μετάφραση: Αλέξανδρος Μπριασούλης
Όσοι έχουν δει τη γνωστή ταινία “Patton, General of Steel”, θα θυμούνται τη σκηνή κατά την οποία ο Αμερικανός στρατηγός, διοικητής της Τρίτης Στρατιάς το 1944-1945, ενώ διασχίζει τη Γαλλία προελαύνοντας προς τη Γερμανία, επιθεωρεί ένα πεδίο μετά τη μάχη. Γη ανασκαμμένη από τις εκρήξεις, τανκς πυρπολημένα, πτώματα. Ο στρατηγός παίρνει στην αγκαλιά του έναν ετοιμοθάνατο αξιωματικό, τον φιλάει και, στρέφοντας το βλέμμα του σε όλη εκείνη την καταστροφή, αναφωνεί: «Πόσο μου αρέσουν όλα αυτά! Ο Θεός να με συγχωρέσει, αγαπώ τον πόλεμο περισσότερο κι από τη ζωή μου». Σ’ αυτή τη σκηνή παρουσιάζεται όλο το θέμα μου: η αγάπη για τον πόλεμο, η αγάπη στον πόλεμο και για τον πόλεμο, αγάπη που είναι πιο δυνατή από τη ζωή, μια αγάπη που καλεί έναν θεό, που τροφοδοτείται από έναν θεό, μια αγάπη που εκδηλώνεται στο πεδίο της μάχης, ένα κομμάτι κατεστραμμένη γη που έγινε ιερό από αυτή την καταστροφή.
Είμαι πεπεισμένος ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μιλήσουμε εποικοδομητικά για την ειρήνη και τον αφοπλισμό εάν δεν διεισδύσουμε σε αυτήν την αγάπη για τον πόλεμο. Αν δεν εισέλθουμε στην κατάσταση αυτή στην οποία η ψυχή είναι πολεμική, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε την έλξη και τη γοητεία του πολέμου. Και σε αυτή την ειδική κατάσταση της ψυχής πρέπει να μπούμε τελετουργικά: πρέπει να «στρατευθούμε», να «κηρύξουμε» τον πόλεμο (όπως ανακηρύσσεται κάποιος τρελός, παντρεμένος ή πτωχευμένος). Έτσι θα προσπαθήσουμε τώρα να “πάμε στον πόλεμο”, στη βάση της θεμελιώδους αρχής της ψυχολογικής μεθόδου, σύμφωνα με την οποία κάθε φαινόμενο, για να γίνει κατανοητό, πρέπει να βιωθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ενσυναίσθηση. Για να γνωρίσουμε τον πόλεμο, πρέπει να διεισδύσουμε με τη δύναμη της φαντασίας στην αγάπη του πολέμου.
Ο τελικός προορισμός του ιστορικού πεπρωμένου, διδασκόμαστε, εξαρτάται από μάχες, η έκβαση των οποίων με τη σειρά της εξαρτάται από την αόρατη ιδιοφυΐα ενός ηγέτη ή ήρωα, μέσω της οποίας εκδηλώνεται ένα υπερβατικό πνεύμα. Η μάχη και η προσωποποιημένη ενσάρκωσή της γίνονται, στην εκκοσμικευμένη ιστορία μας, αναπαραστάσεις μιας άλλης θείας οικονομίας της σωτηρίας. Τα αγάλματα των πάρκων μας, τα ονόματα των πιο μεγαλοπρεπών δρόμων και οι αργίες του ημερολογίου μας μνημονεύουν τη σωτήρια αυτή πτυχή της μάχης.
