εμπεριέχει μικρότερο αριθμό μη αποδεδειγμένων υποθέσεων, σε αντίθεση με την εκδοχή της θαυματουργικής θεραπείας. Για έναν θεϊστή όμως οι δύο αυτές εκδοχές ενδεχομένως δεν είναι ισοδύναμες, καθώς η πρώτη (φυσική) αποτυγχάνει να εξηγήσει τον λόγο που ο συγκεκριμένος ασθενής ιάθηκε, απλώς από απλή σύμπτωση, όταν όλες οι πιθανότητες ήταν εναντίον του. Επιπλέον, η ιδέα ότι το θαύμα πρέπει να απορριφθεί επειδή εμπεριέχει πολλές ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις (π.χ. Θεός, παντοδυναμία Θεού, αγάπη Θεού για τον άνθρωπο κ.λπ.), προϋποθέτει ότι ο κόσμος μπορεί να εξηγηθεί αποτελεσματικά και δίχως την προσφυγή σε αυτό, πιθανώς με την απλή τύχη ή κάποια φυσική νομοτέλεια και μόνον. Αυτόν ακριβώς τον ισχυρισμό αρνείται όμως ο θεϊστής και η προσφυγή στο ξυράφι του Ockham αποτελεί και εδώ λήψη του ζητουμένου. Πιθανώς στην καθημερινή μας ζωή να καταφεύγουμε συχνά σε τέτοιες τεχνικές, για οικονομία σκέψης, αυτό όμως δεν τις καθιστά απαραίτητα ορθολογικές. Πάντως, τέτοιου είδους youtubers  παράγουν εκλαϊκευμένη παρουσίαση των θετικών επιστημών και κατάρριψη κάποιων σχετικά δημοφιλών παρανοήσεων, με εικόνες, καλή ροή και χιούμορ, ωστόσο μετά τα πρώτα βίντεο για πιο γνωστά θέματα, ορισμένοι από αυτούς πέρασαν σε μερικά πιο περίπλοκα και αμφιλεγόμενα, όπως π.χ. ένας τους που έκανε σύντομο βίντεο για την πυρηνική ενέργεια και το πόσο ασφαλής είναι αυτή για όλους μας, αποδίδοντας τους φόβους πολλών στο «πιθηκάκι μέσα μας», στο οποίο απέδωσε επίσης την κριτική στην τεχνολογίας, τις θρησκείες και τον αντισημιτισμό. Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι όμοιος με εκείνον των Νέων Αθεϊστών. Χλευάζοντας τα πιο προφανή και ίσως ανόητα λάθη στη σκέψη πολλών, θεώρησαν ότι έχουν βρει τη φόρμουλα που θα λύσει σχεδόν όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Ωστόσο, το να βρίσκεις κάτι που αποδίδει καλά όταν υπάρχει ένα μικρό και σχετικά απλό πρόβλημα, δε συνεπάγεται καθόλου πως αυτό θα αποδώσει εξίσου καλά σε ένα πολύ σοβαρότερο πρόβλημα με πολλές παραμέτρους. Έτσι, το να αποδομείς με επιχειρήματα τις αφελείς ιδέες ενός δημιουργιστή, αντιεμβολιαστή ή λαϊκού αστρολόγου, δε σημαίνει ότι μπορείς να κάνεις το ίδιο με όσους πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού. Το ένα ζήτημα είναι ασυγκρίτως σοβαρότερο και πολυπλοκότερο από το άλλο. Το γεγονός ότι μια αλοιφή λειτουργεί αποτελεσματικά ενάντια σε μια ελαφριά δερματοπάθεια, δε σημαίνει ότι θα συμβεί το ίδιο και στην περίπτωση ενός προχωρημένου δερματικού καρκίνου.

[2] Σ.τ.Μ.: Η επιλεκτική παράθεση δεδμένων (“Cherry picking”) αποτελεί μια μάλλον συνηθισμένη λογική πλάνη και συναντάται συχνότερα στους συνωμοσιολόγους.