Κατά το κλείσιμο της τελευταίας παράστασης της όπερας Siegfried του Richard Wagner τον Φεβρουάριο του 2022, ο ήρωας κείτεται νεκρός, αυτή τη φορά όχι όπως στις προηγούμενες παρουσιάσεις της παραγωγής του Teatro Real της Μαδρίτης, αλλά καλυμμένος με την Ουκρανική σημαία. Δημοσιεύματα αναφέρουν πως η επιλογή αυτή έγινε μετά από αίτημα των τραγουδιστών, ως εκδήλωση της συμπαράστασής τους προς τον πληττόμενο Ουκρανικό λαό. H κίνηση αυτή είναι μόνο μία από τις πολλές παρόμοιες πρόσφατα ανακοινωμένες πρωτοβουλίες καλλιτεχνών (λογοτεχνών, εικαστικών, παραστατικών τεχνών) που απο την μια καταδικάζουν την απρόκλητη ρωσική εισβολή, και από την άλλη επιχειρούν να καταδείξουν την εγγενή δύναμη της τέχνης όχι μόνο να περιγράφει και να αφουγκράζεται την εποχή της, αλλά και να παρεμβαίνει με την συμβολική και αποστολική της βαρύτητα σε κρίσιμες στιγμές, για να καταστεί κοινωνικά ή/και πολιτικά επίκαιρη. Ανάμεσα στην αντιδιαμετρικά αντίθετη, απαισιόδοξη οπτική του Ιρλανδού ποιητή Seamus Heaney πως η ποίηση δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, και στην διαχρονική συνύπαρξη και αλληλεπίδραση των τεχνών με τo κοινονικοπολιτικό γίγνεσθαι της εποχής τους, προκύπτει η διερώτηση εν σχέσει με την υποχρέωση ή την ανάγκη του καλλιτεχνικού κόσμου να ζει την πραγματικότητα ή τον μύθο της αναφορικά με την λειτουργική θέαση του εαυτού της.
Ο γεωμετρικά αυξανόμενος καταναλωτικός και τεχνολογικός υπερτροφισμός που αποτελεί πλέον ίδιον των δυτικών κοινωνιών, συνομολογεί και υπέρ της διαρκούς επικαιροποίησης των έργων τέχνης με όχημα το αέναο κυνήγι του καινούργιου σε κάθε του μορφή. Οι παραστατικές και εικαστικές τέχνες, με την εικονιστική δυναμική τους, φαίνεται να είναι αυτές όπου κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει άμεσα εμφανές. Αποτέλεσμα είναι παραστάσεις και έργα τέχνης, οι συντελεστές των οποίων φαίνεται να κατατρύχονται από την αδήριτη ανάγκη να δηλώνουν παντού και πάντα παρόντες, προκειμένου να βρίσκονται στην αιχμή των γεγονότων. Τα ζητήματα ταυτότητας (φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλετικό κ.α.) κυριαρχούν όλο και εντονότερα στο θέατρο, την γλυπτική, την ζωγραφική, το γκραφίτι, και όταν παραστεί ανάγκη, προστίθενται σε αυτά και άλλα κοινωνικά θέματα: το οικολογικό ζήτημα, η εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου, η σωματεμπορία, ο πόλεμος. Κοινό χαρακτηριστικό των κινήσεων αυτών είναι η καταγγελτική στάση που προσιδιάζει σε αυτή των διαφόρων κινημάτων διαμαρτυρίας ευχολογικού παρά ουσιαστικά παρεμβατικού περιεχομένου, που φιλοδοξούν να λειτουργήσουν διακηρυκτικά, εκτονώνοντας μια – αυθεντική ή μη – συναισθηματική φόρτιση, και εφράζοντας την επιθυμία για ορατότητα των εμπλεκομένων ως δρώντων υποκειμένων με δυνατότητα δημιουργίας ενός προσωπικού στίγματος στον δημόσιο διάλογο. Το προσωπικό στίγμα αυτό φαίνεται να είναι που ενδιαφέρει τους δημιουργούς, τουλάχιστον εξίσου ή και περισσότερο από την όποια βαθύτερη ανάγκη για σύνδεση με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Και αν στην συνείδηση κάθε δημιουργού εμμένει η ερώτηση “Προς τι η τέχνη μου, σε σχέση με το περιβάλλον μου;”, αξίζει να αναρωτηθούμε αν η μετατροπή του έργου τέχνης σε δελτίο ειδήσεων (ή δελτίο καιρού) εξυπηρετεί κάτι παραπάνω από προσπάθεια για μεγαλύτερο μερίδιο προβολής, ή από ανάγκη για επιβεβαίωση της διακηρυκτικής δυναμικής του ατομικού δημιουργικού μόχθου.