Όχι, οι πόλεμοι δεν είναι μόνο έργο ανθρώπινο. Μαρτυρούν επίσης κάτι εγγενώς ανθρώπινο που υπερβαίνει όμως τον άνθρωπο, καθώς ενεργοποιούν δυνάμεις που διαφεύγουν της ανθρώπινης κατανόησης. Οι θεοί όχι μόνο πολεμούν μεταξύ τους και ενάντια σε άλλους ξένους θεούς, αλλά καθαγιάζουν τους ανθρώπινους πολέμους, συμμετέχουν και επεμβαίνουν σε αυτούς, όπως όταν κατά τη διάρκεια μιας μάχης οι στρατιώτες ακούν θεϊκές φωνές ή βλέπουν θεϊκά οράματα. Είναι εξαιτίας αυτής της έκρηξης του υπερβατικού που είναι τόσο δύσκολο να υποτάξουμε και να κατανοήσουμε το φαινόμενο του πολέμου. Αυτό που συμβαίνει στη μάχη είναι πάντα σε κάποιο βαθμό μυστηριώδες, και ως εκ τούτου απρόβλεπτο, δεν είναι ποτέ απολύτως « στο χέρι μας ». Οι πόλεμοι «ξεσπάνε». Κάποτε οι στρατηγοί έψαχναν για σημάδια στον ουρανό, στο πέταγμα των πουλιών. Σήμερα, φανταζόμαστε την αιτία ενός πολέμου ως αποτέλεσμα ενός σφάλματος κάποιου υπολογιστή. Εμφανίζεται εδώ η θεά Τύχη (Fortuna): παρά τα σχολαστικά σχέδια μάχης και τις επαναλαμβανόμενες ασκήσεις, η εμπειρία της μάχης είναι ένα συνονθύλευμα ανατροπών. Χρειαζόμαστε λοιπόν μια εξήγηση του πολέμου που να λαμβάνει υπόψη την υπερβατική στιγμή του, μια εξήγηση που να ριζώνει στις αρχές των Αρχαίων Ελλήνων: όχι μόνο με την έννοια της επεξηγηματικής ιστορικής αρχής αλλά και με την έννοια του αρχέτυπου που παραπέμπει στο δια-ιστορικό υπόβαθρο, σ ‘εκείνη τη στιγμή της θείας επιφανείας που συμβαίνει στον πόλεμο.
Και πέρα από όλα υπάρχει ο ισχυρός συναισθηματικός δεσμός με τη διμοιρία, το πλήρωμα, τον σύντροφο στη μάχη. Η αγάπη εν μέσω του πολέμου. Ο Θωμάς Ακινάτης παρατηρεί ότι μεταξύ των στρατιωτών αναπτύσσεται μια συγκεκριμένη μορφή φιλίας. Η αγάπη στη μάχη είναι πολύπλοκη, ανιδιοτελής και φλογερή και δεν μπορεί να περιοριστεί στις απλοϊκές φόρμουλες της σύγχρονης ψυχολογίας: ενίσχυση της αρρενωπότητας. ανδροκρατούμενοι κώδικες τιμής, ψυχολογική πίεση της ομάδας συνομηλίκων για να καταπολεμηθεί η δειλία, απελευθέρωση καταπιεσμένων ομοφυλοφιλικών τάσεων. Αυτή η αγάπη είναι τόσο δυνατή και υπερβαίνει τόσο πολύ τους ίδιους τους σκοπούς του πολέμου, που είναι πιο εύκολο για έναν στρατιώτη, προκειμένου να μην εγκαταλείψει τον σύντροφό του, να πυροβολήσει έναν ανώτερο αξιωματικό παρά τον εχθρό που βρίσκεται μπροστά του.
Μεγαλύτερη δύναμη πυρός σημαίνει ασφαλέστερη ειρήνη. Εμπιστευόμαστε εδώ την τυφλή ισχύ του Mars Caecus, του τυφλού πολεμικού θεού των Ρωμαίων, ως σύστημα για τον τερματισμό του πολέμου. Ας θυμηθούμε τις σφαγές αμάχων των στρατιωτών του στρατηγού Lee ή των βομβαρδισμών της Δρέσδης. Ο έλεγχος της πώλησης πυροβόλων όπλων είναι ένα άλλο σημαντικό παράδειγμα που προκαλεί βαθιά αμηχανία στην κοινωνία της χώρας μας [Η.Π.Α]. Το δικαίωμα στην οπλοφορία είναι συνταγματικό και το έθνος μας και η εδαφική του ιστορία εξαρτώνται, καλώς ή κακώς, από την εξοικείωση με τα όπλα που χειρίζονταν πολιτοφυλακές πολιτών. Αλλά αυτό πηγαίνει πίσω στις μέρες που μοναχικοί καβαλάρηδες διέσχιζαν τα λιβάδια με το τουφέκι και τη Βίβλο (και πιθανώς τη γυναίκα τους και τον σκύλο τους). Τότε το τουφέκι το προστάτευε ένας θεός κι όταν αυτό ακουμπούσε όρθιο σε μια γωνιά του σπιτιού, δείχνοντας προς τα πάνω, σαν το δόρυ των Ρωμαίων που ήταν ο ίδιος ο Άρης, ξαναζωντάνευε η ανάμνηση του θεού και ο ευλαβικός φόβος που προκαλούσε η παρουσία του.
Οι αφηγήσεις για τον πόλεμο που συναντούμε σε ημερολόγια, ποιήματα και απομνημονεύματα μαρτυρούν για το ιδιότυπο δέσιμο με τόπους, συντρόφους και συγκεκριμένα αντικείμενα αυτής της γης. Το υπερβατικό εμφανίζεται στο συγκεκριμένο. Ο Χέμινγουεϊ γράφει ότι μετά τον Μεγάλο Πόλεμο «αφηρημένες λέξεις όπως δόξα, τιμή, θάρρος φαίνονταν άσεμνες δίπλα στα συγκεκριμένα ονόματα των χωριών και των ποταμών, στους αριθμούς των δρόμων και των συνταγμάτων και στις ημερομηνίες». Ποιος θυμάται ακόμα την ημερομηνία της πυρηνικής δοκιμής Alamogordo (ή πού βρίσκεται αυτό το μέρος) ή την ημερομηνία της βόμβας της Χιροσίμα, την έκρηξης της πρώτης βόμβας υδρογόνου ή τα ονόματα των ανθρώπων, των τόπων και των μονάδων που εμπλέκονται σ’ αυτά τα γεγονότα; Ξεθώριασαν στην ομίχλη των αφηρημένων λέξεων. Ο Glenn Gray γράφει: «Κάθε μονάδα μάχης πρέπει να έχει έναν περιορισμένο και συγκεκριμένο στόχο. Οι φυσικοί στόχοι (ένα κομμάτι γης που πρέπει να υπερασπιστείς, μια φωλιά πολυβόλου που πρέπει να καταστρέψεις, ένα οχυρό που πρέπει να καταλάβεις) ξυπνούν πιο εύκολα το αίσθημα της συντροφικότητας».
Φανταζόμαστε σήμερα πολέμους χωρίς ψυχή, χωρίς πνεύμα, χωρίς θεούς, όπως φανταζόμαστε τη βιολογική και ψυχολογική ζωή, τις κοινωνικές σχέσεις και την πολιτική, την οργάνωση της φύσης: χωρίς ψυχή ή πνεύμα ή θεούς. Οι πόλεμοι, από την εποχή του Ναπολέοντα και του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, φανερώνουν με τον πιο έντονο τρόπο αυτή την παρακμή της τελετουργίας και την επικράτηση του θετικισμού. Ο Μεγάλος Πόλεμος του 1914-1918 ήταν επίμονος, διάχυτος, πεζός, στα «σκοτεινά σατανικά εργαστήρια» της Φλάνδρας εξήντα χιλιάδες Βρετανοί έπεσαν σε μια μέρα στη μάχη του Somme. Η ίδια μάχη επαναλαμβανόταν κάθε μέρα ξανά και ξανά, πάντα η ίδια. σαν την ανάπτυξη ενός θετικιστικού επιχειρήματος. Επανάληψη του α-νόητου. Οι πόλεμοι γίνονται κυριολεκτικά αδιανόητοι όταν πίσω τους δεν υπάρχει μύθος.