Θεωρούμε εδώ αδόκιμο να υποστηρίξουμε γενικά και αόριστα πως η τέχνη είναι, ή οφείλει να είναι, κεραία των μεταβολών των καιρών, αποδεικνύοντας ανά πάσα στιγμή την ετοιμότητα και ευαισθησία των αντανακλαστικών της. Είναι μάλλον πιο πρόσφορο να πούμε πως η τέχνη, είτε το επιδιώκει είτε όχι, αντανακλά τον καιρό της με πολλούς διαφορετικούς, μη σκόπιμους τρόπους: με την γλώσσα που χρησιμοποιεί, με τους ανθρώπινους χαρακτήρες που απεικονίζει και τις καταστάσεις στις οποίες τους τοποθετεί, με τα ίδια τα υλικά που επιστρατεύει και τους τρόπους που βρίσκει για να τα συνδυάσει. Ένα θεατρικό έργο γραμμένο σήμερα, δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί πριν από λίγες δεκαετίες, όταν η γλώσσα και οι ανθρώπινοι τύποι ήταν διαφορετικοί, και η τότε θεατρική παράδοση δεν συμπεριλάμβανε όσα έχουν στο μεταξύ μεσολαβήσει. Αν η Αυλή των Θαυμάτων, του Ιάκωβου Καμπανέλλη ήταν την δεκαετία του 1950 ένα επίκαιρο για τα ελληνικά πράγματα έργο, αυτό δεν συνέβη γιατί ο συγγραφέας του επιφόρτισε τον εαυτό του με την αποστολή να καταστεί επίκαιρος προκειμένου να στοχαστεί γύρω από την σύνδεση του έργου του με την εποχή του, αλλά γιατί το θέμα του ξεπήδησε αυθόρμητα ως βιωματική ανάγκη για απεικόνιση των σχέσεων των ανθρώπων σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας που ο ίδιος ήξερε καλά.
Στην αυθεντικότητα του βιώματος ίσως βρίσκεται και η απάντηση στο ερώτημα της λειτουργίας της τέχνης, καθώς όσο πιο οργανικά εκπορεύεται το δημιούργημα από την ζώσα εμπειρία του ατόμου και του περιβάλλοντός του, τόσο ουσιαστικό και άρα επίκαιρο αναμένεται να είναι. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να βοηθήσει τον δημιουργικό άνθρωπο, πριν ακόμα σκεφτεί, να ψηλαφήσει το βάθος του συναισθηματικού του κόσμου προκειμένου να φέρει στο φως όλα αυτά που τον/την συγκινούν, ανακαλύπτοντας πως ίσως η πραγματική του ανάγκη δεν ειναι να υποκύψει στον εξαναγκασμό του εδώ-και-τώρα που η επικαιρότητα του υπαγορεύει.
Στον αντίποδα της απλής κίνησης διαμαρτυρίας που κάνουν (ή θεωρούν πως κάνουν) οι άνθρωποι της τέχνης όταν προσθέτουν πινελιές επικαιροποίησης στα έργα τους, βρίσκεται η πίεση που μπορεί να ασκήσει στην κοινή γνώμη η δημόσια παρουσία προσώπων κύρους του καλλιτεχνικού κόσμου. Όταν ο Εμίλ Ζολά το 1898 δημοσίευσε την περίφημη επιστολή του Κατηγορώ (J’ accuse…!) στο πρωτοσέλιδο της παρισινής εφημερίδας L’ Aurore, προς υπεράσπιση του εβραϊκής καταγωγής αξιωματικού του γαλλικού στρατού Aλφρέντ Ντρειφούς (Alfred Dreyfus) που κατηγορείτο για κατασκοπία, η πράξη του αυτή ήταν μια πράξη ουσιαστικής και εναργούς πολιτικής τοποθέτησης, με διαχρονικό ιστορικό αντίκτυπο. Τα πολιτικά πάθη είχαν οξυνθεί σε τέτοιο βαθμό που ολόκληρη η γαλλική κοινωνία διχάστηκε σε υπερασπιστές και κατηγόρους του Dreyfus, γεγονός που – κατά την ανάγνωση της Hannah Arendt, στο έργο της Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού – οδήγησε στην άνοδο του αντισημιτισμού στην Γαλλία και στην Ευρώπη. Η δημόσια δήλωση στήριξης του Ντρέιφους εκ μέρους του Ζολά, δεν ήταν μια ανώδυνη για αυτόν κίνηση, αλλά μια στάση προσωπικού ρίσκου που τον έφερε αντιμέτωπο με την δικαιοσύνη, αφού οδηγήθηκε σε δίκη, καταδικάστηκε και αυτοεξορίστηκε στο Λονδίνο περιμένοντας να καταλαγιάσει ο θόρυβος γύρω από την υπόθεση.
Η τοποθέτηση του ατόμου εντός και όχι εκτός των γεγονότων με προσωπική εμπλοκή ανεξαρτήτως κόστους είναι ένα ακόμα κριτήριο, μαζί με την αυθεντικότητα του βιώματος, που μπορει να δώσει έναν μπούσουλα προσέγγισης της παρεμβατικής επιλογής, ώστε αυτή να μην καταστεί κενή περιεχομένου. Μπορεί κανείς να μην καταλήξει στην ακραία περίπτωση μιας δικαστικής δίωξης σαν αυτής που υπέστη ο Ζολά, υπάρχουν ωστόσο πολλά άλλα που μπορεί να διακινδυνεύσει με μια αμφιλεγόμενη δημόσια τοποθέτηση, όπως η σπίλωση της φήμης ή η κοινωνική/καλλιτεχνική απομόνωση. Αξίζει να έχουμε κατά νου πως το κοινό και οι συντελεστές του αρχαίου δράματος δεν αναρωτιόταν αν το έργο που παρακολουθούσαν/συμμετείχαν ήταν επίκαιρο ή όχι, αλλά βίωναν το γεγονός της παράστασης ως θεμελιώδες συστατικό της πολιτικής και κοινωνικής τους πραγματικότητας.