Ας απευθύνουμε λοιπόν μια έκκληση στον Άρη. Ήδη τουλάχιστον μια άλλη φορά, σε αυτόν τον αιώνα, μας έχει δείξει το δρόμο. Στα χρόνια της βασιλείας του – από το 1914 έως το 1918 – ο Άρης κατέστρεψε το πνεύμα του δέκατου ένατου αιώνα, γεννώντας τη σύγχρονη συνείδηση. Ποιος ξέρει αν δεν θα συμβεί κάτι παρόμοιο αν απευθυνθούμε πάλι σε αυτόν. Αλλά με τον Άρη δεν αρκεί η σκέψη, χρειάζεται κάτι περισσότερο. Ο Άρης απαιτεί διείσδυση στην ουσία του, η ορμή του αυξάνεται στα βάθη των κινδύνων και ο κίνδυνος σήμερα για μας βρίσκεται στο θολό κουβάρι του αναισθητοποιημένου μυαλού μας. Για να φτιάξεις όμως άροτρα από σπαθιά είναι απαραίτητο να χτυπήσεις το σίδερο όσο είναι καυτό. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι η αποδόμηση του πολέμου είναι ήδη σε εξέλιξη, με τρόπους τόσο κοινότοπους που δεν το αντιλαμβανόμαστε.
Η μεταφορά του πολέμου από το φυσικό πεδίο της μάχης στην οθόνη της τηλεόρασης και της επιστημονικής φαντασίας, η μεταμόρφωση του πραγματικού πολέμου σε πόλεμο των μέσων μαζικής ενημέρωσης – ένας διαμεσολαβημένος πόλεμος – η επινοημένη γλώσσα φαντασίας των ηλεκτρονικών πολεμικών παιχνιδιών. θέατρα πολέμου και “θεατρικοί” πόλεμοι, μαζικές δράσεις, πιθανά “σενάρια”, σκηνοθεσία και στρατηγική, πρόβες τζενεράλε, “πρωταγωνιστές” της σύγκρουσης: όλα αυτά δεν σηματοδοτούν άραγε την επαναφορά ενός νέου πολεμικού τελετουργικού στο πεδίο του φαντασιακού; Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε ο τηλεοπτικός πόλεμος του Βιετνάμ δεν έχει χαθεί. Οι πεσόντες πέθαναν όχι μόνο για τον σκοπό τους (αν τον πίστευαν) ή για τη χώρα τους (αν τους ένοιαζε). Μάλλον, αποτέλεσαν τελετουργικά σφάγια σε μια θυσία που μπορούσε να αποδομήσει πλήρως τον πόλεμο, μετατρέποντάς τον σε μια φαντασιακή επιχείρηση. Ίσως, αυτό που φαντάστηκε κάποτε ο Carl Sandburg, ότι «μια μέρα θα γίνει πόλεμος και κανείς δεν θα πάει», να είναι μια φάση που έχει ήδη ξεκινήσει. Δεν χρειάζεται να πάμε στον πόλεμο, γιατί η λειτουργία προς τιμή του Άρη τελείται κάθε βράδυ στο σπίτι μας, στην οθόνη της τηλεόρασης. Σε μια κοινωνία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, δεν είναι λογικό να περιμένουμε ότι τα πολεμικά κέρδη του καπιταλισμού θα περάσουν από το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα στο στρατιωτικό-επικοινωνιακό/πληροφοριακό σύστημα, υλοποιώντας έτσι την πλήρη συμβολοποίηση του πολέμου;
* Αποσπάσματα από το βιβλίο A Terrible Love of War, ιταλική έκδοση, Adelphi 2005.